ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 1687

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9870

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.Δ.

1. Sea Island Travel & Tours Ltd, εκ Λεμεσού,

2. Πολύδωρος Χριστοδουλίδης, εκ Λεμεσού,

3. Λίντα Χριστοδουλίδου, εκ Λεμεσού,

4. Ανδρέας Τσουλλόφτας, εκ Λεμεσού,

Εφεσείοντες

- και -

1. Μαρίας Κώστα Αγαθαγγέλου, εξ Αγγλίας,

2. Κάτιας Κώστα Παναγίδη, εξ Αγγλίας,

3. Άγγελου Κώστα Παναγίδη, εξ Αγγλίας,

Εφεσιβλήτων

-----------------------------

4 Oκτωβρίου 1999

Για τους εφεσείοντες: Σ. Σωφρονίου.

Για τους εφεσίβλητους: Α.Χ. Πογιατζής.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με γραπτή σύμβαση ημερ. 8 Οκτωβρίου 1987 οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην εφεσείουσα αρ. 1 για τουριστική εκμετάλλευση από 1 Ιανουαρίου 1988 εννέα διαμερίσματα πλήρως επιπλωμένα και εξοπλισμένα σε πολυκατοικία στον Ποταμό Γερμασόγειας. Την εφεσείουσα αρ. 1 εγγυήθηκαν οι υπόλοιποι εφεσείοντες. Η σύμβαση ήταν για περίοδο δύο ετών, με αυτόματη συνέχιση για περίοδο άλλων δύο εκτός εάν η εφεσείουσα δεν την επιθυμούσε. Εν προκειμένω η εφεσείουσα αρ. 1 ανέλαβε κατοχή την 31 Δεκεμβρίου 1987 και τη διατήρησε μέχρι περίπου τα μέσα Ιανουαρίου 1992, δηλαδή, πέραν της λήξης της περιόδου ανανέωσης που ήταν η 31 Δεκεμβρίου 1991. Ας σημειωθεί σχετικά πως τα κλειδιά παραδόθηκαν στους εφεσιβλήτους από κάποιο τρίτο πρόσωπο κατόπιν έλλειψης ανταπόκρισης από μέρους των εφεσειόντων. Το ενοίκιο για το Δεκέμβριο του 1991 παρέμεινε απλήρωτο. Και κατά την παράδοση διαπιστώθηκε πως τα διαμερίσματα είχαν υποστεί ζημιές, την ευθύνη για τις οποίες την έφεραν βάσει της σύμβασης οι εφεσείοντες.

Στην αγωγή που οι εφεσίβλητοι κίνησαν εναντίον των εφεσειόντων για αποζημιώσεις, εκτός από την καταχωρισθείσα υπεράσπιση, που ήταν κοινή για όλους, η εφεσείουσα αρ. 1 υπέβαλε και ανταπαίτηση για αποζημιώσεις, εκθέτοντας λεπτομέρειες για έξοδα αναφορικά με άδειες του Κ.Ο.Τ.. κοινόχρηστα "δι΄ όσο χρόνο καθυστερούσαν και/ή δεν ηδύναντο οι ενάγοντες να παραλάβουν τα διαμερίσματα τους". και επιδιορθώσεις. Στη δίκη μόνο οι εφεσίβλητοι προσήγαγαν μαρτυρία. Την οποία το δικαστήριο αποδέχθηκε. Και εξέδωσε υπέρ τους την εκκαλούμενη απόφαση για συνολικό ποσό £6.678,30 το οποίο περιλάμβανε το ενοίκιο του Δεκεμβρίου 1991. την απώλεια ενοικίου για περίοδο δύο μηνών που κάλυπτε η καθυστέρηση στην παράδοση και ο χρόνος επιδιόρθωσης των ζημιών. όπως και τη δαπάνη που απαιτείτο για αυτές. Ενώ την ανταπαίτηση την απέρριψε.

Με την έφεση τίθενται προς εξέταση διάφορα ζητήματα. Από τα οποία μόνο ένα είναι που παρουσιάζει δυσκολία. Αφορά τον εξ ακοής κανόνα. Θα ασχοληθώ όμως πρώτα, όσο πιο σύντομα μπορώ, με τα άλλα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα πρωτόδικα ευρήματα. Τα εμφανίζουν ως το αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης. Προώθησαν την άποψη ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2, οι οποίες κατέθεσαν ως μάρτυρες, προσπάθησαν με ψευδολογίες και πέτυχαν να παραπλανήσουν το δικαστήριο παρόλο που στη μαρτυρία τους, όπως και σε εκείνη του εκτιμητή ζημιών κ. Α. Τουμαζή, υπήρχαν αντιφάσεις "τόσο φανερές και κραυγαλέες .... που κανένα δικαστήριο δεν θα τις δεχόταν". Πρόκειται για άποψη ολωσδιόλου αδικαιολόγητη. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε στην εκτενή απόφαση του με κάθε σχετική πτυχή της μαρτυρίας. Συζήτησε και αντιπαρέβαλε, εξήγησε τις εντυπώσεις του και αιτιολόγησε, με σχολαστικότητα μάλιστα, τα συμπεράσματα του που αποτελούν το θεμέλιο των διατυπωθέντων ευρημάτων.

Τρία από τα τεθέντα ζητήματα αφορούν τη δυνατότητα διεκδίκησης δικαιωμάτων. Προβάλλεται, πρώτο, ότι εφόσον τα διαμερίσματα δεν ήταν συνιδιόκτητα αλλά αποτελούσαν το καθένα ξεχωριστή ιδιοκτησία, όντας μερικά του ενός και μερικά του άλλου, δεν μπορούσαν οι εφεσίβλητοι από κοινού να προωθήσουν απαίτηση για όλα αφού δεν μπορεί κάποιος να αποζημιωθεί σε σχέση με διαμερίσματα που δεν ανήκουν στον ίδιο. ΄Ομως, καθώς υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, η κοινή απαίτηση στηριζόταν σε παράβαση σύμβασης στην οποία οι τρεις εφεσίβλητοι, συμπράττοντας μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα συμβαλλόμενο μέρος που με την αγωγή διεκδικούσε ό,τι ανήκε όχι στον καθένα χωριστά αλλά και στους τρεις από κοινού ως συμβαλλόμενο μέρος. Έπειτα, προβάλλεται ότι αφού οι εφεσίβλητοι πώλησαν πριν από την αγωγή δύο από τα διαμερίσματα, δεν διατηρούσαν δικαίωμα αποζημίωσης σε σχέση με εκείνα. Η απάντηση είναι βέβαια ότι η ζημιά αποκρυσταλλώθηκε πριν από την αποξένωση των διαμερισμάτων. Και οι εφεσίβλητοι ήταν που την είχαν υποστεί. Γι΄ αυτό μπορούσαν να τη διεκδικήσουν. Τέλος, σε σχέση με το δικαίωμα διεκδίκησης, οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι η αγωγή ήταν πρόωρη διότι καταχωρήθηκε προτού συμπληρωθούν οι επιδιορθώσεις. Υπενθυμίζω ότι το δικαίωμα αγωγής συναρτάται με την προκύψασα αιτία της παράβασης συμφωνίας και καμιά σχέση δεν έχει με τα μεταγενέστερα.

Ένα από τα ζητήματα που πολύ απασχόλησαν και πρωτοδίκως ήταν το κατά πόσο, όταν έγινε η συμφωνία, υπήρχε εν ισχύει άδεια από τον Κ.Ο.Τ. για την εκμετάλλευση τους, και αν ναι, τί είδους ήταν και ποιός ευθυνόταν για πληρωμή των τελών κτλ. Δεν χρειάζεται ούτε σε αυτό το ζήτημα να λεχθούν πολλά. Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν, με αναφορά στην προσαχθείσα μαρτυρία, πλήρως αιτιολογημένα. Σχετικά με κάποιες πτυχές ή εξειδικεύσεις που προβάλλουν οι εφεσείοντες, σημειώνεται ότι δεν τις έθεσαν ποτέ κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης και εν τέλει δεν προσήχθη μαρτυρία για προώθησή τους.

Άλλα τεθέντα ζητήματα αφορούν την πρωτόδικη προσέγγιση σε επί μέρους στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στον υπολογισμό της αποζημίωσης, όπως το χρόνο που χρειαζόταν για να γίνουν οι επιδιορθώσεις και το ότι μερικές έγιναν από την ίδια την εφεσίβλητη αρ. 2. Και σε αυτό θεωρώ εντελώς αβάσιμη την κάθε επίκριση και δεν χρειάζεται να επεκταθώ.

Περιλαμβάνεται στην έφεση και ζήτημα στο οποίο δεν γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση. Αφορά ποσό £21 και είναι με συντομία το εξής. Κατά την παράδοση των διαμερισμάτων υπήρχαν μέσα σε αυτά δώδεκα πίνακες. Ενώ, όταν τα διαμερίσματα παραλήφθηκαν, βρέθηκαν μέσα δεκαεννέα. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αφαιρούσε την αξία των επτά επιπλέον πινάκων η οποία ανερχόταν στο μικρό ποσό που ανέφερα. Θέμα όμως αφαίρεσης θα μπορούσε να τεθεί μόνο εφόσον οι εφεσείοντες είχαν σχέση με τους επτά πίνακες. Αλλιώς το ζήτημα δεν ενδιέφερε. Στην προκείμενη περίπτωση δεν προτάθηκε από τους εφεσείοντες ότι οι πίνακες ανήκαν σε αυτούς ή ότι έφεραν οι ίδιοι οποιαδήποτε ευθύνη προς τρίτους. Τουναντίον, συνάγεται ότι οι πίνακες είχαν εγκαταλειφθεί από πρόσωπα που είχαν κάποτε χρησιμοποιήσει μερικά από τα διαμερίσματα και δεν υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση με τους εφεσείοντες.

Απομένει το ζήτημα αναφορικά με τον εξ ακοής κανόνα. Για τη ζημιά που προκλήθηκε στα διαμερίσματα κατέθεσε ο Α. Τουμαζής, επιμετρηρής ποσοτήτων, ο οποίος είχε ιδιαίτερη πείρα στην εκτίμηση και υπολογισμό ζημιάς σε οικοδομές. Τα επιθεώρησε πριν από το τέλος Ιανουαρίου 1992, διερεύνησε ό,τι απαιτούσε η περίπτωση και ετοίμασε έκθεση μαζί με απογραφή που παρουσίασε στο δικαστήριο. Τη μαρτυρία του οι εφεσείοντες την αμφισβήτησαν από κάθε άποψη. Και με την έφεση επικρίνουν το δικαστήριο που τη δέχθηκε. Τα όσα ήδη ανέφερα για γενικότερα την πρωτόδικη προσέγγιση της προσαχθείσας μαρτυρίας ισχύουν και πιο συγκεκριμένα για τη μαρτυρία του κ. Τουμαζή, και καθιστούν αχρείαστη την περαιτέρω συζήτηση οποιουδήποτε ζητήματος άλλου από αυτό που εξειδίκευσα, ήτοι, το κατά πόσο μέρος της προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα.

Προχωρώ όμως τώρα στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο κ. Τουμαζής κατέθεσε, ανάμεσα σε άλλα, πως αφού διαπίστωσε ποιά από τη ζημιά οφειλόταν όχι σε φυσική φθορά αλλά σε αδικαιολόγητες ενέργειες, προσδιόρισε τα υλικά που χρειάζονταν και τα αντικείμενα που θα έπρεπε να αντικατασταθούν και προέβη σε κοστολόγηση με βάση τις τιμές της αγοράς. Το δικαστήριο σημείωσε, συνοψίζοντας τη μαρτυρία του κ. Τουμαζή, πως ο μάρτυρας έπαιρνε τις τιμές από εμπορικά καταστήματα τα οποία επισκεπτόταν. Για τα ίδια είδη επισκέφθηκε αριθμό καταστημάτων προτού καθορίσει το επίπεδο τιμών. Το δικαστήριο επίσης σημείωσε πως ο μάρτυρας λάμβανε προσφορές καθημερινά και "έτσι γνώριζε πολύ καλά τις τιμές της αγοράς" αλλά και είχε μια "γενικότερη αντίληψη της αγοράς από την πείρα του".

Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο καθορισμός των τιμών στον οποίο προέβη ο εκτιμητής δεν προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα. ΄Εδωσε δύο λόγους. Πρώτο ότι ο εκτιμητής "είχε ιδία γνώση για τα γεγονότα που ανέφερε, δεδομένου ότι δεν βασίστηκε απλώς σε πληροφορίες που έλαβε από καταστηματάρχες αλλά από προσωπική αντίληψη των τιμών από δικές του προσωπικές επισκέψεις." Αναφέρθηκε σχετικά στη Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 746 την οποία διέκρινε λέγοντας ότι εδώ, αντίθετα με ό,τι εκεί, ο εκτιμητής: "δεν μετέφερε απλώς γυμνές πληροφορίες που άκουσε ή έλαβε από τρίτους, αλλά τις τιμές που ο ίδιος είδε και πιστοποίησε ως προσφερόμενες στα διάφορα εμπορικά καταστήματα του είδους. ΄Οπως απερίφραστα κατέθεσε, τις τιμές τις είδε με τα ίδια του τα μάτια". Ο δεύτερος λόγος που το δικαστήριο έδωσε ήταν ότι εν πάση περιπτώσει εδώ, αντίθετα με ό,τι στη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω) ο εκτιμητής καθόρισε τις τιμές από τη γενικότερη γνώση που απέκτησε ως εμπειρογνώμονας. Διατύπωσε αυτή την απόψη ως εξής:

"Πρόσθετα και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η εξειδικευμένη αντίληψή του για τις τιμές προέρχεται, όπως ο ίδιος κατέθεσε, από τις καθημερινές προσφορές που λαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος της εργασίας και ειδικότητάς του. Από αυτές τις καθημερινές προσφορές αποκτά και ιδία αντίληψη της αγοράς.

.............................. .................................................. ............

Είναι αυτή η "αντίληψη" που αποκτά ο εμπειρογνώμονας λόγω της επαγγελματικής του τριβής στον ιδιαίτερο κλάδο του που τον ξεχωρίζει από τον μη ειδήμονα μάρτυρα."

Στη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω) ο εκτιμητής, που προσδιόρισε το ύψος της ζημιάς μιας μοτοσυκλέτας, στηρίχθηκε αποκλειστικά στα όσα του λέχθηκαν από τους πωλητές των εξαρτημάτων για το ποιά ήταν η τιμή πώλησης τους. Το Εφετείο έκρινε ότι η αναφορά του εκτιμητή στα λεχθέντα παραβίαζε τον εξ ακοής κανόνα. Υπέδειξε πρώτα ότι η μόνη παρέκκλιση που επιτρέπεται ως εκ της ιδιότητας του πραγματογνώμονα είναι η έκφραση γνώμης αναφορικά με ζητήματα της ειδικότητας του. εξήγησε με ακρίβεια τα στοιχεία που συνθέτουν τη φυσιογνωμία τέτοιας μαρτυρίας. και τόνισε πως τα εξ ακοής δεν αποτελούν μαρτυρία για την απόδειξη γεγονότος ακόμα και όταν μεταφέρονται στο δικαστήριο από πραγματογνώμονα. ΄Επειτα, αφού έθεσε το νομικό πλαίσιο, με το οποίο ταυτίζομαι απόλυτα, αντίκρυσε ως εξής τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης (σελ. 751):

"Στην παρούσα υπόθεση, η εμπλοκή των ειδικών γνώσεων του πραγματογνώμονα εξαντλήθηκε με τη γνώμη που εξέφρασε ως προς την ανάγκη αντικατάστασης ορισμένων εξαρτημάτων και ως προς τα εργατικά που αναμένονταν να πληρωθούν για να γίνει η αντικατάσταση. Η τιμή πώλησης των εξαρτημάτων αυτών από τα καταστήματα πώλησης τους στην Κύπρο, δεν ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στη σφαίρα της ειδικότητας του μάρτυρα. Θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί όπως κάθε άλλο γεγονός. Η αναφορά από τον μάρτυρα στις τιμές αυτές δεν είχε να κάμει με τις ειδικές του γνώσεις και την πείρα του. ΄Ηταν απλή μεταφορά στο Δικαστήριο των πληροφοριών που πήρε από τρίτους και ήταν, γι΄ αυτό το λόγο, εξ ακοής μαρτυρία".

Οι λόγοι τους οποίους το δικαστήριο έδωσε για να διακρίνει την προκείμενη περίπτωση από τη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω) και να εξηγήσει γιατί τα όσα ο εκτιμητής ανέφερε σχετικά με τις τιμές δεν αντέκειντο στον εξ ακοής κανόνα, δεν συνάδουν με τις καθιερωμένες αρχές. Ως προς τον πρώτο λόγο, είναι έκδηλα εσφαλμένη η πρωτόδικη άποψη ότι ο εξ ακοής κανόνας δεν ισχύει για πληροφορίες που λαμβάνονται οπτικά, αλλά μόνο σε εκείνες που λαμβάνονται ηχητικά. Ως προς το δεύτερο λόγο, η γνώση την οποία ο εμπειρογνώμονας λαμβάνει από στοιχεία που συσσωρεύει ως μέρος της ειδικότητάς του, επιτρέπει την έκφραση γνώμης αναφορικά με την αξία κάποιου πράγματος όπου δεν προσφέρεται άμεσα ή πλήρως το στοιχείο τιμής για σκοπούς σύγκρισης. Αλλιώς, όπου η γνώμη του στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία είτε τιμής είτε άλλα, αυτά πρέπει να αποδεικνύονται σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες μαρτυρίας. Στην προκείμενη περίπτωση ο εκτιμητής δεν εξέφρασε γνώμη. Αναφέρθηκε σε γεγονότα. Γιατί οι τιμές αποτελούσαν οπωσδήποτε γεγονότα. Και, για απόδειξη τους, χρειαζόταν μαρτυρία που να μην προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα.

΄Εχω όμως την άποψη ότι η αναφορά του εκτιμητή στις τιμές που πήρε και χρησιμοποίησε δεν ήταν εξ ακοής. Αποτελούσε πρωτογενή μαρτυρία. ΄Ηδη ανέφερα πως συμφωνώ με τις νομικές αρχές που διατυπώθηκαν στη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω). ΄Ομως διαφορετικά είναι που προσεγγίζω και ταξινομώ το ζητούμενο. Το οποίο, σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά όχι στην αξία των όποιων αντικειμένων αλλά στο τι ζητείται από τον πωλητή ως τιμή για την πώληση τους. Εκείνο το οποίο ο πωλητής δηλώνει ως την τιμή που πρέπει να πληρωθεί, είτε ο πωλητής το καταθέτει λέγοντας τι ήταν που ζήτησε ως τιμή, είτε ο προτιθέμενος αγοραστής το καταθέτει λέγοντας τι ήταν που του ζητήθηκε ως τιμή από τον πωλητή, η φύση της μαρτυρίας παραμένει ακριβώς η ίδια. Και η μία περίπτωση και η άλλη αφορά στην ίδια δήλωση για την τιμή: τόσο είναι το ποσό που ζητείται για το αντικείμενο. Εκείνο που έχει δηλαδή σημασία είναι το τι ζητείται ως τιμή, όχι το γιατί εκείνη ήταν η τιμή ή το πως προέκυψε. Διαφορά θα υπήρχε βέβαια αν εκείνο που ενδιέφερε δεν ήταν μόνο το γεγονός της δήλωσης για την τιμή αλλά τα στοιχεία ή οι παράγοντες του καθορισμού της. Οπότε, οτιδήποτε σε σχέση με εκείνα, θα ήταν εξ ακοής και θα χρειαζόταν η μαρτυρία του ιδίου του πωλητή ή ακόμα και άλλη μαρτυρία για διερεύνηση εκείνων των πτυχών. Εν προκειμένω οι τιμές αποδείχθηκαν με την εν λόγω μαρτυρία του εκτιμητή. Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τα εργατικά.

 

 

Η έφεση αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα.

 

Γ. Κ. Νικολάου,

Δ.

/Ε.Θ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο