ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 2101
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση για Αναθεώρηση στην
Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 135/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
1. Δημητρίου Πάμπος και άλλοι,
Ενάγοντες
- και -
Του Πλοίου S.S. SAPHIRE SEAS, εκ Παναμά
υπό σημαία Παναμά, τώρα ευρισκόμενο στο
Λιμάνι Λεμεσού,
Εναγομένου
---------------------------
17 Δεκεμβρίου 1999
Για τους Caspi Shipping Ltd και Natour Travel Assosiation for Organised
Tours Ltd - ανακόπτοντες στην Ανακοπή 27/97 και ενάγοντες στην
Αγωγή 87/97: Ε. Μοντάνιος με Γρ. Λεοντίου.
Για την αιτήρια τράπεζα: Α. Χαβιαράς.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Διάδικος εντός της έννοιας του Καν. 165 των Κανονισμών Ναυτοδικείου (The Cyprus Admiralty Jurisdiction Order 1893, Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος Β΄, σελ. 572) είναι, κατά την άποψη μου, όχι μόνο το κάθε μέρος σε αγωγή αλλά και το κάθε μέρος σε διαδικασία για τον καθορισμό προτεραιοτήτων για την ικανοποίηση, στο πλαίσιο της εκτέλεσης, δικαστικά καθορισμένων απαιτήσεων. Αυτό προκύπτει από τη διττή χρήση, στους Κανονισμούς, του όρου διάδικος (party) με τον οποίο ρητά προσδιορίζονται τόσο τα μέρη στην αγωγή, ήτοι, ο ενάγοντας και ο εναγόμενος, όσο και τα μέρη σε άλλες διαδικασίες που αφορούν την εκτέλεση. Σε σχέση με την πρώτη χρήση, σχετικοί είναι οι Καν. 29 έως 34 από τους οποίους αρκεί η αναφορά σε μόνο τους πρώτους δύο, όπου προβλέπεται ότι:
"29. Any number of persons having interests of the same nature arising out of the same matter may be joined in the same action whether as Plaintiffs or as Defendants."
"30. The Court or Judge may at any stage of the proceedings and either with or without an application for that purpose being made by any party or person and upon such terms as shall seem just, order that the name or names of any party or parties be struck out or that the names of any person or persons who are interested in the action or who ought to have been joined either as Plaintiffs or Defendants or whose presence before the Court is necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all questions involved in the action be added."
Η δεύτερη χρήση απαντάται στον Καν. 181 ο οποίος αναφέρεται σε διαδικασίες εκτέλεσης όπου μέρη είναι όχι μόνο πρώην διάδικοι στη διεκπεραιωθείσα πια αγωγή αλλά και πρόσωπα που διεκδικούν συμφέρον σε περιουσία προς την οποία στρέφεται ο εξ αποφάσεως πιστωτής για ικανοποίηση. Στον εν λόγω Κανονισμό αποκαλούνται διάδικοι (parties) και όλα τα μέρη τα οποία εμφανίζονται σε τέτοιες διαδικασίες. Τον παραθέτω:
"181. The Court or Judge shall on the application coming on for hearing and after hearing the parties appearing and any evidence that may be adduced by either or any of them, make any order disposing of the claim, or may adjourn the hearing of the application if it shall appear necessary so to do to determine the rights of the parties."
Αυτή η άποψη υποστηρίζεται και από τη νομολογία στην οποία αναφέρεται με λεπτομέρεια στην απόφαση της η εδώ πλειοψηφία της Ολομέλειας και στην οποία δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ.
Στο δεύτερο όμως ζήτημα το οποίο απασχόλησε, εκείνο που αφορά το κατά πόσο το διάταγμα του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο καθορίστηκαν οι προτεραιότητες ήταν ή όχι τελικό, η δική μου κατάληξη είναι, με εκτίμηση, αντίθετη από εκείνη της πλειοψηφίας. Κρίνω ότι το διάταγμα ήταν τελικό εντός της έννοιας του Καν. 165 ο οποίος παρέχει δυνατότητα για αναθεώρηση μόνο εφόσον δεν πρόκειται περί "final order or judgment disposing of the claim in the action". Επομένως η προκειμένη περίπτωση εκβαίνει το δικαιοδοτικό όριο του εν λόγω Κανονισμού.
Είναι, κατά τη γνώμη μου, και σε σχέση με αυτό το δεύτερο ζήτημα προφανές από το απλό και σαφές λεκτικό του Καν. 165 ότι "final order or judgment disposing of the claim in the action" αναφέρεται όχι μόνο στη μια περίπτωση της έλευσης δικαστικής κρίσης επί της απαίτησης στην αγωγή αλλά σε δύο περιπτώσεις. Με το "judgment"
δηλώνεται ρητώς και ευθέως η κατάληξη στην αγωγή ενώ με το "order" δηλώνεται το ίδιο ρητώς και ευθέως η κατάληξη σε άλλες διαδικασίες. Το final ως επίθετο προσδιορίζει το "order". Όχι και το "judgment". Το οποίο είναι εξ ορισμού τελικό. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τη νομολογία, τόσο την Κυπριακή όσο και την Αγγλική.Αρχίζω με την
Williams & Glyn's Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 569. Σε εκείνη την υπόθεση είχε εκδοθεί απόφαση στην αγωγή για το ποσό της απαίτησης σε Eλληνικές δραχμές ή εναλλακτικά σε Κυπριακές λίρες, ενώ για τα επιδικασθέντα έξοδα σε μόνο Κυπριακές λίρες. Εν συνεχεία τέθηκε ζήτημα ως προς το χρόνο μετατροπής του νομίσματος: κατά πόσο ήταν η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή η ημερομηνία πληρωμής. Το ζήτημα εξετάστηκε από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο οποίος έδωσε επ΄ αυτού σχετικές οδηγίες. Η δοθείσα λύση αμφισβητήθηκε με την καταχώριση, από το ίδιο μέρος, έφεσης αλλά και Αίτησης για Αναθεώρηση. Η Ολομέλεια, εξετάζοντας το κατά πόσο χωρούσε έφεση, επεσήμανε πως δεν επρόκειτο περί "final order or judgment disposing of the claim in the action" και επομένως προσφερόταν η αναθεώρηση που προβλέπεται στον Καν. 165 και όχι η έφεση. Ως εκ τούτου η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Ιδιαίτερα σημαντικό στην απόφαση είναι το ότι το αναφερόμενο εκεί ως "order" αποτελούσε απλώς το φορέα οδηγιών για την εξέλιξη της εκτέλεσης της απόφασης στην αγωγή. Τα ακόλουθα δύο αποσπάσματα (σελ. 574), στα οποία οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου, φωτίζουν αυτή τη διάσταση:"After extensive arguments the learned trial Judge gave his direction that "The date for conversion of drachmas into Cyprus pounds in Actions Nos. 73-85/82 should be the 23rd September, 1982, and in Actions Nos. 124-133/82 the 28th September, 1983". It is as against this direction that the appellants-interveners complained.
.................................. .................................................. .......
As already said, as of its nature, viewed in the context of the express provisions of rule 165 and the construction placed on the expressions "final order or judgment disposing of the claim in the action", we must rule that the subject direction comes under neither of the above two; therefore it is an order made by a Judge in the first instance in exercise of the Admiralty Jurisdiction of this Court and as such an application to the Court for review lies under rule 166, ....."
Το ότι επρόκειτο εκεί περί διατάγματος που ενσωμάτωνε οδηγίες, επαναλήφθηκε αργότερα στην απόφαση της Ολομέλειας που επιλήφθηκε της Αίτησης Αναθεώρησης και εξέτασε, ως πρώτο ζήτημα, τις δυνατότητες που προσφέρει αυτή η δικαιοδοσία: βλ.
Williams & Glyn's Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 674. Παραθέτω την καταληκτική παράγραφο (σελ. 678) στην οποία και πάλι η υπογράμμιση είναι δική μου:"For all the above reasons we rule that this Court can go beyond the directions and the order made by the learned trial Judge and as of duty, make the correct direction in the circumstances."
Τέλος, δεν είναι χωρίς ερμηνευτική σημασία ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το υπό αναφορά μέρος της πρόνοιας στον Καν. 165 από την Ολομέλεια στην απόφαση της, κατόπιν εξέτασης επί της ουσίας, της ίδιας Αίτησης Αναθεώρησης: βλ.
Williams & Glyn's Bank v. Kouloumbis (1986) 1 C.L.R. 627. Εκδίδοντας την απόφαση, ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε), υπέμνησε, σχετικά με το ζήτημα που είχε απασχολήσει στην πρώτη κατά σειρά απόφαση - βλ. ανωτέρω, (1984) 1 C.L.R. 569 - την κατάληξη. Η οποία ήταν πως δεν επρόκειτο ούτε για τελικό διάταγμα (final order) ούτε για απόφαση (judgment). Στην εν λόγω απόφαση χρησιμοποιήθηκε ο όρος "judgment" χωρίς οποιοδήποτε προσδιορισμό περί οριστικότητας είτε ρητά είτε άλλως πως γιατί συντακτικά το "final" που προηγείται του "order" ως επίθετο αποσυνδέεται εντελώς από το "judgment". Κι αυτό βέβαια διότι η ίδια η ορολογία το εξυπονοεί αφού "judgment" είναι η τελική απόφαση στην αγωγή. Διατυπώθηκε το ζήτημα ως εξής (σελ. 629):".... the order ..... is neither a final order nor a judgment and as such not subject to appeal."
Η διάκριση στην οποία αναφέρομαι καθίσταται, θα έλεγα με εκτίμηση, σαφής με αυτή τη διατύπωση.
Πρόκειται πάντως για μια διάκριση νομολογιακά εμπεδωμένη στην Αγγλία για περισσότερο από ένα αιώνα. Και η υπό αναφορά ορολογία είναι ορολογία του Αγγλοσαξωνικού συστήματος δικαίου. Το οποίο σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε στην Κύπρο. Θα είμαι σύντομος. Στην
Ex parte Chinery. In re Chinery (1884) 12 Q.B.D. 342 το Αγγλικό Εφετείο υπογράμμισε ακριβώς τη διαφορά μεταξύ "final order" και "judgment". Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από την απόφαση του δικαστή Cotton L.J. με την οποία συμφώνησαν οι δικαστές Bowen L.J. και Fry L.J. (σελ. 345-6):"Now, in legal language, and in Acts of Parliament, as well as with regard to the rights of the parties, there is a well-known distinction between a "judgment" and an "order". No doubt the Orders under the Judicature Act provide that every order may be enforced in the same manner as a judgment, but still judgments and orders are kept entirely distinct. It is not said that the word "judgment" shall in other Acts of Parliament include an "order". I think we ought to give to the words "final judgment" in this sub-section their strict and proper meaning, i.e., a judgment obtained in an action by which a previously existing liability of the defendant to the plaintiff is ascertained or established - unless there is something to shew an intention to use the words in a more extended sense. Is there then anything in this sub-section which shews such an intention? Undoubtedly, a garnishee order absolute is a final order in the proceeding in which it is obtained, but is it a final judgment in the sense which I have mentioned? I think there is a good deal to be found in this sub-section which is against that view. It speaks of a "final judgment" obtained by a creditor against his debtor. To my mind this points to a liability of the debtor to the creditor being established in an action, and not to a proceeding of this kind, which is not an action, but a statutory proceeding, for the purpose, not of establishing any liability of the garnishee to the person who obtains the order, but of attaching a debt due by the garnishee to the debtor whose liability to the judgment creditor had been established by the judgment in the action."
Λίγο αργότερα, το Αγγλικό Εφετείο, με σύνθεση αυτή τη φορά τους Lord Esher M.R., Lindley L.J. και Bowen L.J. στην
Onslow v. Commissioners of Inland Revenue (1890) 25 Q.B.D. 465, η οποία αφορούσε τον χρόνο που προβλεπόταν για την άσκηση έφεσης, επιδοκίμασε και ακολούθησε τη Chinery (ανωτέρω). Υπογραμμίστηκε (στη σελ. 466) ότι:"A "judgment", therefore, is a decision obtained in an action, and every other decision is an order."
Η απόφαση στην
Chinery (ανωτέρω) έχει σημασία και από μια άλλη άποψη. Όχι μόνο γίνεται διάκριση μεταξύ "judgment" και "order" αλλά και αναφέρεται ως αναμφισβήτητο το ότι το διάταγμα μεσεγγύησης (garnishee order) το οποίο, όπως και το διάταγμα περί προτεραιοτήτων στην προκείμενη περίπτωση, καθορίζει τα δικαιώματα των μερών στο πλαίσιο της εκτέλεσης, είναι τελικό διάταγμα. Εκδοθέν σε αυτοτελή διαδικασία. Εντός της οποίας θα μπορούσαν να υπάρξουν ενδιάμεσα άλλες, όμως περατώνεται οριστικά με την έκδοση διατάγματος όπως του υπό αναφορά.Εξ άλλου και η δική μας νομολογία αναφορικά με τη δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου οδηγεί από μια άλλη σκοπιά προς το ίδιο αποτέλεσμα. Πρώτη σημαντική ήταν νομίζω η
Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Co. Ltd (1965) 1 C.L.R. 97 η οποία αφορούσε τον παραμερισμό της εγγραφής αλλοδαπής απόφασης. Το Εφετείο επεσήμανε, διά στόματος του Ιωσηφίδη Δ., ότι (σελ. 115):"But, as regards the application of the judgment debtor under the provisions of section 6 of Cap. 10, to have the registration of the foreign judgment set aside, it cannot be said that a Judge determining such application would be making an order "not disposing of the action on its merits". The proceedings for the setting aside of the registration of the foreign judgment are closely connected with the questions which arise in the course of execution of a District Court judgment, e.g. applications for writs of attachment, interpleader applications, etc. In those cases, if the property attached under the execution of the District Court judgment, or seized in execution of the judgment and claimed by a third party, exceeds in value the sum of £500, then the Full Court - and not a Judge sitting alone - has jurisdiction to hear and determine the matter."
Eκείνο το οποίο είχε συναφώς απασχολήσει ήταν το κατά πόσο, σε τέτοιες διαδικασίες, η απόφαση είναι απόφαση που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής βάσει του άρθρου 22(4)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60 όπως τροποποιήθηκε). Με ευρεία και κατ΄ αναλογία έννοια βέβαια. Υπενθυμίζω ολόκληρο το εδάφιο (4) του άρθρου 22 όπως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο:
"(4) Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε άλλου νόμου και παρά το ότι το υπό αμφισβήτησιν ποσόν ή η αξία της επιδίκου διαφοράς υπερβαίνει την ανατιθεμένην εις αυτόν δικαιοδοσίαν, Πρόεδρος, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής θα έχη εξουσίαν -
(α) να εκδίδη απόφασιν εις οιανδήποτε αγωγήν εν τη οποία -
(αα) ο εναγόμενος παραλείπει να καταχωρίση εμφάνισιν εντός της προθεσμίας διά την τοιαύτην εμφάνισιν, ή
(ββ) εκάτερος των διαδίκων παραλείπει να εμφανισθή κατά την ακρόασιν της αγωγής, ή
(γγ) εκάτερος των διαδίκων παραλείπει να παραδώση οιασδήποτε εγγράφους προτάσεις εντός της προθεσμίας της προβλεπομένης υπό του διαδικαστικού κανονισμού του αφορώντος εις την κατά καιρόν ισχύουσαν πολιτικήν δικονομίαν, ή
(δδ) έχει καταχωρισθή αίτησις διά συνοπτικήν απόφασιν δυνάμει του διαδικαστικού κανονισμού του αφορώντος εις την κατά καιρόν ισχύουσαν πολιτικήν δικονομίαν, ή
(εε) η απαίτησις οιουδήποτε διαδίκου είναι παραδεκτή εν όλω ή όταν είναι παραδεκτή εν μέρει, ως προς το παραδεκτόν μέρος
·(β) να εκδίδη οιονδήποτε διάταγμα εν οιαδήποτε αγωγή, μη διαγιγνώσκον την ουσίαν της αγωγής."
Την
Pilavachi & Co. Ltd (ανωτέρω) ακολούθησε η Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435 η οποία αφορούσε ευθέως σε διαδικασία εκτέλεσης. Εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου ο Στυλιανίδης Δ., (όπως ήταν τότε), τόνισε ότι (σελ. 443):"Questions arising in the course of execution of a District Court judgment, as the point raised in the sub judice decision, are not orders "not disposing of the action on its merits" and, therefore, if the amount in dispute or the value of the property exceeds the limits of the jurisdiction of a judicial officer, he lacks jurisdiction and the trial is a nullity."
Είναι επομένως αυτονόητο ότι τέτοιες διαδικασίες, οι οποίες ταυτίζονται δικαιοδοτικά με την απόφαση σε αγωγή, δεν μπορεί παρά να είναι τελικές και όχι ενδιάμεσες.
Θα απέρριπτα λοιπόν την Αίτηση Αναθεώρησης ως απαράδεκτη.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.