ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 2058

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10099

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΔΔ.

Μεταξύ -

Κλείτου Χριστοδούλου από την Κισσόνεργα

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

- και -

Πανίκου Μιχαηλίδη από τη Λευκωσία

Εφεσιβλήτου/εναγομένου

-------------------

Ημερομηνία: 16 Δεκεμβρίου, 1999

Για τον εφεσείοντα: Αλ. Ταλιαδώρος για Χ. Λαπέρτα

Για τον εφεσίβλητο: Ν. Πιριλλίδης

----------------------

- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

δικαστής Σ. Νικήτας -

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η βάση της αγωγής, η οποία ασκήθηκε κατά του εφεσιβλήτου/εναγομένου, ήταν μεταχρονολογημένη επιταγή, ημερ. 27/4/94, για ποσό £1,500. Την επιταγή εξέδωσε ο εφεσίβλητος/εναγόμενος προσωπικά στο όνομα και προς όφελος του εφεσείοντα. Πληρώτρια Τράπεζα ήταν η Arab Bank plc. H επιταγή εμφανίστηκε κατά ή μετά την ημερομηνία τη σημειούμενη ως χρονολογία έκδοσης (δε διευκρινίζεται από τη μαρτυρία), αλλά δεν πληρώθηκε. Είχε μεσολαβήσει σχετική εντολή του εφεσιβλήτου προς την Τράπεζα που ανακαλούσε την πληρωμή. Από το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα προκύπτει ότι ο εφεσείων δεν πρόβαλε άλλη διαζευκτική ή επικουρική βάση αγωγής.

Είναι επίσης αμοιβαία αποδεκτό ότι η επιταγή εκδόθηκε και παραδόθηκε πριν από την ημερομηνία χρονολόγησης της και συγκεκριμένα στις 11/4/94. Σ' αυτήν αναφέρεται ρητά γραπτή συμφωνία, της ίδιας ημερομηνίας, που υπέγραψε ο εφεσείων με την εταιρεία Grecorama Travel and Tours Ltd. (που θα αποκαλώ στο εξής εταιρεία), της οποίας ο εναγόμενος είναι διευθυντής.

Όπως συνάγεται από το έγγραφο αυτό (τεκμ. 2) ο εφεσείων είχε ενοικιάσει (με ενοικιαστήριο ημερ. 15/2/92) επιχείρηση εστιατορίου/μουσικο-χορευτικού κέντρου στο χωριό Χλώρακα, Πάφου. Όλες οι διαφωνίες που ανεφύησαν μεταξύ των συμβαλλομένων επιλύθηκαν πλήρως με την υπογραφή της. Αυτό προβλέπει η ίδια η συμφωνία με ξεχωριστή της ρήτρα.

Το σημαντικό όμως αφορά το αντάλλαγμα που προσφέρθηκε από την εταιρεία: καταβολή ποσού £3.500 πλέον άμεση παράδοση της επιχείρησης και του εξοπλισμού καθώς και του υποστατικού στο οποίο στεγάζονται. Περαιτέρω η εταιρεία ανέλαβε - και αυτό είναι που έχει σημασία - ως μέρος της αντιπαροχής, για ολοσχερή διευθέτηση των διαφορών, το βάψιμο μέρους του υποστατικού (πάτωμα και εξωτερική δεξαμενή) με δικά της έξοδα. Ο όρος αυτός αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα στον οποίο βασίστηκε η επίδικη απόφαση. Γιαυτό και τον παραθέτουμε αυτολεξεί:

"Εις περαιτέρω αντάλλαγμα του παρόντος, οι Ενοικιασταί συμφωνούν και αναλαμβάνουν όπως εντός 15 ημερών από της υπογραφής του παρόντος μπογιατίσουν εξόδοις των το πάτωμα του Υποστατικού ως και την εξωτερικήν δεξαμενήν, προς τούτοις δε και εις εγγύησιν της εν λόγω υποχρεώσεως των, παραδίδουν σήμερον προς τον Ιδιοκτήτην επιταγήν των διά ποσόν εκ Λ.Κ.1500,00, την οποίαν ο Ιδιοκτήτης θα κρατή ως εγγύησιν διά την εκ μέρους των Ενοικιαστών τήρησιν της εν λόγω υποχρεώσεως των επιστρεφομένην προς τους Ενοικιαστάς άμα τη εκτελέσει των εν λόγω εργασιών παρά των Ενοικιαστών."

Είναι αναντίρρητο, από τη μαρτυρία, ότι η εταιρεία τήρησε την υπόσχεση της. Προσέλαβε ελαιοχρωματιστή (τον Μ.Υ.2) που έβαψε ό,τι συμφωνήθηκε. Μάλιστα ο μάρτυς είπε ότι εκτέλεσε την εργασία βοηθούμενος από τον πατέρα του εφεσείοντα, που ήταν τότε υπάλληλος της εταιρείας. Ο εφεσείων όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος από την ποιότητα της εργασίας. Καταθέτοντας είπε ότι η αξία της δεν ήταν £1,500, όπως συγκαταβατικά συμφωνήθηκε με τον εφεσίβλητο, αλλά μόνο £150. Ωστόσο εκτελέστηκε με τόσο πλημμελή τρόπο που έπρεπε να γίνει από την αρχή. Αυτό βεβαίωσε και ο πολιτικός μηχανικός που κάλεσε ο εφεσείων (Μ.Ε.2), ο οποίος έκαμε και τη σχετική εκτίμηση.

Παρόλο που ο εφεσείων δέχθηκε ότι η συμφωνία (τεκμ. 2) έγινε με την εταιρεία και ότι η λήψη της επιταγής αποτελούσε εγγύηση για την αναληφθείσα από την εταιρεία υποχρέωση, εντούτοις επέμεινε να πάρει επιταγή του εφεσιβλήτου για να τον δεσμεύσει προσωπικά. Η θέση του εφεσιβλήτου σε αυτό ήταν ότι παρέδωσε προσωπική επιταγή γιατί δεν είχε μαζί του, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το βιβλιάριο επιταγών της εταιρείας του. Επίσης είπε ότι το βάψιμο στοίχισε στην εταιρεία £700. Όταν αποπερατώθηκε η εργασία ζήτησε επιστροφή της επιταγής. Αντιλήφθηκε όμως ότι πρόθεση του εφεσείοντα ήταν να την εξαργυρώσει γιαυτό και προχώρησε σε ανάκληση της.

Η πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε ότι το θέμα που έθιξε ο εφεσείων στη μαρτυρία του, δηλαδή, της πλημμελούς εκτέλεσης της εργασίας "δεν μπορεί να ενταχθεί στις παραμέτρους αυτής της αγωγής", που ήταν διατυπωμένη στη στενότερη βάση μιας επιταγής. ότι η εν λόγω επιταγή δόθηκε ως εγγύηση για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας και "όχι σαν το ισάξιο της εργασίας". ότι η σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα ότι συμβλήθηκε με τον εφεσίβλητο, η οποία αντιστρατευόταν το κείμενο της συμφωνίας, ήταν εξωγενής και επομένως απαράδεκτη, σύμφωνα με τις αρχές που αφορούν στην ερμηνεία εγγράφων και που επεξηγούνται στις υποθέσεις Λάζουρα ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168, Γεωργική Εταιρεία Φούτας ν. Εταιρείας Βάσος Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 168 και Οικονόμου κ.α. ν. Τοφίνη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 436. και ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως το αντάλλαγμα για την επιταγή ήταν η αξία της εργασίας δεν βρίσκει έρεισμα στη συμφωνία (τεκμ 2), όπως συνέβη στην Π.Ε. 9066 Γόρτ Πρόσεσινγκ Σέντρ Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 21/4/97.

Πέραν των ευρημάτων και των επισημάνσεων αυτών η δικαστής, με αφορμή την προσπάθεια του εφεσείοντα να διαχωρίσει τον εφεσίβλητο από τα συμφωνηθέντα με την εταιρεία, θέτει ερωτηματικό ως προς την ύπαρξη ανταλλάγματος για την επιταγή του εφεσιβλήτου. Ακόμη αποφαίνεται ότι σε περίπτωση που η επίδικη επιταγή δόθηκε ως εγγύηση για την καλή εκτέλεση του έργου δεν επιλέγηκε ενδεχόμενα η ορθή βάση για τη θεμελίωση του αγώγιμου δικαιώματος του εφεσείοντα. Η δικαστής θεώρησε, ενόψει των ευρημάτων της, περιττή την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 όπως και της μαρτυρίας της υπεράσπισης. Σχετικά με τον εφεσείοντα αναφέρει:

"Η μαρτυρία του ενάγοντα από όποιο πρίσμα κι αν κοιταχθεί, δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη ή βάσιμη."

Με τους λόγους έφεσης βάλλονται οι παραπάνω διαπιστώσεις της πρωτόδικης απόφασης. Επικρίνεται η στάση του δικαστηρίου να μην αξιολογήσει ολόκληρη την προσαχθείσα μαρτυρία. Με δύο από τους λόγους αυτούς προσβάλλεται το συμπέρασμα ότι η επιταγή δεν αντιπροσώπευε το κόστος της εργασίας που ανέλαβε η εταιρεία. Και ότι αυτή θα εξαργυρωνόταν σε περίπτωση που η εταιρεία, που εκπροσωπούσε ο εφεσίβλητος, δεν εκτελούσε "ορθώς και ως συμφωνήθηκε τις εργασίες πογιατίσματος". Ανάμεσα στα επιχειρήματα είναι ότι το δικαστήριο παραγνώρισε ολόκληρη τη μαρτυρία του εφεσείοντα καθώς και τη μαρτυρία - παραδοχή του εναγομένου ως προς τη χρήση της επιταγής (δεν μας υποδείχθηκε τέτοια παραδοχή, ούτε εντοπίστηκε τέτοια μαρτυρία από τη δικαστή). Και επίσης την ίδια τη συμφωνία (τεκμ.2). Το μόνο θέμα που εγειρόταν και όφειλε να εξετάσει το δικαστήριο ήταν κατά πόσο το υποστατικό βάφτηκε όπως είχε συμφωνηθεί πράγμα που ο εναγόμενος δεν απέδειξε.

Κακώς, ακόμη, το δικάσαν δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη μαρτυρία του πολιτικού μηχανικού που κάλεσε ο εφεσείων. Αν το έπραττε, όπως είχε καθήκον, θα οδηγείτο σε διαφορετικό συμπέρασμα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία το βάψιμο δεν ήταν αξίας £1,500. Η αμοιβή που καταβλήθηκε στο βαφέα ήταν £700. Λανθασμένα τέλος η δικαστής δεν εξέτασε κατά πόσο "οι προβλεπόμενες εργασίες εκτελέσθησαν".

Στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει η αρχή του απρόβλητου των ενστάσεων ή υπερασπίσεων που στηρίζονται σε ορισμένες διατάξεις του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262. Έτσι, όπως αναφέρουν οι Bullen & Leake "Precedents of Pleadings" 12η έκδοση, στη σελ. 973:

"The rights under a bill or note may be affected by an agreement in writing made at the same time and between the same parties, and directly with respect to it."

Ακόμη και στην περίπτωση που γίνεται δεκτό ότι υπάρχει ταυτόχρονη προφορική συμφωνία δεν επηρεάζει ούτε μεταρρυθμίζει τη γραπτή συμφωνία. Στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι:

"Α contemporary oral agreement cannot vary the rights of the parties as shown on the instrument (Hoare v. Graham (1811) 3 Camp. 57)."

Συμφωνούμε με τις παραπάνω διαπιστώσεις του δικαστηρίου όπως και με την ερμηνευτική προσέγγιση που αφορά το τεκμ. 2. Η κακότεχνη εκτέλεση της εργασίας, που ανέλαβε η εταιρεία, δεν ήταν αντικείμενο της αγωγής. Ούτε με το τεκμ. 2 συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο. Η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε γιατί προσκρούει στο περιεχόμενο της γραπτής συμφωνίας. Ίσως να υπήρχε δυνατότητα προβολής του θέματος ως αιτίας αγωγής, αλλά αυτή έπρεπε να πάρει άλλη μορφή. Έπρεπε να υπάρχουν δικονομικά οι εκατέρωθεν προτάσεις, που θα επέτρεπαν την εκδίκαση του θέματος, πράγμα που δεν έγινε. Η στενότητα της βάσης της αγωγής από τη μια και η συμφωνία, τεκμ. 2, που ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την επιταγή από την άλλη δεν παρείχαν περιθώρια για πλήρη αξιολόγηση όλης της μαρτυρίας για τους λόγους που περιέχει η εκκαλούμενη απόφαση. Τέτοια ενέργεια θα ήταν όχι μόνο περιττή, αλλά θα αντιστρατευόταν τη γραπτή συμφωνία. Είναι γιαυτό που ο Byles on Bills of Exchange, 24η έκδοση, προειδοποιεί πως είναι ασφαλέστερο να ενώνονται στο ίδιο δικόγραφο όλες οι απαιτήσεις που πηγάζουν από την ίδια αιτία. Στη σελ. 315 αναφέρει:

"The safer course, where the action is between immediate parties, and there is any doubt as to the validity of the bill or the right of recovering upon it as such, is to sue upon both, as might have been done formerly.

Though the forms of statement of claim in actions on bills in Appendix C, section 4, to the Rules of the Supreme Court do not include a form of statement of claim based on the consideration, yet a claim on the consideration as a substantive ground of claim is recognised by Order 18, rule 7(3). Hence, where the action is between immediate parties, there is no reason why a claim on the consideration should not be joined with a claim on the bill."

Για τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Δ.

Δ.

Δ.

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο