ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1048
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10299
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
1. Κώστα Ιακωβίδη, από τη Λάρνακα
2. Ελένης Αντωνίου, από την Αγγλία
Εφεσειόντων
και
Γεώργιου Γεωργίου, από την Αγγλία
Εφεσίβλητου
------------------------------
9 Ιουλίου 1999
Για τους Εφεσείοντες: κ. Μ. Μοντάνιος και κ. Α. Μυλωνάς.
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Μ. Χ"Χριστοφής.
----------------
ΠΙΚΗΣ, Π
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
: Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή της απόφασης του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των Εφεσειόντων Εναγομένων 1 και 2 για απόρριψη ή αναστολή της αγωγής 3064/89 λόγω παράλειψης του Εφεσιβλήτου Ενάγοντα (αδελφού της Εναγομένης 2 και ανεψιού του Εναγομένου 1) να λάβει τα αναγκαία και λογικά μέτρα για την προώθηση και αποπεράτωση της σε λογικό χρονικό διάστημα ή και λόγω εσκεμμένων ενεργειών του Εφεσίβλητου Ενάγοντα που είχαν σαν αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής, κατά παράβαση των συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων Εναγομένων 1 και 2. Η αίτηση είχε βασισθεί στη Δ.31 θ.1, 10, στο Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και στο άρθρο 6(1) του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμου του 1962, όπως και στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου.Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αναφέρθηκε στο ιστορικό της αγωγής που καταχωρήθηκε στις 29.11.1989, μέχρι και τη συμπλήρωση της ακρόασης με τις αγορεύσεις στις 18.11.1993. Ακολούθησε αίτηση για προσθήκη της Εταιρείας Pounderest Ltd ως Εναγομένης 3, η οποία εγκρίθηκε στις
8.8.1994 κατόπιν ακροάσεως και κατεχωρήθη ανάλογα τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα στις 17.8.1994. Μέχρι τις 22.11.1994 είχαν κλείσει τα τροποποιημένα δικόγραφα μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγομένων 1 και 2, αλλά η αγωγή δεν επιδόθηκε στη νέα Εναγομένη 3. Με την αίτηση τους οι Εναγόμενοι 1 και 2 ισχυρίζοντο ότι ο Ενάγων, επιδεικνύοντας ασύγνωστη αμέλεια και αδιαφορία αλλά και προβαίνοντας σε αδικαιολόγητες ενέργειες, δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια για την επίδοση στην Εναγόμενη 3 αλλά ούτε και για προώθηση και διεκπεραίωση της αγωγής, η οποία τελικά στις 21.5.1997 ορίσθηκε αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο για ακρόαση στις 2.10.1997, οπότε και ανεβλήθη για τις 26.1.1997 λόγω κωλύματος του δικαστηρίου και ακολούθως για τις 27.2.1997 λόγω αλλαγής δικηγόρου του Ενάγοντα. Εν τω μεταξύ στις 17.2.1997 υπεβλήθη η αίτηση. Σε αυτή, εκτός της πιο πάνω αναφοράς στη συμπεριφορά του Ενάγοντα, εγίνετο και αναφορά στη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία των Εναγομένων 1 και 2 και συγκεκριμένα στο ότι, ο μεν Εναγόμενος 1 είναι ηλικίας 70 ετών και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, η δε Εναγομένη 2 κατοικεί στην Αγγλία με τα ανήλικα παιδιά της και υφίσταται ανάλογες συνέπειες και έξοδα. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στη δυσχέρεια που προκαλείται στην υπεράσπιση ως εκ της παρόδου πολλού χρόνου από των επιδίκων γεγονότων όσον αφορά τη μαρτυρία.Όσον αφορά τις ενέργειες του Ενάγοντα για επίδοση, στις 23.12.1994 εγκρίθηκε αίτηση του για υποκατάστατη επίδοση με διπλοσυστημένη επιστολή και στις 20.6.1995 εγκρίθηκε αίτηση του για υποκατάσταση επίδοση με ανάρτηση του κλητηρίου εντάλματος στην πόρτα του εγγεγραμμένου γραφείου της Εναγομένης 3. Εφ΄όσον όμως δεν έγινε επίδοση, η υπόθεση ορίσθηκε από το Πρωτοκολλητείο στις 8.4.1996, έκτοτε δε αναβάλλετο για διάφορους λόγους, περιλαμβανομένης αλλαγής στη σύνθεση του δικαστηρίου ως εκ του διορισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο του Προέδρου, εκ των μελών του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδίκαζε την αγωγή, η οποία έτσι έπρεπε να εκδικασθεί εξ υπαρχής, μέχρι που ορίσθηκε για ακρόαση στις 2.10.1997. Ο Ενάγων στην ένσταση του αναφέρετο σε πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες επίδοσης στην Εναγόμενη 3 και στο ότι έλαβε όλα τα αναγκαία διαβήματα για επίδοση και μετά την έγκριση της αίτησης του για υποκατάστατη επίδοση, αποδίδοντας τη μη επίδοση ή τη μη πληροφόρηση για επίδοση στους δικαστικούς επιδότες. Ο Ενάγων, απορρίπτοντας τα αποδιδόμενα σε αυτόν από τους Εναγόμενους 1 και 2, λέγει ότι πάντοτε ενδιαφέρετο για την αποπεράτωση της αγωγής το συντομότερο και αποδίδει ευθύνη στον τότε δικηγόρο του για ελλιπή πληροφόρηση του στην Αγγλία όπου ευρίσκετο.
Ας σημειωθεί ότι δεν υπήρξε αντεξέταση επί των ενόρκων δηλώσεων και ότι τελικά έγινε επίδοση στην Εναγόμενη 3 μετά την καταχώριση της αίτησης για απόρριψη της αγωγής.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, αποφαινόμενος ότι η Δ.31 θ.1, 10, δεν ήταν σχετική, εξέτασε την αίτηση βάσει των προαναφερθέντων Άρθρων 30(2) και 6(1) και των συμφυών εξουσιών του δικαστηρίου. Θεώρησε δε ότι, όπως το έθεσε αφού αναφέρθηκε στη νομολογία:
"... ο σκοπός της πρόνοιας εκείνης (του ΄Αρθρου 30.2) δεν είναι η παραγραφή ή η διαγραφή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός προσώπου αλλά ο καθορισμός του πλαισίου για την έγκυρη, νόμιμη και ορθή διαπίστωσή τους. Δηλαδή θεωρώ ότι η πρόνοια εκείνη δεν παρέχει εξουσία για απόρριψη μιας αγωγής αλλά καθορίζει το πλαίσιο της διαδικασίας μέσω της οποίας θα διαγνωσθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των διαδίκων. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε περίπτωση παραβίασης του προαναφερόμενου πλαισίου, ένα κράτος, που έχει επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, δεν μπορεί να κριθεί υπόλογο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Θεωρώ επομένως ότι, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, το παρόν Δικαστήριο, δεν θα κρίνει κατά πόσο έγινε παράβαση των προνοιών του Άρθρου 30.2 από την Κυπριακή Δημοκρατία, (όπως κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης) αλλά μόνο αν η αγωγή είναι ορθό και δίκαιο να απορριφθεί ή να ανασταλεί ή να διαγραφεί λόγω καθυστέρησης κλπ., όπως ζητείται στην αίτηση."
Στη συνέχεια εξέτασε το θέμα στα πλαίσια των συμφυών εξουσιών του δικαστηρίου, με ιδιαίτερη αναφορά στις αρχές που συνοψίζονται στην υπόθεση
Grovit v. Doctor [1997] 2 All E.R. 417. Διαπίστωσε δε τα ακόλουθα:"α) Ο ενάγοντας δεν ευθύνεται για άμετρη και ασύγνωστη καθυστέρηση στο αρχικό στάδιο, στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στο στάδιο της τροποποίησης ή στο στάδιο της επίδοσης στην εναγόμενη 3. ..........................
β) Η καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης δεν μπορεί να αποδοθεί σε εκ προθέσεως και προσβλητική συμπεριφορά του ενάγοντα. Ο ενάγοντας ουδέποτε παρήκουσε οποιαδήποτε οδηγία ή διάταγμα του Δικαστηρίου.
γ) Η συμπεριφορά του ενάγοντα δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να θεωρηθεί και σαν κατάχρηση της διαδικασίας, υπό την έννοια του σκεπτικού της υπόθεσης
δ) Δεν έχω πεισθεί ούτε και για οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό, εις βάρος των εναγομένων, εξ αιτίας της καθυστέρησης. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει οποιοσδήποτε πραγματικός κίνδυνος μη διεξαγωγής δίκαιης δίκης, εν όψει της καθυστέρησης."
Και προχώρησε, με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, να απορρίψει την αίτηση.
Τα θέματα που εγείρουν οι λόγοι έφεσης όπως αναπτύσσονται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων στη γραπτή αγόρευση του είναι ουσιαστικά δύο:
1. Η ορθότητα των πιο πάνω διαπιστώσεων του ευπαίδευτου Προέδρου αναφορικά με τον Ενάγοντα.
2. Η παράλειψη του ευπαίδευτου Προέδρου να εφαρμόσει τα εν λόγω Άρθρα 30(2) και 6(1).
Από την πλευρά του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο επιχειρηματολογεί σε στήριξη της απόφασης, με ιδιαίτερη αναφορά σε πρόσφατη νομολογία και ειδικά την απόφαση Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.), Πολ. Έφ. 9520, 7.8.1998.
Δεν είναι καθαρό τι είχε υπ΄όψη του ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αποφασίζοντας ότι το θέμα δεν μπορούσε να κριθεί σε συνάρτηση με το Άρθρο 30(2) και το άρθρο 6(1). Καθ΄όσον έκανε αναφορά στην υπόθεση
Ford στην οποία βασίσθηκε για να διατυπώσει την άποψη του, προφανώς το θέμα σχετίζεται με την κατάληξη στην υπόθεση Σιακόλας, η οποία είχε εκδοθεί μόλις μια μέρα πριν από την έκδοση της απόφασης του, εξ ου και δεν μνημονεύεται. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος όμως προχώρησε να πει ότι, στα πλαίσια της ενώπιον του διαδικασίας, δεν θα εκρίνετο η ισχυριζόμενη παράβαση του άρθρου 30(2) αλλά μόνο κατά πόσο ήταν ορθό και δίκαιο να απορριφθεί η αγωγή λόγω καθυστέρησης. Σε αυτό μπορεί να υπάρχει κάποια αντινομία καθ΄όσον η καθυστέρηση είναι και η ουσία της επίκλησης του Άρθρου 30(2). Εν πάση περιπτώσει όμως, το ερώτημα αφορά την ορθότητα της άποψης ότι η αίτηση δεν μπορούσε να διαγνωσθεί στα πλαίσια του Άρθρου 30(2).Η υπόθεση Σιακόλας, όπως και η προκειμένη, αφορούσε αίτηση για απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησης της από την Ενάγουσα. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι σύμφωνα με τη νομολογία (
Sofocli v. Leonidou (1988) 1 CLR 583, Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 ΑΑΔ 109, Βαρδιάνου ν. Richards, Πολ. Έφ. 9112, 14.4.1998) και σε συνάρτηση με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, υπήρχε συμφυής εξουσία στο δικαστήριο να επιληφθεί αίτησης όπως η προκειμένη. Θεώρησε όμως ότι η σχετική νομολογία (Αστυνομία ν. Φάντης (1994) 2 ΑΑΔ 160, Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 ΑΑΔ 225, In Re Efthymiou (1987) 1 CLR 329, Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232) καθιερώνει την αρχή ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου μπορεί να εξετασθεί μόνο μέσα στα πλαίσια της ίδιας της δίκης και όχι προς το σκοπό καταργήσεως ή αποφυγής της δίκης, με αποτέλεσμα η εν λόγω συμφυής εξουσία του δικαστηρίου να μην μπορούσε να ασκηθεί στο προ της δίκης στάδιο (όπως είχε εξετασθεί και απορριφθεί η αίτηση πρωτοδίκως). Όπως το έθεσε στη σελ. 8:"Ενόψει της νομολογίας που παραθέσαμε, γίνεται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα της κατ΄ισχυρισμό παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Τα δικαιώματα κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της. Επομένως ούτε και εμείς θα το εξετάσουμε. Κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό είναι άκυρη και θα πρέπει να παραμεριστεί, για να γίνει κατορθωτή η εξέταση του, αν εγερθεί εκ νέου, μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας."
Η απάντηση στο τιθέμενο ερώτημα συναρτάται βέβαια με την ερμηνεία και άποψη της πιο πάνω νομολογίας στο σύνολο της. Δεν θεωρούμε όμως αναγκαίο να υπεισέλθουμε στο θέμα αυτό, και διότι δεν μας έχει ζητηθεί ούτε έχει υπάρξει σχετική επιχειρηματολογία, και διότι το πράγμα καλύπτεται ουσιαστικά από το άλλο σκέλος της απόφασης του ευπαίδευτου Προέδρου στον παράλληλο τομέα της δυνατότητας απόρριψης αγωγής λόγω καθυστέρησης στην προώθηση της, δηλάδή εκείνο της κατάχρησης της δικαιοδοσίας. Η κατευθυντήρια απόφαση του House of Lords στην υπόθεση
Grovit v. Doctor (ανωτέρω) ξεκαθαρίζει ότι το δικαστήριο έχει συμφυή εξουσία να απορρίψει αγωγή λόγω καθυστέρησης στην προώθηση της, η οποία συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Η απόφαση διατυπώνει δύο αρχές πάνω στις οποίες μπορεί να ασκηθεί η σχετική διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, όπως περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στην υπόθεση Birkett v. James [1977] 2 All E.R. 801 στη σελ. 805, το οποίο και υιοθετεί στη σελ. 419:"The approach which is adopted at the present time by courts on an application to dismiss an action for want of prosecution is set out by Lord Diplock in Birkett v. James [1977] 2 All ER 801 at 805, [1978] AC 297 at 318. Lord Diplock basing himself upon a note in The Supreme Court Practice (1976) to RSC Ord 25, r 1, said:
"The power should be exercised only where the court is satisfied either (1) that the default has been intentional and contumelious, eg disobedience to a peremptory order of the court or conduct amounting to an abuse of the process of the court; or (2)(a) that there has been inordinate and inexcusable delay on the part of the plaintiff or his lawyers, and (b) that such delay will give rise to a substantial risk that it is not possible to have a fair trial of the issues in the action or is such as is likely to cause or to have caused serious prejudice to the defendants either as between themselves and the plaintiff or between each other or between them and a third party.""
Η δεύτερη αρχή, η οποία αναφέρεται στο ένα σκέλος της στον κίνδυνο να μην υπάρξει δίκαιη δίκη ως εκ της καθυστέρησης, ουσιαστικά εξομοιώνεται με την αρχή στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί σε σχέση με το Άρθρο 30(2) και προσλαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις στην Κύπρο ως εκ της συνταγματικής προοπτικής της. Η πρώτη αρχή αναφέρεται μάλλον στο κακόπιστο αυτό καθ΄αυτό της πρόθεσης του Ενάγοντα. Και οι δύο αφορούν τη δυνατότητα αλλά και το καθήκον του δικαστηρίου, απαραίτητα συνυφασμένα με τον ίδιο τον προορισμό του, να διαφυλάξει τη διαδικασία του από καταχρήσεις που πλήττουν είτε την αξιοπιστία της είτε την αποτελεσματικότητα της. Όπως παρατήρησε ο Lord Woolf στη σελ. 419:
"Although principle (1) links abuse of process with delay which is intentional and contumelious, the prevention of abuse of process has by itself long been a ground for the courts striking out or staying actions by virtue of their inherent jurisdiction irrespective of the question of delay and Lord Diplock's statement of the principles does not affect this separate ground for striking out or staying proceedings."
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εξέτασε το εγειρόμενο θέμα σε αναφορά με τις αρχές της υπόθεσης
Grovit. Και είναι ουσιαστικά εναντίον των διαπιστώσεων και της κατάληξης του που στρέφεται η έφεση. Έχοντας υπ΄όψη μας το όλο χρονολογικό ιστορικό της υπόθεσης, δεν βλέπουμε πεδίο επέμβασης μας με την άποψη του ευπαίδευτου Προέδρου ότι δεν κατεδείχθη εσκεμμένη και περιφρονητική (intentional and contumelious) καθυστέρηση εκ μέρους του Ενάγοντα, αναγόμενη σε κατάχρηση της διαδικασίας σύμφωνα με την πρώτη αρχή της υπόθεσης Grovit. Σίγουρα, οι ίδιοι οι εναγόμενοι δεν παραπονούνται για τέτοια συμπεριφορά του Ενάγοντα μέχρι τη συμπλήρωση της ακρόασης στις 18.11.1993 και ακόμα μέχρι την έγκριση της αίτησης για προσθήκη της Εναγόμενης 3 στις 8.8.1994. Το παράπονο τους αφορά ουσιαστικά τη μη προώθηση της αγωγής και τη μη επίδοση στην Εναγόμενη 3 μετά την καταχώρηση του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ανασκόπησε εκτεταμένα και προσεκτικά τα όσα ακολούθησαν για να καταλήξει στην άποψη του, και δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εναγόμενους ότι η άποψη του δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Σημειώνουμε συναφώς ότι το τι είναι σχετικό δεν είναι η καθυστέρηση αυτή καθ΄αυτή, ούτε ακόμα η ενδεχόμενη αμέλεια ή ολιγωρία του Ενάγοντα στην προώθηση της αγωγής αλλά η ύπαρξη εσκεμμένης και περιφρονητικής συμπεριφοράς επιφέρουσας καθυστέρηση. Αυτό δεν μπορούσε να εξαχθεί από το όλο ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο μάλλον έδειχνε ότι, σίγουρα από τις 4.4.1996 που η υπόθεση επαναορίσθηκε από το δικαστήριο, υπήρξαν διάφοροι λόγοι για τις αναβολές, για πολλούς από τους οποίους δεν ευθύνετο ο Ενάγων είτε στους οποίους ενίοτε συνέτειναν και οι Εναγόμενοι, μη παραλείποντας να αναφέρουμε και το ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 εξεδήλωσαν στο δικαστήριο για πρώτη φορά την πρόθεση τους να καταχωρήσουν αίτηση για απόρριψη της αγωγής στις 12.3.1997 αλλά δεν υπέβαλαν την αίτηση τους μέχρι τις 17.2.1998. Μάλιστα, εν όψει της εκδηλωθείσας πρόθεσης τους στις 12.3.1997, η υπόθεση ετέθη εκτός πινακίου εν αναμονή της αίτησης, και ήταν ο Ενάγων που ζήτησε στις 15.4.1997 να ορισθεί και πάλι η αγωγή, όπως επέμενε και σε άλλες περιπτώσεις στη συνέχεια. Δεν ευσταθεί λοιπόν η θέση των Εναγομένων ότι ο Ενάγων ουδέν διάβημα έλαβε για προώθηση και διεκπεραίωση της αγωγής μετά την καταχώρηση του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος, ο δε ισχυρισμός των Εναγομένων για ασύγγνωστη αμέλεια και αδιαφορία του Ενάγοντα και αδικαιολόγητες ενέργειες του αποσκοπούσες σε καθυστέρηση δεν τεκμηριώνεται. Όσον αφορά ειδικά την καθυστέρηση επίδοσης στην Εναγόμενη 3, σημειώνουμε ότι δεν υπήρξε αντεξέταση επί της ενόρκου δηλώσεως του Ενάγοντα, ο οποίος απέδιδε την ευθύνη στους δικαστικούς επιδότες, ούτε άλλη μαρτυρία, και ασφαλώς από τα ενώπιον του ευπαίδευτου Προέδρου στοιχεία, περιλαμβανομένου του φακέλλου, δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί συμπέρασμα ότι ο Ενάγων εσκεμμένα και κακόπιστα επεδίωξε τη μη επίδοση στην Εναγόμενη 3 με σκοπό την καθυστέρηση. Επαναλαμβάνουμε ότι για σκοπούς της κρινόμενης αρχής είναι η φύση της συμπεριφοράς του ενάγοντα ως εσκεμμένη και περιφρονητική που έχει σημασία.Έχουμε την ίδια άποψη για την κατάληξη του ευπαίδευτου Προέδρου όσον αφορά τη δεύτερη αρχή της υπόθεσης
Grovit, που αφορά υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του Ενάγοντα η οποία είτε δημιουργεί υπολογίσιμο κίνδυνο μη διεξαγωγής δίκαιης δίκης είτε είναι πιθανό να προκαλέσει σοβαρό δυσμενή επηρεασμό στον εναγόμενο. Κατ΄αρχή, έχουμε ήδη σχολιάσει το ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο δεν αντικρούεται με τη διαπίστωση του ευπαίδευτου Προέδρου ότι δεν κατεδείχθη υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους του Ενάγοντα. Αλλά και η όποια καθυστέρηση ενδεχόμενα να οφείλετο στον Ενάγοντα, δεν είναι από μόνη της αρκετή για να απορριφθεί η αγωγή, εκτός αν καταδειχθεί επίσης είτε ο κίνδυνος μη δίκαιης δίκης είτε ο δυσμενής επηρεασμός των Εναγομένων, που ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε ότι δεν κατεδεικνύετο. Και πάλι, δεν βλέπουμε πως θα διαφωνούσαμε με την κατάληξη αυτή. Τα όσα αναφέρουν οι Εναγόμενοι 1 και 2 σε σχέση με τις συνέπειες της καθυστέρησης στην οριστική διάγνωση των δικαιωμάτων τους δεν είναι τέτοια που, στο στάδιο αυτό τουλάχιστον, να αναιρούν εκ των προτέρων τη δυνατότητα δίκαιης δίκης ή να επηρεάζουν δυσμενώς τους Εναγόμενους με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται η απόρριψη της αγωγής. Τα δικαστήρια είναι τα τελευταία που θα ανέχοντο αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, και η πλούσια νομολογία τους εκφράζει την έμπρακτη προσήλωση τους στην αρχή της έγκαιρης εκδίκασης. Η κρινόμενη εξουσία απόρριψης της αγωγής λόγω καθυστέρησης στην προώθηση της είναι όμως μια εξαιρετική εξουσία με νομολογημένα όρια και δεν προσφέρεται ως υποκατάστατο των μέτρων εκείνων που είτε μπορούν να ληφθούν δικονομικά από τους διαδίκους για αντιμετώπιση καθυστερήσεων είτε οφείλουν να καθιερωθούν από την πολιτεία στα πλαίσια των υποχρεώσεων της για διασφάλιση της ταχείας και εύρυθμης απονομής της δικαιοσύνης. Όπως επεσήμανε ο Lord Griffiths στην υπόθεση Department of Transport v. Ghris Smaller (Transport) Ltd [1989] 1 All E.R. 897, στη σελ. 903:"Τo extend the principle purely to punish the plaintiff in the illusory hope of transforming the habits of other plaintiffs' solicitors would, in my view, be an unjustified way of attacking a very
Ως αποτέλεσμα, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων Εναγομένων 1 και 2.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π