ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 871
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9955
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.OTHON GHALANOS AND SONS LTD,
Εφεσείοντες-εν αγόμενοι,
και
C.D. HAY AND SONS LTD,
Εφεσίβλητοι-εν άγοντες.
- - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
21.6.99ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους εφεσείοντες: κ.κ. Σκορδής και Παπαπέτρου
Για τους εφεσίβλητους: κ. Α. Παναγιώτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία ήταν ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής PC 060 και οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήταν αντιπρόσωποι των αυτοκινήτων αυτών στην Κύπρο και διατηρούσαν συνεργείο για επιδιόρθωση αυτοκινήτων. Ένας από τους πελάτες της ήταν και η εφεσείουσα.
Κατά τον Οκτώβριο του 1991 ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας παραπονέθηκε στο τεχνικό διευθυντή της εφεσίβλητης, Κυριάκο Μαυρή, ότι ακουγόταν κάποιος θόρυβος από το κιβώτιο ταχυτήτων του αυτοκινήτου και από έλεγχο που διενήργησε ο κ. Μαυρής διαπιστώθηκε ότι πράγματι υπήρχε κάποια βλάβη. Ως εκ τούτου διευθετήθηκε όπως το αυτοκίνητο εισαχθεί στο συνεργείο της επιδιόρθωσης. Το αυτοκίνητο οδήγησε στη Λευκωσία από τη Λεμεσό υπάλληλος της εφεσείουσας, ο οποίος προτού φθάσει στο συνεργείο ειδοποίησε τον κ. Μαυρή ότι το αυτοκινήτο του είχε ακινητοποιηθεί στα φώτα τροχαίας στην είσοδο της Λευκωσίας και ο τελευταίος διευθέτησε τη ρημούλκηση του οχήματος στο συνεργείο του. Στο συνεργείο διαπιστώθηκε ότι υπήρξε κάποια βλάβη στο ηλεκτρικό σύστημα και πιθανόν αυτή να ήταν η αιτία που ετέθη η μηχανή εκτός λειτουργίας. Τόσο η βλάβη στο κιβώτιο ταχυτήτων, όσο και η ηλεκτρική βλάβη επιδιορθώθηκαν αλλά όταν τέθηκε σε λειτουργία το αυτοκίνητο διαπιστώθηκε ότι προκαλούνταν συνεχείς δονήσεις στη μηχανή και η απόδοση της ήταν μειωμένη. Έγινε μία δοκιμαστική οδήγηση γύρω στο χώρο του συνεργείου για να διαπιστωθεί η λειτουργία του κιβωτίου ταχυτήτων, αλλά και για να εξακριβωθεί η βλάβη στη μηχανή.
Μετά που ειδοποιήθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας, κ. Γαλανός για το συμβάν, έδωσε οδηγίες να ανοιχθεί η μηχανή για να διαπιστωθεί επακριβώς η βλάβη. Αφού έγινε τούτο, διαπιστώθηκε ότι μία βάση της ωστικής ράβδου είχε ξεβιδωθεί και πέσει στο κάτω μέρος της μηχανής. Η αποσύνδεση του μέρους αυτού μείωσε τη λειτουργία και ένα από τα πιστόνια δεν λειτουργούσε προκαλώντας και τους κραδασμούς στη μηχανή.
Όταν η εφεσείουσα αρνήθηκε να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό των £1.042 για την επιδιόρθωση του κιβωτίου ταχυτήτων οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον των ιδιοκτητών του οχήματος απαιτώντας το ποσό αυτό και οι εφεσείοντες ανταπαίτησαν για τη βλάβη στη μηχανή για ποσό που υπερβαίνει εκείνο της απαίτησης.
Aναφορικά με την απαίτηση των εφεσιβλήτων για την επιδιόρθωση του κιβωτίου ταχυτήτων, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε υπεράσπιση εκ μέρους των εφεσειόντων. Όσον αφορά τη βλάβη στη μηχανή από την αποσύνδεση της ωστικής ράβδου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, αποδεχόμενο την εκδοχή των εφεσιβλήτων, ότι αυτή δεν απεδείχθη ότι προήλθε από οποιαδήποτε ενέργεια των ιδίων και έτσι εξέδωσε απόφαση υπέρ τους, απορρίπτοντας συνάμα και την ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Είναι προφανές από τη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι απλώς αφαίρεσαν το κιβώτιο ταχυτήτων, το οποίο και επιδιόρθωσαν και ως εκ τούτου καμμία από τις εργασίες που διεξήγαν δεν θα μπορούσε να είχε προκαλέσει την αποσύνδεση της ωστικής ράβδου, που βρισκόταν εντός της μηχανής του αυτοκινήτου, χωρίς καμμιά σχέση ή σύνδεση με το κιβώτιο ταχυτήτων.
Με την παρούσα της έφεση η εφεσείουσα εταιρεία αμφισβητεί τα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου με εκτενή αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας και στα λάθη, κατά τον ισχυρισμό της, στην απόφαση, όσον αφορά την εκτίμηση στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Από μία μεγάλη σειρά σχετικής νομολογίας η νομική αρχή επί του θέματος είναι ότι όπου είναι εύλογα ανοικτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα που έκαμε σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και την αξιοπιστία των μαρτύρων, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Το βάρος της απόδειξης εναπόκειται σε εκείνο που τα αμφισβητεί για να πείσει το Δικαστήριο ότι τα εν λόγω ευρήματα ήταν εσφαλμένα. Στην υπόθεση
Kakoullou and Another v. Kakoulli (1985) 1 C.L.R. 335 στη σελ. 370 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:"It is well settled that it is the practice of an appellate Court not to interefere with the findings of fact of the trial Court which had the advantage of hearing the witnesses and watching their demeanour. If on the evidence before him it was reasonably open to him to make the findings to which he arived at, then this Court will not interfere unless the inferences drawn therefrom are not warranted by the findings whereupon this Court can draw its own conclusions - (Iman v. Papacostas, (1968) 1 C.L.R. 207; Nearchou v. Papaefstathiou, (1970) 1 C.L.R. 109, at p. 114; Patsalides v. Afsharian, (1965) 1 C.L.R. 134; Sofoclis Mamas v. The Firm "ARMA" Tyres, (1966) 1 C.L.R. 158; Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd., (1981) 1 C.L.R. 551; Osman Mentesh and Another v. Evripides Hadji-Demetriou, (1983) 1 C.L.R. 1; Stylianou & Another v. Petrou, (1984) 1 C.L.R. 362."
Αναφορικά δε με το θέμα αξιοπιστίας, όπου ισχύουν παρόμοιες αρχές, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση
Charalambides v. Hji Soteriou and Others (1975) 1 C.L.R. 269 στη σελ. 277:"In a case such as the present one it might be useful to refer to some of our case-law concerning the approach on appeal to an issue of credibility of witnesses: some of the relevant decisions are cited in Koumbaris v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 1, 9, and the same principles have been applied in subsequent cases such as Pyrgas v. Stavridou (1969) 1 C.L.R. 332, 342, Ponou v. Ibrahim (1970) 1 C.L.R. 78, 82, Kyriacou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176 and Karavallis v. Economides (1970) 1 C.L.R. 271, 284, 285.
It is to be derived from the above case-law that if it was reasonably open to a trial court to make the finding which it has made as to credibility then this Court will not interfere with it.
A particular feature of the approach of this Court, on appeal, to an issue of credibility is that it is up to the party which challenges a finding of a trial court, on such issue, to satisfy this Court that the finding is, indeed, erroneous (see, Inter alia, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Papaellina v. EPCO (Cyprus) Ltd. and Another (1967) 1 C.L.R. 338, 370, Iman v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208, Constantinou v. Symeonides (1969) 1 C.L.R. 412, 415, Christodoulou v. Georghiades (1973) 1 C.L.R. 155, 157, 158, Hjisolomou (No.2) v. Manolis (1972) 1 C.L.R. 180, 181, 182 and Moumdjis v. Michaelidou and Others,(1974) 1 C.L.R. 226, at p. 237)."
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η βλάβη στη μηχανή είχε δημιουργηθεί και ολοκληρωθεί πριν την εισαγωγή του αυτοκινήτου στο συνεργείο και συγκεκριμένα μέχρι την ακινητοποίηση του στην είσοδο της Λευκωσίας. Οι εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι αυτό το συμπέρασμα δεν εδικαιολογείτο από τη μαρτυρία, αφού καμμία ένδειξη περί τούτου δεν υπήρχε μέχρις εκείνη τη στιγμή. Το Δικαστήριο όμως, όπως επισημαίνουμε περαιτέρω, αφού άκουσε τη μαρτυρία ενώπιον του θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατόν η βλάβη να δημιουργήθηκε στο συνεργείο, απλώς διαπιστώθηκε μετά την επιδιόρθωση αφού μετά την ακινητοποίηση του στην είσοδο της Λευκωσίας η πρώτη φορά που τέθηκε σε λειτουργία η μηχανή ήταν μετά την επιδιόρθωση, έκρινε δε ότι από τη μαρτυρία δεν φαινόταν να έγινε οποιαδήποτε άλλη επέμβαση στο όχημα, που θα οδηγούσε στην πρόκληση της βλάβης αυτής.
Το θέμα ακολούθως επικεντρώθηκε στο κατά πόσο ο έλεγχος που έγινε από τους εφεσίβλητους με το να οδηγήσουν το αυτοκίνητο μετά που διαπιστώθηκε η κατάσταση της μηχανής ήταν τέτοιος που προκάλεσε τη ζημιά στη μηχανή. Οι εφεσείοντες για να προωθήσουν την υπόθεση τους σε αυτή της την πτυχή, βασίστηκαν στη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα που κάλεσαν ως μάρτυρα υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία αυτή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού δεν ήταν τέτοια που να αποδεικνύει με την αναγκαία σε πολιτικές υποθέσεις βεβαιότητα, ότι ο έλεγχος αυτός ήταν η αιτία της πρόκλησης της βλάβης.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τη συζήτηση που έγινε ενώπιον μας κατά την προώθηση της έφεσης για την ύπαρξη αντιφάσεων και αδικαιολόγητων ευρημάτων αφενός και την επιχειρηματολογία αφετέρου, ότι δικαιολογούνταν πλήρως τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο που είναι και ο αρμοδιότερος κριτής τέτοιων θεμάτων, ήταν δικαιολογημένο να απορρίψει την εκδοχή αυτή των εφεσειόντων και μιά τέτοια κατάληξη ήταν εντός των παραδεχτών πλαισίων άσκησης της κρίσης του επί του προκειμένου.
Ως εκ τούτου και με βάση τις αρχές και αυθεντίες στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω, θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ανατροπή των ευρημάτων του και κατά συνέπεια απορρίπτουμε την έφεση με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.