ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1999) 1 ΑΑΔ 852
9 Iουνίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
GREENOCK NAVIGATION CO LTD,
Εφεσείουσα,
ν.
TRADAX OCEAN TRANSPORTATION S.A.,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9943)
Ναυτοδικείο — Αγωγή από πλοιοκτήτρια εταιρεία αξιώνουσα εύλογη αποζημίωση για έξοδα και ζημιές που υπέστη συνεπεία εκτέλεσης απαγορευτικού διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον της σε προηγούμενη αγωγή και καταχωρήθηκε ως επιβάρυνση επί του πλοίου — Ανταπαίτηση για αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη παράβαση ναυλοσυμφώνου — Απορρίφθηκαν και καταχωρήθηκε έφεση και αντέφεση — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Αποφάσεις και Διατάγματα — Απαγορευτικό διάταγμα — Διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου για έξοδα και ζημιές οι οποίες προκύπτουν συνεπεία της εκτέλεσης απαγορευτικού διατάγματος — Ποία η ενδεδειγμένη διαδικασία.
Η εφεσείουσα - ενάγουσα ήταν ιδιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία πλοίου "NIC" το οποίο αργότερα μετονομάσθη σε "LIMNIA". Το πλοίο ήταν υποθηκευμένο προς όφελος της "GREYFIN CORPORATION".
Στις 20.4.85 η εφεσίβλητη - εναγόμενη ήγειρε την αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 113/85 αξιώνουσα αποζημιώσεις για ισχυριζόμενο ναύλο, επισταλίες και επακόλουθες ζημιές λόγω ισχυριζόμενης παράβασης ναυλοσυμφώνου εκ μέρους της εφεσείουσας, ημερ. 6.3.85 δυνάμει του οποίου η εφεσίβλητη είχε ναυλώσει από την εφεσείουσα το πλοίο "NIC". Την ίδια μέρα καταχώρησε μονομερή αίτηση για έκδοση διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η εφεσείουσα από του να πωλήσει, υποθηκεύσει, αποξενώσει ή άλλως διαθέσει το πλοίο "NIC" μέχρις αποπερατώσεως της αγωγής.
Το διάταγμα εκδόθηκε στις 26.4.85 υπό τον όρο ότι προτού συνταχθεί, η εφεσίβλητη θα κατέθετε εγγύηση εκ £10.000. Το διάταγμα ορίσθηκε επιστρεπτέο στις 4.5.85 και επειδή δεν είχε συνταχθεί το διάταγμα μέχρι τότε λόγω μη κατάθεσης της εγγύησης, το διάταγμα επαναορίστηκε επιστρεπτέο στις 13.5.85.
Το διάταγμα συντάχθηκε και στις 9.5.85 καταχωρήθηκε ως επιβάρυνση επί του πλοίου.
Στις 10.5.85 το διάταγμα επιδόθηκε στην εφεσείουσα.
Στις 13.5.85, μέρα που το διάταγμα της 4.5.85 ορίστηκε επιστρεπτέο ο δικηγόρος της εφεσείουσας δήλωσε ότι είχε ένσταση στο διάταγμα και ότι επροτίθετο να καταχωρήσει αίτηση (motion) για τον παραμερισμό του. Στις 3.9.85 το διάταγμα ακυρώθηκε. Η επιβάρυνση επί του πλοίου ήρθη στις 5.9.85.
Στις 28.9.85 η εφεσίβλητη απέσυρε την αγωγή με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Σύμφωνα με μάρτυρα της εφεσείουσας, λίγο πριν τις 4.5.85, η εφεσείουσα διαπραγματευόταν την πώληση του πλοίου μέσω των ναυλωτών "H. CLARKSON AND CO. LTD". Στις 3.5.85 είχε συγκεκριμένη προσφορά να το πωλήσει προς 121 δολάρια Αμερικής τον τόνο. Την ίδια μέρα η εφεσείουσα του έδωσε οδηγίες να ζητήσει ψηλότερη τιμή. Όμως στις 4 ή 5.5.85, η εφεσείουσα του έδωσε οδηγίες να αποσύρει το πλοίο από τη αγορά.
Στις 12.5.86 η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή αξιώνουσα εύλογη αποζημίωση για έξοδα και ζημιές που υπέστη συνεπεία της εκτέλεσης του διατάγματος που εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 113/85 και καταχωρήθηκε ως επιβάρυνση επί του πλοίου. Η αγωγή βασίσθηκε στο Άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου.
Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι εξ αιτίας του διατάγματος, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του πλοίου, μέχρι όμως τη μέρα που ήρθη το διάταγμα οι τιμές των πλοίων ελαττώθηκαν με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά 75.600 δολάρια. Για τον ίδιο λόγο ζήμιωσε 21.727 δολάρια τόκους που είχε υποχρέωση να καταβάλει στην "GREYFIN CORPORATION" για το διάστημα μεταξύ της έκδοσης και της ακύρωσης του διατάγματος.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την αξίωση της εφεσείουσας και πρόβαλε ανταπαίτηση αξιώνουσα το ποσό των 72.800 δολαρίων για ισχυριζόμενη παράβαση ναυλοσυμφώνου εκ μέρους της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση.
Η πιο πάνω απόφαση είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης και αντέφεσης.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι η εφεσείουσα έπρεπε να απευθυνθεί στο Δικαστήριο με αίτηση και όχι με αγωγή αναφορικά με την αξίωσή της για αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου.
Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της εφεσίβλητης και αποφάνθηκε ότι το Άρθρο 32(3) δεν αποκλείει τη διεκδίκηση αποζημιώσεων με αγωγή.
Λόγοι έφεσης:
Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα επειδή απέσυρε το πλοίο από την αγορά, είναι εσφαλμένο για τους ακόλουθους, μεταξύ άλλων, λόγους:
1. Ο πρωτόδικος Δικαστής παρείδε ότι η αιτία που ανάγκασε την εφεσείουσα να αποσύρει το πλοίο από την αγορά ήταν η ύπαρξη του απαγορευτικού διατάγματος ημερ. 4.5.85.
2. Το εν λόγω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή οδηγεί στο απαράδεκτο αποτέλεσμα ότι για να θεμελιώσει αγώγιμο δικαίωμα, η εφεσείουσα έπρεπε να παραβεί το διάταγμα και να υποστεί τις συνέπειες της παράβασης.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι παρόλο που υπήρχε ενδιαφερόμενος αγοραστής, αυτή, έδωσε οδηγίες στον εκπρόσωπό της να αποσύρει το πλοίο από την αγορά λόγω του απαγορευτικού διατάγματος που εκδόθηκε στις 4.5.85.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτει καθαρά ότι ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε αγώγιμο δικαίωμα υπό την έννοια ότι απέτυχε να συνδέσει, ως αίτιο και αιτιατό, την ύπαρξη του διατάγματος με την απόσυρση του πλοίου από την αγορά.
2. Ενόψει της απόφασης ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό.
Η έφεση απερρίφθη χωρίς έξοδα.
Λόγοι αντέφεσης:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η σχέση "SPOT CHARTERING" και εφεσείουσας είναι εσφαλμένο διότι συγκρούεται άμεσα με τη μαρτυρία και, επίσης, επειδή η σχέση εκπροσώπησης της εφεσείουσας από την "SPOT CHARTERING" δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα, όπως δεν αμφισβητήθηκε και αυτή τούτη η ναύλωση του πλοίου "NIC".
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε τα ποσά της ανταπαίτησης υπέρ της εφεσίβλητης, εφ' όσον υπήρχε σαφής μαρτυρία που αποδείκνυε τη ζημιά αυτή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία αναφορικά με τη σχέση της "SPOT CHARTERING" με την εφεσείουσα, ήταν γενικά ασαφής και συγκεχυμένη, ενώ από την αντεξέταση διαφάνηκε ότι η εφεσείουσα όντως αμφισβήτησε την ισχυριζόμενη σχέση εκπροσώπησης μεταξύ της και της "SPOT CHARTERING" όπως αμφισβήτησε και αυτή τούτη τη ναύλωση.
2. Εφόσον δεν αποδείχθηκε με παραδεκτή μαρτυρία η ισχυριζόμενη ναύλωση μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης, ούτε και η ισχυριζόμενη παράβαση της από την εφεσείουσα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό υπέρ της εφεσίβλητης.
Η αντέφεση απερρίφθη χωρίς έξοδα.
Έφεση και Aντέφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 24 Mαρτίου, 1997 (Aγωγή Nαυτοδικείου Aρ. 101/86) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση της για το ποσό των 105,727 Δολαρίων Aμερικής ή το ισάξιο ποσό σε λίρες Kύπρου σαν λογική αποζημίωση για έξοδα και ζημιές που υπέστη συνεπεία της εκτέλεσης Προσωρινού Διατάγματος που δόθηκε στην Aγωγή Nαυτοδικείου αρ. 113/85 και καταχωρήθηκε ως επιβάρυνση επί του πλοίου.
Aντέφεση από την εναγομένη κατά της απόρριψης της ανταπαίτησής της για αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη παράβαση ναυλοσυμφώνου.
Α. Χαβιαράς, για την Eφεσείουσα.
Α. Θεοφίλου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-ενάγουσα ήταν ιδιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία πλοίου "NIC" το οποίο αργότερα μετονομάσθη σε "LIMNIA". Το πλοίο, εκτοπίσματος 4,200 τόνων, ήταν υποθηκευμένο προς όφελος της "GREYFIN CORPORATION".
Στις 20/4/1985 η εφεσίβλητη-εναγόμενη ήγειρε την Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 113/85 αξιώνουσα αποζημιώσεις για ισχυριζόμενο ναύλο, επισταλίες και επακόλουθες ζημιές λόγω ισχυριζόμενης παράβασης εκ μέρους της εφεσείουσας ναυλοσύμφωνου, ημερομηνίας 6/3/1985, δυνάμει του οποίου η εφεσίβλητη είχε ναυλώσει από την εφεσείουσα το πλοίο "NIC". Την ίδια μέρα καταχώρησε μονομερή αίτηση με αίτημα την έκδοση διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η εφεσείουσα από το να πωλήσει, υποθηκεύσει, αποξενώσει ή άλλως διαθέσει το πλοίο "NIC" μέχρι εκδόσεως τελικής αποφάσεως στην αγωγή.
Στις 26/4/1985 ο Δικαστής της αγωγής εκείνης εξέδωσε το διάταγμα υπό τον όρο ότι, προτού τούτο συνταχθεί, θα ικανοποιείτο ότι η εφεσίβλητη κατέθεσε εγγύηση εκ £10.000. Ταυτόχρονα όρισε το διάταγμα επιστρεπτέο στις 4/5/1985.
Στις 4/5/1985 ο δικηγόρος της εφεσίβλητης πληροφόρησε το Δικαστή ότι το διάταγμα δεν είχε μέχρι τότε συνταχθεί επειδή η πελάτιδά του δεν είχε συμμορφωθεί με τον όρο της κατάθεσης εγγύησης και, ως εκ τούτου, δεν επιδόθηκε στην εφεσείουσα. Ταυτόχρονα δήλωσε ότι η εγγύηση θα κατετίθετο εντός της μέρας. Κατόπιν τούτου ο Δικαστής επανόρισε το διάταγμα επιστρεπτέο στις 13/5/1985.
Αφού κατατέθηκε η εγγύηση συντάχθηκε το διάταγμα και, στις 9/5/1985, καταχωρήθηκε στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας ως επιβάρυνση επί του πλοίου.
Στις 10/5/1985 το διάταγμα επιδόθηκε στην εφεσείουσα.
Στις 13/5/1985, μέρα που, όπως αναφέραμε, το διάταγμα της 4/5/1985 ορίστηκε επιστρεπτέο, ο δικηγόρος που εμφανίσθηκε για την εφεσείουσα δήλωσε στο Δικαστή ότι είχε ένσταση στο διάταγμα και ότι είχε πρόθεση να καταχωρήσει αίτηση (motion) για τον παραμερισμό του. Ο Δικαστής, αφού έθεσε προθεσμία 10 μερών για την καταχώριση της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης, την όρισε γι' ακρόαση στις 3/6/1985.
Αφού η ακρόαση της αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος αναβλήθηκε μερικές φορές, τελικά, στις 3/9/1985, το διάταγμα ακυρώθηκε. Η επιβάρυνση επί του πλοίου ήρθη δύο μέρες αργότερα, στις 5/9/1985.
Στις 28/9/1985 η εφεσίβλητη απέσυρε την αγωγή με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με το μάρτυρα της εφεσείουσας Steven William Taylor, λίγο πριν τις 4/5/1985, η εφεσείουσα διαπραγματευόταν την πώληση του πλοίου μέσω των ναυλωτών "H. CLARKSON AND CO. LTD.". Τις διαπραγματεύσεις διεξήγαγε ο ίδιος προσωπικά. Στις 3/5/1985 είχε συγκεκριμένη προσφορά να το πωλήσει σε Κινέζους αγοραστές προς 121 δολάρια Αμερικής τον τόνο, ποσό που, κατά την άποψή του, αποτελούσε την τότε συνήθη ή εύλογη τιμή πώλησής του. Την ίδια μέρα η εφεσείουσα του έδωσε οδηγίες να ζητήσει ψηλότερη τιμή. Όμως, μια-δυο μέρες αργότερα, δηλαδή στις 4 ή 5/5/1985, η εφεσείουσα του έδωσε οδηγίες να αποσύρει το πλοίο από την αγορά.
Στις 12/5/1986 η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή αξιώνουσα εύλογη αποζημίωση για έξοδα και ζημιές που υπέστη συνεπεία της εκτέλεσης του διατάγματος που εκδόθηκε στην Αγωγή Αρ. 113/85 και καταχωρήθηκε ως επιβάρυνση επί του πλοίου. Βάσισε την αγωγή της στο άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου το οποίο έχει ως ακολούθως:-
"32.-(3) Αν ήθελε φανεί στο δικαστήριο ότι οποιοδήποτε απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) βασίστηκε σε ανεπαρκείς λόγους, ή αν η αγωγή του ενάγοντα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντίον του συνεπεία παράλειψης ή διαφορετικά και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής, το δικαστήριο δύναται, αν νομίζει αυτό πρέπον, με αίτηση του εναγομένου να διατάξει τον ενάγοντα να πληρώσει στον εναγόμενο ποσό, το οποίο φαίνεται στο δικαστήριο ότι αποτελεί εύλογη αποζημίωση του εναγομένου για τις δαπάνες και τη βλάβη που έγινε σε αυτόν με την εκτέλεση του διατάγματος.
Πληρωμή αποζημίωσης δυνάμει του εδαφίου αυτού θα είναι κώλυμα για οποιαδήποτε αγωγή για αποζημιώσεις σε σχέση με οτιδήποτε έγινε συνεπεία του διατάγματος. Και αν τέτοια αγωγή έχει ήδη εγερθεί στο δικαστήριο δύναται να διακόψει αυτήν κατά τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους, όπως ήθελε θεωρήσει αυτό πρέπον."
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, εξαιτίας του διατάγματος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του πλοίου, μέχρι όμως τη μέρα που ήρθη το διάταγμα οι κατά τόνο τιμές των πλοίων ελαττώθηκαν στα 103 δολάρια τον τόνο με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά 75.600 δολάρια. Για τον ίδιο λόγο ζήμιωσε και 21.727 δολάρια τόκους που είχε υποχρέωση να καταβάλει στην "GREYFIN CORPORATION" για το διάστημα μεταξύ της έκδοσης και της ακύρωσης του διατάγματος.
Η εφεσίβλητη, αφού αρνήθηκε την αξίωση της εφεσείουσας, πρόβαλε ανταπαίτηση αξιώνουσα το ποσό των 72.800 δολλαρίων για ισχυριζόμενη παράβαση εκ μέρους της εφεσείουσας ναυλοσύμφωνου, ημερομηνίας 6/3/1985, για τη μεταφορά φορτίου ρυζιού με το πλοίο "NIC", παράβαση που είχε ως αποτέλεσμα να αναγκασθεί να ναυλώσει άλλο πλοίο, το "IRON B", και να καταβάλει, αντί 38 δολάρια το μετρικό τόνο, όπως ήταν ο ναύλος που συμφωνήθηκε για τη μεταφορά με το πλοίο "NIC", 45 δολάρια το μετρικό τόνο, όπως ήταν ο ναύλος που αναγκάσθηκε να καταβάλει για τη μεταφορά με το πλοίο "IRON B".
Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση.
Απορρίπτοντας την αγωγή είπε τα ακόλουθα:-
"Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι ενάγοντες κάλεσαν τέσσερις μάρτυρες: τον Steven William Taylor, ο οποίος έδωσε μαρτυρία όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του Πλοίου "NIC", . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο βασικότερος μάρτυρας των ενάγοντων είναι ο Taylor, ο οποίος είπε ότι η εταιρεία "TRANSMED" έδωσε οδηγίες να θέσουν στην αγορά το Πλοίο "NIC" για να πωληθεί για διάλυση. Την πώληση εχειρίσθη ο ίδιος ο μάρτυρας. Κατόπιν των οδηγιών που πήρε από την "TRANSMED" το Πλοίο ετέθη στην αγορά για πώληση. Ο μάρτυρας βρήκε αγοραστή, τη Δημοκρατία της Κίνας, η οποία πρόσφερε 121 δολάρια Αμερικής ανά "light displacement tonnage". Το "light displacement tonnage" του Πλοίου "NIC" ήταν 4,200. Όταν βρήκε αγοραστή έστειλε "telex" στην εταιρεία "TRANSMED", ημερομηνίας 3/5/1985, και την ίδια ημέρα του δόθηκαν οδηγίες από την "TRANSMED", να πάει πίσω στον αγοραστή και να του ζητήσει ψηλότερη τιμή. Σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες ενήργησε ο μάρτυς, αλλά μία ή δύο ημέρες αργότερα, πήρε οδηγίες να αποσύρει το Πλοίο από την αγορά διότι δεν μπορούσε να πωληθεί.
Στην αντεξέταση ο μάρτυς είπε πως μέχρις ότου πάρει απάντηση από τους Κινέζους στο "telex" του προς αυτούς, με το οποίο ζητούσε αυξημένη τιμή πήρε οδηγίες από την "TRANSMED" ότι το πλοίο δεν ήταν για πώληση. Αντεξεταζόμενος επίσης, είπε ότι οι τιμές των πλοίων προς διάλυση κυμαίνονται ανάλογα με τη χώρα και ότι επίσης σημασία είχε το κατά πόσον ο τόπος παράδοσης είναι εκεί που είναι το πλοίο ελλιμενισμένο ή θα πρέπει να οδηγηθεί στον τόπο της διάλυσης οπότε υπάρχουν έξοδα.
Έχοντας υπόψη μου τη μαρτυρία του Taylor ότι η "TRANSMED" απέσυρε το Πλοίο, βρίσκω ότι δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον μου ότι οι ενάγοντες είχαν οποιαδήποτε σχέση με την "TRANSMED" η οποία έδιδε τις οδηγίες στον Taylor."
Απορρίπτοντας την ανταπαίτηση είπε τα ακόλουθα:-
"Οι εναγόμενοι καταχώρησαν ανταξίωση απαιτούντες από τους ενάγοντες το ποσό των 72,800 Δολλαρίων Αμερικής για παράβαση, ως ισχυρίζονται, Ναυλοσύμφωνου για τη μεταφορά με το Πλοίο "NIC" φορτίου ρυζιού και σαν αποτέλεσμα, αναγκάσθηκαν να ναυλώσουν άλλο πλοίο δηλαδή το "IRON B". Ο συμφωνηθής, κατά τους εναγόμενους, ναύλος, για τη μεταφορά του ρυζιού από το Πλοίο "NIC" ήτο 38 Δολάρια Αμερικής το μετρικό τόννο, ενώ υποχρεώθηκαν να πληρώσουν για τη μεταφορά του με το "IRON B" 45 Δολάρια Αμερικής.
Ένα ναυλοσύμφωνο, το οποίο φέρει σφραγίδα "original" κατετέθη στο Δικαστήριο. Το ναυλοσύμφωνο αυτό είναι μεταξύ των εναγόντων και των εναγόμενων. Είναι ανυπόγραφο και δε φέρει τη σφραγίδα κανενός των συμβαλλομένων.
Προς υποστήριξη της υπόθεσης τους οι εναγόμενοι εκάλεσαν τέσσερις μάρτυρες. Ο βασικός μάρτυρας τους είναι κάποιος Stephen Hobson ο οποίος, όπως μας είπε, είναι υπεύθυνος στις ναυλώσεις που κάνει η εταιρεία "CARGILL INTERNATIONAL S.A.". Ο μάρτυρας μας είπε ότι ήτο το πρόσωπο το οποίο εχειρίσθη τη ναύλωση του Πλοίου "NIC" και την οποία διευθέτησε μέσω ενός γραφείου στον Πειραιά με το όνομα "Πλέσοτ". Η ναύλωση επρόκειτο για μεταφορά φορτίου με συσκευασμένο ρύζι από την Μπαγκόκ στην Αγκόλα. Τα μέρη σ' αυτή τη συμφωνία ήσαν από την μια μεριά ο ίδιος, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "CARGILL", και από την άλλη οι ιδιοκτήτες του Πλοίου.
Ο μάρτυρας μας είπε ότι ο ίδιος διαπραγματεύθηκε μέσω του "broker" (ο όρος που χρησιμοποιήθηκε από το μάρτυρα στην Αγγλική) τη συμφωνία για τη μεταφορά του φορτίου του αλλά δεν ήταν αναμεγειγμένος στη σύνταξη του ναυλοσύμφωνου. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι δε θα μπορούσε να πει σίγουρα αν περιήλθε στην κατοχή του το εν λόγω ναυλοσύμφωνο.
Άλλος μάρτυρας των εναγόμενων είναι ο Άγγελος Ζούμπας, ο οποίος είναι ναυλομεσίτης και ασχολείται στο επάγγελμα μέσω της εταιρείας "Πλέσοτ". Ο μάρτυρας είπε ότι είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ναύλωση του Πλοίου "NIC", η οποία έγινε στις 6 Μαρτίου του 1985. Η πιο πάνω ναύλωση έγινε με την εταιρεία "SPOT CHARTERING", που ο υπεύθυνος της ήταν κάποιος Τσιτσιρίδης. Ναυλωτές ήσαν οι εναγόμενοι. Η ναύλωση έγινε, είπε, με ανταλλαγή "telex" και αργότερα με την έκδοση ναυλοσύμφωνου.
Στην απουσία μαρτυρίας ποια η σχέση των εναγόντων με τη "SPOT CHARTERING" οτιδήποτε έχει λεχθεί είναι εξ ακοής μαρτυρία όσον αφορά τους ενάγοντες, και επομένως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία που συνδέει τους εναγόμενους με τους ενάγοντες.
Για το λόγο αυτό βρίσκω ότι οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν την ανταξίωση τους και γι' αυτό και αποτυγχάνει."
Η πιο πάνω απόφαση είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης και αντέφεσης.
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων της έφεσης και της αντέφεσης θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με το ακόλουθο νομικό σημείο που εγείρεται στην εισαγωγή του περιγράμματος αγόρευσης της εφεσίβλητης. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγείται ότι, εφόσον η εφεσείουσα διεκδικούσε αποζημιώσεις στηριζόμενη στο άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, έπρεπε να απευθυνθεί στο Δικαστήριο με αίτηση και όχι με αγωγή. Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το άρθρο 32(3) δεν αποκλείει τη διεκδίκηση αποζημιώσεων με αγωγή. Ο εναγόμενος έχει την ευχέρεια να διεκδικήσει εύλογη αποζημίωση είτε με αίτηση στην αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το εναντίον του απαγορευτικό διάταγμα, οπότε και πρέπει να απευθυνθεί στο δικαστήριο της αγωγής με αίτηση, είτε να εγείρει ανεξάρτητη αγωγή, "για αποζημιώσεις σε σχέση με οτιδήποτε έγινε συνεπεία του διατάγματος". Μόνο στην περίπτωση που επιδικάστηκαν και πληρώθηκαν αποζημιώσεις ύστερα από αίτηση στην αγωγή όπου εκδόθηκε το διάταγμα δημιουργείται κώλυμα για την έγερση αγωγής πάνω στην ίδια βάση. Τούτο προκύπτει σαφώς από την όλη διατύπωση του άρθρου 32(3).
H Έφεση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή ότι η εφεσείουσα δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα επειδή απέσυρε το πλοίο από την αγορά είναι εσφαλμένο για τους ακόλουθους λόγους:-
(α) Ο πρωτόδικος Δικαστής παρείδε ότι η αιτία που ανάγκασε την εφεσείουσα να αποσύρει το πλοίο από την αγορά ήταν η ύπαρξη του διατάγματος που εκδόθηκε στις 4/5/1985 και απαγόρευε στην εφεσείουσα να πωλήσει ή διαθέσει το πλοίο.
(β) Το εν λόγω συμπέρασμα βρίσκεται σε άμεση αντίφαση με το εύρημα του Δικαστή ότι "Λόγω του διατάγματος οι ενάγοντες εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του πλοίου".
(γ) Ο πρωτόδικος Δικαστής παρερμήνευσε ή παρανόησε την αιτία της αγωγής της εφεσείουσας, και
(δ) Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή οδηγεί στο απαράδεκτο αποτέλεσμα ότι για να θεμελιώσει αγώγιμο δικαίωμα η εφεσείουσα έπρεπε να παραβεί το διάταγμα και να υποστεί τις συνέπειες της παράβασης.
Είναι η θέση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι στις 3/5/1985, ήτοι την προτεραία της έκδοσης του διατάγματος, βρέθηκε αγοραστής για να αγοράσει το πλοίο σε συγκεκριμένη τιμή. Την ίδια μέρα η εφεσείουσα έδωσε οδηγίες στον εκπρόσωπό της να ζητήσει ψηλότερη τιμή. Όμως, μια-δυο μέρες αργότερα, δηλαδή στις 4 ή 5/5/1985, του έδωσε οδηγίες να αποσύρει το πλοίο από την αγορά. Ο λόγος που έδωσε τις τελευταίες οδηγίες ήταν ότι στις 4/5/1985, εκδόθηκε το διάταγμα που απαγόρευε την πώληση ή διάθεση του πλοίου.
Η θέση αυτή του δικηγόρου της εφεσείουσας δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή (που τέθηκε με την κατάθεση του φακέλου της αγωγής αρ. 113/85 ως Τεκμηρίου 8) η εφεσίβλητη καταχώρησε τη μονομερή αίτηση για έκδοση του διατάγματος στις 20/4/1985. Στις 26/4/1985 ο Δικαστής της αγωγής εξέδωσε το διάταγμα υπό τον όρο ότι, προτού τούτο συνταχθεί, θα ικανοποιείτο ότι η εφεσείουσα κατέθεσε εγγύηση εκ £10.000. Ταυτόχρονα όρισε το διάταγμα επιστρεπτέο στις 4/5/1985. Στις 4/5/1985, όπως ήδη αναφέραμε, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης πληροφόρησε το Δικαστή ότι το διάταγμα δεν είχε μέχρι τότε συνταχθεί επειδή η πελάτιδα του δεν είχε συμμορφωθεί με τον όρο της κατάθεσης εγγύησης και, ως εκ τούτου, δεν επιδόθηκε στην εφεσείουσα. Ταυτόχρονα δήλωσε ότι η εγγύηση θα κατετίθετο εντός της μέρας. Κατόπιν τούτου ο Δικαστής επανόρισε το διάταγμα επιστρεπτέο στις 13/5/1985. Το διάταγμα καταχωρήθηκε ως επιβάρυνση επί του πλοίου στις 9/5/1985 και επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 10/5/1985. Τούτο σημαίνει ότι, ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας ότι η εφεσείουσα, κατά τον "άλφα" ή "βήτα" τρόπο, έλαβε γνώση του διατάγματος προηγουμένως, και τέτοια μαρτυρία δεν δόθηκε, η πρώτη φορά που η εφεσείουσα πληροφορήθηκε την ύπαρξη του διατάγματος ήταν όταν τούτο της επιδόθηκε στις 10/5/1985. Τούτου δοθέντος, ακολουθεί ότι ο λόγος για τον οποίο απέσυρε το πλοίο από την αγορά στις 4 ή 5/5/1985 δεν μπορούσε να είναι το διατάγμα την ύπαρξη του οποίου τότε δεν γνώριζε. Η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι, στις 4 ή 5/5/1985, γνώριζε την ύπαρξη του διατάγματος και, κατά συνέπεια, απέτυχε να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια, σχέση δηλαδή αιτίου και αιτιατού, μεταξύ της ύπαρξης του διατάγματος στις 4/5/1985 και της απόσυρσης του πλοίου από την αγορά την ίδια ή την επόμενη μέρα. Ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε αγώγιμο δικαίωμα υπό την έννοια ότι απέτυχε να συνδέσει, ως αίτιο και αιτιατό, την ύπαρξη του διατάγματος με την απόσυρση του πλοίου από την αγορά.
Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι στην απόφασή του ο πρωτόδικος Δικαστής έκαμε εύρημα ότι "Λόγω του διατάγματος οι ενάγοντες εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του πλοίου" παρατηρούμε ότι η εισήγηση αυτή οφείλεται, αν μη τι αλλο, σε παρανόηση. Αν οι δύο αυτές γραμμές που περιέχονται στην πρωτόδικη απόφαση διαβαστούν ως συνέχεια του κειμένου που προηγείται, ξεκινώντας με τη φράση "Η υπόθεση των εναγόντων όπως φαίνεται από την Αναφορά έχει σε συντομία ως εξής", είναι ξεκάθαρο ότι αποτελούν μέρος της παράθεσης από το Δικαστή των ισχυρισμών της εφεσείουσας στην "Αναφορά" της και όχι δικό του εύρημα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε στο συμπέρασμά του ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του μαρτυρία για οποιαδήποτε σχέση της εφεσείουσας με την "TRANSMED", η οποία έδιδε οδηγίες στον Taylor, ενώ ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής δεν επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Ενόψει της απόφασής μας ότι, για τους λόγους που εξηγήσαμε, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, η εκ μέρους μας εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου έφεσης δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό. Γι' αυτό και δεν θα τους εξετάσουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
H Aντέφεση.
Ο πρώτος λόγος αντέφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν αποδείχτηκε η σχέση "SPOT CHARTERING" και εφεσείουσας είναι εσφαλμένο διότι συγκρούεται άμεσα με τη μαρτυρία του Μ.Ε. Σπέρκου, και των Μ.Υ. S. Hobson και Α. Ζούμπα, οι οποίοι παραδέχτηκαν τη ναύλωση του πλοίου στην εφεσίβλητη και την μη εκτέλεση του συμφωνημένου ταξιδιού, και, επίσης, επειδή η σχέση εκπροσώπησης της εφεσείουσας από την "SPOT CHARTERING" δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη, όπως δεν αμφισβητήθηκε και αυτή τούτη η ναύλωση του πλοίου "NIC".
Έχουμε διεξέλθει τα σημεία της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή και στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης προς υποστήριξη αυτού του λόγου αντέφεσης. Διαπιστώσαμε ότι η μαρτυρία των Σπέρκου, Hobson και Ζούμπα, αναφορικά με τη σχέση της "SPOT CHARTERING" με την εφεσείουσα, ήταν γενικά ασαφής και συγκεχυμένη ενώ, από την αντεξέταση του Ζούμπα, διαφαίνεται ότι η εφεσείουσα όντως αμφισβήτησε την ισχυριζόμενη σχέση εκπροσώπησης μεταξύ της και της "SPOT CHARTERING" όπως αμφισβήτησε και αυτή τούτη τη ναύλωση. Ένα ναυλοσύμφωνο μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και έφερε τη σφραγίδα "original", ήταν ανυπόγραφο και δεν έφερε τη σφραγίδα κανενός των συμβαλλομένων. Κρίνουμε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν είχε ενώπιόν του ικανοποιητική μαρτυρία που να συνδέει την εφεσείουσα με τη "SPOT CHARTERING" ή ότι υπήρξε ναύλωση ήταν, υπό το φως της μαρτυρίας που δόθηκε, καθ' όλα εύλογο. Δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η επέμβασή μας. Επιπλέον, και με δεδομένη τη θέση ότι δεν αποδείχθηκε η σχέση "SPOT CHARTERING" και εφεσείουσας, βρίσκουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι οτιδήποτε λέχθηκε αναφορικά με την εφεσείουσα ήταν εξ ακοής μαρτυρία και, επομένως, μη παραδεκτή ως μαρτυρία που συνέδεε την εφεσίβλητη με την εφεσείουσα, ήταν ορθή.
Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα δεν επιδίκασε τα ποσά της ανταπαίτησης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, εφ΄ όσον υπήρχε σαφής μαρτυρία που αποδείκνυε τη ζημιά της εφεσίβλητης. Εν όψει της απόφασής μας αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι πρόδηλο ότι ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εφ' όσον δεν αποδείχτηκε με παραδεκτή μαρτυρία η ισχυριζόμενη ναύλωση μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης ούτε, βέβαια, ότι υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση εκ μέρους της εφεσείουσας με αποτέλεμα να ζημιωθεί η εφεσίβλητη, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό υπέρ της εφεσίβλητης.
Και η αντέφεση απορρίπτεται.
Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.