ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHARALAMBOUS ν. KASSAPIS (1988) 1 CLR 25
POLYCARPOU ν. ADAMOU (1988) 1 CLR 727
Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954
Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 ΑΑΔ 1243
Πάφος Στόουν Σ. Eστέϊτς Λτδ και Άλλοι ν. Eυθύμιου Bαλαωρίτη και Άλλου (1997) 1 ΑΑΔ 220
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 12024, 22 Μαΐου 2006
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ανδρούλλας Κυριάκου και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 417
Παναγρίτη Ανδρούλλα Κυριάκου ν. Αντώνη Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 439
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΡΙΤΗ ν. ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 320/2008, 15 Μαρτίου 2012
(1999) 1 ΑΑΔ 759
13 Mαΐου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων-Eναγόμενος,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΥΛΛΑΣ Α. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10106)
Αμέλεια — Τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση αυτοκινήτου σαλούν σε κύριο δρόμο με πεζό που διασταύρωνε το δρόμο με αποτέλεσμα ο πεζός να τραυματιστεί σοβαρά και να αποθάνει — Διϊστάμενες εκδοχές ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος — Μαρτυρία του οδηγού αυτοκινήτου κρίθηκε αναξιόπιστη, επειδή όπως διαπιστώθηκε, εσυγκρούετο με την πραγματική μαρτυρία — Ευθύνη επιμερίστηκε σε 80% στον οδηγό του αυτοκινήτου και σε 20% στον αποθανόντα — Αντικαταστάθηκε κατ' έφεση σε ποσοστό 60% για τον εφεσείοντα και σε ποσοστό 40% για τον αποθανόντα.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Πολλαπλασιαστής — Περιπτεριούχος με ανικανότητα ηλικίας 55 ετών κατά το ατύχημα — Απώλεια μελλοντικών απολαβών λόγω θανάτου του σε τροχαίο ατύχημα — Πολλαπλασιαστής υπολογίστηκε σε επτά χρόνια από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Αποζημιώσεις — Τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα — Εξαρτώμενα πρόσωπα — Σύζυγος — Ο αποθανών ελάμβανε επίδομα ανικανότητας — Η απώλεια της εν λόγω σύνταξης λόγω του θανάτου δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων που δικαιούται η εξαρτώμενη σύζυγος του στην οποία χορηγείται σύνταξη χηρείας με βάση τις πρόνοιες των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Απόδειξη — Τροχαίο ατύχημα — Σχέδιο σκηνής τροχαίου ατυχήματος — Είναι πολύ χρήσιμο για την διαπίστωση των περιστατικών του ατυχήματος, την κρίση της αξιοπιστίας και τον έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν το ατύχημα.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός όπου αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
Ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του στον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Λατσί με κατεύθυνση προς το Λατσί, κτύπησε τον αποθανόντα, ηλικίας τότε 55 χρόνων, ο οποίος προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Ο αποθανών τραυματίστηκε σοβαρά και απέθανε 3 μέρες αργότερα.
Ο αποθανών, χώλαινε στο περπάτημα λόγω αναπηρίας του δεξιού του ποδιού και γι' αυτό έπαιρνε κυβερνητική σύνταξη ανικανότητας. Διατηρούσε όμως περίπτερο έξω από το σπίτι του στο οποίο εργαζόταν ελαφρά. Με το εισόδημα από το περίπτερο και με τη σύνταξη ανικανότητας συντηρούσε τον εαυτό του και τη γυναίκα του η οποία δεν είχε δικό της εισόδημα.
Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι είδε τον αποθανόντα σε απόσταση τόσο μικρή που δεν μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση, παρόλο που χρησιμοποίησε τα φρένα του. Οδηγούσε με τα φώτα στη χαμηλή στάση και με ταχύτητα 60-70 χ.α.ω. Δεν υπήρχε όριο ταχύτητας, ο φωτισμός του δρόμου ήταν πενιχρός και ο αποθανών φορούσε σκούρα ρούχα. Την ώρα της σύγκρουσης ο απαθανών βρισκόταν στη δική του πλευρά, σε απόσταση 1-1½ μέτρο από το κέντρο του δρόμου. Κατά τον χρόνο που ο αποθανών διασταύρωνε το δρόμο ερχόταν από την αντίθετη πλευρά, άλλο αυτοκίνητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα, επειδή, όπως έχει διαπιστωθεί, αυτή εσυγκρούετο με την πραγματική μαρτυρία. Το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος όπως εμφαίνονταν τα επιτόπου ευρήματα του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να είχε αντιληφθεί τον αποθανόντα από απόσταση όχι μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου που οδηγούσε στη χαμηλή στάση και να λάβει έγκαιρα μέτρα αποτροπής του δυστυχήματος. Η ευθύνη επιμερίστηκε σε ποσοστό 80% στον εφεσείοντα και σε ποσοστό 20% στον αποθανόντα.
Ο αποθανών είχε συνολικό κέρδος από το περίπτερο, κυρίως από πώληση παγωτού £1740 ετησίως. Σ' αυτό προστέθηκε και το ποσό των £1170 που ήταν η ετήσια σύνταξη του. Έτσι οι ετήσιες απολαβές του κατά το χρόνο του θανάτου του, υπολογίσθηκαν στις £2910. Από το ποσό αυτό αφαιρέθηκαν £900 που ήταν τα προσωπικά του έξοδα και τα έξοδα συντήρησης του αποθανόντα. Το υπόλοιπο των £2010 υπολογίστηκε ότι αποτελούσε τις ετήσιες καθαρές απολαβές από την ημερομηνία του θανάτου μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης. Από την ημέρα ακρόασης η μηνιαία σύνταξη ανικανότητας υπολογίσθηκε στις £110 μηνιαίως κι' έτσι το ετήσιο εισόδημα από τη σύνταξη καθορίστηκε στις £1320 ετησίως. Στο ποσό αυτό προστέθηκε ποσό £1740, το κέρδος από τα παγωτά. Από το άρθροισμα £3.060 αφαιρέθηκαν £900 έξοδα συντήρησης κ.λ.π. του αποθανόντα και το καθαρό υπόλοιπο των £2160 καθορίσθηκε ως το απωλεσθέν εισόδημα της συζύγου του αποθανόντα ως εξαρτώμενο πρόσωπο.
Για το θάνατο του αποθανόντα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £6.000 δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 58(9) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 επί πλήρους ευθύνης. Για τις σωματικές βλάβες, τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο αποθανών, επιδίκασε £1000 επί πλήρους ευθύνης. Επί πλήρους ευθύνης επιδικάσθηκαν επίσης £800 έξοδα κηδείας και διαχείρισης που είχαν εκ των προτέρων συμφωνηθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε τον πολλαπλασιαστή σε επτά χρόνια για προσδιορισμό της απώλειας των μελλοντικών απολαβών.
Με την έφεση προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ευθύνης και τον καθορισμό των αποζημιώσεων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο επιμερισμός ευθύνης είναι λανθασμένος γιατί το Δικαστήριο απέτυχε να προσδιορίσει σωστά το καθήκον επιμέλειας εφεσείοντα και αποθανόντα σε σχέση με τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου, συνυπολογιζομένης και της απόστασης σκέψης του οδηγού αφότου έγινε αισθητός ο κίνδυνος καταδείχνουν ότι ο εφεσείων αντελήφθη τον αποθανόντα από απόσταση οπωσδήποτε μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του στη χαμηλή στάση. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η αμέλεια του εφεσείοντα. Ως πρόσθετο στοιχείο αμέλειας του εφεσείοντα είναι και η παράλειψη του να χρησιμοποιήσει τα φώτα στη ψηλή στάση εφόσον σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση. Η ευθύνη πρέπει ως εκ τούτου να προσδιοριστεί σε ποσοστό 60% για τον εφεσείοντα και σε ποσοστό 40% για τον αποθανόντα.
2. Δεν παρέχεται η δυνατότητα για παροχή σύνταξης ανικανότητας όταν χορηγείται σύνταξη χηρείας προς τη σύζυγο του δικαιούχου αποθανόντα η οποία παρέχεται με βάση τις πρόνοιες των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νομων 1980-1992. Κατά συνέπεια η απώλεια της σύνταξης ανικανότητας δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων που δικαιούται η εξαρτώμενη σύζυγος δικαιούχου. Θα μπορούσε όμως να υπολογιστεί και να προσμετρήσει ως απώλεια μελλοντικού εισοδήματος αν ο αποθανών είχε άλλους εξαρτώμενους π.χ. ανήλικα τέκνα που δεν θα είχαν τη δυνατότητα αναπλήρωσης του απωλεσθέντος εισοδήματος της σύνταξης ανικανότητας που απολάμβαναν ενόσω ζούσε ο αποθανών δικαιούχος.
3. Από το συνολικό ποσό αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν και που ανέρχεται στις £17696, πρέπει να αφαιρεθεί ποσό £8490 που αντιπροσωπεύει την καθαρή απώλεια εισοδήματος από τη σύνταξη ανικανότητας για επτά χρόνια. Το υπόλοιπο που είναι £9206 πρέπει να μειωθεί κατά 20% ήτοι £1841. Το υπόλοιπο που παραμένει είναι £7365. Για το ποσό αυτό εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με το ποσό των £7365.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,
Πάφος Στόουν Εστέϊτς Λτδ κ.ά. v. Βαλαωρίτη κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 220,
Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,
Ευαγγέλου v. Γιαννακού (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1243,
Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25,
Polykarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727,
Καράλουκας v. Πάρπα (1998) 1 Α.Α.Δ. 767.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταυρινίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 2481/93) με την οποία καταμέρισε ευθύνη για το επίδικο τροχαίο δυστύχημα 80% στον εφεσείοντα-εναγόμενο και 20% στον αποθανόντα. Eπιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα αποζημιώσεις συνολικού ποσού £17,696, τόκους και έξοδα.
A. Mάγος και Kλεάνθους, για τον Eφεσείοντα.
X. Aρτέμης, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του αποθανόντα Ανδρέα Θεοδοσίου τέως από την Πόλη Χρυσοχούς (στο εξής "ο αποθανών"). Ο αποθανών έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα που συνέβη το βράδυ της 25.9.92 στην προσπάθειά του να διασταυρώσει τον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς - Λατσί. Αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων με κατεύθυνση από την Πόλη Χρυσοχούς προς το Λατσί κτύπησε τον αποθανόντα. Ο τελευταίος τραυματίστηκε σοβαρά και απέθανε στις 28.9.92.
Για το θάνατο του αποθανόντα, οι εφεσίβλητοι κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία απαιτούσαν αποζημιώσεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου που εκδίκασε την υπόθεση, διαπίστωσε ότι το ατύχημα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αμέλεια του εφεσείοντα στον οποίο καταλόγισε ποσοστό ευθύνης 80% ενώ το υπόλοιπο 20% καταλογίστηκε στον αποθανόντα. Με βάση τον πιο πάνω καταμερισμό ευθύνης το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα αποζημιώσεις συνολικού ύψους £17696, τόκους και έξοδα.
Με την έφεση αυτή προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ευθύνης και τον καθορισμό των αποζημιώσεων.
Κατά τον χρόνο του δυστυχήματος ο αποθανών ήταν 55 χρόνων. Χώλαινε στο περπάτημα λόγω αναπηρίας του δεξιού του ποδιού και γι' αυτό έπαιρνε κυβερνητική σύνταξη ανικανότητας για εργασία. Ωστόσο, διατηρούσε περίπτερο έξω από το σπίτι του στο οποίο εργαζόταν ελαφρά. Με το εισόδημα που είχε από το περίπτερο και με τη σύνταξη που έπαιρνε, συντηρούσε τον εαυτό του και τη γυναίκα του η οποία δεν είχε δικό της εισόδημα.
Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι το δυστύχημα συνέβη στο ύψος των τουριστικών διαμερισμάτων Στρατή, που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνσή του και σε αραιοκατοικημένη περιοχή του χωριού Πολέμι όπου ο φωτισμός ήταν πενιχρός. Οδηγούσε το αυτοκίνητό του από την Πόλη Χρυσοχούς προς το Λατσί με τα φώτα στη χαμηλή στάση και με ταχύτητα 60-70 χ.α.ω. Στο σημείο που έγινε το δυστύχημα δεν υπήρχε όριο ταχύτητας. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν αυτοκίνητο με φώτα στην ψηλή στάση. Μόλις συναντήθηκε το αυτοκίνητό που οδηγούσε με το άλλο που ερχόταν από απέναντι, είδε σε κοντινή απόσταση ένα πεζό με σκούρα ρούχα να διασταυρώνει το δρόμο από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Για να αποφύγει τη σύγκρουση με τον πεζό πάτησε τα φρένα του αυτοκινήτου του. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν τόσο μικρή που ήταν αδύνατο να αποφευχθεί η σύγκρουση. Ο πεζός ήδη βρισκόταν στη δική του πλευρά, σε απόσταση ενός με ενάμισυ μέτρου από το κέντρο του δρόμου. Προηγουμενως δεν διέκρινε οποιαδήποτε κίνηση ή ελιγμό του αυτοκινήτου που ερχόταν εξ αντιθέτου που θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσπάθεια για αποτροπή δυστυχήματος.
Η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε αναξιόπιστη επειδή, καθώς έχει διαπιστωθεί, αυτή συγκρούεται με την πραγματική μαρτυρία. Η αιτιολογία του συγκεκριμένου συμπεράσματος εντοπίζεται στην πιο κάτω περικοπή της απόφασης:
"Η μαρτυρία του εναγομένου συγκρούεται με την πραγματική μαρτυρία για τον λόγο ότι η έναρξη των ιχνών του αυτοκινήτου του μέχρι του σημείου σύγκρουσης ο αστυνομικός εξεταστής Στέλιος (ΜΕ1) κατέθεσε ότι είναι 7-8 μέτρα και για να εφαρμόσει ο εναγόμενος τα φρένα του θα πρέπει να υπολογισθεί και μια άλλη απόσταση, η απόσταση σκέψεως, η οποία είναι ανάλογη με το μήκος των φρένων. (βλ. Wilkinson's Road Traffic Offences, 7η έκδοση και Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Υποθέσεις Οδικής Αμέλειας,1η έκδοση, παράρτημα Β) και εφόσον ληφθεί υπόψη μόνο το μήκος των φρένων μέχρι του σημείου της σύγκρουσης γιατί συνεχίζονται τα ίχνη των φρένων και μετά το σημείο σύγκρουσης προστιθεμένης δε και της απόστασης σκέψεως θα έπρεπε ο εναγόμενος να δει τον αποβιώσαντα για πρώτη φορά από απόσταση που πρέπει να υπολογιστεί μεταξύ 14-16 μέτρων και το γεγονός αυτό συγκρούεται με την κατάθεσή του που έδωσε στην αστυνομία στην οποία ανέφερε ότι είδε τον πεζό σε απόσταση δύο μέτρων η δε "κοντινή απόσταση" που ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι 14-16 μέτρα."
Την ώρα του δυστυχήματος δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες. Οι πιο κάτω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος στηρίζονται στη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης και στη μαρτυρία εκτιμητή αυτοκινήτων με σπουδές στη μηχανολογία που περιλάμβαναν μαθήματα διερεύνησης δυστυχημάτων. Το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος όπου εμφαίνονται τα επιτόπου ευρήματα του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης.
1. Το πλάτος του δρόμου στη σκηνή του δυστυχήματος ήταν 8,10 μέτρα. Το σημείο σύγκρουσης, που εντοπίστηκε από τον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης, βρισκόταν σε απόσταση 4,50 μέτρα από την δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
2. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσείοντα υπήρχε παγκέττο πλάτους 2,60 μέτρων.
3. Οι δεξιοί τροχοί του αυτοκινήτου του εφεσείοντα άφησαν ίχνη τροχοπέδησης στο δρόμο μήκους 27,80 μ. και οι αριστεροί 28,20 μ. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν 65 χ.α.ω.
4. Η απόσταση από το σημείο που αρχίζουν τα ίχνη τροχοπέδησης μέχρι το σημειο της σύγκρουσης ήταν 8-10 μ. περίπου.
5. Η ορατότητα από το σημείο της σύγκρουσης προς την Πόλη Χρυσοχούς ήταν μεγαλύτερη των 100 μέτρων.
6. Η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα στη χαμηλή στάση ήταν 75 μ. ενώ στη ψηλή 100-150 μ.
7. Κατά το χρόνο που ο αποθανών διασταύρωνε το δρόμο δεν εκινείτο άλλο αυτοκίνητο εκτός από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
Νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο όπου αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Πάφος Στόουν Εστέϊτς Λτδ κ.ά. ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (1997) 1 A.A.Δ. 220, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614.
Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και υποστηρίζεται από το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος. Στην Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β) 1243 εξηγήθηκε η χρησιμότητα και η αξία του σχεδίου σκηνής τροχαίου ατυχήματος για την ιχνηλάτιση των περιστατικών του ατυχήματος, την κρίση της αξιοπιστίας και έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν το ατύχημα. Δεν διαπιστώνουμε ο,τιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβαση μας στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου που αναφέρονται στα γεγονότα και περιστάσεις του ατυχήματος.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ύστερα από εκτενή αναφορά στο θέμα της αμέλειας και των καθηκόντων εκείνων που χρησιμοποιούν το δρόμο έναντι αλλήλων, ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων μπορούσε υπό τις περιστάσεις να είχε αντιληφθεί την κίνηση του αποθανόντα στο δρόμο από απόσταση όχι μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου που οδηγούσε στη χαμηλή στάση και έγκαιρα να λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του δυστυχήματος.
Ανάλογο καθήκον προσοχής και παρατηρητικότητας κρίθηκε ότι είχε και ο αποθανών ο οποίος απρόσεκτα άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο στον οποίο εκείνη την ώρα, εκινείτο προς τη δική του κατεύθυνση το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
Η καθοδήγηση που άντλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη νομολογία ως προς τις αρχές δικαίου οι οποίες γενικά προδιαγράφουν το καθήκον επιμέλειας εκείνων που χρησιμοποιούν το δρόμο είτε πρόκειται για πεζούς είτε για οδηγούς οχημάτων είναι σωστή. Ωστόσο το Δικαστήριο απέτυχε κατά την κρίση μας να προσδιορίσει σωστά το καθήκον επιμέλειας εφεσείοντα και αποθανόντα σε σχέση με τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και ανάλογα να επιμερίσει στον καθένα το ποσοστό της δικής του ευθύνης.
Ο αποθανών όταν αποφάσισε να διασταυρώσει το δρόμο είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί από απόσταση 150 μ. την παρουσία του αυτοκινήτου του εφεσείοντα που ερχόταν με αναμμένα φώτα προς το μέρος του. Παρά το γεγονός ότι ο φωτισμός του δρόμου ήταν πενιχρός και τα σκούρα ρούχα που φορούσε καθιστούσαν την παρουσία του στο δρόμο δύσκολα αντιληπτή, άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο προτού αρχίσει να τον καλύπτει η ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα η οποία όπως έχει διαπιστωθεί ήταν 75 μ. Μέχρι να εισέλθει στην εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα πρέπει να είχε καλύψει κάποια απόσταση. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε κάποιο σημείο του δρόμου, δεν έχει και τόση σημασία ποιο ακριβώς ήταν αυτό το σημείο, άρχισε να καλύπτεται από την ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, ο οποίος προφανώς, δεν αντελήφθηκε έγκαιρα την παρουσία του, ενώ εκ των πραγμάτων, είχε αυτή τη δυνατότητα. Το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου συνυπολογιζομένης και της απόστασης σκέψης του οδηγού αφότου έγινε αισθητός ο κίνδυνος καταδείχνουν ότι ο εφεσείων αντελήφθη την παρουσία του αποθανόντα στο δρόμο από απόσταση οπωσδήποτε μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του στη χαμηλή στάση. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η αμέλεια του εφεσείοντα. Ως πρόσθετο στοιχείο αμέλειας του εφεσείοντα είναι και η παράλειψη του να χρησιμοποιήσει τα φώτα στη ψηλή στάση εφόσον σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο εξ αντιθέτου κατευθύνσεως.
Κατόπιν προσεκτικής εξέτασης των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα και περιστατικά που συνθέτουν τις περιβάλλουσες περιστάσεις του δυστυχήματος και συνεκτιμώντας τις εκατέρωθεν παραλείψεις όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνιά του μέσου συνετού πολίτη όπως εξηγείται στις Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25 και Polykarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727 κρίνουμε αναγκαία την αναθεώρηση του επιμερισμού της ευθύνης στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η ευθύνη του εφεσείοντα προσδιορίζεται σε ποσοστό 60% και η ευθύνη του αποθανόντα σε ποσοστό 40%.
Όπως έχει ειπωθεί ο αποθανών έπαιρνε σύνταξη ανικανότητας για εργασία εξαιτίας της αναπηρίας από την οποία υπέφερε. Στο περίπτερο που διατηρούσε έξω από το σπίτι του πωλούσε μεταξύ άλλων παγωτό χύμα και συσκευασμένο. Το κέρδος που είχε από τις πωλήσεις του παγωτού χύμα ήταν 200% - 300% ενώ το κέρδος του από την πώληση του συσκευασμένου παγωτού ήταν 35-40%. Τον χρόνο πριν από το θάνατό του αγόρασε παγωτά (χύμα και συσκευασμένα) αξίας £1200. Επειδή δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία για τον προσδιορισμό της αξίας των δύο ειδών παγωτού που αγόρασε έτσι ώστε να υπάρχει η βάση για υπολογισμό του κέρδους που πραγματοποίησε για κάθε είδος παγωτού, ο πρωτόδικος Δικαστής καθόρισε, καθ' υπολογισμό, την αξία του παγωτού χύμα στις £800 και του συσκευασμένου στις £400 και ακολούθως με βάση το χαμηλότερο ποσοστό κέρδους προσδιόρισε το ετήσιο κέρδος του αποθανόντα από το παγωτό χύμα στις £1600 και για το συσκευασμένο στις £140 ήτοι το ετήσιο συνολικό κέρδος από τις πωλήσεις του παγωτού υπολογίστηκε στις £1740.
Για τα άλλα είδη που πωλούσε ο αποθανών στο περίπτερο η μαρτυρία δεν ήταν σαφής για να αποτελέσει το υπόβαθρο υπολογισμού κέρδους γι' αυτό παραγνωρίστηκε.
Στο πιο πάνω ετήσιο εισόδημα του αποθανόντα από τις πωλήσεις παγωτού προστέθηκαν και οι ετήσιες απολαβές που είχε από τη σύνταξη ανικανότητας. Κατά τον χρόνο που πέθανε, η σύνταξη που έπαιρνε ήταν £85,12 σ. μηνιαίως ενώ κατά τον χρόνο της ακρόασης της υπόθεσης το ποσό που θα έπαιρνε αν ζούσε ήταν £110 μηνιαίως. Ο πρωτόδικος Δικαστής υπολόγισε τον μέσο όρο που είναι £97,56 μηνιαίως ήτοι, £1170 ετησίως. Έτσι οι ετήσιες συνολικές απολαβές του αποθανόντα κατά τον χρόνο του θανάτου του υπολογίστηκαν στις £2910. Από το εν λόγω ποσό αφαιρέθηκαν £900 ποσό που αντιπροσωπεύει, καθώς υπολόγισε το Δικαστήριο, τα προσωπικά έξοδα και έξοδα συντήρησης του αποθανόντα. Το υπόλοιπο των £2010 υπολογίστηκε ότι αποτελούσε τις ετήσιες καθαρές απολαβές από την ημερομηνία του θανάτου μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης της υπόθεσης. Από την ημερομηνία που άρχισε η ακρόαση η μηνιαία σύνταξη ανικανότητας υπολογίστηκε στις £110 μηνιαίως αντί του μέσου όρου των £97,56 μηνιαίως και έτσι το ετήσιο εισόδημα από την σύνταξη καθορίστηκε στις £1320 ετησίως. Στο εν λόγω ποσό προστέθηκε ποσό £1740, το κέρδος από τα παγωτά. Από το άθροισμα £3060 αφαιρέθηκαν £900 έξοδα συντήρησης κλπ του αποθανόντα και το καθαρό υπόλοιπο των £2160 καθορίστηκε ως το απωλεσθέν εισόδημα της συζύγου του αποθανόντα ως εξαρτώμενο πρόσωπο.
Για το θάνατο του αποθανόντα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £6000 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 58(9) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 επί βάσεως πλήρους ευθύνης. Για τις σωματικές βλάβες, τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο αποθανών από την ημέρα του τραυματισμού του μέχρι την ημέρα που πέθανε το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις £1000 επί βάσεως πλήρους ευθύνης. Επί βάσεως πλήρους ευθύνης επιδικάστηκαν επίσης £800 έξοδα κηδείας και διαχείρησης που είχαν εκ των προτέρων συμφωνηθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι ο αποθανών έχασε τη ζωή του όταν ήταν σε ηλικία 55 χρόνων, τους πιθανούς κινδύνους θανάτου από ασθένεια και την αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων ορθά καθόρισε τον πολλαπλασιαστή σε επτά χρόνια από την ημερομηνία του θανάτου. Στην Συμεών Καράλουκας ν. Νεόφυτος Πάρπα (1998) 1 A.A.Δ. 767 εξηγούνται τα κριτήρια επιλογής του κατάλληλου πολλαπλασιαστή και η έκταση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την επιλογή του συγκεκριμένου αριθμού ο οποίος ανάλογα με την περίπτωση θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή για τον προσδιορισμό της απώλειας των μελλοντικών απολαβών.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει υπέρ της συζύγου του αποθανόντα, ως εξαρτωμένης του συζύγου της αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος που πήγαζε από τη σύνταξη ανικανότητας του αποθανόντα συζύγου της.
Η σύνταξη ανικανότητας χορηγείται σε πρόσωπα τα οποία πληρούν τα καθορισμένα από το νόμο κριτήρια (βλ. άρθρο 38 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων 1980-1992) και ως εκ της φύσεώς της είναι προσωποπαγής.
Η σύνταξη ανικανότητας λειτουργεί ως το υποκατάστατο του εισοδήματος που είχε ο δικαιούχος από την εργασία του προτού καταστεί ανίκανος για εργασία. Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου η σύνταξη ανικανότητας, ως εκ του σκοπού που εξυπηρετεί, συνιστά απώλεια εισοδήματος για την οποία κατ' αρχήν παρέχεται δυνατότητα αποζημιώσης. Δεν παρέχεται όμως αυτή η δυνατότητα στις περιπτώσεις όπου ο θάνατος του δικαιούχου συνιστά αιτία χορήγησης κάποιας άλλης παροχής προς εξαρτώμενο ή εξαρτωμένους του προς αναπλήρωση της απώλειας της σύνταξης ανικανότητας που επέφερε ο θάνατος. Ως τέτοια αναπλήρωση είναι η σύνταξη χηρείας προς την σύζυγο του δικαιούχου αποθανόντα η οποία παρέχεται με βάση τις πρόνοιες των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων 1980-1992. Σ' αυτή την περίπτωση, η απώλεια της σύνταξης ανικανότητας δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων που δικαιούται η εξαρτώμενη σύζυγος του δικαιούχου για την απώλεια της οποίας θα δικαιούται σύνταξη χηρείας γιατί, αν συνέβαινε το αντίθετο, αυτό θα συγκρουόταν με τη φιλοσοφία πάνω στην οποία έχουν οικοδομηθεί οι βασικές αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων. Θα μπορούσε όμως να υπολογισθεί και να προσμετρήσει ως απώλεια μελλοντικού εισοδήματος αν ο αποθανών είχε άλλους εξαρτωμένους π.χ. ανήλικα τέκνα, που δεν θα είχαν τη δυνατότητα αναπλήρωσης του απωλεσθέντος εισοδήματος της σύνταξης ανικανότητας που απολάμβαναν ενόσω ζούσε ο αποθανών δικαιούχος.
Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε υπέρ της συζύγου του αποθανόντα αποζημιώσεις για την απώλεια της σύνταξης ανικανότητας εφόσον από του θανάτου του συζύγου της κατέστη δικαιούχος σύνταξης χηρείας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχαν άλλα εξαρτώμενα πρόσωπα και συνεπώς η σύνταξη ανικανότητας για κανένα λόγο δεν θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως απώλεια εισοδήματος και να υπολογισθεί για σκοπούς προσδιορισμού των αποζημιώσεων.
Κατόπιν των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως εσφαλμένη τόσο πάνω στο θέμα του επιμερισμού της ευθύνης μεταξύ του εφεσείοντα και αποθανόντα όσο και πάνω στο θέμα του καθορισμού των αποζημιώσεων. Αναφορικά με το πρώτο θέμα, αυτό του επιμερισμού της ευθύνης, καταλογίζουμε στον εφεσείοντα ποσοστό ευθύνης 60% και στον αποθανόντα 40%.
Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων που έχουν επιδικασθεί πρωτόδικα ανέρχεται, όπως έχει λεχθεί, στις £17696. Σ' αυτό περιλαμβάνεται ποσό £8490 που αντιπροσωπεύει την καθαρή απώλεια εισοδήματος από τη σύνταξη ανικανότητας για τα επτά χρόνια που έχουν υπολογισθεί ως πολλαπλασιαστής από τον χρόνο του θανάτου του αποθανόντα. Αυτό το ποσό πρέπει να αφαιρεθεί και το υπόλοιπο που είναι £9206 πρέπει να μειωθεί κατά 20% ήτοι £1841. Το υπόλοιπο που παραμένει είναι £7365 για το οποίο εκδίδουμε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση καθόσον αφορά την επιδίκαση τόκου ισχύει ανάλογα.
Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων παραμερίζεται και αντικαθίσταται με το ποσό των £7365.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προσαρμόζεται ανάλογα.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.