ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 335
22 Μαρτίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΟΡΟΚΛΙΝΗΣ,
Εφεσείων-Eναγόμενος,
ν.
1. ΣΟΦΙΑΣ ΧΡ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
2. ΛΙΝΑΣ ΜΑΡΙΟΥ GALBIN,
3. ΛΙΤΣΑΣ ROBERT FOWLES
4. ΜΕΡΣΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
5. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ,
Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9968)
Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Απόκτηση απαλλοτριωθείσας περιουσίας με ιδιωτική σύμβαση — Καθορισμός αποζημίωσης — Δεκάμηνη προθεσμία στο Άρθρο 8(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (N.15/62) για σύναψη της σύμβασης από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης — Δεν έχει την έννοια της εξάλειψης ή του περιορισμού της υποχρέωσης της απαλλοτριούσας αρχής για διαπραγματεύσεις αν δεν ενεργήσει μέσα στα όρια της — Η συνομολόγηση της σύμβασης αποκλείει οριστικά τη δυνατότητα δικαστικού προσδιορισμού της απαλλοτρίωσης με τη διαδικασία παραπομπής — Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών διέπονται από τους συνήθεις κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.
Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ορόκλινης (το Συμβούλιο) απαλλοτρίωσε το κτήμα των εφεσίβλητων για σκοπό δημόσιας ωφέλειας και εξουσιοδότησε το Διευθυντή του Κτηματολογίου Λάρνακας να διαπραγματευθεί μαζί τους για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης. Οι εφεσίβλητοι αποδέκτηκαν την προσφορά (για το συνολικό ποσό των £50.000, πλέον ετήσιο τόκο από την ημερομηνία δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης μέχρι το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης) προς εξόφληση κάθε απαίτησης τους και συμφώνησαν στην άμεση μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος στο όνομα του Συμβουλίου.
Το Συμβούλιο δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του και οι εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να καταθέσουν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία αξίωναν το πιο πάνω ποσό "ως συμφωνηθείσα αποζημίωση". Μετά την έγερση της αγωγής, το Συμβούλιο ανακάλεσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Η ανακλητική πράξη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Συμβούλιο ζήτησε - λίγες μέρες πριν την ακρόαση - με αίτηση διά κλήσεως την ακύρωση του οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής και υποστήριξε ότι το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για διεκδίκηση θεραπείας από τους εφεσίβλητους, ήταν, σύμφωνα με τους Compensation Assessment Tribunal Rules 1956, η αίτηση παραπομπής. Το Συμβούλιο επικαλέσθηκε και το Άρθρο 8(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (αρ. 15/62) όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 25/83 για να εισηγηθεί ότι η σύναψη της συμφωνίας έγινε εκπρόθεσμα μετά την πάροδο της 10μηνης προθεσμίας που καθορίζει το Άρθρο 8(1) για την απόκτηση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας με ιδιωτική σύμβαση.
Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι η πράξη του Συμβουλίου πρέπει να κριθεί με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Επίσης ότι δεν σημειώθηκε παρατυπία που να συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας.
Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Άρθρο 8(1) θεσπίστηκε για να αντιμετωπίσει τις καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους. Περαιτέρω σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση ναυαγεί και δεν καταλήγει σε συμφωνία, η απαλλοτριούσα αρχή έχει υποχρέωση να καταβάλει την αποζημίωση που η ίδια υπολόγισε.
2. Στο Άρθρο 8(1) δεν τίθεται προθεσμία με την έννοια ότι αυτή εξαλείφει ή περιορίζει την υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για διαπραγματεύσεις, αν δεν ενεργήσει μέσα στα όρια της. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών, καθώς και οι θεραπείες στις οποίες δικαιούται το υποφέρον από παράβαση τους συμβαλλόμενο μέρος, διέπονται από τους συνήθεις κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Ενόψει της συμφωνίας που έγινε, αποκλείστηκε οριστικά η δυνατότητα δικαστικού προσδιορισμού της απαλλοτρίωσης με τη διαδικασία παραπομπής.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Howard v. Bodington [1877] 2 PD. 203.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kραμβής, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 16 Aπριλίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 840/94) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου για ακύρωση του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος ως άκυρου γιατί το αίτημα των εναγόντων - εφεσιβλήτων έπρεπε να εγερθεί με παραπομπή και όχι με αγωγή καθώς και ακύρωση της όλης διαδικασίας ως αντικανονικής.
Τ. Κουμή και Μ. Σελίπα, για το Eφεσείον Συμβούλιο Bελτιώσεως.
Μ. Χ"Χριστοφής, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι συνιδιοκτήτες αριθμού κτημάτων στο χωριό Ορόκλινη της Επαρχίας Λάρνακας. Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ορόκλινης (εφεξής το Συμβούλιο) απαλλοτρίωσε τμήμα των κτημάτων αυτών, έκτασης 1 δεκαρίου και 10 τ.μ., για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή, την κατασκευή δρόμου. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα στις 31/12/92 αφού προηγήθηκε, στις 25/9/92, η δημοσιοποίηση με τον ίδιο τρόπο της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης.
Στις 14/10/93 ο Διευθυντής του Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας υπέβαλε γραπτή προσφορά στους εφεσίβλητους, εκ μέρους του Συμβουλίου, για την απόκτηση της υπό απαλλοτρίωση έκτασης, για το συνολικό ποσό των £50.000, πλέον ετήσιο τόκο προς 9% απο την ημερομηνία δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης μέχρι το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης. Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου κατέστησε σαφές στη σχετική επιστολή του - και δεν αμφισβητήθηκε - ότι είχε εξουσιοδοτηθεί από το Συμβούλιο ως απαλλοτριούσα αρχή να διαπραγματευθεί μαζί τους για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης.
Στις 11/11/93 οι εφεσίβλητοι αποδέχθηκαν την παραπάνω προσφορά προς εξόφληση κάθε απαίτησης τους, που απέρρεε από την αναγκαστική απαλλοτρίωση μέρους της περιουσίας τους. Περαιτέρω συμφώνησαν στην άμεση μεταβίβαση και εγγραφή του στο όνομα του Συμβουλίου. Μολαταύτα δεν τους καταβλήθηκε το συμφωνηθέν ή οποιοδήποτε άλλο ποσό. Με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να αναγκασθούν να καταθέσουν αγωγή κατά του Συμβουλίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία αξίωσαν το παραπάνω ποσό πλέον τόκους "ως συμφωνηθείσα δυνάμει ιδιωτικής συμβάσεως αποζημίωση......". Μετά την έγερση της αγωγής, στις 27/5/94, το Συμβούλιο ανακάλεσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Η ανακλητική πράξη προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 146 του Συντάγματος, που την ακύρωσε.
Μερικές μόνο ημέρες πριν από την ακρόαση, το Συμβούλιο ζήτησε, με αίτηση διά κλήσεως, την ακύρωση του ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής. Ισχυρίστηκε ότι αντικανονικά και παράνομα οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν θεραπεία με αγωγή. Κατά την άποψη του δικηγόρου τους το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο ήταν, σύμφωνα με τους Compensation Assessment Tribunal Rules 1956 και ιδιαίτερα τον Καν. 3, η αίτηση παραπομπής που εκδικάζει αρμόδιο δικαστήριο, όπως καθορίζουν οι παραπάνω κανονισμοί. Το Συμβούλιο επικαλέστηκε και το άρθρ. 8(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (αρ. 15/62), όπως τροποποιήθηκε από το ν. 25/83, για να εισηγηθεί ότι η σύναψη της συμφωνίας έγινε εκπρόθεσμα μετά την πάροδο της 10μηνης προθεσμίας που τάσσει το άρθρ. 8(1) για την απόκτηση της απαλλοτριωθείσης περιουσίας με ιδιωτική σύμβαση.
Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε την αίτηση. Αφού υπέδειξε ότι η παραπάνω πρόνοια δεν περιέχει ρητή απαγόρευση για σύναψη συμφωνίας μετά την πάροδο της προθεσμίας και ότι το Συμβούλιο το ίδιο εκδήλωσε πρόθεση του να έλθει σε συνεννόηση, η οποία υλοποιήθηκε με τον καταρτισμό συμφωνίας αποζημίωσης, αποφάσισε ότι η πράξη του Συμβουλίου πρέπει να κριθεί με βάση τους κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Και κατέληξε:
"Συνοπτικά αποφαίνομαι ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρατυπία που να συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Η αγωγή των εναγόντων δεν συνιστά μέτρο που είναι εξ υπαρχής άκυρο δικονομικά."
Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.
Το Συμβούλιο επέμεινε ότι το δικάσαν δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης γιατί μόνο με αίτηση παραπομπής θα μπορούσαν να προωθήσουν τυχόν αξιώσεις τους οι εφεσίβλητοι. Το επιχείρημα τους συναρτάται με τον κύριο λόγο της έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ως λανθασμένη η ερμηνεία του άρθρ. 8(1) από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο δικηγόρος του Συμβουλίου μας παρέπεμψε στη διάκριση των προθεσμιών σε επιτακτικές (imperative) και ενδεικτικές (directory) του δικαστή Penzance στην υπόθεση Howard v. Bodington [1877] 2 PD. 203. Και υποστήριξε πως το χρονικό διάστημα που τάσσεται από το νόμο σε αυτή την περίπτωση δημιουργεί απαράβατη υποχρέωση (για την απαλλοτριούσα αρχή) για την επίτευξη της προβλεπόμενης ρύθμισης μέσα στο όριο αυτό. Διαφορετικά η ευχέρεια ή το δικαίωμα της αρχής χάνεται οριστικά. Με άλλα λόγια προβλέφθηκε ένα είδος αποσβεστικής προθεσμίας. Η ιδιωτική συμφωνία που συνομολογήθηκε μετά την εκπνοή της, καταλήγει το επιχείρημα, φέρει το στίγμα της παρανομίας. Έπρεπε επομένως να επιτύχει η αίτηση.
Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την ορθότητα του σκεπτικού της εκκαλούμενης απόφασης και υπογράμμισε ότι η τροποποίηση που επέφερε ο N. 25/83 δεν είχε σκοπό να θέσει επιτακτική προθεσμία αλλά να αντιμετωπίσει τις καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους.
Είναι ορθό ότι ο νομοθέτης με τη θέσπιση του άρθρ. 8(1) θέλησε να αντιμετωπίσει πιο ριζοσπαστικά - και αποτελεσματικά - τις καθυστερήσεις που είχαν παρατηρηθεί στην καταβολή της αποζημίωσης. Αυτό κατορθώθηκε με την προσθήκη πρόνοιας στο άρθρ. 8(1) ότι η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει να διαπραγματευθεί μέσα σε 10 μήνες από το χρόνο δημοσίευσης της γνωστοποίησης και όχι "καθ' οιονδήποτε χρόνο" (η πρόνοια καταργήθηκε) μετά από αυτή. Περαιτέρω σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση ναυαγεί και δεν καταλήγει σε συμφωνία, έχει υποχρέωση να καταβάλει την αποζημίωση που η ίδια υπολόγισε.
Είναι βολικό στο σημείο αυτό να παραθέσουμε το ουσιαστικό μέρος του άρθρ. 8(1):
"8.(1) Η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει εντός δέκα μηνών από της δημοσιεύσεως της γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως να έλθη εις διαπραγματεύσεις διά την απόκτησιν της ιδιοκτησίας εις ην αφορά η τοιαύτη γνωστοποίησις δι' ιδιωτικής συμβάσεως και τον διά συμφωνίας καθορισμόν της αποζημιώσεως, ως και τον καταμερισμόν αυτής μεταξύ απάντων των εις ταύτην ενδιαφερομένων προσώπων. Εάν δεν επέλθη συμφωνία εντός της προαναφερθείσης χρονικής περιόδου η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται εις άμεσον προσφοράν της υπ' αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως."
Η αιτιολογική έκθεση του Νομοσχεδίου (από το Γενικό Εισαγγελέα) αποσαφηνίζει πλήρως την πρόθεση του νομοθέτη και συνάμα υποστηρίζει την παραπάνω προσέγγιση μας: βλ. Παράρτημα Έκτον της Επίσημης Εφημερίδας 1982, σελ. 74:
"Οι υπάρχουσες διατάξεις που αφορούν στον καθορισμό αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι δημιουργούν αδικίες και καθυστερήσεις στην καταβολή αυτής.
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι -
(α) να επιβάλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή όπως σ' ένα χρόνο από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης προσφέρει αποζημίωση·
(β) να επιβάλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή σε καταβολή της αποζημίωσης που προσφέρει η ίδια·
(γ) .......................................................................................................
Στο άρθρ. 8(1) δεν τίθεται προθεσμία με την έννοια ότι αυτή εξαλείφει ή περιορίζει την υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για διαπραγματεύσεις αν δεν ενεργήσει μέσα στα όρια της. Η αντίληψη αυτή θα ερχόταν σε κατά μέτωπο αντίθεση με το σκοπό του νομοθέτη, όπως τον εξηγήσαμε πιο πάνω. Το χρονικό όριο υπάρχει για έγκαιρη κινητοποίηση της αρχής προς απάμβλυνση των συνεπειών της καθυστέρησης. Ασφαλώς η ιδιωτική συμφωνία που συνομολογήθηκε εδώ ελεύθερα μεταξύ των διαδίκων δεν συγκαταλέγεται στην κατηγορία συμβάσεων που χαρακτηρίζονται ως παράνομες. Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών, καθώς και οι θεραπείες στις οποίες δικαιούται το υποφέρον από παράβαση τους συμβαλλόμενο μέρος, διέπονται από τους συνήθεις κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Ενόψει της συμφωνίας που έγινε αποκλείστηκε οριστικά η δυνατότητα δικαστικού προσδιορισμού της απαλλοτρίωσης με τη διαδικασία παραπομπής. Και ορθά δεν έγινε αποδεκτή η αίτηση.
Με τις σκέψεις αυτές απορρίπτουμε την έφεση. Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος Συμβουλίου.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.