ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1996
27 Oκτωβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (ΚΑΙΤΗ) ΕΝΩΤΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Eνάγουσα,
ν.
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΕΟY,
2. AΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Eναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9519)
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Προσωπικές βλάβες — Σοβαρός τραυματισμός γυναίκας ηλικίας 60 ετών, στο αριστερό γόνατο, τη λεκάνη και την κεφαλή με πρόκληση μεγάλου πόνου και ταλαιπωρίας, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια και κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας — Εγχείρηση στο αριστερό γόνατο διάρκειας 3 ωρών που περιελάμβανε και αφαίρεση μοσχεύματος από τη λεκάνη και τοποθέτηση στο αριστερό γόνατο, που μπήκε σε γύψινο νάρθηκα — Βάδιση με τη βοήθεια υποστηριγμάτων για περίοδο πέραν των 3 μηνών από την έξοδο από την κλινική και μετά μπαστουνιού — Παραμείναντα συμπτώματα: Ουλή στη λεκάνη 6 εκ. και ουλή στο γόνατο 16 εκ. που οδηγεί σε περιορισμό κάποιων κινήσεων και εμποδίζει βαθύ κάθισμα — Πόνος και ταλαιπωρία κατά τη βάδιση και μετά από παρατεταμένη ορθοστασία — Πιθανότητα για ανάπτυξη οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων στο γόνατο και ίσως χρειασθεί να γίνουν εγχειρήσεις για μείωση του πόνου -— Eπιδίκαση £12.000 γενικών αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης — Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.
Aποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Προσωπικές βλάβες — Kαθορισμός — Προϋποθέσεις επέμβασης Eφετείου.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Eπιμερισμός ευθύνης — Πεζή περνώντας μέσα από ουρά οχημάτων έσπευσε να διασταυρώσει και το άλλο μισό του δρόμου χωρίς να σταματήσει στο κέντρο του δρόμου και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί όταν κτυπήθηκε από όχημα το οποίο βρισκόταν σε μικρή απόσταση — Eπιμερισμός ευθύνης σε 25% σε βάρος της οδηγού του οχήματος και 75% σε βάρος της πεζής — Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Προϋποθέσεις επέμβασης Eφετείου.
Eυρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Eφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων, εκτός αν δεν δικαιολογούνται από την ενώπιόν του μαρτυρία.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Η ταχύτητα από μόνη της δεν συνιστά απόδειξη για αμελή οδήγηση, ελλείψει μαρτυρίας εμπειρογνώμονος.
Στην υπόθεση αυτή η εφεσείουσα (ενάγουσα) υπέστη τα τραύματα που αναφέρονται λεπτομερώς στην πρώτη από τις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις, όταν στην προσπάθειά της να διασταυρώσει την οδό Κυριάκου Μάτση στον Άγιο Δομέτιο μέσω ουράς οχημάτων, κτυπήθηκε από το όχημα της εφεσίβλητης (εναγομένης) το οποίο βρισκόταν σε μικρή απόσταση.
Τα επίδικα θέματα που έχουν εγερθεί στην παρούσα έφεση αφορούν τον επιμερισμό της ευθύνης σε 75% σε βάρος της εφεσείουσας και 25% σε βάρος της εφεσίβλητης, και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων οι οποίες καθορίσθηκαν σε £12.000 επί πλήρους ευθύνης.
Καθ' όσον αφορά τις γενικές αποζημιώσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει λόγος να παρέμβει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία μαρτύρων, αποφάσισε πως το επιδικασθέν ποσό ευρίσκετο εντός λογικών πλαισίων.
Καθ' όσον αφορά τον επιμερισμό ευθύνης το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κάτω από το φως ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της σχετικής νομολογίας, ήταν αιτιολογημένος ώστε να μη χωρεί επέμβαση προς ανατροπή του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Meletiou a.ο. v. Lemis (1969) 1 C.L.R. 558,
Christodoulou v. Menicou a.ο. (1966) 1 C.L.R. 17,
Charalambous v. Pillakouris (1976) 1 C.L.R. 198,
Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286,
Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 298,
Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1 (E) Α.Α.Δ. 713,
Μαυρίδης v. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,
Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172,
Despotis v. Tseriotou, 69 1 C.L.R. 261,
Zarpeteas v. Touloupou a.ο. (1975) 1 C.L.R. 454,
Shakolas v. Agathangelou a.ο. (1983) 1 C.L.R. 1007,
Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12,
Antoniades v. Makrides (1969) 1 C.L.R. 245,
Hassan a.ο. v. Neophytou (1973) 1 C.L.R. 147,
Mentesh a.ο. v. Hadjidemetriou (1983) 1 C.L.R. 1.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 17 Iουλίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 7201/90), με την οποία καταμέρισε την ευθύνη για πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος σε 75% σε βάρος της ενάγουσας και σε 25% σε βάρος της εφεσίβλητης και επιδίκασε ποσό £12.000.- ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης.
Δ. Παυλίδης, για την Eφεσείουσα.
Κ. Δημητριάδης, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την αγωγή της η εφεσείουσα-ενάγουσα ζητούσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ως αποτέλεσμα τροχαίου ατυχήματος, το οποίο συνέβηκε στις 6.10.88 όταν διασταύρωνε τη οδό Κυριάκου Μάτση στον Άγιο Δομέτιο και κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου 1, το οποίο οδηγούσε η σύζυγος του εφεσίβλητη-εναγόμενη 2, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να υποστεί πόνους, ταλαιπωρία και μόνιμη ανικανότητα καθώς και υλικές ζημιές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταμέρισε την ευθύνη σε 25% σε βάρος της εφεσίβλητης και 75% σε βάρος της εφεσείουσας, καθόρισε δε τις γενικές αποζημιώσεις με βάση πλήρους ευθύνης στο ποσό των £12.000. Το θέμα των ειδικών ζημιών είχε συμφωνηθεί σε ποσό £3.342. Η εφεσείουσα με την έφεσή της προσβάλλει τόσο τον καταμερισμό της ευθύνης όσο και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων.
Με τους λόγους έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι κάτω από τις συνθήκες και τη μαρτυρία τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα, την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα συμπεράσματα αναφορικά με την ευθύνη ενός εκάστου ήταν αδικαιολόγητα και εσφαλμένα.
Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι θέματα ευρημάτων, αξιοπιστίας και καταμερισμού είναι βασικά εντός του πεδίου κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου τα ευρήματα αυτά δεν είναι ικανοποιητικά εν όψει της μαρτυρίας, ή όπου τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογούνται με βάση τα γεγονότα. Παρόμοιες αρχές ισχύουν και για την αξιοπιστία των μαρτύρων καθώς και για τον καταμερισμό ευθύνης, όπου το Εφετείο επεμβαίνει και αντικαθιστά τον καταμερισμό με το δικό του, μόνο όπου διαφαίνεται η ύπαρξη κάποιου σφάλματος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμένος. (Δέστε Meletiou and Another v. Lemis (1969) 1 C.L.R. 558, Christodoulou v. Menicou and Others (1966) 1 C.L.R. 17, Charalambous v. Pillakouris (1976) 1 C.L.R. 198, Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ (Ε) 298, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ (Ε) 713, Μαυρίδης ν. Dharaghji και Άλλοι (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172, Despotis v. Tseriotou (1969) 1 C.L.R 261, Zarpeteas v. Touloupou and Others (1975) 1 C.L.R. 454, κ.λ.π.)
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε με λεπτομέρεια την ενώπιον του μαρτυρία, την αξιολόγησε και αποδέχθηκε τελικά την εκδοχή της εφεσίβλητης αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε τελικά ως ακολούθως:
"Δέχομαι επομένως τα γεγονότα όπως τα έχει εκθέσει η εναγομένη. Ότι δηλαδή η ενάγουσα πέρασε μέσα από ουρά αυτοκινήτων που εκινούντο στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία της και φθάνοντας στο κέντρο του δρόμου προχώρησε να διασταυρώσει τρέχοντας χωρίς να σταματήσει όταν το αυτοκίνητο της εναγομένης βρισκόταν σε μια απόσταση πέριξ των 15-20 μέτρων όπως και τα ίχνη τροχοπέδησης φανερώνουν. Η εναγομένη εφάρμοσε τα φρένα του οχήματος και εκινήθη ελαφρά αριστερά για ν' αποφύγει τη σύγκρουση αλλά χωρίς αποτέλεσμα."
Παραπονείται η εφεσείουσα ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα της εφεσίβλητης ήταν εκείνη την οποία η ίδια ανέφερε, δηλαδή 30 μ.α.ω., ήταν λανθασμένο γιατί δεν συνάδει με το μήκος των ιχνών τροχοπεδήσεως που ήταν 41 π. Υποδεικνύουμε πως ελλείψει μαρτυρίας εμπειρογνώμονος δεν μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα (δέστε Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007).
Iσχυρίστηκε επίσης η εφεσείουσα ότι με το να οδηγήσει η εφεσίβλητη το αυτοκίνητο προς τα αριστερά ήταν υπαίτια της σύγκρουσης και αν το οδηγούσε ελαφρώς προς τα δεξιά η σύγκρουση θα αποφεύγετο. Επισημαίνουμε ότι η εφεσίβλητη, βρισκόμενη προ του κινδύνου, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τον τρόπο που αντέδρασε κάτω από τις συνθήκες και την αγωνία της στιγμής (δέστε Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Μαυρίδης ν. Dharaghji και Άλλοι (ανωτέρω), κ.λ.π.)
Ως συνέπεια των πιο πάνω, κρίνουμε πως το Δικαστήριο, αναλύοντας ορθά τη μαρτυρία, κατέληξε στα ευρήματα και τα συμπεράσματα του με τρόπο που δεν επιδέχεται καμιά επέμβαση εκ μέρους μας.
Αναφορικά με την αμέλεια ενός εκάστου των διαδίκων το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα στην απόφασή του:
"Νομίζω ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η συμπεριφορά της ενάγουσας η οποία περνώντας μέσα από ουρά οχημάτων έσπευσε να διασταυρώσει και το άλλο μισό του δρόμου χωρίς να σταματήσει στο κέντρο του δρόμου και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει ενώ σε μικρή απόσταση βρισκόταν το όχημα της εναγομένης."
"Νομίζω ότι η αμέλεια της εναγομένης μπορεί να εντοπισθεί στο γεγονός ότι αν ασκούσε προσεκτικότερη παρατήρηση θα μπορούσε να δει την ενάγουσα πλέον έγκαιρα να κινείται μέσα από τα σταματημένα αυτοκίνητα και να θέσει τον εαυτό της σε εγρήγορση για να είναι πλέον έτοιμη να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο."
Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι το παράπονο της εφεσείουσας στους λόγους έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ορατότητα στη σκηνή του ατυχήματος και το γεγονός ότι η εφεσίβλητη μπορούσε να δει ενωρίτερα την εφεσείουσα να διασταυρώνει, δεν ευσταθεί, γιατί προφανώς αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο θεώρησε την εφεσίβλητη συνυπεύθυνη σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, δηλαδή 25%.
Κάτω από το φως των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου και της σχετικής νομολογίας κρίνουμε πως ο καταμερισμός ευθύνης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αιτιολογημένος ώστε να μη χωρεί επέμβασή μας.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. H εφεσείουσα προσβάλλει το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν κατέστη μόνιμα ανίκανη για οποιαδήποτε εργασία ως αποτέλεσμα των σωματικών βλαβών που υπέστη. Επίσης, προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προτιμήσει τη μαρτυρία του ιατρού Πελίδη εκ μέρους των εφεσιβλήτων αντί εκείνη του ιατρού Σαββίδη εκ μέρους της εφεσείουσας, αναφορικά με την τελική κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας και τέλος θεωρεί το ύψος των γενικών αποζημιώσεων ως ανεπαρκές.
Αναφορικά με την προτίμηση της μαρτυρίας του ιατρού Πελίδη η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να δεχθεί εκείνη του ιατρού Σαββίδη που εξέτασε επανειλημμένα την εφεσείουσα και μάλιστα τελικά λίγες μέρες πριν την ακρόαση της υπόθεσης. Παρατηρούμε ότι το Δικαστήριο, προτιμώντας τη μαρτυρία του ιατρού Πελίδη αντί εκείνης του ιατρού Σαββίδη και της εφεσείουσας, ήταν της άποψης ότι τόσο ο ιατρός Σαββίδης όσο και η εφεσείουσα υπερέβαλλε αναφορικά με την αστάθεια στο γόνατο της εφεσείουσας και τον ισχυρισμό της ότι η χρήση μπαστουνιού ήταν αναγκαία, επισημαίνοντας ότι όταν αυτή επισκέφθηκε το γιατρό Πελίδη δεν κρατούσε μπαστούνι αλλά ούτε και έκανε τέτοιο παράπονο. Έχουμε ήδη τονίσει πιο πάνω πως η αξιοπιστία των μαρτύρων βρίσκεται στην αποκλειστική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου προφανώς τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται. Βρίσκουμε ότι στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ελεύθερο να προτιμήσει τη μαρτυρία του ιατρού Πελίδη εν όψει των δικαιολογιών που έδωσε και δεν χωρεί επέμβαση εκ μέρους μας.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε αν το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ήταν ικανοποιητικό υπό τις συνθήκες ενόψει των τραυμάτων και της κατάστασης της υγείας της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο, με βάση τη μαρτυρία που δέχθηκε, βρήκε ότι η ενάγουσα τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό γόνατο, τη λεκάνη και την κεφαλή, τραυματισμός που της προκάλεσε μεγάλο πόνο και ταλαιπωρία, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια και κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας της. Αυτή υπεβλήθη σε εγχείρηση στο αριστερό γόνατο που διήρκεσε 3 ώρες και περιελάμβανε και αφαίρεση μοσχεύματος από τη λεκάνη και τοποθέτηση στο αριστερό γόνατο, που μπήκε σε γύψινο νάρθηκα. Στην κλινική παρέμεινε η εφεσείουσα για 25 μέρες και για περίοδο πέραν των 3 μηνών μετά την έξοδο της βάδιζε με τη βοήθεια υποστηριγμάτων και μετά μπαστουνιού. Υποβαλλόταν επιπρόσθετα για 2 μήνες σε φυσιοθεραπεία. Ως αποτέλεσμα του τραυματισμού της στην κεφαλή η εφεσείουσα υπέφερε για ένα χρονικό διάστημα από ζαλάδες, πονοκεφάλους και βούϊσμα στα αυτιά, που διάρκεσε για μικρή περίοδο και μετά εξέλιπε. Τελικά η εφεσείουσα παρέμεινε με δύο ουλές, μία στη λεκάνη 6 εκ. και μία στο αριστερό γόνατο 16 εκ, το δε κάταγμα στη λεκάνη επουλώθηκε με τρόπο που δεν προκαλεί οποιοδήποτε πρόβλημα ενώ εκείνο του αριστερού γόνατος οδηγεί στον περιορισμό κάποιων κινήσεων και εμποδίζει βαθύ κάθισμα. Για την υπόλοιπη της ζωής η εφεσείουσα, που είναι 60 ετών, θα δοκιμάζει πόνο και θα ταλαιπωρείται κατά τη βάδιση και μετά από παρατεταμένη ορθοστασία, υπάρχει δε κίνδυνος να αναπτυχθούν οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις στο γόνατο και ίσως χρειασθεί να γίνουν εγχειρήσεις για μείωση του πόνου. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα κατέστη μόνιμα ανίκανη για οποιαδήποτε εργασία γιατί τούτο δεν εδικαιολογείτο από τη μαρτυρία όπως τη δέχτηκε. Και η ίδια η εφεσείουσα ανέφερε ότι δεν δοκίμασε να επανέλθει στην προηγούμενη της εργασία πιστεύοντας ότι οι εργοδότες της θα την απέρριπταν. Τούτο, ορθά επεσήμανε το Δικαστήριο, δεν αποτελεί απόδειξη μόνιμης ανικανότητας για οποιαδήποτε εργασία. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η κατάσταση της δημιουργούσε μειωμένη ικανότητα για εργασία στο μέλλον και ήταν παράγοντας που έλαβε υπόψη στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων.
Σχετικά αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και σε σχετική νομολογία και τελικά, με βάση "τον αρχικό πόνο και ταλαιπωρία της ενάγουσας, το είδος των τραυμάτων της, τη μόνιμη ανικανότητα της, τον πόνο και τις δυσκολίες που μέχρι και σήμερα και για το υπόλοιπο της ζωής της θα δοκιμάζει, την ηλικία της κατά το χρόνο του δυστυχήματος και επίσης όσα αναφέρθηκαν για την απώλεια εισοδήματος", καθόρισε το ύψος των γενικών αποζημιώσεων σε βάση πλήρους ευθύνης σε £12.000.
Το Εφετείο επεμβαίνει στο εύρημα για το ύψος των αποζημιώσεων μόνο όπου είναι πεπεισμένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένη νομική αρχή ή όπου το ποσό είναι τόσο υπερβολικά χαμηλό ή ψηλό ώστε η κρίση του Δικαστηρίου να αποτελεί ένα εντελώς λανθασμένο υπολογισμό των αποζημιώσεων, στις οποίες δικαιούται ο ενάγων. (Δέστε μεταξύ άλλων Antoniades v. Makrides (1969) 1 C.L.R. 245, Hassan and Others v. Neophytou (1973) 1 C.L.R. 147 και Mentesh and Another v. Hadjidemetriou (1983) 1 C.L.R. 1).
Κάτω από τις συνθήκες κρίνουμε ότι το πιο πάνω ποσό ήταν εντός λογικών πλαισίων και θεωρούμε ότι δεν δικαιολογείται επέμβαση εκ μέρους μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.