ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 967
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
Αρ. Αγωγής 201/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Μεταξύ:
PT Kiani Kertas, από την Ινδονησία
Ενάγοντες
και
1. Interorient Navigation Company Limited, από τη Λεμεσό
2. Baltiysk Shipping Company Limited, από τη Λεμεσό
3. Του πλοίου AENEAS εξ BALTIYSK, από το λιμάνι Λεμεσού
4. Rohde & Liesenfeld Gmbh & Co, από το Αμβούργο
5. Rohde & Liesenf
eld Inc, από τη Νέα ΥόρκηΕναγομένων
-----------------------
25 Ιουνίου 1999
Αίτηση ημερ. 19.10.98
Για τους Εναγόμενους 4 και 5-Αιτητές: κ. Ηλιάδης.
Για τους Ενάγοντες-Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Κ. Ερωτοκρίτου με κα. Σαρρή.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την αγωγή τους οι Ενάγοντες αξιώνουν:
"Α. Εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 3 αλληλεγγύως:-
Δολάρια Η.Π.Α. 1.150.000 (Δολάρια Η.Π.Α. ένα εκατομμύριο εκατόν πενήντα χιλιάδες) ή το ισάξιον αυτών σε Κυπριακές Λίρες σαν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή παράβαση καθήκοντος και/ή αμέλειας των Εναγομένων των υπηρετών ή αντιπροσώπων αυτών σε σχέση με ζημιές που υπέστησαν τα εμπορεύματα των Εναγόντων κατά την φόρτωση και/ή κατά την διάρκεια του ταξιδιού και/ή κατά την εκφόρτωση και/ή ελλιπούς παράδοσης (shor
Β. Εναντίον των Εναγομένων 4 και 5 αλληλεγγύως σαν αποστολέων αντιπροσώπων (forwarding agents):-
Δολάρια Η.Π.Α. 1.150.000 (Δολάρια Η.Π.Α. ένα εκατομμύριο εκατόν πενήντα χιλιάδες) ή το ισάξιον αυτών σε Κυπριακές Λίρες σαν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή παράβαση καθήκοντος και/ή αμέλειας των Εναγομένων των υπηρετών ή αντιπροσώπων αυτών σε σχέση με ζημιές που υπέστησαν τα εμπορεύματα των Εναγόντων κατά την φόρτωση και/ή κατά την διάρκεια του ταξιδιού και/ή κατά την εκφόρτωση και/ή ελλιπούς παράδοσης (short delivery) των εμπορευμάτων, που φορτώθηκαν στο πλοίο των Εναγομένων 2 και/ή των Εναγομένων 1 σαν μεταφορέων και
/ή ναυλωτών (carriers and/or charterers) AENEAS εξ BALTIYSK δυνάμει τριών (3) φορτωτικών Windrose Line με αριθμούς 01, και 03, ημερομηνίας Αμβούργο 23.09.95 και 2368-19003C ημερομηνίας Φιλλανδία 23.09.95 για την μεταφορά τους από Hanko Φιλλανδίας στο Mouth of Pantai River East Kalimantan, Ινδονησίας."
Οι Ενάγοντες είναι από την Ινδονησία. Οι Εναγόμενοι 2 ενάγονται ως ιδιοκτήτες και οι Εναγόμενοι 1 ως οι ναυλωτές του Εναγόμενου 3 πλοίου. Τόσο οι Εναγόμενοι 1 όσο και οι Εναγόμενοι 2 είναι από την Κύπρο, το δε Εναγόμενο 3 πλοίο ήταν εγγεγραμμένο στο Κυπριακό νηολόγιο. Οι Εναγόμενοι 4 και 5 είναι από τη Γερμανία και τις Η.Π.Α. αντίστοιχα και ενάγονται ως αποστολείς αντιπρόσωποι (forwarding agents) των εμπορευμάτων. Η Windrose Line που εξέδωσε τις τρεις φορτωτικές είναι υποδιαίρεση (division) και των δύο Εναγομένων 4 και 5 (οι δύο φορτωτικές αφορούν τους Εναγόμενους 4 και η άλλη τους Εναγόμενους 5).
Η αγωγή επιδόθηκε κανονικά στους Εναγόμενους 1 και 2. Κατόπιν αιτήσεως των Εναγόντων, το δικαστήριο, με απόφαση ημερομηνίας 20.2.1998, εξέδωσε διάταγμα που επέτρεπε την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στους Εναγόμενους 4 και 5 εκτός δικαιοδοσίας, όπως και έγινε. Κατόπιν τούτου, οι Εναγόμενοι 4 και 5 από κοινού κατεχώρησαν, αφού ενεκρίθη προς τούτο αίτηση τους (καθώς και αίτηση τους για καταχώρηση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία) την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν:
"Α. Διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία στην παρούσα αγωγή καθότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τις εν λόγω διαφορές μεταξύ των διαδίκων."
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ως βασική θέση είναι ότι η απαίτηση των εναγόντων εναντίον των εναγομένων 4 και 5 είναι αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ημερομηνίας 30.1.1995 στην οποία γίνεται ρητή αναφορά για παραπομπή διαφορών σε διαιτησία στη Τζιακάρτα της Ινδονησίας. Συναφώς αναφέρεται και ότι οι τρεις φορτωτικές εξεδόθησαν από τους Eναγομένους 1 και 2, αν και αναγνωρίζεται ότι οι Εναγόμενοι 4 και 5 ενάγονται ως αποστολείς αντιπρόσωποι (forwarding agents) και/ή εκδότες των εν λόγω φορτωτικών. Αναφέρεται περαιτέρω ότι στη φορτωτική που αφορά τους Εναγομένους 5 υπάρχει ρήτρα δικαιοδοσίας του United States District Court for the Southern District of New York. Η ένορκη δήλωση ισχυρίζεται επίσης ότι η μόνη σχέση της υπόθεσης με την Κύπρο είναι ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 εδρεύουν εδώ, ότι αν το δικαστήριο αναλάβει δικαιοδοσία θα πρέπει να εφαρμόσει άλλο δίκαιο (το Φιλλανδικό) για τους Εναγόμενους 1 και 2 και άλλο δίκαιο (τους Κανόνες Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου) για τους Εναγόμενους 4 και 5 και ότι δεν παρατίθεται μαρτυρία που να δείχνει ότι οι Ενάγοντες έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα και ότι η αγωγή είναι κατάλληλη να δικασθεί στην Κύπρο.
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, η οποία υιοθετεί και τις ενόρκους δηλώσεις που είχαν καταχωρηθεί σε στήριξη της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, επαναλαμβάνει ότι οι Εναγόμενοι 4 και 5 ενάγονται ως αποστολείς αντιπρόσωποι δυνάμει των φορτωτικών, ως κατάλληλα και απαραίτητα μέρη στην αγωγή. Αναφέρεται στη συμφωνία της 30.1.1995 μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων 4 ως κυρίως συμφωνία και στην ύπαρξη καλού αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων όπως προκύπτει από τις φορτωτικές όσο και από τη εν λόγω συμφωνία σε αναφορά με την έκθεση
εκτίμησης των ζημιών και όπως επιβεβαιώνεται από την απόφαση του δικαστηρίου με την οποία δόθηκε άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Η ένορκη δήλωση υποστηρίζει περαιτέρω ότι η αγωγή είναι κατάλληλη να εκδικασθεί στην Κύπρο και ως εκ της εδώ παρουσίας των Εναγομένων 1 και 2 που ήδη την υπερασπίζονται και ως εκ του επιθυμητού επίλυσης όλων των επιδίκων θεμάτων μεταξύ όλων των διαδίκων σε μια αγωγή, παρατηρώντας το ανεπιθύμητο εγέρσεως διαφόρων αγωγών σε κάθε μια από τις δικαιοδοσίες που θα προέκυπτε άλλως πως (Κύπρο για τους Εναγόμενους 1, 2 και 3, Ινδονησία για τους Εναγόμενους 4 και Η.Π.Α. για τους Εναγόμενους 5). Συναφώς, απορρίπτεται η θέση ότι η εκδίκαση στην Κύπρο θα συνεπάγεται σημαντικά έξοδα για την απόδειξη ξένου δικαίου ή περισσότερα έξοδα από ότι η εκδίκαση αλλού και υποστηρίζεται ότι οι Εναγόμενοι 4 και 5 δεν έχουν δείξει ότι αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα ή μειονέκτημα από την έγερση και εκδίκαση της αγωγής στην Κύπρο. Απεναντίας, γίνεται παραπομπή στα προβλήματα που θα υπάρξουν αν οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων επιλυθούν με πολλαπλές διαδικασίες σε διάφορες διαδικασίες, περιλαμβανομένων των αυξημένων εξόδων και του κινδύνου διαφόρων αποφάσεων. Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι στις φορτωτικές περιέχεται ρήτρα παραγραφής 12 μηνών από της παράδοσης των εμπορευμάτων (που ήταν 28.10.1995), εξ ου και οι Ενάγοντες θα πληγούν ανεπανόρθωτα αν η αγωγή δεν εκδικασθεί στην Κύπρο αφού δεν θα τους είναι δυνατό να προωθήσουν άλλες διαδικασίες. Συναφώς, γίνεται παραπομπή σε παράλειψη των Εναγομένων 4 και 5 να δώσουν στους Ενάγοντες αιτηθείσα από αυτούς παράταση χρόνου παρά μόνο με τη λήξη της περιόδου παραγραφής, ότε η αγωγή είχε ήδη εγερθεί, και εν πάση περιπτώσει μόνο μέχρι τις 27.1.1997.Οι αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής της διαδικασίας δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Στην υπόθεση
Jadranska v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, o Ιωσηφίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση την εξέφρασε ως εξής:"On the authorities there is a prima facie presumption that the Court will insist on the parties honouring their bargain in cases where they have agreed that all disputes arising under a contract should be determined by a foreign Court. The Court will, however, consider whether there are sufficient grounds for displacing this prima facie presumption so as to entitle the parties to take advantage of the jurisdiction of the Court. Such a presumption may be displaced on good and sufficient reasons (The Fehmarn, ibid. at page 338)."
Στην υπόθεση
The Fehmarn [1957] 1 WLR 815, στην οποία είχε αναφερθεί ο Ιωσηφίδης, Δ., ο Willmer, J., είχε διατυπώσει την αρχή ως εξής στη σ. 819:"... it is well established that, where there is a provision in a contract providing that disputes are to be referred to a foreign tribunal, then prima facie this Court will stay proceedings instituted in this country in breach of such agreement, and will only allow them to proceed when satisfied that it is just and proper to do so. I think that fairly states the principle to be applied."
Οι κατευθυντήριες γραμμές για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου συνοψίσθησαν από τον Brandon, J., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Τhe Eleftheria (1969) 2 All E.R. 641, στη σ. 645:
"The principles established by the authorities can, I think, be summarised as follows: (1) where plaintiffs are in England in breach of an agreement to refer disputes to a foreign Court, and the defendants apply for a stay, the English Court, assuming the claim to be otherwise within its jurisdiction, is not bound to grant a stay but has a discretion whether to do so or not. (II) The discretion should be exercised by granting a stay unless strong cause for not doing so is shown. (III) The burden of proving such strong cause is on the plaintiffs. (IV) In exercising its discretion, the Court should take into account all the circumstances of the particular case. (V) In particular, but without prejudice to (IV), the following matters, where they arise, may properly be regarded: (a) In what country the evidence on the issues of fact is situated, or more readily available, and the effect of that on the relative convenience and expense of trial as between the English and foreign Courts: (b) Whether the Law of the foreign Court applies and, if so, whether it differs from English Law in any material respects; (c) With what country either party is connected, and how closely; (d) Whether the defendants genuinely desire trial in the foreign country, or are only seeking procedural advantages; (e) Whether the plaintiffs would be prejudiced by having to sue in the foreign Court because they would - (i) be deprived of security for that claim, (ii) be unable to enforce any judgment obtained, (iii) be faced with a time-bar not applicable in England, or (iv) for political, racial, religious or other reasons by unlikely to get a fair trial."
To απόσπασμα αυτό όπως και τα προηγούμενα, έχει παρατεθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση
Cyprus Phassouri Plantations Co. Ltd v. Adriatica di Navigazione SP of Venice (1985) 1 CLR 290, στην οποία έγινε ευρεία ανασκόπηση της Αγγλικής, Κυπριακής και άλλης νομολογίας.Πριν υπεισέλθω στην εφαρμογή των πιο πάνω στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τα όσα οι Εναγόμενοι 4 και 5 λέγουν αναφορικά με τη μη τεκμηρίωση καλού αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων. Κατ΄αρχή παρατηρώ ότι η αίτηση δεν ζητά παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και της επίδοσης, στα πλαίσια του οποίου θα ήταν ιδιαίτερα σχετικό το αν οι Ενάγοντες έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα για σκοπούς δικαιοδοσίας, αλλά αναστολή της διαδικασίας λόγω της ρήτρας διαιτησίας και της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Το ότι οι ενάγοντες έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα ήδη αποφασίσθηκε από το δικαστήριο στα πλαίσια της αναλήψεως δικαιοδοσίας ώστε να δοθεί άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, και εκείνη η διαταγή δεν επιδιώκεται να παραμερισθεί, ώστε ούτε μπορεί το εύρημα του δικαστηρίου να αμφισβητηθεί. Το ίδιο ισχύει για το άλλο εύρημα του δικαστηρίου, στα ίδια πλαίσια, ότι η αγωγή είναι κατάλληλη να εκδικασθεί στην Κύπρο, με την επιφύλαξη βέβαια ότι σε σχέση με αυτό είναι τώρα σχετικό να εξετασθούν οι συνέπειες της ρήτρας διαιτησίας και της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, όπως το ίδιο το δικαστήριο παρατήρησε στην απόφαση του. Επανερχόμενος στο θέμα του καλού αγώγιμου δικαιώματος όμως, και αν αυτό ήταν σχετικό να εξετασθεί και πάλι στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι οι Ενάγοντες δείχνουν ότι έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα για σκοπούς δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της αγωγής στην Κύπρο. Η αξίωση τους είναι για ζημιές στα εμπορεύματα τους δυνάμει του άρθρου 1(1)(g)(h) του Administration of Justice Act 1956 και στηρίζεται τόσο στις εν λόγω φορτωτικές και τις σχέσεις των μερών που προκύπτουν από αυτές όπως και στην έκθεση εκτίμησης των ζημιών στα εμπορεύματα. Ο ισχυρισμός ότι οι Ενάγοντες δεν δείχνουν καλό αγώγιμο δικαίωμα είναι εντελώς αβάσιμος και αστήρικτος, όπως είναι και ο ισχυρισμός των Εναγομένων 4 και 5 ότι οι φορτωτικές εξεδόθησαν υπό των Εναγομένων 1 και 2 και όχι υπό των ιδίων, θέση την οποία σοφώς δεν προώθησαν πέραν της ενόρκου δηλώσεως
των.Προχωρώντας στην ουσία του θέματος, η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι η απαίτηση των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων 4 και 5, όπως είναι διατυπωμένη στο κλητήριο ένταλμα, δεν είναι δυνάμει της γενικής συμφωνίας της 30.1.1995, όπως λανθασμένα λέγουν οι Εναγόμενοι 4 και 5, στην οποία και περιέχεται η ρήτρα διαιτησίας στην Ινδονησία, αλλά δυνάμει των φορτωτικών, εμπλεκομένων όχι μόνο των Εναγόντων και των Εναγομένων 4 αλλά και των άλλων Εναγομένων. To κλητήριο ένταλμα αναφέρει ότι οι Ενάγοντες σαν φορτωτές και/ή ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων και/ή δικαιούχοι και/ή παραλήπτες και/ή πωλητές "δυνάμει φορτωτικών", αξιούν εναντίον των Εναγομένων 4 και 5 σαν "αποστολέων αντιπροσώπων (forwarding agents)" για ζημιές που υπέστησαν τα εμπορεύματα τους, κατά τη φόρτωση και/ή διάρκεια του ταξιδιού και/ή εκφόρτωση, που φορτώθησαν "δυνάμει τριών (3) φορτωτικών". Πουθενά στο κλητήριο ένταλμα δεν αναφέρεται ότι η αγωγή βασίζεται στη γενική συμφωνία της 30.1.1995, έστω και αν οι Ενάγοντες αναφέρονται σε αυτή στις ενόρκους δηλώσεις τους. Αυτό είναι πλήρως αντιληπτό: Η γενική συμφωνία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια συμφωνία - πλαίσιο μεταξύ μόνο των Εναγόντων αφ΄ενός και των Εναγομένων 4 και κάποιων άλλων, των Pt Baruna Bosara Trans International, που δεν είναι καν εμπλεκόμενοι στη μεταφορά των εμπορευμάτων και στην αγωγή. Ως τέτοια, ρυθμίζει τις γενικές σχέσεις συνεργασίας των εν λόγω μερών και όχι οποιαδήποτε συγκεκριμένη μεταφορά εμπορευμάτων. Η συγκεκριμένη επίδικη μεταφορά έγινε δυνάμει των τριών φορτωτικών επί των οποίων και εγείρεται η αγωγή και οι οποίες περιέχουν τους όρους που τις ρυθμίζουν, μάλιστα δε οι Εναγόμενοι 5 δεν είναι καν μέρος στην εν λόγω γενική συμφωνία. Με αυτό το δεδομένο, δεν βλέπω πώς η ρήτρα διαιτησίας στην Ινδονησία που περιέχεται στη γενική συμφωνία μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση όσον αφορά τη συγκεκριμένη επίδικη μεταφορά. Οι δε δύο φορτωτικές που αφορούν τους Εναγόμενους 4 δεν περιέχουν οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας ή αλλοδαπής δικαιοδοσίας, τουλάχιστον στο μέρος τους το οποίο έχει παρουσιασθεί στο δικαστήριο.
Θα εξετάσω όμως το θέμα και όπως το θέτουν οι Εναγόμενοι 4, δηλαδή ως εάν η ρήτρα διαιτησίας στην Ινδονησία ήταν σχετική, αφού μάλιστα υπάρχει εν πάση περιπτώσει και η ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας όσον αφορά τους εναγόμενους 5 την οποία αυτοί επικαλούνται. Δεν υπάρχει αμφιβολία, αν οι ρήτρες εκληφθούν ως δεδομένες, ότι η γενική αρχή όπως αναλύθηκε πιο πάνω θέτει το βάρος στους Ενάγοντες να καταδείξουν ότι υπάρχουν καλοί λόγοι, ή ότι είναι ορθό και δίκαιο, ότι η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου δεν θα πρέπει να ασκηθεί προς όφελος της αναστολής της διαδικασίας. Η θεωρημένη μου άποψη με οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι ενάγοντες αποσείουν αυτό το βάρος και ότι η παρούσα συνιστά ιδιαζόντως αρμόζουσα περίπτωση στην οποία η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί προς όφελος της συνέχισης της διαδικασίας όσον αφορά και τους Εναγομένους 4 και τους Εναγομένους 5. Οι ίδιοι οι Ενάγοντες αν και από την Ινδονησία, επιθυμούν να δικασθούν στην Κύπρο. Τόσο οι Εναγόμενοι 1 ως οι ναυλωτές όσο και οι Εναγόμενοι 2 ως οι ιδιοκτήτες του Εναγόμενου 3 πλοίου (το οποίο κατά το σχετικό χρόνο ήταν εγγεγραμμένο στο Κυπριακό νηολόγιο) είναι κυπριακές εταιρείες, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται σε κάθε τομέα της δίκης και της εκτέλεσης τυχόν απόφασης, η αγωγή τους έχει επιδοθεί και την υπερασπίζονται. Οι Εναγόμενοι 4 και 5 είναι αλλοδαπές εταιρείες, συνδέονται όμως αφού και οι δύο εμπορεύονται ως Windrose Line, ενήργησαν από κοινού, εκπροσωπούνται από τον ίδιο συνήγορο και υπέβαλαν την αίτηση από κοινού. Αυτό αντανακλά στο θέμα των εξόδων τους και της ενδεχόμενα κοινής υπεράσπισης τους. Ούτε υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία ότι οι Εναγόμενοι 4 και 5 θα επωμισθούν περισσότερα έξοδα ή ταλαιπωρία αν δικασθούν στην Κύπρο αντί αλλού. Ομοίως, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το γεγονός ότι η ζημιά επιθεωρήθηκε και η έκθεση ετοιμάσθηκε την Ινδονησία θα επιβαρύνει υπέρμετρα σε έξοδα τη διαδικασία αν η αγωγή δικασθεί στην Κύπρο. Αλλά και όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, βάσει της ίδιας της γενικής συμφωνίας είναι τα Rules of Conc
iliation and Arbitration of the International Chamber of Commerce, και όχι το δίκαιο της Ινδονησίας, γεγονός που αφ΄ενός μεν στερεί σημασίας τη γεωγραφική επίλυση της διαφοράς στην Ινδονησία και αφ΄ετέρου δεν εγείρει προβλήματα δυσχέρειας και εξόδων αποδείξεως ξένου δικαίου όπως του Ινδονησιακού αν αυτό ήταν εφαρμοστέο. Εκτός τούτου, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι όσον αφορά το κρίσιμο θέμα του προσδιορισμού της ενδεχόμενης ευθύνης των Εναγομένων 4 υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση κανόνων δικαίου ή αμφισβήτηση του εφαρμοστέου κανόνα ή δυσχέρεια και συνεπαγόμενα έξοδα αποδείξεως του. Ανάλογα ισχύουν για τη ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας στη φορτωτική που αφορά τους εναγόμενους 5. Καμμιά μαρτυρία δεν υπάρχει ότι το Αμερικανικό δίκαιο, αν είναι το εφαρμοστέο δίκαιο, διαφέρει από το Κυπριακό ή ότι θα υπάρξουν υπέρμετρα έξοδα αποδείξεως του Αμερικανικού δικαίου, ενώ όπως ήδη ανέφερα οι Εναγόμενοι 5 έχουν ενιαία εκπροσώπηση με τους Εναγόμενους 4 με τους οποίους και εμπορεύονται από κοινού. Γενικά δε, τίποτα δεν υπάρχει που να δείχνει ότι οι Εναγόμενοι 4 και 5 θα είναι σε καθ΄οιανδήποτε μειονεκτική θέση ως εκ της εκδίκασης της αγωγής στην Κύπρο. Εξάλλου, πληθώρα επί μέρους θεμάτων που αφορούν τη μεταφορά, περιλαμβανομένων πολλών πτυχών της ευθύνης, ρυθμίζονται ειδικά στους ίδιους τους όρους των φορτωτικών τους οποίους το δικαστήριο ασφαλώς δεν θα είχε την παραμικρή δυσκολία να εφαρμόσει.Υπάρχουν δε δύο άλλοι σημαντικότατοι και αποφασιστικής σημασίας παράγοντες. Αν η θέση των Εναγομένων 4 και 5 γινόταν αποδεκτή, το αποτέλεσμα θα ήταν ο πλήρης κατατεμαχισμός της εκδίκασης της απαίτησης των Εναγόντων αφού θα προέκυπταν τρεις διαδικασίες, μία στην Κύπρο για τους Εναγόμενους 1, 2 και 3, μία στην Ινδονησία για τους Εναγόμενους 4 και μία στις ΗΠΑ για τους Εναγόμενους 5. Η πολλαπλότητα
και πολυπλοκότητα της διαδικασίας σε όλα της τα στάδια που θα ακολουθούσε μέχρι και την εκτέλεση, ο πολλαπλασιασμός των εξόδων, ο αλληλοσυσχετισμός των εναγομένων σε τρεις διαδικασίες όσον αφορά και ενδεχόμενες απαιτήσεις για συνεισφορά ή αποζημίωση, και ο κίνδυνος συγκρουόμενων αποφάσεων, συνηγορούν σαφέστατα υπέρ της ενιαίας εκδίκασης στην Κύπρο. Οι Εναγόμενοι 4 και 5 είναι σίγουρα κατάλληλοι διάδικοι στη διαδικασία που άρχισε στην Κύπρο και η ενιαία εκδίκαση της απαίτησης εναντίον όλων των Εναγομένων εδώ θα αποφασίσει όλα τα μεταξύ όλων των διαδίκων θέματα, εκτός από τα πλεονεκτήματα εξοικονόμησης εξόδων και χρόνου.Ο άλλος παράγοντας αφορά την παραγραφή. Είναι δεδομένη η ύπαρξη ρήτρας παραγραφής στις φορτωτικές και ότι ο χρόνος προωθήσεως της απαίτησης που προνοείται έχει τώρα πλέον παρέλθει προ πολλού, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη διάθεσης των Εναγομένων 4 και 5 να εγκαταλείψουν την παραγραφή. Αυτό σημαίνει ότι, αν η αγωγή ανασταλεί όσον αφορά τους Εναγόμενους 4 και 5, οι Ενάγοντες δεν θα είναι σε θέση να προωθήσουν την απαίτηση τους σε άλλες διαδικασίες και έτσι θα επηρεασθούν καίρια, ανεπανόρθωτα και θεμελιακά (ίδε:
Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1991) 1 CLR 620). Πέραν δε της σημαντικής συνέπειας του παράγοντα αυτού στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, αμφιβάλλω αν θα ήταν και ευρύτερα ορθό για το δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία υπό τοιαύτες συνθήκες, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με παραγνώριση των δικαιωμάτων των Εναγόντων δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος, την αποτελεσματική εφαρμογή του οποίου το δικαστήριο έχει υποχρέωση να διασφαλίσει δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος.Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι οι Ενάγοντες έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν να αποδείξουν ότι ανατρέπεται το μαχητό τεκμήριο εφαρμογής της ρήτρας διαιτησίας και της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας και ότι είναι ορθό και δίκαιο να συνεχίσει η διαδικασία.
Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Οι Εναγόμενοι 4 και 5 θα καταβάλουν τα έξοδα των Εναγόντων.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π