ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Μαρσέλ Μπούλος και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 1858
Γρηγορίου Γεώργιος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846
Τασούλα Κυριάκου ν. Ανδρέα Λοϊζίδη, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9625, 24 Μαρτίου 1999
(1999) 1 ΑΑΔ 263
26 Φεβρουαρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
D & G PRODUCTS LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
PREMIXCO ASPHALTING COMPANY LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10122)
Απόδειξη — Αγωγή για υπόλοιπο λογαριασμού για πώληση και παράδοση εμπορευμάτων — Δεν μπορεί να αποδειχθεί με απλή δήλωση περί χρέους της άλλης πλευράς, χωρίς οτιδήποτε άλλο που να το εξηγεί για να το θεμελιώσει — Το ότι τέτοια δήλωση περιέχεται σε έγγραφο βάσει του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της μαρτυρίας.
Τόκος — Νόμιμος τόκος — Επιβάλλεται αυτόματα δυνάμει του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (όπως τροποποιήθηκε) — Εφαρμοστέες αρχές.
Οι εφεσείοντες κίνησαν αγωγή αξιώνοντας ποσό £1.335,90 ως υπόλοιπο οφειλόμενο από τους εφεσίβλητους από την πώληση προς αυτούς εμπορευμάτων μεταξύ 1.1.91 και 17.12.93 πλέον τόκο επί του ποσού προς 9% από 1.1.91. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν στην υπεράσπιση τους ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο ανερχόταν σε £126.46.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τα πέντε τιμολόγια που παρουσίασε ο διευθύνων σύμβουλος των εφεσειόντων για αντίστοιχες πωλήσεις συνολικού ύψους £1.047,40 και αφού αφαίρεσε το ποσό των £637,60 το οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν πληρώσει έναντι, επεδίκασε ως οφειλόμενο υπόλοιπο το ποσό των £409,80 με έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ικανοποίησε το μέρος της αξίωσης των εφεσειόντων για το ποσό των £926,19, αρχικό υπόλοιπο (opening balance) κατά την 1.1.91, το οποίο σύμφωνα με κατάσταση λογαριασμού, που παρήχθη από ηλεκτρονικό υπολογιστή, προέκυπτε από συναλλαγές του παρελθόντος. Η εν λόγω κατάσταση λογαριασμού ετοιμάστηκε από την υπεύθυνη του λογιστηρίου η οποία την κατάθεσε στο δικαστήριο. Οι εφεσίβλητοι δεν προσήγαγαν μαρτυρία.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης του μέρους της αξίωσης ύψους £926,19, στο οποίο η κατάσταση λογαριασμού παραπέμπει ως προϋπάρχον υπόλοιπο. Στο εφετήριο περιλαμβάνεται και λόγος σχετικά με το θέμα του τόκου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απλή δήλωση περί χρέους της άλλης πλευράς, χωρίς οτιδήποτε που να το εξηγεί για να το θεμελιώσει, μοιάζει με απλό ισχυρισμό και στερείται αποδεικτικής αξίας. Το ότι τέτοια δήλωση περιέχεται σε έγγραφο βάσει του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της μαρτυρίας όπως άλλωστε υπογραμμίζεται και από τις πρόνοιες του Άρθρου 5Β το οποίο αναφέρεται στην εκτίμηση βαρύτητας.
2. Όλα τα στοιχεία των όποιων συναλλαγών, τα οποία, κατ' ισχυρισμό, απέληγαν σε οφειλόμενο υπόλοιπο, παραμένουν άγνωστα, ενόψη της χρονικής περιόδου των συναλλαγών, όπως αυτή διατυπώνεται στην αγωγή. Η επίκληση χρονικής προσέγγισης δεν αποτελεί συνταγή για ακαθόριστη χρονική ευελιξία.
3. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η γενική αναφορά σε υπόλοιπο αναγόμενο στο παρελθόν, δεν αποδείκνυε το αντίστοιχο μέρος της αξίωσης, ακόμα και στην απουσία μαρτυρίας από τους αντιδίκους των εφεσειόντων, είναι ορθή.
4. Ο τόκος που διεκδικούν οι εφεσείοντες, είναι ο νόμιμος τόκος που επιβάλλεται αυτόματα δυνάμει του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, όπως τροποποιήθηκε. Αυτός ο τόκος συμπεριλήφθηκε στην συνταχθείσα απόφαση που συνοδεύει την ειδοποίηση έφεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Zωμενής, E.Δ.) που δόθηκε στις 12 Nοεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 5514/95) με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ τους για ποσό £409.80 μόνο πλέον έξοδα, ως οφειλόμενο υπόλοιπο που προέρχεται από την πώληση εμπορευμάτων.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Eφεσείοντες.
Αιμ. Λεμονάρης, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες κίνησαν αγωγή με την οποία αξίωναν ποσό £1.335,90 ως υπόλοιπο οφειλόμενο από τους εφεσίβλητους εκ της πώλησης και παράδοσης σε αυτούς εμπορευμάτων "μεταξύ της η περί της 1.1.1991 μέχρι της ή περί της 17.12.1993" πλέον τόκο επί του ποσού προς 9% από 1.1.1991. Οι εφεσίβλητοι προέβαλαν προς υπεράσπιση ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο ανερχόταν σε μόνο £276,34 και ότι αυτό, συμψηφιζόμενο με ποσό που οι εφεσείοντες όφειλαν για δοσοληψίες κατά το 1994, μειωνόταν σε £126,46.
Στη δίκη κατέθεσε για τους εφεσείοντες ο διευθύνων σύμβουλος τους. Αυτός και η σύζυγος του ήταν οι μόνοι μέτοχοι. Παρουσίασε στο δικαστήριο πέντε τιμολόγια για αντίστοιχες πωλήσεις μεταξύ 9/5/91 και 14/12/93, συνολικού ύψους £1.047,40 και παραδέχθηκε ότι καταβλήθηκαν έναντι του χρέους δύο ποσά, το ένα ύψους £400,= στις 9/5/92 και το άλλο ύψους £237,60 στις 17.12.93. Ο συνήγορος των εφεσειόντων ζήτησε από το μάρτυρα να παρουσιάσει και κατάσταση λογαριασμού που παρήχθη από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η κατάσταση λογαριασμού, ημερ, 11/11/97, ετοιμάστηκε κατόπιν εντολής του μάρτυρα προς την υπεύθυνη του λογιστηρίου και αντίγραφο στάληκε στους εφεσίβλητους που την είχαν ζητήσει. Δεν επιτράπηκε η κατάθεση της κατάστασης ως τεκμήριο από αυτό το μάρτυρα αλλά σημειώθηκε για αναγνώριση και κατατέθηκε αργότερα μέσω της υπεύθυνης του λογιστηρίου η οποία ήταν η δεύτερη και τελευταία μάρτυρας.
Στην εν λόγω κατάσταση εκτίθεντο με λεπτομέρεια οι προαναφερθείσες πωλήσεις και πληρωμές. Υπήρχε όμως ακόμα ένα στοιχείο ως πρόταξη στην εν λόγω κατάσταση. Επρόκειτο για μια αναφορά σε αρχικό υπόλοιπο (opening balance) ύψους, κατά την 1/1/91, £926,19. Αυτό παρέπεμπε πρόδηλα σε συναλλαγές του παρελθόντος. Αλλά χωρίς να τις συγκεκριμενοποιεί. Καθώς ανέφερε ο πρώτος μάρτυρας, μετά που στάληκε η κατάσταση λογαριασμού, οι εφεσίβλητοι του είπαν ότι θα προέβαιναν σε έλεγχο. Όμως δεν επανήλθαν και δεν πλήρωσαν. Συνάγεται πάντως ότι δεν υπήρξε από μέρους τους παραδοχή.
Η υπεύθυνη του λογιστηρίου, η οποία απασχολείτο εκεί από το 1989, ανέφερε στη μαρτυρία της ότι η ιδία προσωπικά απέστελλε ταχυδρομικώς στον κάθε πελάτη μηνιαία κατάσταση λογαριασμού, παραχθείσα από ηλεκτρονικό υπολογιστή που εκείνη χειριζόταν, ότι ποτέ δεν υπήρξε επιστροφή και ότι ποτέ δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση από μέρους των εφεσιβλήτων. Πρόσθεσε, σε ερωτήσεις σχετικά με το αναφερόμενο στην κατάσταση ως προϋπάρχον χρέος, ότι τα τιμολόγια θα υπήρχαν στο γραφείο. Είπε ότι έτσι νόμιζε. Πιεσθείσα όμως στην αντεξέταση, δήλωσε απερίφραστα ότι τα τιμολόγια υπήρχαν. Σε περαιτέρω ερωτήσεις δεν μπορούσε να πει αν τα τιμολόγια ήταν του 1986, του 1987 ή του 1990. Έπειτα, σε ερώτηση στην επανεξέταση, απάντησε ότι ήταν βέβαιη πως υπήρχαν. Ας σημειωθεί σχετικά με αυτή την πτυχή πως ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν το αναφερόμενο ως προηγούμενο υπόλοιπο μόνο αν ζητούσαν από τη μάρτυρα να προσκομίσει τα τιμολόγια - με ανάλογο αίτημα στο δικαστήριο να της δώσει την ευκαιρία - και εκείνη αδυνατούσε ή παρέλειπε να το πράξει. Θα πρέπει εδώ να υποδείξουμε ότι απέκειτο στους εφεσείοντες να προσκομίσουν τα στοιχεία που χρειάζονταν για απόδειξη του όποιου μέρους της απαίτησης. Και αν σε αυτό αποτύγχαναν, δεν μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα υπέρ τους από το πόσο ακόμα η άλλη πλευρά θα μπορούσε να προωθήσει τον έλεγχο με αντεξέταση της μάρτυρος. Οι εφεσίβλητοι δεν προσήγαγαν μαρτυρία.
Το δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία του διευθύνοντος συμβούλου αλλά, για λόγους που εξήγησε, όχι και εκείνη της υπεύθυνης του λογιστηρίου. Κατέληξε δε ότι, με την απόρριψη της μαρτυρίας της, αφαιρείτο το έδαφος στο οποίο στηριζόταν η παρουσίαση της κατάστασης λογαριασμού. Την οποία ως εκ τούτου δεν έλαβε υπόψη. Έπειτα παρατήρησε ότι, ανεξάρτητα από αυτό, η κατάσταση λογαριασμού δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί έγγραφο που παράχθηκε από ηλεκτρονικό υπολογιστή βάσει του άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 54(1)/1994) αφού εμφανίζονταν στο έγγραφο διορθώσεις σε δύο σημεία. Τέλος, επεσήμανε ότι στην καλύτερη περίπτωση η κατάσταση λογαριασμού θα αποτελούσε μαρτυρία υποκείμενη σε αξιολόγηση και η βαρύτητα της θα έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 5Β, να εκτιμηθεί ανάλογα με τις περιστάσεις. Ενώ ο συνήγορος των εφεσειόντων είχε εισηγηθεί ότι εφόσον το έγγραφο κατατίθεται ως μαρτυρία, "αυτόματα αποδεικνύονται όλα τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτό".
Τις πωλήσεις τις οποίες επιμαρτυρούσαν τα κατατεθέντα τιμολόγια, συνολικού ύψους £1.047,40, το δικαστήριο τις δέχθηκε. Έπειτα, αφού αφαίρεσε το ποσό των £637,60 το οποίο είχε πληρωθεί έναντι, απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων περί συμψηφισμού όπως και την αξίωση των εφεσειόντων για τόκο, που δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία, και επιδίκασε το οφειλόμενο υπόλοιπο εκ £409,80 προς όφελος των εφεσειόντων με έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Αυτά είναι τα ουσιώδη της περίπτωσης παρόλον που απασχόλησαν και άλλα.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται, με εκτενώς διατυπωθέντες λόγους που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές, η απόρριψη του μέρους της αξίωσης ύψους £926,19 στο οποίο η κατάσταση λογαριασμού παραπέμπει ως προϋπάρχον υπόλοιπο. Στο εφετήριο περιλαμβάνεται και λόγος σχετικά με το θέμα του τόκου. Στερείται όμως αντικειμένου. Διότι δεν στρέφεται κατά της απόρριψης της αντίστοιχης αξίωσης. Έλαβε αφορμή από το ότι στην απόφαση δεν γίνεται αναφορά σε τόκο, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να θεωρήσουν ότι δεν τους αναγνωρίστηκε δικαίωμα σε νόμιμο τόκο. Ενώ ο νόμιμος τόκος, επιβάλλεται αυτόματα δυνάμει του άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (όπως τροποποιήθηκε). Εφόσον το δικαστήριο δεν προέβη σε διαφοροποίηση - η δυνατότητα για την οποία προβλέπεται στο άρθρο 33(2) - οι εφεσείοντες δικαιούνται σε τόκο προς 8% επί του επιδικασθέντος ποσού από 29 Νοεμβρίου 1996, ημερομηνία δημοσίευσης του τροποποιητικού Ν. 102(Ι)/96 που ρυθμίζει το ζήτημα. Οι εφεσείοντες είναι αυτό τον τόκο που διεκδικούν με τον αντίστοιχο λόγο έφεσης. Και αυτός ο τόκος συμπερίληφθηκε στη συνταχθείσα απόφαση που συνοδεύει την ειδοποίηση έφεσης. Το ζήτημα δεν θα έπρεπε λοιπόν να είχε απασχολήσει.
Ως προς το βασικό θέμα του κατ' ισχυρισμό πρώην υπολοίπου, προσφέρεται σύντομη απάντηση. Παρατηρούμε κατ' αρχάς ότι, όπως διατυπώνεται στην αγωγή η χρονική περίοδος των συναλλαγών - "μεταξύ της ή περί της 1/1/1991 μέχρι της ή περί της 17/12/1993" - παρέχεται μεν η δυνατότητα λογικής και με σαφήνεια προσδιορισμένης επέκτασης της περιόδου στα δύο άκρα, αλλά όχι η απεριόριστη ή αδιευκρίνιστη επέκταση. Η επίκληση χρονικής προσέγγισης δεν αποτελεί συνταγή για ακαθόριστη χρονική ευελιξία. Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, η αναδρομή στο παρελθόν δεν εμφανίζει ως μόνο πρόβλημα τον από δικονομικής άποψης προσδιορισμό χρόνου. Συναρτάται και με την ουσία. Γιατί παραμένουν εντελώς άγνωστα όλα τα στοιχεία των όποιων συναλλαγών τα οποία, κατ' ισχυρισμό, απέληγαν σε οφειλόμενο υπόλοιπο.
Η απλή δήλωση περί χρέους της άλλης πλευράς, χωρίς ο,τιδήποτε που να το εξηγεί για να το θεμελιώσει, μοιάζει με απλό ισχυρισμό και στερείται αποδεικτικής αξίας. Το ότι τέτοια δήλωση περιέχεται σε έγγραφο βάσει του άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, δεν μεταβάλλει τη φυσιογνωμία της μαρτυρίας όπως άλλωστε υπογραμμίζεται και από τις πρόνοιες του άρθρου 5Β το οποίο αναφέρεται στην εκτίμηση βαρύτητας.
Την πρωτόδικη άποψη ότι η απόρριψη της μαρτυρίας της υπεύθυνης του λογιστηρίου επαγόταν αυτόματα και απόρριψη της κατάστασης λογαριασμού την οποία η μάρτυρας είχε παρουσιάσει, δεν τη συμμεριζόμαστε. Γιατί εδώ η εν λόγω κατάσταση είχε τη δική της αυτοτέλεια αφού το δικαστήριο την είχε ήδη αποδεχθεί ως έγγραφο παραχθέν από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ούτε συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη πως προκύπτει από την όψη του εγγράφου ότι έγιναν διορθώσεις. Εκείνο που εμείς διακρίνουμε - μιλούμε τώρα για ό,τι μπορεί να προκύψει χωρίς μαρτυρία εμπειρογνώμονα - είναι ότι υπάρχει σε δύο σημεία εκτυπωτική ανωμαλία που θα περιγράφαμε ως ελαφρά έλλειψη καθαρότητας στην καταγραφή κάποιων στοιχείων τα οποία, ωστόσο, παραμένουν ευδιάκριτα. Και θα αφήναμε το θέμα εκεί. Αφορά άλλωστε σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία των παρουσιασθέντων τιμολογίων. Πέρα όμως από αυτά, κρίνουμε ορθή την πρωτόδικη άποψη ότι η γενική αναφορά σε υπόλοιπο αναγόμενο στο παρελθόν δεν αποδείκνυε το αντίστοιχο μέρος της αξίωσης ακόμα και στην απουσία μαρτυρίας από την άλλη πλευρά.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.