ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1917
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση αρ.128/99
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 155 (4 του Συντάγματος) και το
΄Αρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφοροι Διατάξεις)
Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση της Μαριγιάνας Κόστοβα Μίτοβα Σεργίου
για άδεια προς καταχώρηση αιτήσεως για εκδόσεως διαταγμάτων
Certiorari και Prohibition
- και -
Αναφορικά με την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού
ημερ. 4.6.99 που εκδόθηκε από τους έντιμους Επαρχιακούς Δικαστές
κ. Π. Χ" Δημητρίου, κ. Μ. Τουμαζή, κ. Σ. Καρατσή στην
υπ. αρ. αίτηση 51/99
Δήλωση που καταχωρήθη σύμφωνα με τους Κανονισμούς
του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της πρακτικής τούτου ως
και δυνάμει του άρθρου 155(4) του Συντάγματος και επίσης
Καν. 3 των Διαδικαστικών Κανονισμών (Μεταβατικαί
Διατάξεις του 1960)
___________
19 Νοεμβρίου, 1999
Για την αιτήτρια : κ. Χρ. Χατζηστερκώτης.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 4.6.99 στην αίτηση 51/99, με την οποία κηρύχθηκε λυμένος ο γάμος της αιτήτριας.
Η αιτήτρια είναι Βουλγάρα υπήκοος, ορθόδοξη και κάτοικος Λεμεσού. Ο σύζυγός της είναι πολίτης της Δημοκρατίας, μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και μόνιμος κάτοικος Λεμεσού. Στις 25.1.1996 τέλεσαν πολιτικό γάμο στη Βουλγαρία. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε τελικά στην Κύπρο, αλλά ο σύζυγος κατέθεσε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ΄αριθμό 51/99 αίτηση για λύση του πολιτικού τους γάμου.
Η αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία, προφανώς γιατί έτσι επιθυμούσε. Στις 4.6.1999 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού κήρυξε το γάμο τους ως λυμένο.
Με την παρούσα αίτηση προσβάλλεται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης και να λύσει το γάμο, γιατί δεν είναι Κυπρία υπήκοος.
Το προνομιακό ένταλμα Certiorari, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, δίνει δυνατότητα άσκησης ελέγχου των κατωτέρων Δικαστηρίων, αλλά δεν σκοπεί την αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασής του (Αναφορικά με τον Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692
).Η δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων είναι κατ΄ εξαίρεση διαδικασία με δραστικά αποτελέσματα. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιείται όπου οι διάδικοι είχαν στη διάθεσή τους άλλα ένδικα μέσα.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι κι΄ αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να του παρασχεθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει να αποδείξει επίσης ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. ΄Οπου προνοείται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά διαδικασία έφεσης, το Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παρέχει μια τέτοια άδεια (Αναφορικά με τον Γεώργιο Ανθίμου
(1991) 1 C.L.R. 41).΄Οπου ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει διαδικασία έφεσης, η δικαστική αναθεώρηση έχει θέση μόνο όταν ο αιτητής μπορεί να ξεχωρίσει την υπόθεσή του από τον τύπο της υπόθεσης για τον οποίο έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα έφεσης. Ο αιτητής θα πρέπει να δείξει τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που να ικανοποιούν τη θέση ότι θα πρέπει να υπάρξει παρέκκλιση του κανόνα. Είναι αδύνατο και νομικά λανθασμένο να οριστεί τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις και τι όχι. Κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δικά της γεγονότα.
Η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις. Κατ΄ αρχήν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και να προβάλει τη θέση την οποία προβάλλει σήμερα, ότι δηλαδή το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας. Παρέλειψε να το πράξει. Μπορούσε περαιτέρω να εφεσιβάλει την τελική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ούτε αυτό το έπραξε. Αντίθετα, άφησε να παρέλθει η προθεσμία καταχώρησης έφεσης για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού διατάγματος.
Νομίζω ότι αν προχωρούσα να εξετάσω το αίτημα της αιτήτριας στην ουσία του, ουσιαστικά θα παραβίαζα τις αρχές που τέθηκαν με τη νομολογία. Το γεγονός ότι προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η έλλειψη δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν νομίζω ότι αποτελεί ικανοποιητική δικαιολογία για να απομακρυνθώ από τις αρχές που έχουν τεθεί. Η διαδικασία του Certiorari δεν έχει τεθεί για να έχουν επιπλέον θεραπείες άτομα τα οποία παραμελούν ή παραλείπουν να εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους.
Η αιτήτρια δεν έχει δείξει οποιεσδήποτε περιστάσεις που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικές. Από την αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορού της προκύπτει ότι θεωρεί εξαιρετικές περιστάσεις το γεγονός ότι, κατά τον ισχυρισμό της, το Οικογενειακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας. ΄Ομως το θέμα αυτό καλύπτει μόνο την πρώτη προϋπόθεση, τη διαπίστωση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης.
Από την υπόθεση
R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257 φαίνεται ότι η πιο πάνω αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει και στην περίπτωση όπου η προθεσμία άσκησης έφεσης έχει παρέλθει. Στη σελ. 262 αναφέρεται ότι είναι πρωταρχικός κανόνας ότι, εκτός σε απόλυτα εξαιρετικές περιστάσεις, η διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων δεν θα ασκείται όπου άλλες θεραπείες ήταν διαθέσιμες αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν.Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Αναφορικά με την Αρχή Λιμένων Κύπρου
(1991) 1 C.L.R. 260, όπου τονίστηκε ότι εν όψει της παράλειψης της αιτήτριας να χρησιμοποιήσει τα ένδικα μέσα που της παρείχε ο νόμος, το Δικαστήριο ήταν δεσμευμένο από την απόφαση Ανθίμου, ανωτέρω, να αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, εκτός αν αποδεικνυόταν η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.Χρήσιμη επίσης αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Αναφορικά με τον Νίνο Δημητρίου
(1991) 1 C.L.R. 600, όπου το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για Certiorari όταν ο αιτητής άσκησε το δικαίωμα έφεσής του ζητώντας ανατροπή της απόφασης και συνάμα καταχώρησε και αίτηση για παροχή άδειας για καταχώρηση Certiorari.΄Οπως είπαμε και προηγουμένως θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να επιχειρηθεί ο ορισμός των "εξαιρετικών περιστάσεων". Αρκεί να λεχθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτήτρια δεν έχει ικανοποιήσει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τον κανόνα που επιβάλλει την απόρριψη της αίτησης όταν υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα.
Πριν τελειώσω θα ήθελα να επισημάνω ότι η υπόθεση Αναφορικά με την Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Π.Ε. 129 κ.α. ημερ. 25.6.1999 στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε, δεν βοηθά καθόλου την επιχειρηματολογία της αιτήτριας.
Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ