ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 2045
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 10044
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Αφορά αίτηση του Ιωάννη Μεταξά από τη Λεμεσό
για ένταλμα CERTIORARI η οποία καταχωρείται
μετά από άδεια που χορηγήθηκε στην αίτηση
αρ. 201/96 ημερομηνίας 5/3/97
- και -
Αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών
Διαφορών ημερομηνίας 25/11/96 που εκδόθηκε
στην αίτηση αρ. 54/92
- και -
1. Σ & Π ΠΥΡΙΛΛΗ & ΥΙΩΝ ΛΤΔ.
2. ΣΟΛΩΜΟΥ ΠΥΡΙΛΛΗ
Εφεσειόντων-Καθ΄ων η αίτηση
- και -
ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ, από τη Λεμεσό
Εφεσιβ λήτου-Αιτητή
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 10 Δεκεμβρίου, 1999.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τους εφεσείοντες: Α. Ποιητής.
Για τους εφεσίβλητους: Χρ. Χριστοφίδης.
- - - - - -
Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οο Μ. Κρονίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Στις 30.10.96 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε τις απαιτήσεις του εφεσίβλητου-αιτητή στην αίτηση αρ. 54/92.Ο εφεσίβλητος που δεν ικανοποιήθηκε από την πιο πάνω απόφαση υπέβαλε στις 9.11.96 αίτηση, με βάση το Δ.Κ. 17(1) του Παραρτήματος των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 με την οποία ζητούσε τη σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο που περιελάμβανε κατ΄ αυτόν, επτά νομικά σημεία.
Ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στις 25.11.96 απέρριψε την αίτηση του εφεσίβλητου με το αιτιολογικό ότι κανένα από τα ερωτήματα που υπεβλήθησαν δεν αφορούσαν αμιγή νομικά σημεία, τα μόνα που σύμφωνα με το Νόμο, παραπέμπονται στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Στις 4.12.96 ο εφεσίβλητος καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο μονομερή αίτηση για να του παραχωρηθεί άδεια καταχώρησης αίτησης διά κλήσεως για έκδοση των προνομιακών διαταγμάτων Certiorari και Mandamus. Αδελφός Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδέχθηκε την αίτηση και παραχώρησε τη σχετική άδεια.
Ο εφεσίβλητος, μετά την πιο πάνω παροχή της άδειας, καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως στις 19.3.97 με την οποία ζητούσε τις εξής θεραπείες:-
"(α) την έκδοση εντάλματος Certiorari για ν΄ αχθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφανισθεί ή παραμερισθεί η απόφαση που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ημερομ. 25.11.96 στην Αίτηση αρ. 54/92
(β) Διάταγμα Mandamus με βάση το οποίο να διατάσσεται ή/και να δίδονται οδηγίες προς το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών να συντάξει και παραπέμψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόμνημα (case stated) σύμφωνα με την αίτηση των αιτητών ημερομηνίας 19.1.96 στην αίτηση 54/92
(γ) τα έξοδα της παρούσης διαδικασίας.".
Οι εφεσείοντες στις 9.4.97 καταχώρησαν γραπτή ένσταση η οποία συνοδεύεται με ένορκη δήλωση.
Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφού άκουσε τους διαδίκους αποδέχθηκε την αίτηση του εφεσίβλητου και εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα Certiorari και Mandamus με το εξής αιτιολογικό:-
"Συνοψίζοντας, καταλήγω ότι όλα τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν, εκτός από το τρίτο που αποσύρθηκε, είναι νομικά και σαν τέτοια θα έπρεπε να είχαν παραπεμφθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μορφή υπομνήματος (case stated). Η μη σύνταξη υπομνήματος, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε στις 25.11.96, αποτελεί εσφαλμένη νομική ερμηνεία των υποβληθέντων νομικών ερωτημάτων και έγινε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, κατά παράβαση του περί Ετησίων Αδειών Μετ΄ Απολαβών Νόμου, άρθρο 12(13)(β)(ii) και των Δικονομικών Κανόνων, άρθρο 17(2).".
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση προβάλλοντας συνολικά έξι λόγους. Οι πέντε πρώτοι λόγοι έφεσης προσβάλλουν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ερωτήματα αφορούσαν αμιγώς νομικά σημεία. Ο έκτος λόγος αφορά προδικαστικό σημείο, με το οποίο ασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και το απέρριψε. Ο έκτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-
"6. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την προδικαστική ένσταση δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτε που να διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση
(α) Το Δικαστήριο παραπέμπει στη Δ.48, θ.1 αλλά η Διάταξη αυτή αναφέρεται σε αιτήσεις προς τον Πρωτοκολλητή και όχι προς το Δικαστήριο.".
Θα ασχοληθούμε κατ΄ αρχήν με το λόγο αυτό της έφεσης, επιτυχία του οποίου προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.
Η αίτηση διά κλήσεως του εφεσίβλητου για έκδοση των ενταλμάτων Certiorari και Mandamus δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση. Αντ΄ αυτής συνοδεύεται από αντίγραφα της αίτησης του για παραχώρηση άδειας ημερ. 4.12.96 που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση και της σχετικής απόφασης του Προεδρεύοντος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την γραπτή ένσταση των εφεσειόντων στις παραγράφους 4, 5 και 6 αναφέρονται τα εξής:-
"4. Εν πάση περιπτώσει η αίτηση διά κλήσεως που κατεχωρήθη δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε ένορκο δήλωση αλλά αντίθετα ο αιτητής αναφέρει ότι θα κάμει χρήση της έκθεσης και ενόρκου δηλώσεως που κατεχωρήθηκαν στην αίτηση υπ΄ αρ. 201/96 για χορήγηση αδείας και στα έγγραφα τα οποία την συνοδεύουν.
5. Η πιο πάνω διαδικασία αντιβαίνει προς τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα Δ.48, θ.1, 8 και 9 που προνοούν ότι κάθε αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από ένορκο δήλωση στην οποία να αναφέρονται τα γεγονότα τα οποία την υποστηρίζουν.
6. Υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω αναφέρω ότι η ένορκος δήλωση στην οποία αναφέρεται η άλλη πλευρά έχει γίνει πριν από την καταχώρηση της παρούσης αιτήσεως (που έγινε στις 19.3.97, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρούσα ένορκο δήλωση που τότε ήταν ανύπαρκτη σαν διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει η παρούσα διαδικασία είναι εντελώς ξεχωριστή από την διαδικασία για παραχώρηση αδείας για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης.".
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του γεγονότα για να επιληφθεί της αίτησης εφ΄ όσον η τελευταία δεν συνοδεύετο από ένορκη δήλωση στην οποία να παρατίθενται τα γεγονότα και να επιβεβαιώνονται ενόρκως. Η απλή καταχώρηση μαζί με την αίτηση της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου που χρησιμοποιήθηκε για την
παραχώρηση αδείας από το Ανώτατο Δικαστήριο για καταχώρηση της παρούσας επίδικης αίτησης διά κλήσεως δεν νομιμοποιεί τα πράγματα ενόψει των αποφάσεων Αναφορικά με τη Stavros Hotel Apartments Ltd., Αίτηση αρ. 76/94, ημερ. 29.12.94 και Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ. (1995) 1 ΑΑΔ 947. Στις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι μαρτυρία, υπό μορφή ένορκης δήλωσης, που προηγείται χρονικά της καταχώρησης της αγωγής δεν μπορεί να αποτελέσει το πραγματικό υπόβαθρο για τη χορήγηση θεραπείας.Εισηγήθηκε ακόμα ο δικηγόρος των εφεσειόντων ότι η επίκληση από τον πρωτόδικο αδελφό Δικαστή της Δ.48 θ.1 είναι λανθασμένη γιατί ο θεσμός αυτός αναφέρεται σε αίτηση προς τον Πρωτοκολλητή και όχι προς το Δικαστήριο και επίσης ότι ο θεσμός αναφέρεται σε γεγονότα που φαίνονται στο φάκελο της ίδιας διαδικασίας και όχι σε άλλο φάκελο που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι δεν απαιτείται να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση η αίτηση για έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus γιατί τα γεγονότα εμφαίνονται σε έγγραφα του Δικαστηρίου. Έτσι και αν ακόμα δεν ισχύει ο θεσμός 1 της Διαταγής 48 ο εφεσίβλητος-αιτητής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταχώρησης ένορκης δήλωσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχθηκε την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή-εφεσίβλητου απέρριψε την προδικαστική ένσταση με το εξής αιτιολογικό:-
"Στην υπό κρίση αίτηση γίνεται αναφορά ότι ο αιτητής θα κάμει χρήση της Έκθεσης και της ένορκης δήλωσης που καταχωρήθηκαν στην Αίτηση αρ. 201/96 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για χορήγηση άδειας και στα έγγραφα που την συνοδεύουν. Τα έγγραφα αυτά είναι η απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 30.10.96, η αίτηση για σύνταξη υπομνήματος ημερ. 19.11.96, συνοδευόμενη από τον Πίνακα των επτά νομικών, κατά την εκτίμηση του αιτητή, σημείων και την απορριπτική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου ημερ. 25.11.96, αντίγραφα των οποίων επισυνάφθηκαν. Επισυνάφθηκαν επίσης αντίγραφο της αίτησης 54/92 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, της Εμφάνισης των καθ΄ ων η αίτηση και της άδειας που χορηγήθηκε στην Αίτηση αρ. 201/96. Η ένορκη δήλωση του αιτητή που καταχωρήθηκε στην Αίτηση αρ. 201/96 δεν προσθέτει τίποτε σε γεγονότα, αλλά από αυτά που περιλαμβάνονται στα προαναφερόμενα έγγραφα. Τα αναγκαία γεγονότα στην παρούσα υπόθεση αναφέρονται στα δικαστικά έγγραφα που βρίσκονται στο φάκελο της υπόθεσης και η μαρτυρία αυτή είναι αρκετή για να αποφασισθεί η παρούσα υπόθεση. Ακόμα και αν τύγχαναν εφαρμογής οι δικοί μας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, σε τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν αναγκαία η υποστήριξη της αίτησης με ένορκη δήλωση, όπως ρητά αναφέρει η Δ.48 θ. 1, δεδομένου ότι η αίτηση βασίζεται σε γεγονότα που εμφανίζονται στις δύο αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, τα όσα αναφέρθηκαν στην Βαβέλ Μπουτίκ Λίμιτεδ (ανωτέρω), διαφοροποιούνται και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.".
Είναι γεγονός ότι δεν έχει εκδοθεί διαδικαστικός κανονισμός που να ρυθμίζει τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε πρακτική ανάλογη όχι όμως ταυτόσημη με τη δικονομία και πρακτική που τηρούν τα Αγγλικά Δικαστήρια. (Βλέπε:
In re Aeroporos & Others (1988) 1 CLR 302 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 761).Τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία η αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία που να στοιχειοθετεί τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται. Η μαρτυρία αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή ένορκης δήλωσης.
Η διαδικασία στην Κύπρο για το θέμα των προνομιακών ενταλμάτων δεν είναι ταυτόσημη με την Αγγλική. Ο αιτητής αφού επιτύχει στην άνευ ειδοποιήσεως αίτηση του για παροχή άδειας υποχρεούται όπως, εντός της προθεσμίας που τάσσει το Δικαστήριο, να καταχωρήσει αίτηση διά κλήσεως. Η αίτηση αυτή και μόνο μαζί με τα τυχόν επισυνημμένα έγγραφα πρέπει να επιδοθούν στα επηρεαζόμενα πρόσωπα. Το Πρωτοκολλητείο τηρεί διαφορετικούς φακέλους με διαφορετικό αύξοντα αριθμό τόσο για την αίτηση για άδεια όσο και για την αίτηση διά κλήσεως.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου μας παρέπεμψε στο Halsbury's Laws of England, Τρίτη Έκδοση, Τόμος 11 και παράγρφος 118. Η παράγραφος 118 όμως δεν πραγματεύεται τη διαδικασία και δεν μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση. Σχετική είναι η παράγραφος 138 στη σελίδα 75 όπου κάτω από τον τίτλο "Nature of evidence admissible and necessary" αναφέρονται τα εξής:-
"Where certiorari is sought on the ground of error of law on the face of the record, the Court will not admit any extraneous evidence: the error must be apparent from the record itself. Where certiorari is sought on the ground of absence or excess of jurisdiction, bias by interest, fraud or breach of natural justice, extraneous evidence of these matters will be admissible, and indeed necessary, if they are not apparent of the face of the record.".
Όσον δε αφορά το προνομιακό ένταλμα Mandamus η μαρτυρία δι΄ ενόρκου δηλώσεως είναι αναγκαία. Αναφέρεται σχετικά στην ίδια πιο πάνω παράγραφο και σελίδα το εξής:-
"Where mandamus or prohibition is sought, affidavit evidence will be necessary to bring to the notice of the Court the facts constituting the ground of the application. Where mandamus to an inferior tribunal is sought, evidence will be admissible to show that the tribunal has refused to exercise jurisdiction, or has been influenced by irrelevant considerations or has failed to consider relevant matters.".
Η αγγλική Δ.59 θ.2 έχει ως εξής:-
"(2) An application for such leave as aforesaid shall be made ex parte to a Divisional Court of the Queen's Bench Division, except in vacation when it may be made to a Judge in Chambers, and shall be accompanied by a statement setting out the name and description of the applicant, the relief sought, and the grounds on which it is sought, and by affidavits verifying the facts relied on. The Court or Judge may, in granting leave, impose such terms as to costs and as to giving security as it or he thinks fit.".
Με βάση τον πιο πάνω αγγλικό θεσμό απαιτείται ένορκη δήλωση για τη μονομερή αίτηση για παροχή άδειας. Αλλά και για την αίτηση διά κλήσεως που ακολουθεί απαιτείται όπως τα γεγονότα στα οποία βασίζεται να επιβεβαιώνονται από ένορκη δήλωση. Τούτο επιβεβαιώνεται από το θ.6 της ίδιας αγγλικής Διαταγής που έχει ως εξής:-
"6.-(1) Copies of the statement accompanying the application for leave shall be served with the notice of motion or summons, and copies of any affidavits accompanying the application for leave shall be supplied on demand and on payment of the proper charges, and no grounds shall, subject as hereafter in this Rule provided, be relied upon or any relief sought at the hearing of the motion or summons except the grounds and relief set out in the said statement.".
Η αγγλική νομολογία είναι σταθερή επί του θέματος. Για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari απαιτείται μαρτυρία υπό τη μορφή ένορκης δήλωσης. Στο Annual Practice του 1958 (1) στη σελίδα 1728 στην ερμηνευτική σημείωση μετά την παράθεση του θεσμού 2 της Δ.59 αναφέρεται η σχετική νομολογία επί του θέματος. Κάτω από την επικεφαλίδα
"By a statement" αναφέρονται τα εξής:-"The facts relied on should be stated in the affidavit (see R. v. Wandsworth JJ., ex p. Read, [1942] 1 K.B. 281). The "statement" should contain nothing more than the name and description of the applicant, the relief sought, and the grounds on which it is sought. It is not correct to lodge a statement of all the facts, verified by affidavit (see Practice Note, [1939] W. N. 76). The order which it is sought to have quashed must be in writing (R. v. Newington (Licensing) JJ., [1948] 1 K. B. 681) and exhibited to the affidavit, which must be filed before the ex parte application is made (see Practice Note, [1948] S. J. 324).".
Την ίδια θέση ακολούθησε και το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην υπόθεση
In re Aeroporos & Others (1988) 1 CLR 302 αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 308:-"The application for leave to apply for certiorari must be accompanied by an affidavit setting forth the facts relied upon. The self same application and affidavit or affidavits must, following leave, be served on the respondents together with the summons.".
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου τόσο στο γραπτό περίγραμμά του όσο και ενώπιον μας υπεστήριξε ότι το νομικό λάθος είναι εμφανές στο πρακτικό (error of law on the face of the record) και έτσι σύμφωνα με τη νομολογία και την πρακτική δεν απαιτείται περαιτέρω μαρτυρία για την επιβεβαίωση του. Αυτό είναι ορθό. Αλλά δεν εξειδικεύεται ποιό είναι το νομικό λάθος που είναι εμφανές στο πρακτικό. Το λάθος πρέπει να είναι ολοφάνερο (apparent) και να μπορεί να γίνει αντιληπτό με την πρώτη εξέταση του πρακτικού. Όταν η διαδικασία εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διεξήχθη κανονικά και το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του τότε δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπάρχει νομικό λάθος (error of law) εμφανές στο πρακτικό (on the face of the proceedings). Κατά συνέπεια όταν υπάρχει λανθασμένη απόφαση, απαιτείται μαρτυρία που μπορεί να λάβει τη μορφή της ένορκης δήλωσης. Σ΄ αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται και να επιβεβαιώνονται τόσο τα γεγονότα όσο και το νομικό λάθος. Η έλλειψη τέτοιας μαρτυρίας θα καθιστούσε αδύνατο τον έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Eίναι βεβαιωμένο τόσο από την Αγγλική νομολογία όσο και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το βάρος της απόδειξης εναποτίθεται σ΄ εκείνο που προβάλλει το λάθος, την παρατυπία ή την παράλειψη. Στην απόφαση
In re Aeroporos (πιο πάνω) στη σελίδα 310 αναφέρει ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε):-"The burden, therefore, to establish the existence of error or irregularity liable to render a judicial order invalid lies on the party who propounds the irregularity, error or omission. As earlier explained not an iota of evidence was adduced to substantiate allegations of irregularity.".
Στην πιο πάνω απόφαση παρατίθεται και απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στην
I.R.C. v. Rossminster (1980) 1 All E.R. 80 στη σελίδα 91 που έχει ως εξής:-"It is not, in my view, open to Your Lordships to approach the instant case on the assumption that the Common Serjeant did not satisfy himself on both these matters, or to imagine circumstances which might have led him to commit so grave a dereliction of his judicial duties. The presumption is that he acted lawfully and properly; and it is only fair to him to say that, in my view, there is nothing in the evidence before Your Lordships to suggest the contrary; nor, indeed, have the respondents themselves so contended".
Στο απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, που έχει παρατεθεί προηγουμένως, ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει ότι η ένορκη δήλωση που επισυνάπτεται στην αίτηση διά κλήσεως και η οποία είχε χρησιμοποιηθεί προγενέστερα για την παροχή άδειας "δεν προσθέτει τίποτε σε γεγονότα, άλλα απ΄ αυτά που περιλαμβάνονται στα προαναφερόμενα έγγραφα.".
Πράγματι η ένορκη αυτή δήλωση δεν αναφέρεται ούτε επιβεβαιώνει οποιαδήποτε γεγονότα. Απλώς έγινε για να επισυνάψει ως Τεκμήρια (α) αντίγραφο της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 30.10.96 (β) αντίγραφο της αίτησης του εφεσίβλητου για τη σύνταξη υπομνήματος ημερ. 19.11.96 και (γ) την απορριπτική απόφαση του Προεδρεύοντος του Δικαστηρίου να παραπέμψει νομικά σημεία στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ολόκληρη την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου που έχει ως εξής:-
"Ο κάτωθεν υπογεγραμμένος Ιωάννης Μεταξάς, εκ Λεμεσού ορκίζομαι και λέγω τα κάτωθι:-
1. Προβαίνω εις την παρούσα δήλωση βάσει των όσων κάλλιον προσωπικώς γνωρίζω και πιστεύω και βάσει της συμβουλής των δικηγόρων μου της οποίας τυγχάνω. Γνωρίζω προσωπικά τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης, αλλά και από έγγραφα τα οποία κατέχω και υπό πληροφορίες τις οποίες συγκέντρωσα.
2. Ανέγνωσα την ως άνω Αίτησή μου δι΄ άδειαν δι΄ αίτηση διαταγμάτων Certiorari και Mandamus και τα γεγονότα τα οποία αναφέρονται εις την παράγραφον 3 της Αιτήσεως είναι ορθά και αληθή και υιοθετώ τούτα διά τους σκοπούς της παρούσης δηλώσεως
3. Επισυνάπτω:-
[α] ως Τεκμήριον Α αντίγραφον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 30.10.96 στην υπ΄ αριθμόν 654/92 αίτηση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 3[i] της αίτησης.
[β] ως Τεκμήριον Β την αίτηση των δικηγόρων μου για σύνταξη υπομνήματος μαζί με τον σχετικό πίνακα ημερ. 19.11.96 που αναφέρεται στην παράγραφον 3[ii] της αίτησης.
[γ] ως Τεκμήριον Γ την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερομηνίας 25.11.96 στην αίτηση των Δικηγόρων του αιτητή για σύνταξη υπομνήματος που αναφέρεται στην παράγραφον 3[iii] της αίτησης.
5. Αληθώς πιστεύω και τυγχάνω νομικής συμβουλής ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερομηνίας 25.11.96 είναι προφανώς παράνομος και αυθαίρετος διά τους λόγους που αναφέρονται εις την αίτηση και ότι δικαιούμαι στις αιτούμενες θεραπείες.".
Η πιο πάνω ένορκη δήλωση δεν επιβεβαιώνει οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό λάθος κατά την ενάσκηση της εξουσίας του ή ότι υπέπεσε σε εσφαλμένη ερμηνεία του σχετικού νόμου "κατά πρόδηλον υπέρβαση εξουσίας και αυθαίρετης ενέργειας.". Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του δεν παρουσιάσθηκε ολόκληρος ο φάκελος της υπόθεσης (record) στον οποίο θα μπορούσε το Δικαστήριο να ανιχνεύσει το νομικό λάθος. Όπως λέχθηκε και στην αγγλική απόφαση
I.R.C. v. Rossminster Ltd. (πιο πάνω) δεν είναι ορθό να υποθέσει το Δικαστήριο ποιό είναι το νομικό λάθος ή να φαντασθεί περιστάσεις που οδήγησαν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στην απόφασή του. Στην απόφαση In re Aeroporos (πιο πάνω) έχουν λεχθεί επί του θέματος τα εξής στη σελ. 311-312:-"The production of the judicial warrants and their verification is a prerequisite for the valid exercise of the powers vested in the Court to review judicial acts by way of certiorari. Their production and verification is essential for the definition of the subject-matter of the proceedings. For the Court to exercise its jurisdiction in the absence of the above requisites, the failure must be duly accounted for as provided in Ord. 59, r.8. In this case the justification offered by the affidavit of Mr. Agamemnonos, Registrar, District Court of Limassol, is confined to the non-production of the sworn statements that were made in support of the application for the issue of the warrants.".
Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι στην παρούσα υπόθεση ήταν αναγκαία η ένορκη δήλωση στην οποία θα επιβεβαιώνοντο τα γεγονότα και το βάθρο στο οποίο εστηρίζοντο τα αιτήματα της αίτησης. Η απλή επισύναψη της επίδικης απόφασης του Προέδρου του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και της αίτησης του εφεσίβλητου στην οποία εξετίθεντο τα, κατά την άποψη τους νομικά σημεία, δεν αποτελούν ικανοποιητικό υλικό για να ελεγχθεί το βάσιμο της αίτησης για έκδοση των ενταλμάτων Certiorari και Ma
ndamus. Η αίτηση διά κλήσεως έπρεπε να συνοδεύεται με ένορκη δήλωση στην οποία να εκτίθενται και επιβεβαιώνονται τα γεγονότα και να επισημαίνονται τα νομικά λάθη της επίδικης απόφασης.Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν παρουσιάσθηκε ο φάκελος της υπόθεσης ολοκληρωμένος. Η έλλειψη τέτοιας μαρτυρίας ως προς τα γεγονότα και η μη παρουσίαση του φακέλου καθιστά το δικαστικό έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο αδύνατο.
Η παράλειψη του εφεσίβλητου να θέσει τα γεγονότα με ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο και να παρουσιάσει το πλήρες πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου είναι καθοριστικός παράγοντας που κρίνει την παρούσα έφεση. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει και να καταλήξει σε απόφαση όταν ενώπιον του δεν είναι όλα τα γεγονότα επιβεβαιωμένα με ένορκη δήλωση.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση γίνεται δεκτή.
Η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση υπέρ των εφεσειόντων.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ