ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1486
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9611
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.
Αναφορικά με την αίτηση του Χριστάκη Μιχαήλ Αλεξάντρου
από το Στρόβολο, για έκδοση άδειας υποβολής αίτησης για
αίτηση έκδοσης Εντάλματος και/ή Διατάγματος της φύσης
CERTIORARI και PROHIBITION
ΚΑΙ
Αναφορικά με τη Διαταγή και/ή Απόφαση του Επαρχιακού
Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε την 31/8/95 στην
Υπόθεση 1609/95 μεταξύ Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών
Προσόδων, Αιτητή και Χριστάκη Μιχαήλ Αλεξάντρου,
Καθ'ου η αίτηση, και του Εντάλματος αρ. 4732/95
(SHERIFF No 4732/95) που εκδόθηκε για την εκτέλεση
του πιο πάνω διατάγματος και/ή απόφασης
----------------------------------- ---
28 Σεπτεμβρίου 1999
Για τον Εφεσείοντα: κ. Α. Αργυριάδης για κ. Α. Ευτυχίου.
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
------------------------
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ
.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθείαπό το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα διαδικασία ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρνήθηκε την έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition αναφορικά με την ακύρωση διατάγματος καταβολής φόρου εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, στις 14/6/95 ο εφεσείων παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην υπ' αριθμό 1609/95 υπόθεση και αρνήθηκε ότι όφειλε καθυστερημένους φόρους σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου αρ. 31/62. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για εξέταση στις 31/8/95. Ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανιστεί κατά την πιο πάνω ημερομηνία και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην απουσία του εφεσείοντος, εξέδωσε διάταγμα για την άμεση καταβολή του ποσού των £1.843 πλέον τόκους και έξοδα. Στις 12/9/95 ο εφεσείων κλήθηκε εγγράφως όπως παρουσιασθεί στο Γραφείο Είσπραξης Φόρων για την τακτοποίηση του χρέους του, διαφορετικά θα κατεχωρείτο εναντίον του ένταλμα εκτέλεσης της κινητής του περιουσίας. Η σχετική αίτηση που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα για την έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition για την ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος απορρίφθηκε πρωτόδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο.Ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τρεις κυρίως λόγους. Ειδικότερα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι,
(α) Δεν ενημερώθηκε για την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης,
(β) Σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του Νόμου 31/62 το Δικαστήριο έπρεπε να εξασφαλίσει την παρουσία του κατά τη δικάσιμο και
(γ) Η απόφαση για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού βασίστηκε σε δόλο και απάτη.
(α) Η ενημέρωση του εφεσείοντος
Η θέση του εφεσείοντος ότι δεν είχε ενημερωθεί για την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης του είναι αβάσιμη. Ο ίδιος είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 14/6/95 και ήταν παρών όταν, αφού αρνήθηκε ότι όφειλε καθυστερημένους φόρους, το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση του στις 31/8/95 για εξέταση. Ο ισχυρισμός του ότι δεν γνώριζε την ημερομηνία της εξέτασης του, προκαλεί το λιγότερο που μπορούμε να πούμε έκπληξη, αφού ήταν παρών και άκουσε τον καθορισμό της νέας ημερομηνίας. Παραθέτουμε προς τούτο το σχετικό πρακτικό, που τον διαψεύδει:
"
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14.6.1995ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
:Για Κατηγορούσα Αρχή: δ. Σωκράτους.
Φορολογούμενος: Παρών.
Φορολογούμενος: Δεν θα παραδεχθώ, ζητώ να γίνει ακρόαση.
Δικαστήριο: Ορίζεται για εξέταση στις 31.8.1995."
(β) Η παρουσία του εφεσείοντος κατά τη νέα δικάσιμο
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(1) του Περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου αρ. 31/62, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδώσει διάταγμα πληρωμής χωρίς να τον ακούσει. Αντίθετα θα έπρεπε να εκδώσει ένταλμα σύλληψης του και να μεριμνήσει για την παρουσία του ενώπιον του Δικαστηρίου προτού προβεί στη σχετική εξέταση.
Το άρθρο 9(1) του Νόμου 31/62 προνοεί ότι,
"Εάν πρόσωπον οφείλον οιονδήποτε φόρον παραλείψη να καταβάλη άπαντα τα υπ' αυτού οφειλόμενα ποσά όταν τούτο απαιτηθή υπό του φοροεισπράκτορος, το Δικαστήριον δύναται, τη αιτήσει του φοροεισπράκτορος και τη προσαγωγή πιστοποιητικού υπογεγραμμένου υπό του Πρώτου Λειτουργού Προσόδων, βεβαιούντος ότι ποσόν τι οφείλεται και παραμένει απλήρωτον, να καλέση το εν υπερημερία πρόσωπον ενώπιόν του και να προβή εις την διενέργειαν ερεύνης περί της καταστάσεως και των μέσων διαβιώσεως του εν υπερημερία προσώπου, και να διατάξη το τοιούτο πρόσωπον όπως καταβάλη το οφειλόμενον ποσόν ομού μετά των συνεπεία της υπερημερίας γενομένων εξόδων και των άλλων όλων εξόδων ως την καταβολήν ήθελε κρίνει εύλογον, είτε παραχρήμα είτε διά δόσεων ως το Δικαστήριον ήθελε καθορίσει."
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(3) του ιδίου Νόμου, παρέχεται στο Δικαστήριο η διακριτική ευχέρεια να διατάξει κατάσχεση και πώληση τέτοιου μέρους της κινητής περιουσίας του οφειλέτη προς εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.
Στην υπόθεση Πατσαλοσαββής ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 45, ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανιστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου την ημέρα που είχε οριστεί η αίτηση για ακρόαση και το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε πως υπάρχει η φορολογική οφειλή, εξέδωσε διάταγμα είσπραξης της. Οταν το ένταλμα κινητών που εκδόθηκε επιστράφηκε αντεκτέλεστο, η Διοίκηση προχώρησε με αίτηση για φυλάκιση του εφεσείοντος. Ο τελευταίος ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης και την έκδοση διατάγματος αποπληρωμής του χρέους του με μηνιαίες δόσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η αίτηση αποσκοπούσε στην αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την αποπληρωμή του χρέους με μηνιαίες δόσεις, απέρριψε την έφεση. Στη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίστηκε ότι,
"Το άρθρο 9(1) του Νόμου 31/62 αποτελεί αυτοτελή πρόνοια. Ο Νόμος δεν παρέχει ευχέρεια ούτε για αναθεώρηση απόφασης η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου αυτού, ούτε για την παροχή δεύτερης ευκαιρίας στο φορολογούμενο να ζητήσει την αποπληρωμή του χρέους με δόσεις."
Ο ισχυρισμός ότι η παραβίαση των προνοιών του άρθρου 9 ισοδυναμεί με παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Πολυξένη Παναγίδου (1991) 1 Α.Α.Δ. 837, όπου τονίστηκε ότι,
"Τα γεγονότα όπως αποκρυσταλλώθηκαν κάθε άλλο παρά αποκαλύπτουν παράβαση του άρθρου 9 και πολύ απέχουν από του να δικαιολογούν τον ισχυρισμό για παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Κατατέθηκε το αναγκαίο πιστοποιητικό ακριβώς σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου και εκδόθηκε και επιδόθηκε στην αιτήτρια η απαραίτητη κλήση. Ετσι, της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί. Θα μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όχι βέβαια για να αμφισβητήσει "το δίκαιον της επιβληθείσης φορολογίας ή την ακρίβειαν του οφειλόμενου ποσού" αλλά, εφόσον δεν ήταν ο ισχυρισμός της ότι "επλήρωσε προηγουμένως το οφειλόμενο ποσό ή ότι δεν είναι το πρόσωπον το αναφερόμενον εν τω πιστοποιητικώ του Πρώτου Λειτουργού Προσόδων" (βλ. άρθρο 9(6)), για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με την κατάσταση και τα μέσα της διαβίωσής της. Σε τέτοια περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνας, θα μπορούσε να διαταχθεί να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό είτε παραχρήμα είτε με δόσεις. Η έκδοση του διατάγματος για την παραχρήμα πληρωμή ήταν το φυσιολογικό αποτέλεσμα της μη εμφάνισης της αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Θεόπιστος Πατσαλοσαββής ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1989) 1 Α.Α.Δ. (G) 45)."
Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων είχε κληθεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και παρέλειψε να το πράξει. Το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της υπόθεσης και με τα διαθέσιμα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του εξέδωσε τη σχετική απόφαση για την είσπραξη του ποσού των £1.843. Το Δικαστήριο έκρινε ότι με τα υπάρχοντα ενώπιον του στοιχεία η παρουσία του εφεσείοντος δεν ήταν αναγκαία. Η πιο πάνω ενέργεια του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορεί να λεχθεί ότι παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 9(1) και η έκδοση απόφασης στην απουσία του εφεσείοντος δεν μπορεί να ισοδυναμεί με παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Συνακόλουθα η εισήγηση του εφεσείοντα δεν γίνεται αποδεκτή.
(γ) Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα δόλου και/ή απάτης
Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι η σχετική απόφαση για την πληρωμή του ποσού των £1.413 ήταν αποτέλεσμα δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδορκίας. Και τούτο γιατί το ποσό των £1.413 (που συμπεριλαμβάνεται στο ποσό των £1.843) είχε προηγουμένως διαγραφεί από Λειτουργό του Φόρου Εισοδήματος.
Το άρθρο 9(6) του Νόμου 31/62 αναφέρει ότι:
"Το Δικαστήριον δεν δύναται κατά νόμον κατά την διενέργειαν ερεύνης δυνάμει του εδαφίου (1) να εξετάση το δίκαιον της επιβληθείσης φορολογίας ή την ακρίβειαν του οφειλομένου ποσούΧ το Δικαστήριον οφείλει να χωρήση εις την έκδοσιν διατάγματός του ως εν τοις ανωτέρω, εκτός εάν το εν υπερημερία πρόσωπον αποδείξη ότι επλήρωσε προηγουμένως το οφειλόμενον ποσόν ή ότι δεν είναι το πρόσωπον το αναφερόμενον εν τω πιστοποιητικώ του Πρώτου Λειτουργού Προσόδων."
Από το περιεχόμενο της πιο πάνω πρόνοιας μπορεί να λεχθεί ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όχι για να αμφισβητήσει το δίκαιον της φορολογίας ή την ακρίβεια του ποσού, αλλά για να αποδείξει ότι πλήρωσε το οφειλόμενο ποσό ή ότι δεν είναι το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει καταχωρηθεί η σχετική διαδικασία. Επεται ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να εγείρει θέμα δόλου ή απάτης. Η εισήγηση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ