ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1122
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 53/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ Δ.Δ.
Σε ότι αφορά την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου
Δικαστηρίου στην Πολιτική ΄Εφεση υπ. αρ. 10227 η οποία εκδόθηκε στις 24.9.1998 η οποία υπεβλήθη εκ μέρους του εφεσείοντα από τον εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη
και
Σε ότι αφορά ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) του εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη στην ως άνω αναφερόμενη Πολιτική ΄Εφεση υπ. αρ. 10227.
---------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19 Ioυλίου 1999.
Για τον αιτητή: Ε. Ευσταθίου και Μ. Πικής.
Για την καθ΄ης η αίτηση Δημοκρατία: κα. Μ. Μαλαχτού - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
----------------------
Αυτή είναι η απόφαση των Δικαστών
Κωνσταντινίδη, Νικολάου και Κραμβή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(διϊστάμενη)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με προνομιακό ένταλμα certiorari ακυρώθηκε διάταγμα που εκδόθηκε από Κακουργιοδικείο και ασκήθηκε έφεση. Η έφεση ακούστηκε από την Ολομέλεια που απάρτιζαν εννέα δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και απορρίφθηκε. Κρίθηκε πως το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία έκδοσης του διατάγματος.
Η ποινική δίκη σε σχέση με την οποία εκδόθηκε το διάταγμα συμπληρώθηκε, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για βιασμό και άσκησε έφεση. Με παράλληλο γραπτό αίτημα ζητά την ακύρωση ή τον παραμερισμό της απόφασης της Ολομέλειας. Απευθύνεται, όπως διευκρινίζει, στο ίδιο Δικαστήριο που εκδίκασε την έφεση και επικαλείται τις συμφυείς του εξουσίες. Προβάλλει ως πραγματικό έρεισμα τον ισχυρισμό πως, όπως διαπίστωσε μετά την έκδοση της απόφασης, ήταν ανεπίτρεπτη η συμμετοχή του δικαστή Ρ. Γαβριηλίδη στη σύνθεση της Ολομέλειας, εξ αιτίας της κατ΄ισχυρισμόν ανάμειξής του, υπό την τότε ιδιότητά του ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην ανακριτική διαδικασία.
Το θέμα τέθηκε εντελώς αποπροσωποιημένα. Δεν είναι ο ισχυρισμός του αιτητή πως ο Δικαστής ήταν πράγματι προκατειλημμένος. ΄Ο,τι προτείνεται είναι φαινομένη προκατάληψη ως αντικειμενική κατάσταση στη βάση της εμφάνισης των πραγμάτων. Οι καθ΄ων η αίτηση ενίστανται και εξετάσαμε, ως πρόκριμα, το δικαιοδοτικό ζήτημα που έθεσαν. Δεν μας απασχόλησαν τα γεγονότα και δεν συζητήθηκαν, με αναφορά προς τα γεγονότα, επί μέρους ζητήματα ενδεχομένως και αυτά δικαιοδοτικής σημασίας. Το κεφαλαιώδες ερώτημα που τίθεται, κατ΄ανάγκην εκλαμβάνει ως δοσμένη, για σκοπούς συζήτησης, την πραγματική βάση του αιτήματος. Συνίσταται στο κατά πόσο έχουμε δικαιοδοσία για ακύρωση ή παραμερισμό εφόσον διαπιστώνεται ανεπίτρεπτη, λόγω φαινομένης προκατάληψης, συμμετοχή δικαστή στη σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής στηρίχτηκε στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Εx p. Pinochet Ugarte (No. 2) (1999) 1 All ER 577. Κρίθηκε πως δικαστής της Επιτροπής, λόγω του δεσμού του προς ουσιαστικό διάδικο, δεν μπορούσε να είχε συμμετάσχει στη σύνθεση της. Αποκλειόταν αυτομάτως κατ΄εφαρμογήν της αρχής πως κανένας δεν μπορεί να λειτουργεί ως δικαστής δικού του θέματος (nemo judex in sua causa) και συζητήθηκαν οι επιπτώσεις της διαπίστωσης, η οποία στηρίχτηκε σε γεγονότα που ήλθαν στην επιφάνεια μετά, πάνω στην απόφαση που εκδόθηκε.
Το κώλυμα στην παρούσα υπόθεση δεν ταξινομείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η διάκριση μεταξύ της πιο πάνω αρχής με την παράλληλη της φαινομένης προκατάληψης και των προϋποθέσεών για τη θεμελίωσή της. ΄Ο,τι κυρίως είναι σημαντικό για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, είναι η πτυχή της απόφασης ως προς το δικαιοδοτικό ζήτημα. Είχε τεθεί και εκεί θέμα παραμερισμού της απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής και εξετάστηκε ως πρώτο, το κατά πόσο η Δικαστική Επιτροπή είχε τέτοια δικαιοδοσία. Η απάντηση ήταν καταφατική και η απόφαση πράγματι παραμερίστηκε. Σημειώνουμε πως η υπόθεση εκδικάστηκε στη συνέχεια εκ νέου. (βλ. Ex p. Pinochet Ugarte (No. 3) (1999) 2 All E.R. 97). Παραθέτουμε από τη σελίδα 585 και 586 της απόφασης του Lord Browne-Wilkinson το απόσπασμα ως προς τη δικαιοδοσία.
"As I have said, the respondents to the petition do not dispute that your Lordships have jurisdiction in appropriate cases to rescind or vary an earlier order of this House. In my judgment, that concession was rightly made both in principle and on authority.
In principle it must be that your Lordships, as the ultimate court of appeal, have power to correct any injustice caused by an earlier order of this House. There is no relevant statutory limitation on the jurisdiction of the House in this regard and therefore its inherent jurisdiction remains unfettered. In
Cassel & Co Ltd v. Broome (No. 2) (1972) 2 All ER 849 (1972) ΑC 1136 your Lordships varied an order for costs already made by the House in circumstances where the parties had not a fair opportunity to address argument on the point.However, it should be made clear that the House will not reopen any appeal save in circumstances where, through no fault of a party, he or she has been subjected to an unfair procedure. Where an order has been made by the House in a particular case there can be no question of that decision being varied or rescinded by a later order made in the same case just because it is thought that the first order is wrong."
Σε μετάφραση:
"΄Οπως έχω πεί, οι καθ΄ων η αίτηση στο αίτημα δεν αμφισβητούν ότι έχετε δικαιοδοσία σε κατάλληλες περιπτώσεις να ακυρώσετε ή να τροποποιήσετε προηγούμενη διαταγή αυτού του Σώματος. Κατά την κρίση μου, ορθά έγινε η αναγνώριση τόσο ως θέμα αρχής όσο και στη βάση αυθεντίας. Πρέπει να ισχύει κατ΄αρχήν ότι έχετε,
ως το τελικό εφετείο, εξουσία για αποκατάσταση οποιασδήποτε αδικίας που προκαλείται από προηγούμενη διαταγή αυτού του Σώματος. Δεν υπάρχει σχετικός νομοθετικός περιορισμός της δικαιοδοσίας του σώματος ως προς αυτό και, επομένως, η σύμφυτη δικαιοδοσία της παραμένει απεριόριστη. Στην Cassel & Co Ltd v. Broome (No. 2) (1972) 2 All ER 849 (1972) AC 1136 τροποποιήσατε διαταγή για έξοδα που είχε ήδη εκδοθεί από το Σώμα κάτω από περιστάσεις όπου οι διάδικοι δεν είχαν εύλογη ευκαιρία να διατυπώσουν επιχειρήματα επί του σημείου. Εν τούτοις, θα πρέπει να γίνει καθαρό ότι το Σώμα δεν θα επανανοίγει έφεση παρά μόνο κάτω από περιστάσεις στις οποίες, χωρίς σφάλμα του, διάδικος έχει υποβληθεί σε άδικη διαδικασία. ΄Οταν εκδίδεται διάταγμα από τον Σώμα σε ορισμένη υπόθεση δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα τροποποίησης ή ακύρωσης αυτής της απόφασης με μεταγενέστερη διαταγή στην ίδια υπόθεση απλώς επειδή θεωρείται ότι η πρώτη διαταγή είναι λανθασμένη."
Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγήθηκαν πως, στο πλαίσιο του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο, δεν υπάρχει τέτοια δικαιοδοσία. Η Ολομέλεια άσκησε κατά τελευταίο βαθμό δικαστική δικαιοδοσία στην υπόθεση και κάθε ζήτημα της έληξε τελεσίδικα. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου δεν διευρύνουν την εξουσία ή τη δικαιοδοσία του ούτε
αποτελούν πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το Νόμο και τους Θεσμούς. Αποδοχή του αιτήματος θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, χωρίς αυτή να υφίσταται ως θεσμός στο νομικό σύστημα της Κύπρου. ΄Οπως υποστήριξαν, η πιο πάνω απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Κύπρο, πολύ λιγότερο αφού τρεις αποφάσεις του Εφετείου ή της Ολομέλειας ευθέως αποκλείουν τη δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας τέτοιας φύσης, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Θα δούμε τί ακριβώς συζητήθηκε και τί αποφασίστηκε σ΄αυτές.Η πρώτη απόφαση δόθηκε στην υπόθεση
Stelios P. Orphanides v. Vyron Michaelides (1968) 1 CLR 295. Mετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου υποβλήθηκε αίτηση για την παροχή δυνατότητας ανάπτυξης περαιτέρω επιχειρημάτων επί της ουσίας επειδή, κατά την αντίληψη των αιτητών, η απόφαση που εκδόθηκε ήταν λανθασμένη. Απασχόλησε η ύπαρξη δικαιοδοσίας αλλά με αναφορά σε περιορισμένη έκφανση του ζητήματος. Δεν ήταν η θέση των αιτητών πως παρεχόταν γενικά δυνατότητα παραμερισμού τελικής απόφασης του Εφετείου. Η άποψή τους ήταν πως παρεχόταν στην περίπτωση τέτοια δυνατότητα επειδή η απόφαση δεν είχε ακόμα συνταχθεί και καταχωρηθεί. Αυτό, όπως υποστήριξαν, άφηνε περιθώρια για επαναθεώρηση του θέματος. Το Εφετείο δεν πείστηκε. Η απόφαση την οποία εξέδωσε ο Τριανταφυλλίδης Π., καταλήγει ως εξής:"Τherefore, once, in Cyprus, a judgment has been delivered, signed and filed, there can be no possibility for the Court which has delivered it to rehear argument and to change it, or set it aside, except, of course, to the extent to which it has, always, been possible to correct an error in a judgment under the provisions of Order 25, rule 6................and under the inherent jurisdiction of the Court. No question of correcting such an error arises in the present case."
Σε μετάφραση
"Επομένως, στην Κύπρο, από τη στιγμή που μια απόφαση απαγγέλλεται, υπογράφεται και τοποθετείται στο φάκελο δεν μπορεί να υπάρξει δυνατότητα για το Δικαστήριο που την απαγγέλλει να ακούσει εκ νέου επιχειρήματα και να την τροποποιήσει ή να την ακυρώσει εκτός, βέβαια, στην έκταση κατά την οποία ήταν πάντα δυνατό να διορθωθεί λάθος στην απόφαση κάτω από τις πρόνοιες της Διαταγής 25, Θεσμός 6......................... και δυνάμει της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Δεν προκύπτει θέμα διόρθωσης τέτοιου λάθους στην παρούσα υπόθεση".
H δεύτερη απόφαση εκδόθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Αγαθοκλέους ν. Εδαξύλ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ κ.α. Πολιτική ΄Εφεση 9138 ημερομηνίας 26.3.97. Μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, υποβλήθηκε αίτηση για παραμερισμό της και επανασυζήτηση της υπόθεσης επειδή, κατά την αντίληψη του αιτητή, ήταν εσφαλμένη. Το Εφετείο απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη. ΄Εκρινε πως το ζήτημα που επιλύθηκε στην υπόθεση Οrphanides (ανωτέρω) ήταν όμοιο και πως, όπως εξηγείται στην απόφαση που εξέδωσε ο Δικαστής Αρτεμίδης, το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη "υιοθέτησε ουσιαστικά τη θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε, της διασφάλισης δηλαδή της τελεσιδικίας". ΄Οπως τονίστηκε,
"δεν έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του με σκοπό την επανασυζήτηση της".
H τρίτη απόφαση εκδόθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 1449 ημερομηνίας 15.5.98. Ο αποτυχών εφεσείων υπέβαλε αίτηση για την επανακρόαση της υπόθεσης από την Ολομέλεια. Η αίτηση απερρίφθη. Με αναφορά στην υπόθεση Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44 και Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) Αίτηση αρ. 13/97 ημερομηνίας 26.6.97 τονίστηκαν τα ακόλουθα από τον Πική Π. που εξέδωσε την απόφαση της Ολομέλειας:
Από τη σελίδα 3:
"Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο."
Από τις σελίδες 4 και 5:
Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.
.................................. .................................................. .........
Βέβαιο είναι ότι η αίτηση δεν μπορούσε να υποβληθεί κάτω από τον τίτλο της έφεσης. Η έφεση τέλειωσε. Πρόκειται για άτυπο διάβημα, ιδιάζοντος χαρακτήρα, με το οποίο επιζητείται θεραπεία (επανακρόαση της έφεσης) άγνωστη στο νόμο."
Η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση συμπληρώθηκε με επίκληση της υπόθεσης Μελωδία (ανωτέρω)
σε σχέση με το εύρος των σύμφυτων εξουσιών του Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π:"Διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας για το παραδεχτό της αίτησης ενόψει του μέσου με το οποίο υποβάλλεται. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παναγιώτη Ανδριανού και 1. Του πλοίου "Mavroudis", Κυπριακής Σημαίας, τώρα ευρισκομένου στο Λιμάνι Λεμεσού, 2. P.P. Winds Shipping Co., Limited, Πολιτική ΄Εφεση αρ. 9408 - 19.5.1995� Γερασάκη ν. Waft Shipping (1989) 1 AAΔ (Ε) 393. Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις αυτές καμιά από τις συνταγματικές ή νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση δεν παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του διατάγματος το οποίο επιδιώκεται. ΄Οπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & άλλου (1991) 2 ΑΑΔ 150 και Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 44, δεν παρέχεται εξουσία για τη χορήγηση θεραπείας μέσω εναρκτήριας πρωτογενούς αίτησης ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Δικαστηρίου. Οι "εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου", τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από της
΄Εφεση αρ. 9173 - 16.3.1995.)
Η πλειοψηφία καταλήγει πως δεν έχουμε δικαιοδοσία για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε. Με όλο το σεβασμό, αγόμεθα σε αντίθετη κατάληξη. Θεωρούμε πως η απάντηση στο ερώτημα, όπως αυτό τίθεται στο στάδιο αυτό, πρέπει να είναι καταφατική.
Ακρογωνιαίος λίθος είναι η απαίτηση για τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ένας από τους οποίους είναι και η απαίτηση για εκδίκαση από αμερόληπτο δικαστήριο. Είναι σ΄αυτή την υπέρτατη ανάγκη που και στην υπόθεση
Pinochet υπάχθηκε η διαπίστωση πως ο δικαστής όφειλε να είχε αποκλειστεί, με αναφορά και στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελειωδών Ελευθεριών. Στην Κύπρο έχουμε κυρώσει τη σύμβαση (Βλ. Ν. 39/62) αλλά την αρχή την έχουμε ενσωματωμένη και στο Άρθρο 30.2. του Συντάγματος:"Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου."
Η δίκη από αμερόληπτο δικαστήριο δεν είναι συνταγματική απαίτηση που αφορά μόνο στα κατώτερα Δικαστήρια. Ισχύει και για το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι σαφές, και αυτό είναι παραδεκτό από όλους, πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να παραμερίσει απόφαση κατώτερου δικαστηρίου για λόγους αναγόμενους σε φαινομένη μεροληψία. Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε ως προς αυτό αλλά ίσως θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε την υπόθεση Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 ΑΑΔ 691.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν είμαστε ανίσχυροι όταν διαπιστώνεται ότι δεν τηρήθηκε ο κανόνας για αμερόληπτη δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το θέτουμε έτσι γιατί στην ουσία, όπως εξηγήθηκε, αυτή είναι η προϋπόθεση υπό την οποία συζητήσαμε το θέμα. Η απάντηση πως είμαστε ανίσχυροι σημαίνει πως τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις ή η ποινική ευθύνη προσώπου, όσο και αν κρίθηκαν στο πλαίσιο τέτοιας δίκης, θα παραμείνουν οριστικά διαγνωσμένα. Θα υπάρχει ίσως δυνατότητα για αναζήτηση άλλης θεραπείας αλλού, αλλά η ουσία της κρίσης θα είναι αναλλοίωτη και ισχυρή. Αυτή η απάντηση, όπως προτάθηκε, έχει στη ρίζα της το νομικό μας σύστημα. Δεν υπάρχει άλλος βαθμός δικαιοδοσίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του ΄Αρθρου 155.1 του Συντάγματος, "είναι το ανώτατον δευτεροβάθμιον δικαστήριον εν τη Δημοκρατία". Η αποδοχή τέτοιας αίτησης θα σήμαινε καθιέρωση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, έξω από τις πρόνοιες του Συντάγματος, του περι Δικαστηρίων Νόμου το 1960 (Ν. 14/60) αλλά και των Θεσμών.
΄Ομως είναι σε κάθε κράτος που υπάρχει τελικός βαθμός απονομής της δικαιοσύνης και, στην περίπτωση της Αγγλίας, αυτή απονέμεται από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων. Διάκριση μεταξύ των δυο συστημάτων από αυτή την άποψη δεν χωρεί. Η απόφαση στην
Pinochet δεν εκδόθηκε κατ΄ενάσκηση δικαιοδοσίας σε περαιτέρω βαθμό. Ενάσκησε σύμφυτη δικαιδοσία το ίδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ενόψει θεμελιώδους κωλύματος συμμετοχής ενός από τους δικαστές του. Δεν έχουμε εδώ αίτημα για επανακρόαση ή εξέταση, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα, της απόφασης που εκδόθηκε, από την άποψη του περιεχομένου της. Δεν έχουμε περίπτωση όμοια ή έστω ανάλογη προς εκείνες που ως τώρα συζητήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η παρούσα περίπτωση διακρίνεται. Δεν στοχεύει και δεν απολήγει σε αναγνώριση περαιτέρω βαθμού απονομής της δικαιοσύνης. Το αίτημα απευθύνεται και πράγματι αφορά στο ίδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Περιεχόμενό του είναι η αναίρεση του αποτελέσματος δίκης η οποία δεν έφερε τα εχέγγυα αμεροληψίας, με την έννοια που προσδιορίσαμε. Και αυτό, όχι για να διαταχθεί δεύτερη δίκη αλλά για να διεξαχθεί η μια δίκη στην οποία δικαιούται κάθε πρόσωπο.Τα Δικαστήρια, όλα τα Δικαστήρια, ασκούν και εξουσίες που δεν είναι θεσμοθετημένες. Ασκούν δηλαδή σύμφυτες εξουσίες. Αυτές δεν είναι εξαντλητικά προσδιορισμένες. Αναγνωρίζονται όμως ως αυτονόητο στοιχείο της ύπαρξής τους και ως εγγενές εφόδιο για την εκπλήρωση της αποστολής τους ως του φορέα για την απονομή της δικαιοσύνης. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από τη νομολογία μας, δεν είναι θεσμοθετημένη η αναστολή της έφεσης που διατάχθηκε στην υπόθεση
Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348. ΄Εκρινε όμως το Εφετείο πως δεν ήταν ανίσχυρο μπροστά στη συμπεριφορά του εφεσείοντα και πως οι σύμφυτες του εξουσίες επέτρεπαν τη λήψη αυτού του δραστικού μέτρου.Έχουμε παραθέσει το απόσπασμα από την υποθεση Μελωδία (ανωτέρω) σε σχέση με τις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου. Πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη και τα πιο κάτω από την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π. στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α., Αίτηση 1/95 ημερομηνίας 22.1.96 σελ. 14:
"Οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηριου συναρτώνται με τη διασφάλιση του χαρακτήρα του ως του φορέα απονομής της δικαιοσύνης - (βλ.
Είναι σημαντική αυτή η οριοθέτηση αλλά θεωρούμε εξ ίσου σημαντική για τους σκοπούς του θέματος που συζητούμε, τη στήριξή της. Εννοούμε την αναφορά στο περιεχόμενο ή στην έκταση της σύμφυτης εξουσίας, με στήριξη στην αγγλική νομολογία. Το Ανώτατο Δικαστήριο, όχι μόνο στην πιο πάνω υπόθεση, (βλ. μεταξύ άλλων, και Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Κένυας ν. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG Πολιτική ΄Εφεση 10071 ημερομηνίας 28.4.99 ) ανέτρεξε στην αγγλική νομολογία σε σχέση τόσο με την αναγνώριση όσο και με το περιεχόμενο ή την έκταση των σύμφυτων εξουσιών των Δικαστηρίων. Δεν είναι, λοιπόν, ορθό να δηλώσουμε τώρα πως ο τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζεται το ζήτημα στην Αγγλία είναι ξένος και δεν εναρμονίζεται με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. Ούτε δικαιολογείται να προσδιορίζουμε τις παραμέτρους του θέματος με αναφορά στις αποφάσεις των αγγλικών Δικαστηρίων και να διαγράφουμε την πιο πρόσφατη από αυτές, προερχόμενη από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων και ευθέως αναφερόμενη στο επίδικο ζήτημα. ΄Αλλωστε, όπως τονίστηκε στην απόφαση του εφετείου στην Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) που εκδόθηκε από τον Πική Δ., όπως ήταν τότε, η απονομή της δικαιοσύνης στην Κύπρο έχει ως πρότυπο την απονομή της δικαιοσύνης κατά το δικαστικό σύστημα του Κοινοδικαίου, με τη διαφορά ότι εδώ η αυτονομία και το ξεχωριστό της δικαστικής εξουσίας κατοχυρώνονται με γραπτό Σύνταγμα.
Πέρα από τα πιο πάνω, δεν είναι καν άγνωστος στο σύστημά μας ο παραμερισμός απόφασης από το ίδιο το Δικαστήριο που την εξέδωσε. Το σημειώνουμε αυτό όχι για να αναφέρουμε τις επί μέρους πρόνοιες των θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας αφού, αν το ζήτημα είχε πράγματι τη συνταγματική διάσταση που τoυ αποδίδεται, ενδεχομένως δεν θα υπήρχε περιθώριο για τέτοιες ρυθμίσεις. Το σημειώνουμε για να υπενθυμίσουμε την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν Ουστά (Αρ. 1) 1994) 1 ΑΑΔ 109. Στην υπόθεση εκείνη, η έφεση, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απερρίφθη λόγω παράλειψης του εφεσείοντα να εμφανιστεί κατά την ακρόαση της έφεσης. Το ζήτημα διεπόταν από τη Δ.35 θ13 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας. ΄Οπως προβλέπεται, η απόρριψη σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αναπόφευκτη. Το Εφετείο έχει διακριτική εξουσία και δύναται να απορρίψει ή να χειριστεί την έφεση με άλλο τρόπο, όπως θα έκρινε ορθό. (Βλ. συναφώς Μαρία Χρυσάνθου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2152 ημερομηνίας 9.6.98). Υποβλήθηκε αίτηση για επαναφορά της έφεσης η οποία, όπως την αντιλαμβανόμαστε, υποχρεωτικά διέρχεται μέσα από τον παραμερισμό της απόφασης για την απόρριψή της. Διαπιστώθηκε πως ενώ οι Θεσμοί περί Πολιτικής Δικονομίας περιέχουν διατάξεις για επαναφορά, ηθελημένα δεν κάλυψαν την περίπτωση. Αποφασίστηκε πως θα ήταν ασυμβίβαστη προς το άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος η θεσμοθέτηση αδυναμίας επαναφοράς στην περίπτωση κατά την οποία η μή επαναφορά θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση του δικαιώματος υποστήριξης της έφεσης ενώπιον του Εφετείου. Κρίθηκε ότι οι θεσμοί υπόκεινται κατά την εφαρμογή τους σε εναρμονισμό προς το Σύνταγμα δυνάμει του ΄Αρθρου 188.1 του Συντάγματος. Αναγνωρίστηκε, συνεπώς, δυνατότητα επαναφοράς της έφεσης. Αναλήφθηκε δηλαδή δικαιοδοσία για παραμερισμό της απορριπτικής απόφασης και επαναφορά της έφεσης, πουθενά θεσμοθετημένη ρητά, ακριβώς για να διασφαλιστεί η τήρηση κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που κατοχυρώνεται από συνταγματική διάταξη. Το νόημα είναι πως δικονομικές ρυθμίσεις ή κενά σ΄αυτές δεν εξουδετερώνουν τις συνταγματικές διατάξεις ούτε αφήνουν το Δικαστήριο ανίσχυρο. Επισημαίνουμε πως ακόμα και η εξουσία για διόρθωση λάθους σε δικαστική απόφαση, όπως την παρέχει η Δ.2
5 θ.6 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, αποτελεί εξουσία που θα μπορούσε να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ειδικής δικονομικής διάταξης (βλ. Οrphanides (ανωτέρω) και Sofocli n. Leonidou (1988) 1 CLR 583).Καταλήγουμε πως υπάρχει σύμφυτη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να παραμερίσει απόφασή του αν εκ των υστέρων διαπιστωθεί πως αυτή εκδόθηκε με συμμετοχή στη σύνθεση του Δικαστηρίου Δικαστή ο οποίος, κατά τις αρχές της φαινομένης προκατάληψης, θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί.
Kωνσταντινίδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Κραμβής, Δ.
/ΜΣι.