ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1411
27 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΔΙΑ ΚΑΙ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ
ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΜΕ ΣΥΝΔΡΟΜΟ TURNER,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9972)
Αποφάσεις και Διατάγματα — Παραμερισμός υπό όρους απόφασης που εκδόθηκε ερήμην δυνάμει της Δ.26, θ.14 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Οι όροι που θα τεθούν θα πρέπει να παρέχουν στον εναγόμενο τη δυνατότητα εκπλήρωσης τους, έτσι ώστε το δικαίωμα του εναγομένου για υπεράσπιση να διατηρείται ανεπηρέαστο — Ο όρος για κατάθεση του ποσού της απαίτησης δεν εδικαιολογείτο κατ' ουδένα λόγο στην παρούσα υπόθεση — Τέτοιος όρος θα μπορούσε να είναι νοητός μόνο σε εξαιρετικά σπάνια περίπτωση.
Ο εφεσίβλητος Σύνδεσμος κίνησε εναντίον του εφεσείοντος αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωνε ποσό £6.000 ως οφειλόμενο δυνάμει γραπτής σύμβασης, η οποία διαλάμβανε ότι ο εφεσείων θα διοργάνωνε και θα προωθούσε τρεις κινηματογραφικές παραστάσεις του Συνδέσμου, θα αναλάμβανε τα έξοδα και από τα έσοδα, τα οποία θα εισέπραττε όλα εκείνος, θα είχε υποχρέωση να αποδώσει στον Σύνδεσμο καθαρό ποσό £6.000 σε πέντε δόσεις.
Ο εφεσείων καταχώρησε εμφάνιση μέσω δικηγόρου αλλά παρέλειψε να καταχωρήσει υπεράσπιση εντός του προβλεπόμενου χρόνου. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης, η οποία επιδόθηκε αλλά δεν υπήρξε εμφάνιση κατά την ορισθείσα ημερομηνία. Ακολούθως η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη και στις 14 Νοεμβρίου 1996 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για £6.000 πλέον έξοδα.
Στις 29 Νοεμβρίου 1996 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, βάσει της Δ.26 θ.14. Ο εφεσίβλητος ενέστη στην αίτηση και μετά από ακρόαση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι εξηγήθηκε ικανοποιητικά η μη εμφάνιση από μέρους του εφεσείοντος και ότι η υπεράσπιση, την οποία επικαλείτο, επαρκούσε. Σε σχέση με τη δεύτερη πτυχή το Δικαστήριο πρώτα επεσήμανε πως θα ήταν, στο πλαίσιο της αίτησης, άτοπη η αξιολόγηση της μαρτυρίας επί της ουσίας της διαφοράς. Έκρινε όμως ότι δικαιολογείται η επιβολή όρων και έθεσε τους εξής όρους για τον παραμερισμό της απόφασης:
(α) να κατατεθεί στον Πρωτοκολλητή ολόκληρο το ποσό της απαίτησης εντός 45 ημερών, και
(β) εντός της ιδίας προθεσμίας να καταβληθούν στον εφεσίβλητο τα ήδη επιδικασθέντα έξοδα.
Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τους εν λόγω όρους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ως προς τον όρο για τα έξοδα, η όποια επίκριση είναι αδικαιολόγητη. Τα περιστατικά της υπόθεσης προδήλως παρείχαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα τη δυνατότητα να θέσει τον όρο.
2. Ο όρος για κατάθεση του ποσού της απαίτησης ήταν το αποτέλεσμα της έστω κάποιας αξιολόγησης της μαρτυρίας. Και αυτό ήταν εκείνο που το Δικαστήριο είχε προηγουμένως αναφέρει πως έπρεπε να απέφευγε. Δεν επρόκειτο για θεώρηση που προέκυπτε από υπόδειξη ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν ελλειπής ή κατάδηλα εσφαλμένη.
3. Ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο υπέβαλε τον όρο ήταν εσφαλμένος. Ούτε και διακρίνεται άλλος λόγος που να μπορούσε να τον δικαιολογήσει. Τέτοιος όρος θα μπορούσε να είναι νοητός μόνο σε εξαιρετικά σπάνια περίπτωση. Δεν μπορεί εν προκειμένω να υποστηριχθεί. Ο όρος για την κατάθεση του ποσού της απαίτησης παραμερίζεται.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κλεάνθους v. Tradex Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 988,
Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 17 Απριλίου, 1997 (Υπόθεση Αρ. 5706/96) με την οποία επιβλήθηκαν όροι για κατάθεση στον Πρωτοκολλητή του ποσού της απαίτησης και καταβολής στον εφεσίβλητο-ενάγοντα των επιδικασθέντων εξόδων για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου λόγω παράλειψης του δικηγόρου του να εμφανισθεί κατά την ακρόαση αίτησης για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος Σύνδεσμος κίνησε εναντίον του εφεσείοντος την αγωγή αρ. 5706/96, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο. Αξίωνε ποσό £6.000 ως οφειλόμενο δυνάμει γραπτής σύμβασης ημερ. 8 Μαΐου 1994. Μπορεί να λεχθεί με συντομία ότι η σύμβαση διαλάμβανε πως ο εφεσείων θα διοργάνωνε και θα προωθούσε τρεις κινηματογραφικές παραστάσεις του Συνδέσμου, θα αναλάμβανε τα έξοδα και εν τέλει από τα έσοδα, τα οποία θα εισέπραττε όλα εκείνος, θα είχε υποχρέωση να αποδώσει στο Σύνδεσμο καθαρό ποσό £6.000 σε πέντε δόσεις, από Ιούλιο μέχρι Νοέμβριο του 1995.
Ο εφεσείων καταχώρισε εμφάνιση μέσω δικηγόρου στις 30 Ιουλίου 1996, αλλά παρέλειψε να καταχωρήσει υπεράσπιση εντός του προβλεπόμενου χρόνου. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1996 υποβλήθηκε αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης. Η αίτηση επιδόθηκε αλλά δεν υπήρξε εμφάνιση κατά την ορισθείσα ημερομηνία, που ήταν η 30 Οκτωβρίου 1996. Ακολούθως το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 12 Νοεμβρίου 1996 για απόδειξη. Η οποία άρχισε όπως προγραμματίστηκε και συμπληρώθηκε στις 14 του μηνός, οπότε εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου για £6.000 πλέον έξοδα.
Στις 29 Νοεμβρίου 1996 ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση βάση της Δ.26, θ.14 για παραμερισμό της απόφασης. Προβλέπεται εκεί ότι:
"Any judgment by default, whether under this Order or under any other of these rules, may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as to costs or otherwise as the Court may think fit."
O εφεσίβλητος ενέστη στην αίτηση. Με ένορκη δήλωσή του, η οποία συνόδευε την αίτηση, ο εφεσείων παρέσχε την εξήγηση ότι η μη εμφάνιση στην αίτηση για απόφαση οφειλόταν σε λάθος του τότε δικηγόρου του ο οποίος δεν είχε καταχωρίσει την ημερομηνία στο ημερολόγιό του, ενώ η καθυστέρηση στην υπεράσπιση προέκυψε διότι δεν είχαν ακόμα περισυλλεγεί τα αναγκαία στοιχεία. Η άλλη πλευρά δεν αμφισβήτησε την εξήγηση για τη μη εμφάνιση, αλλά επέμενε ότι η καθυστέρηση ήταν οπωσδήποτε αδικαιολόγητη. Συνάμα ο εφεσείων προέβαλε ότι είχε καλή υπεράσπιση στην απαίτηση. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωσή του, είχε εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό, καταβάλλοντας μάλιστα και κάτι περισσότερο, ήτοι, ποσό £6.202 σε σχέση με το οποίο παρουσίασε εξοφλητική απόδειξη του εφεσιβλήτου. Ενώ ο εφεσίβλητος αντέτεινε ότι, όπως εκτίθετο σε ένορκη δήλωση του προέδρου του, η απόδειξη δόθηκε σε σχέση με αριθμό επιταγών - που εκδόθηκαν από τρίτο πρόσωπο - τις οποίες ο εφεσείων έδωσε για το εν λόγω χρέος και οι οποίες επιστράφηκαν απλήρωτες. Κατά την ακρόαση της αίτησης ο εφεσείων αντεξεταζόμενος αρνήθηκε ότι οι επιταγές είχαν σχέση με την εξοφλητική απόδειξη για αυτό το χρέος.
Το Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 17 Απριλίου 1997 κατέληξε, αφού αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στη νομολογία, ότι εξηγήθηκε ικανοποιητικά η μη εμφάνιση από μέρους του εφεσείοντος και ότι η υπεράσπιση, την οποία επικαλείτο, επαρκούσε. Σε σχέση με τη δεύτερη πτυχή το Δικαστήριο πρώτα επεσήμανε πως θα ήταν, στο πλαίσιο της αίτησης, άτοπη η αξιολόγηση της μαρτυρίας επί της ουσίας της διαφοράς. Έπειτα προχώρησε ως εξής:
"Η υπεράσπιση που επικαλείται ο εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση όπως αυτή παρατίθεται στην ένορκη δήλωσή του, είναι όντως αρκετή ώστε να του επιτραπεί να την προβάλει στο πλαίσιο κανονικής δίκης. Όμως οι περιστάσεις της υπόθεσης όπως ήδη περιγράφονται πιο πάνω και εντοπίζονται κυρίως στην απάντηση που δίδει η πλευρά του ενάγοντα, δικαιολογούν την επιβολή όρων οι οποίοι θα πρέπει να ικανοποιηθούν από τον εναγόμενο πριν η απόφαση θεωρηθεί ως παραμερισθείσα."
Εν συνεχεία το Δικαστήριο έθεσε τους εξής όρους για τον παραμερισμό της απόφασης στην αγωγή:
(α) να κατατεθεί στον Πρωτοκολλητή ολόκληρο το ποσό της απαίτησης εντός 45 ημερών· και
(β) εντός της ίδιας προθεσμίας να καταβληθούν στον εφεσίβλητο τα ήδη επιδικασθέντα έξοδα, ύψους £242.50.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με αυτούς τους όρους. Ως προς τον όρο για τα έξοδα, η όποια επίκριση είναι, κατά την άποψή μας, ολωσδιόλου αδικαιολόγητη. Τα περιστατικά της υπόθεσης προδήλως παρείχαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα τη δυνατότητα να θέσει τον όρο. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Ως προς τον όρο για κατάθεση του ποσού της απαίτησης, ύψους £6.000, o συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε κατ' αρχάς ότι η Δ.26, θ.14 δεν παρέχει εξουσία για την επιβολή τέτοιου όρου. Με αυτή την εισήγηση δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Η απόφαση του εφετείου στην Κλεάνθους v. Tradex Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 988, η οποία αφορούσε την ανάλογη περίπτωση παραμερισμού απόφασης ληφθείσας λόγω έλλειψης εμφάνισης βάση της Δ.17, θ.10 - όπου ο παραμερισμός γίνεται "upon such terms as may be just" - κατά τη γνώμη μας προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση διότι παρότι η διατύπωση των δύο κανόνων δεν είναι πανομοιότυπη, τίθεται ουσιαστικά το ίδιο κριτήριο. Είχαν και σε εκείνη την υπόθεση επιβληθεί παρόμοιοι όροι. Που προσβλήθηκαν. Το Εφετείο, με απόφαση που εξέδωσε ο Κραμβής, Δ., ανέφερε τα εξής:
"Κατά τον παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε κανονικά αλλά διαπιστώνεται ότι υπήρξε υπαιτιότητα του εναγομένου, όπως συμβαίνει στην υπό εξέταση υπόθεση, η συνήθης πρακτική είναι να επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα τα έξοδα τα οποία θα υποστεί ως εκ του αποτελέσματος, η πληρωμή των οποίων, συνήθως εντός τακτής προθεσμίας, καθίσταται όρος για τον παραμερισμό. Η επιβολή οποιωνδήποτε άλλων όρων πέραν εκείνου της πληρωμής των εξόδων συνιστά μέτρο εξαιρετικό εκτός εάν η επιβολή τους δικαιολογείται από τις περιβάλλουσες συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το ζήτημα είναι πραγματικό και ως τέτοιο αποφασίζεται από το δικαστήριο στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ανάγκη επιβολής πρόσθετων όρων, το κύριο μέλημα του δικαστηρίου είναι η στάθμιση του λόγου ο οποίος υπαγορεύει την επιβολή των όρων με την αναγκαιότητα της μη αποστέρησης του δικαιώματος υπεράσπισης του εναγομένου. Οι όροι που τελικά θα τεθούν θα πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να παρέχουν στον εναγόμενο τη δυνατότητα εκπλήρωσής τους έτσι ώστε το δικαίωμα του εναγομένου για υπεράσπιση να διατηρείται ανεπηρέαστο."
Στην προκείμενη περίπτωση ο όρος για κατάθεση του ποσού της απαίτησης ήταν, καθώς φαίνεται από τη δεύτερη πρόταση του αποσπάσματος που παραθέσαμε, το αποτέλεσμα συγκριτικής θεώρησης των δύο εκδοχών.Θεώρηση που ήταν το αποτέλεσμα άποψης σχετικά με την αξία της αντίστοιχης μαρτυρίας, δηλαδή εν τέλει της έστω κάποιας αξιολόγησής της. Κι αυτό ήταν εκείνο που το Δικαστήριο είχε προηγουμένως αναφέρει πως έπρεπε να απέφευγε. Δεν επρόκειτο για θεώρηση που προέκυπτε από υπόδειξη ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν ελλειπής ή κατάδηλα εσφαλμένη: βλ. την Cyprus Trading Corporation Ltd. v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168 όπου, στο πλαίσιο ζητήματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, γίνεται αναφορά σε αυθεντίες αναφορικά με τον τρόπο αντίκρυσης αμφισβητούμενων γεγονότων σε διαδικασίες όπου το Δικαστήριο θα πρέπει, πριν από τη δίκη, να σχηματήσει γνώμη σχετικά με τη δυνατότητα προώθησης κάποιου ζητήματος. Ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο εδώ επέβαλε τον υπό αναφορά όρο ήταν, όπως εξηγήσαμε, εσφαλμένος. Ούτε και διακρίνουμε λόγο άλλο που να μπορούσε να τον δικαιολογήσει. Τέτοιος όρος θα μπορούσε να είναι νοητός μόνο σε εξαιρετικά σπάνια περίπτωση. Δεν μπορεί εν προκειμένω να υποστηριχθεί.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Ο τεθείς όρος για την κατάθεση του ποσού της απαίτησης παραμερίζεται. Επιδικάζεται υπέρ του εφεσείοντα το ήμισυ των εξόδων της έφεσης.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα.