ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 1 ΑΑΔ 392

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10089.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

L.S.A. PACKERS & FORWARDERS LTD.,

Εφεσειόντω ν

και

1. Θεοδοσίας Φράγκου,

2. Φίλιππου Φράγκου,

3. Γιώργου Φράγκου,

4. Μάριου Φράγκου,

5. Ανδρέα Φράγκου,

Εφεσιβλήτων.

___________________

23 Μαρτίου, 1999.

Για τους εφεσείοντες: Π. Ιακωβίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Κ. Μελάς.

___________________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Καταλήγουμε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η απόφαση

της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.. Με αυτή

συμφωνεί ο Νικήτας, Δ.. Η δική μου απόφαση διαφωνίας

ακολουθεί.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αίτηση στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων οι εφεσίβλητοι ζήτησαν αποζημιώσεις για ζημιές που προξένησαν οι εφεσείοντες-ενοικιαστές στα επίδικα καταστήματα προτού παραδώσουν την κατοχή τους στους εφεσίβλητους. Με την απάντηση/υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν πολλούς από τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων. Με το ίδιο δικόγραφο οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση για έξοδα και ζημιές που είχαν υποστεί γιατί υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν σε άλλο υποστατικό λόγω του ότι τα επίδικα υποστατικά κρίθηκαν ακατάλληλα για ανθρώπινη κατοικία ή χρήση.

Ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων για διάταγμα διαγραφής της ανταπαίτησης για το λόγο ότι η ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε μαζί με την απάντηση δεν προβλέπεται διαδικαστικά από τους σχετικούς θεσμούς και πρέπει να θεωρηθεί ανυπόστατη και να διαγραφεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και χορήγησε το αιτηθέν διάταγμα. ΄Εκρινε ότι οι περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1983 ("οι Κανονισμοί") δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες διεκδικήσεις εκτός από τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής η οποία - διεκδίκηση - ρητά αναφέρεται στον τύπο 3, παραγ. Δ, των Κανονισμών. Δεν δέχθηκε την εισήγηση των εφεσειόντων ότι η παραγ. 11 (α) των Κανονισμών καθιστά δυνατή την εφαρμογή των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών οι οποίοι επιτρέπουν την καταχώριση ανταπαίτησης μαζί με την υπεράσπιση. ΄Εκρινε, συναφώς, ότι η παραγ. 11 (α) αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα. Με αυτή την άποψη - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - συνηγορεί η λέξη "διεξαγωγή" που σημαίνει εκτέλεση, ενέργεια.

Με την παρούσα έφεση υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε τη διαγραφή της ανταπαίτησης των εφεσειόντων. ΄Ηταν, ανάμεσα σ΄ άλλα, η θέση των εφεσειόντων πως η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στη φράση "διεξαγωγή της διαδικασίας" όπως αυτή συναντάται στην πιο πάνω παραγ. 11 (α) των Κανονισμών ήταν εσφαλμένη. Το πρωτόδικο δικαστήριο - συνεχίζει η εισήγηση των εφεσειόντων - αποφάσισε ότι η παραγ. "11 (α) αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα". Ο Νομοθέτης δεν χρησιμοποιεί τη λέξη "δίκη" στην παραγ. 11 (α) αλλά τη λέξη "διαδικασία". Αν η φράση "διεξαγωγή της διαδικασίας" ερμηνευόταν ως "διεξαγωγή της δίκης" τότε η φράση "λήψη μαρτυρίας" που συναντάται στην ίδια παράγραφο θα καθίστατο άχρηστη και/ή περιττή αφού η λήψη μαρτυρίας σε μια υπόθεση αποτελεί μέρος και/ή καλύπτεται από τη φράση "διεξαγωγή της δίκης".

Το ζήτημα που εγείρεται από το σχετικό λόγο της έφεσης εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στην φράση "διεξαγωγή της διαδικασίας" στην πιο πάνω παράγραφο 11 (α) των Κανονισμών.

Ο όρος "διαδικασία" ερμηνεύεται ως εξής στο "Πρωϊας Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης", σελ. 723: "Διαδικασία (νομ.) η πορεία της δίκης από της εισαγωγης αυτής μέχρι της εκδικάσεως της ως και οι ρυθμίζοντες ταύτην κανόνες. (συνεκδ.) η καθ΄ ωρισμένους τύπους και κανόνας διεξαγωγή πράξεως τινός: 'διαδικασία της έκδοσης - του προβιβασμού στρατιωτικών κλπ.'".

Στο "Νέον Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης", σελ. 367 διαβάζουμε: "Διαδικασία, διεξαγωγή δίκης προς διευθέτησιν διαφορών ... το σύνολον των δικονομικών διατυπώσεων κατά την διεξαγωγήν δίκης τινός".

Η ερμηνεία ενός νόμου στοχεύει στην ανακάλυψη της πρόθεσης του Νομοθέτη. Αυτή η πρόθεση πρέπει να συνάγεται από το λεκτικό που έχει χρησιμοποιηθεί. ΄Οταν το λεκτικό είναι απλό και επιδεκτικό μόνο μιας ερμηνείας δύσκολα μπορεί να εγερθεί θέμα ερμηνείας γιατί αυτό τούτο το λεκτικό εκφράζει την πρόθεση του νομοθέτη (Βλ. Income Tax Commissioners v. Pemsel (1891) A.C. 531, 543, Copper v. Baldwin (1965) 2 Q.B. 53, 61, Siman (No. 2) v. Municipality of Famagusta (1972) 3 C.L.R. 329, Cyprus Cement Co. Ltd v. Republic (1974) 3 C.L.R. 514).

Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα πως ο Νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του. Η ερμηνεία πρέπει να είναι εύλογη και τέτοια που να κάνει το νόμο λειτουργικό. Το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το νόμο με τρόπο που να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα. Λέξεις ή φράσεις στον ίδιο νόμο θεωρούνται ότι έχουν, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, την ίδια έννοια (Βλ. Δήμος Λεμεσού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 311, 317, Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396, Kyriakides v. Improvement Board of Eylenja (1977) 3 C.L.R. 198, (1979) 3 C.L.R. 86, Myrianthis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 254, Murray v. Commissioners of Inland Revenue (1918) A.C. 541, 553, Whitney v. Commissioners of Inland Revenue (1926) A.C. 37, 52, Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 199 και Odgers Construction of Statutes, 5η έκδοση, σελ. 263).

΄Εχουμε την άποψη πως ο όρος "διεξαγωγή της διαδικασίας" στην παραγ. 11(α) των Κανονισμών είναι πάρα πολύ ευρύς. Δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στη διεξαγωγή της δίκης όπως ήταν η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αν ο Νομοθέτης είχε τέτοια πρόθεση θα έκαμνε χρήση του όρου "δίκη" και όχι του όρου "διαδικασία", ο οποίος είναι ευρύτερος από τον όρο "δίκη". Κατά την κρίση μας ο όρος "διεξαγωγή της διαδικασίας" περιλαμβάνει κάθε μέτρο ή διάβημα που προβλέπεται από τους θεσμούς και το οποίο λαμβάνεται από την κατάθεση της αγωγής ή αίτησης και μέχρι την εκδίκαση της. Η έγερση ανταπαίτησης αποτελεί ένα τέτοιο μέτρο ή διάβημα γιατί προβλέπεται από τους θεσμούς.

Η άποψη μας για την ευρύτητα του όρου "διεξαγωγή της διαδικασίας" ενισχύεται και από τα αποφασισθέντα στην In re Ainsworth, an Unqualified Person, ex parte The Law Society (1905) 2 K.B. 103, στην οποία επίδικο θέμα ήταν η ερμηνεία του όρου "διεξάγει οποιαδήποτε διαδικασία" ("carry on any proceeding") στο άρθρο 2 της Solicitor Act, 1843. Αυτό το άρθρο απαγορεύει την άσκηση δικηγορίας από μη προσοντούχα πρόσωπα. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν ήταν εγγεγραμμένος δικηγόρος έστειλε ταχυδρομικώς στους δικηγόρους του ενάγοντα σημείωμα εμφάνισης το οποίο είχε ως εξής: "Ειδοποιείσθε ότι έχω σήμερα καταχωρήσει εμφάνιση στο κλητήριο ένταλμα για τον εναγόμενο Joseph Greenhalgh στο Γραφείο του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Πρωτοκολλητείου του Manchester".

Κρίθηκε ότι αυτό που έκαμε ο κατηγορούμενος αποτελούσε "διεξαγωγή της διαδικασίας στην αγωγή" ("What Mr. Ainsworth did was 'carrying on' a proceeding in the action".

Ενίσχυση της πιο πάνω άποψης μας παρέχεται και από την ερμηνεία των Κανονισμών στο σύνολο τους, όπως θα φανεί αμέσως πιο κάτω:

Σύμφωνα με την δοθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεία η φράση "διεξαγωγή της διαδικασίας" στην παραγ. 11 (α) των Κανονισμών αφορά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τους τύπους και τα δικόγραφα. Ωστόσο ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας ρυθμίζεται από την παραγ. 4 (α) των Κανονισμών, η οποία προβλέπει: "Οι διάδικοι παρουσιάζουν μαρτυρία και προσάγουν αποδεικτικά στοιχεία με τη σειρά που προβλέπεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Θεσμούς. Μάρτυρες εξετάζονται, αντεξετάζονται και επανεξετάζονται όπως προνοείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας".

Βλέπουμε, επομένως, πως με ρητή πρόνοια των Κανονισμών τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές με την διεξαγωγή της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας πρόνοιες των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, οι οποίες περιέχονται στις Δ.33 και Δ.38. Οι τελευταίες περιέχουν ρυθμίσεις αναφορικά με όλα τα ζητήματα που θίγονται στην παραγ. 4(α) των Κανονισμών. Παρά τη θέσπιση της παραγ. 4(α) η οποία περιέχει πρόνοιες αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας ο Νομοθέτης με την παραγ. 11(α) των Κανονισμών έχει θεσπίσει πρόνοια για την εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και του περι Δικαστηρίων Νόμου, "εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο εις στους Κανονισμούς", αναφορικά με τα πιο κάτω ζητήματα:

(α) Τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

(β) Τη λήψη μαρτυρίας.

(γ) Τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου.

Επομένως ο Νομοθέτης έχει ρυθμίσει τα της διεξαγωγής της δίκης με την πιο πάνω παραγ. 4(α) και με το μέρος της παραγ. 11(α) το οποίο αναφέρεται "στη λήψη μαρτυρίας". Το τελευταίο ζήτημα - η λήψη μαρτυρίας - αποτελεί ένα εξειδικευμένο μέρος της διαδικασίας της δίκης. Αν με τη φράση "διεξαγωγή της διαδικασίας" ο Νομοθέτης εννοούσε τη διεξαγωγή της δίκης, τότε:

 

(α) Δεν θα θέσπιζε και την παραγ. 4(α) γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε

πλεονασμό.

(β) Δεν θα έκαμνε αναφορά στην ίδια παράγραφο - 11(α) - "στη λήψη μαρτυρίας" γιατί το τελευταίο ζήτημα αποτελεί μέρος της διαδικασίας της δίκης και θα είχαμε - και πάλιν - πλεονασμό.

Υπάρχει ακόμη ένας άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ της πιο πάνω άποψης μας. Αυτός προκύπτει από την ερμηνεία των Κανονισμών στο σύνολό τους και ειδικά από την ερμηνεία των παραγ. 11(β) και (γ) των Κανονισμών, στις οποίες γίνεται και πάλιν χρήση του όρου "διαδικασία". Είναι πρόδηλο από το κείμενο των παραγ. (β) και (γ) πως ο όρος "διαδικασία" περιλαμβάνει κυρίως τους τύπους και τα δικόγραφα γιατί αναφέρεται σε ακύρωση και τροποποίηση διαδικασίας. Τέτοια ακύρωση και τροποποίηση κυρίως χωρεί στην περίπτωση των τύπων και των δικογράφων και όχι στην περίπτωση της διαδικασίας που σχετίζεται με τη δίκη, λήψη μαρτυρίας κλπ.

Είναι, επομένως, η κατάληξη μας πως σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της παραγ. 11 (α) των Κανονισμών τυγχάνει εφαρμογής η Δ.19 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών η οποία διέπει την έγερση ανταπαίτησης από εναγόμενο. Ακολουθεί πως οι εφεσείοντες μπορούσαν να εγείρουν την επίδικη ανταπαίτηση μαζί με την απάντηση/υπεράσπιση τους και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους άλλους λόγους της έφεσης γιατί ο μόνος λόγος για τον οποίο είχε διαταχθεί η διαγραφή της ανταπαίτησης ήταν η απουσία σχετικής πρόνοιας στους κανονισμούς.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η επίδικη διαγραφή της ανταπαίτησης παραμερίζεται.

 

 

 

 

 

Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ

Δ.

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο