ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 108
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 9793
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ:
Ανδριάνθη Γεωργίου Χειμώνα
Εφεσεί ουσα-Αιτήτρια
- ν -
1. Μιχαλάκη Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
2. Ελισάβετ Παστού, από τον Ύψωνα Λεμεσού
3. Νεοκλή Γεωργίου, από τον Ύψωνα Λεμεσού
4. Κώστα Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
5. Τάσου Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
6. Σπύρου Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
7. Χρίστου Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
8. Στέλλας Μιχαήλ Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
9. Λένιας Μιχαήλ Γεωργίου, από την Ερήμη Λεμεσού
Εφεσιβλήτω ν-Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 27 Ιανουαρίου, 1999.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την εφεσείουσα: Π. Κλεοβούλου και Τ. Καπελάρης.
Για τους εφεσίβλητους: Α. Τόκας.
- - - - - -
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Μ. Κρονίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Η εφεσείουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του 1/3 μεριδίου του κτήματος με αρ. εγγραφής 4762, Τεμάχιο 112 στο χωριό Ερήμη της Επαρχίας Λεμεσού. Για τα υπόλοιπα 2/3 του κτήματος εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες είναι οι εφεσίβλητοι αρ. 8 και 9. Οι εφεσίβλητοι αρ. 1-7 είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ανά 1/7 μερίδιο του γειτονικού κτήματος με αρ. εγγραφής 3878, Τεμάχιο 111/1.Η εφεσείουσα ζήτησε με αίτησή της από το Διευθυντή του Κτηματολογίου Λεμεσού να διευθετήσει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 58 του Κεφ. 224, τη διαφορά που είχε με τους εφεσίβλητους αρ. 1-7, σχετικά με τα σύνορα των πιο πάνω κτημάτων τους.
Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ακολουθώντας τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες εξέδωσε στις 23.9.93 την απόφασή του την οποία κοινοποίησε προς τους διαδίκους. Είχε προηγηθεί φυσικά επιτόπια εξέταση από Κτηματολογικό Γραφέα του Τμήματος Επιτοπίων Ερευνών και χωρομετρική εργασία από το Χωρομέτρη ΜΥ2.
Η εφεσείουσα που δεν ικανοποιήθηκε από την απόφαση του Διευθυντή, με αίτηση της εφεσίβαλε την απόφαση του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία το Επαρχιακό Δικαστήριο βρήκε αιτιολογημένη την απόφαση του Διευθυντή και απέρριψε την αίτηση-έφεση καταδικάζοντας την εφεσείουσα στα έξοδα.
Εναντίον αυτής της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Με τους τροποποιημένους λόγους έφεσης αρ. 1, 2 και 3 προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως μη ορθή και δίκαιη. Με τους λόγους αρ. 4 και 5 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ήταν αιτιολογημένη εφ΄ όσον ο τελευταίος δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία ενώπιόν του.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίζεται ότι λανθασμένα ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αναφέρθηκε καθόλου στην επίσκεψη του στον τόπο της διαφοράς των διαδίκων στην παρουσία των τελευταίων και των δικηγόρων τους. Εισηγήθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αφού επισκέφθηκε τον τόπο της διαφοράς και παρατήρησε "ιδίοις όμμασι", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, πού έγκειται η διαφορά μεταξύ των διαδίκων ήταν σε θέση να σχηματίσει ακριβή και πρωτογενή αντίληψη. Αυτή δε την πρωτογενή αντίληψη κατά το συνήγορο της εφεσείουσας έπρεπε να τη μεταφέρει στην απόφασή του.
Η θέση αυτή του συνηγόρου της εφεσείουσας είναι πέρα για πέρα λανθασμένη. Ο Δικαστής δεν είναι δυνατό να μετατραπεί σε μάρτυρα-εμπειρογνώμονα του ενός ή του άλλου διαδίκου. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση του δικαιϊκού συστήματος. Ο Δικαστής
, ως αμερόληπτος κριτής της διαφοράς, αποφασίζει με βάση την ενώπιον του μαρτυρία και όχι με βάση την προσωπική του γνώση ή αντίληψη. Η επιτόπια εξέταση που διενεργεί το ίδιο το Δικαστήριο σκοπό έχει την πληρέστερη και καλύτερη αντίληψη της ενώπιον του παρουσιαζόμενης μαρτυρίας.Παραπονείται επίσης η εφεσείουσα με τους λόγους έφεσης 2 και 3 ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία και έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα κυρίως στον ειδικό εμπειρογνώμονα Χωρομέτρη ΜΥ2, τον οποίο θεώρησε ως αξιόπιστο μάρτυρα δεχόμενος τη μαρτυρία του. Είναι η εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο μάρτυρας αυτός περιέπεσε σε αντιφάσεις που τον καθιστούσαν αναξιόπιστο. Περαιτέρω είναι η εισηγήση του ότι η μαρτυρία του μάρτυρα-εμπειρογνώμονα δεν αξιολογήθηκε με βάση
τη νομολογημένη αρχή ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα δεν διαφέρει από την αξιολόγηση της συνήθους μαρτυρίας αλλά με βάση ότι αυτή είναι επιστημονική μαρτυρία και αναντίλεκτη.Οι πιο πάνω αιτιάσεις της εφεσείουσας δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Στην απόφαση του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ασχολείται σε έκταση με την αξιοπιστία εκάστου μάρτυρα. Ειδικά δε με τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης 1 και 2 (ειδικοί εμπειρογνώμονες) εξέτασε λεπτομερώς τη μαρτυρία τους και κατέληξε κατά την αξιολόγηση της να τη δεχθεί ως αξιόπιστη. Αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής στη σελίδα 12 της απόφασής του:-
"Δέχομαι χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2. Ήταν σαφείς και σταθεροί στις απαντήσεις τους και η μαρτυρία τους δεν κλονίστηκε συνεπεία της αντεξέτασης σε κανένα σημείο της. Μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι είπαν την αλήθεια στο Δικαστήριο.".
Έχουμε διεξέλθει από τα πρακτικά τη μαρτυρία του ΜΥ2. Δεν βρήκαμε καμιά αντίφαση στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού όπως τις κατέγραψε ο συνήγορος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσής του.
Έχει πολλάκις λεχθεί ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας, η επέμβαση του εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήσαν εσφαλμένα (Βλέπε:
Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 AAΔ 875 και Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 ΑΑΔ 713).Κατά συνέπεια και οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 που αναφέρονται σε εσφαλμένη κρίση, κατά την εφεσείουσα, του πρωτόδικου Δικαστή ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου είναι επαρκώς αιτιολογημένη, κρίνονται επίσης ως αβάσιμοι.
Ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφασή του προβαίνει σε εκτενή αναφορά και αναλύει το νόμο, τους Κανονισμούς καθώς και την, επί του προκειμένου, νομολογία.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Καν. 6 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956, ο Διευθυντής έχει υποχρέωση εντός 14 ημερών από την επίδοση προς αυτόν της αίτησης-έφεσης να καταχωρήσει στο Πρωτοκολλητείο αιτιολογημένη έκθεση της απόφασης του που εφεσιβάλλεται. Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογημένη έκθεση καταχωρήθηκε εντός της προθεσμίας που προνοείται από τον Καν. 6. Κατά συνέπεια η όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας κρίνεται ως ανεδαφική όπως ανεδαφικός και αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής έπρεπε να κληθεί ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τη μαρτυρία δύο εμπειρογνωμόνων του Κτηματολογίου την οποία και αξιολόγησε.
Τέλος ο συνήγορος της εφεσείουσας μας εκάλεσε να "εξαφανίσουμε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου διατάσσοντας την επανεκδίκαση της υπόθεσης" για να δοθεί το δικαίωμα στην εφεσείουσα να προσκομίσει μαρτυρία πραγματογνώμονα-χωρομέτρη.
Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση αυτή. Το Εφετείο υφίσταται αποκλειστικά για να διορθώνει έκδηλα λάθη και να αναπτύσσει και αποσαφηνίζει το δίκαιο. Δεν υφίσταται για να δίδει σε απογοητευμένους διαδίκους μια δεύτερη ευκαιρία (Βλέπε: Halil v. Κλεάνθους (1992) 1 ΑΑΔ 739).
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ