ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1431
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< FONT FACE="Arial,Arial" SIZE=4>ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10228
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ Δ/στών
Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού
Εφεσει όντων/Εναγομένων
και
1. PHILIPPA ESTATES LTD
2. SUNCOAST MANAGEMENT LTD
Eφεσιβ λήτων/Εναγόντων
----------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27 Σεπτεμβρίου 1999.
Για τους εφεσείοντες: Α. Δικηγορόπουλος και Α. Ανδρέου.
Για τους εφεσίβλητους: Μ. Παυλίδης
------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Οι εφεσείοντες (εναγόμενοι 2) και οι συνεναγόμενοί τους, με αίτησή τους δυνάμει της Δ.27 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, ζήτησαν "όπως το νομικόν σημείον (προδικαστική ένταση) που ηγέρθη στην παράγραφο 2" της υπεράσπισής τους, αποφασιστεί ως προδικαστικό θέμα.
Σύμφωνα με την όμοια παράγραφο 2 των δυο Υπερασπίσεων, οι ενάγοντες στερούνταν "αγώγιμου δικαιώματος που εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και/ή σε οποιονδήποτε άλλο Επαρχιακό Δικαστήριο", γιατί:
"(α) Η έκδοση άδειας οικοδομής και/ή άδειας λειτουργίας υποστατικών και επιχειρήσεων ασχολουμένων με τουριστικές και μή δραστηριό- τητες είναι διοικητική πράξη που ανάγεται στη σφαίρα της άσκησης της δημόσιας εξουσίας των Εναγομένων 1 και ως εκ τούτου αποκλειστική δικαιοδοσία για να κρίνει οποιαδήποτε σχετική απόφαση ή παράλειψη των Εναγομένων 1, έχει το Ανώτατο Δικαστήριο με την καταχώρηση Προσφυ-γής και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
(β) Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων πράξεων ή παραλείψεων, αρχών ή οργάνων που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο.
(γ) Η ακύρωση διοικητικής πράξης ή παράλειψης αποτελεί προϋπόθεση για την προσφυγή σε Επαρχιακό Δικαστήριο για την διεκδίκηση αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας."
Ότι ο έλεγχος εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης στο τομέα του δημοσίου δικαίου και η ενδεχόμενη ακύρωσή της εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι στοιχειώδες. ΄Ομως είναι σαφές πως δεν τέθηκε με την ΄Εκθεση Απαίτησης θέμα αναθεωρητικού ελέγχου και ακύρωσης "άδειας οικοδομής και/ή άδειας λειτουργίας υποστατικών και επιχειρήσεων". Η παράγραφος (α) των προδικαστικών ενστάσεων ήταν αναντίστοιχη προς ό,τι πρόβαλλε ως αντικείμενο ή ως βάση της αγωγής.
΄Αλλες συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις για τις οποίες το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία για τον πιο πάνω λόγο, δεν προσδιορίστηκαν. Θα έπρεπε να αναλυθεί η έκθεση απαίτησης και να εξαχθεί σε ποιές ακριβώς πράξεις ή παραλείψεις απέδιδαν οι εφεσίβλητοι τις ζημιές που κατ΄ισχυρισμόν υπέστησαν. Μόνο έτσι θα αποκτούσε περιεχόμενο η παράγραφος (β) και κατ΄ακολουθίαν η παράγραφος (γ) της προδικαστικής ένστασης. Με τον προσδιορισμό, δηλαδή, των συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων που προέκυπταν ως το αντικείμενο της ΄Εκθεσης Απαίτησης για τις οποίες ίσχυαν, με επακόλουθο την αδυναμία ανάληψης δικαιοδοσίας για οποιαδήποτε ή και για ολόκληρη την αγωγή αν το αγώγιμο δικαίωμα που διεκδικούσαν οι ενάγοντες διερχόταν μόνο μέσα από τον έλεγχο τέτοιων πράξεων ή παραλείψεων.
Η ΄Εκθεση Απαίτησης όμως ήταν πολύ γενική. Αναφερόταν σε αριθμό υποστατικών και επιχειρήσεων που λειτουργούσαν χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων της άδειάς τους και σε άλλα που ανεγέρθηκαν χωρίς άδεια οικοδομής ή κατά παράβαση των όρων τέτοιας άδειας, και το παράπονο ήταν πως συνεχιζόταν η παράνομη λειτουργία τους ενώ
, μάλιστα, ως προς ορισμένα είχαν εκδοθεί και δικαστικά διατάγματα κατεδάφισης. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείου, τουριστικών διαμερισμάτων και κέντρων ή εστιατορίων στην περιοχή, υποστήριξαν πως υφίσταντο δυσμενή επηρεασμό που απέληγε σε ζημιές και αξίωσαν αποζημιώσεις από τους εναγομένους. Η βάση της αξίωσης τους ήταν ο ισχυρισμός πως οι εναγόμενοι, ενώ είναι "υπεύθυνοι κατά Νόμο για την εφαρμογήν της κειμένης Νομοθεσίας και Κανονισμών...., παραλείπουν συστηματικά όπως εκπληρώσουν το ως άνω Νομικόν καθήκον και υποχρέωσιν αυτών". Επιπλέον, σύμφωνα με άλλο παράλληλο ισχυρισμό, παρέλειπαν να "διατηρούν την περιοχήν καθαρήν, υγιεινή και ασφαλή στο μέτρο που τούτο εξαρτάται από αυτούς και/ή τούτο επιβάλλεται σ΄αυτούς από το Νόμο".Θα μπορούσε ίσως να τεθεί ζήτημα ως προς το κατά πόσο τέτοιοι αόριστοι ισχυρισμοί, χωρίς συγκεκριμενοποίηση του ειδικού καθήκοντος που οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν ότι στήριζε την αξίωσή τους, αποκάλυπταν αγώγιμο δικαίωμα. Τουλάχιστον θα μπορούσε να επιδιωχθεί
η παροχή λεπτομερειών για να είναι συγκεκριμένο το όποιο επίδικο ζήτημα ενδεχομένως θα προέκυπτε. Δεν έγινε οτιδήποτε από αυτά, προωθήθηκε ζήτημα δικαιοδοτικής φύσης και το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ακριβώς επισήμανε τη γενικότητα και το ασαφές των ισχυρισμών στη βάση των οποίων αυτό συζητήθηκε, απέρριψε την προδικαστική ένσταση. ΄Εκρινε, ουσιαστικά, πως ήταν πρόωρο να αποφανθεί.Οι εφεσείοντες εισηγούνται πως υπήρχε το υπόβαθρο για να επιλυθεί το δικαιοδοτικό ζήτημα. Παρέπεμψαν σε νομολογία σύμφωνα με την οποία τέτοια ζητήματα εξετάζονται, και αυτεπαγγέλτως μάλιστα, σε οποιοδήποτε στάδιο, με αναφορά στην Εκθεση Απαίτησης και υποστήριξαν πως ήταν αρκετό το γεγονός ότι με αυτή αποδιδόταν στους εφεσείοντες "παράβαση καθήκοντος". Προέκυπτε, συνεπώς, ισχυρισμός για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και η πρωτόδικη απόφαση σήμαινε αποδοχή πως θέματα που καλύπτονται από το άρθρο 146 του Συντάγματος μπορούν να διερευνηθούν με βάση το ΄Αρθρο 172 του Συντάγματος. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Δεν είχαν υπόψη τους παραλείψεις που εμπίπτουν στο τομέα του δημοσίου δικαίου και, πράγματι, στη βάση των δεδομένων που υπήρχαν, ήταν πρόωρο να επιλυθεί τέτοιο ζήτημα σε εκείνο το στάδιο.
Καταφαίνεται από όσα ήδη σημειώσαμε, πως κρίνουμε ως ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν μας απασχολεί τώρα η επάρκεια της ΄Εκθεσης Απαίτησης από την άποψη της στοιχειοθέτησής των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος. Αντικείμενο της συζήτησης μπορεί να είναι μόνο το προδικαστικό θέμα, όπως αυτό τέθηκε. (βλ. Ανδρέας Πιερίδης ν. Kevork Keshishian Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 8553 ημερομηνίας 14.3.96).
Το υπόβαθρο πάνω στο οποίο προώθησαν την ένστασή τους οι εναγόμενοι δεν ήταν συγκεκριμένο. Προϋπέθετε αναδρομή σε ακαθόριστους νόμους και κανονισμούς και προσδιορισμό του τί νοητά θα μπορούσε να συνιστά καθήκον των εναγομένων ώστε να έχει αντικείμενο η κρίση αναφορικά με το αν αυτό εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου. Και αυτό υποθετικά αφού δεν ήταν γνωστό τί ακριβώς είχαν υπόψη οι εφεσίβλητοι, ως οι μόνοι αρμόδιοι για τον καθορισμό της βάσης της αγωγής τους. (Βλ. Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 AAΔ 1160).
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολαΐδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
/Μσι.