ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1494
21 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΡΑΠΩΝ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
1. ΙΩΑΝΝΟΥ & ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΛΤΔ,
2. KYΠPIAKHΣ ΔHMOKPATIAΣ,
MEΣΩ TOY ΓENIKOY EIΣAΓΓEΛEΩΣ.
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9671)
Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Δυστύχημα — Διαβάτης τραυματίστηκε σοβαρά από πτώση σε ακάλυπτο τσιμεντένιο φρεάτιο, σε βατό υπό κατασκευή δρόμο — Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου για συντρέχουσα αμέλεια — Ακυρώθηκε κατ' έφεση — Δεν καταδείχθηκε ότι η αμέλεια, την οποία επέδειξαν οι εφεσίβλητοι, ήταν κοινό φαινόμενο σε βαθμό που να καθίσταται καθήκον τρίτου να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα έναντι τέτοιου κινδύνου.
Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Δυστύχημα — Eπιμερισμός ευθύνης — Ποίοι οι καθοριστικοί παράγοντες.
Aποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Δυστύχημα — Κατασκευαστής καλουπιών υπέστη σοβαρό τραυματισμό στον αυχένα τέτοιας μορφής που θα μπορούσε να θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του — Μεγάλη ταλαιπωρία μετά τον τραυματισμό — Για δύο μήνες ήταν υποχρεωμένος να φορεί γύψινο περίβλημα και αργότερα αυχενικό κολάρο — Απώλεια συνείδησης για μερικές ώρες — Αποκατάσταση της υγείας του μετά πάροδο οκτώ μηνών — Μόνιμο κατάλοιπο περιοδικές ενοχλήσεις περιορισμένης έντασης — Καθορισμός γενικών αποζημιώσεων £4.000 — Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε £8.000 — Τα έξοδα επιδικάσθηκαν υπέρ του εφεσείοντα στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.
Αμέλεια — Γενικές αποζημιώσεις — Σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων — Πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτές.
Ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά από πτώση σε ακάλυπτο τσιμεντένιο φρεάτιο βάθους 1½ μέτρου, το στόμιο του οποίου είχε διαστάσεις 3 Χ 1 μ. Το δυστύχημα συνέβηκε νύκτα, σε βατό υπό κατασκευή δρόμο δίπλα από τον παλαιό δρόμο, τον οποίο προφανώς θα αντικαθιστούσε, και ο οποίος χρησιμοποιείτο από την τροχαία. Το επίπεδο του νέου δρόμου ήταν κατά 50 εκ. ψηλότερο από εκείνο του παλαιού.
Εκτελεστές του έργου ήταν οι εφεσίβλητοι 1, στους οποίους ανατέθηκε η εργολαβία από τους εφεσίβλητους 2.
Η ευθύνη επιμερίστηκε εξίσου μεταξύ των εφεσιβλήτων, στο πλαίσιο αίτησης των εφεσιβλήτων 2, βάσει της Δ.10, θ.12(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για τον καθορισμό της μεταξύ τους ευθύνης.
Ο εφεσείων κρίθηκε υπόλογος για συντρέχουσα αμέλεια, λόγω του ότι, δεδομένου ότι υπήρχαν σωροί χωμάτων στο χώρο του ατυχήματος, θα μπορούσε να αναμένει ότι υπήρχαν εκσκαφές και φρεάτια του είδους στο οποίο τελικά έπεσε και όφειλε να γνωρίζει ότι υπήρχαν κίνδυνοι από τους οποίους έπρεπε να προστατεύσει τον εαυτό του όταν εισήρχετο στο χώρο αυτό, πράγμα που δεν έπραξε.
Ο εφεσείων υπέστη τα ακόλουθα τραύματα από τη πτώση του, τα οποία εν συντομία μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:
α) Απώλεια συνείδησης για μερικές ώρες.
β) Σοβαρός τραυματισμός στον αυχένα τέτοιας μορφής που θα μπορούσε να θέσει σε άμεσο κίνδυνο αυτή την ίδια τη ζωή του.
γ) Μεγάλη ταλαιπωρία μετά τον τραυματισμό ιδιαίτερα κατά την αρχική περίοδο της νοσηλείας του. Για περίοδο δύο μηνών ήταν υποχρεωμένος να φορεί γύψινο περίβλημα και αργότερα αυχενικό κολάρο.
Για οκτώ μήνες μετά τον τραυματισμό του, ήταν ανίκανος να εργαστεί λόγω έντονων πόνων στο σημείο του τραύματος.
Το Δικαστήριο καθόρισε τη ζημιά του σε: (α) ποσό £4.000 για απώλεια ημερομισθίων κατά την οκτάμηνη περίοδο της ανικανότητάς του· (β) £300 ιατρικά έξοδα, και (γ) £4.000 γενικές αποζημιώσεις.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε τόσο την απόδοση ευθύνης σ' αυτόν για το δυστύχημα, όσο και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Επίσης, πρόσβαλε την απόρριψη της απαίτησής του για διαφυγόν κέρδος που προέκυψε από την απώλεια δύο εργολαβιών για την κατασκευή καλουπιών, ως αποτέλεσμα της ανικανότητάς του για εργασία κατά την περίοδο που ακολούθησε τον τραυματισμό του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν υπήρχε συντρέχουσα αμέλεια από πλευράς του εφεσείοντα λόγω του ότι η ύπαρξη ανοικτού φρεατίου του βάθους και διαστάσεων του συγκεκριμένου ανορύγματος, δεν ήταν προβλεπτός κίνδυνος. Δικαιολογημένα θα μπορούσε κάθε μέλος του κοινού να θεωρεί ως δεδομένη την κάλυψη οποιουδήποτε ανοίγματος στο δρόμο από τους κατασκευαστές και, εν πάση περιπτώσει, προειδοποίηση για την ύπαρξή τους, αν δεν ήταν καλυμμένοι. Εφόσον ο κίνδυνος δεν ήταν προβλεπτός, δεν υπήρχε ούτε και αντίστοιχη υποχρέωση του διαβάτη για τη λήψη μέτρων για προστασία της ασφάλειάς του.
Ως εκ τούτου, το εύρημα βάσει του οποίου αποδόθηκε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα για τον τραυματισμό του παραμερίζεται.
2. Η αποζημίωση, η οποία επιδικάστηκε, κρινόμενη υπό το πρίσμα του σοβαρού τραυματισμού του εφεσείοντα, της ταλαιπωρίας που υπέστη, των δυσχερειών που αντιμετώπισε κατά τη θεραπευτική αγωγή και του έντονου πόνου που δοκίμασε για μεγάλη χρονική περίοδο, κρίνεται καταφανώς ανεπαρκής και καθορίζεται στο ποσό των £8.000.
3. Ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει το κέρδος που απωλέσθηκε από την μη εκτέλεση των εργολαβιών, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και η απόρριψη της σχετικής απαίτησής του είναι ως εκ τούτου ορθή.
4. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα για ποσό £12.300 με έξοδα στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Παπαζησίμου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 599,
Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 178,
Charalambous a.o. v. Kassapis a.o. (1988) 1 C.L.R. 25,
Polykarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727,
United Brick Works Ltd. v. Ευαγγέλου (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 123,
Αλεξάνδρου κ.ά. v. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 420,
Owen v. Brimmell [1977] 1 Q.B. 859,
Elliott v. Bax Ironside [1925] 2 K.B. 301,
Sharpe v. Southern Railway [1925] 2 K.B. 311,
Baker v. Longhurst & Sons Ltd [1933] 2 K.B. 461,
Grant v. Sun Shipping Co. Ltd. [1948] A.C. 549,
Πιριπίτσης κ.ά. v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1(A) A.A.Δ. 385,
Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 2123/91), με την οποία κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας για το δυστύχημα και επιδικάσθηκαν υπέρ του (α) £4.000 για απώλεια ημερομισθίων κατά την οκτάμηνη περίοδο της ανικανότητάς του (β) £300 ιατρικά έξοδα, και (γ) £4.000 γενικές αποζημιώσεις.
Π. Αγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.
Ν. Παπαευσταθίου με Ν. Παπαδόπουλο, για τους Eφεσίβλητους αρ. 1.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσίβλητους αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Τα θέματα τα οποία εγείρονται με την έφεση και πρέπει να επιλυθούν είναι:
(α) Το δικαιολογημένο της απόδοσης συντρέχουσας αμέλειας, στον εφεσείοντα, για τις κακώσεις που υπέστη από πτώση σε φρεάτιο το οποίο αμελώς οι εφεσίβλητοι άφησαν ακάλυπτο, σε δρόμο τον οποίο κατασκεύαζαν.
(β) Το επαρκές των γενικών αποζημιώσεων.
Ο τρίτος λόγος έφεσης που εμφανώς στερείται ερείσματος, αφορά την απόρριψη της απαίτησης του εφεσείοντα για διαφυγόν κέρδος που προέκυψε από την απώλεια δύο εργολαβιών για την κατασκευή καλουπιών, ως αποτέλεσμα της ανικανότητάς του για εργασία κατά την περίοδο που ακολούθησε τον τραυματισμό του. Η σχετική αξίωση για αποζημιώσεις ήταν για ποσό ίσο προς το συνολικό κόστος των δύο εργολαβιών, ύψους περίπου £30,000, για την κατασκευή των καλουπιών σε αντίστοιχο αριθμό οικοδομών. Η εργασία θα εκτελείτο από τον εφεσείοντα και δύο εργοδοτούμενούς του με υλικά που θα προμήθευε ο ίδιος. Η απαίτηση προβλήθηκε παράλληλα με την αξίωσή του για την απώλεια ημερομισθίων για την ίδια χρονική περίοδο λόγω της ανικανότητάς του για εργασία. Στο βαθμό που το ποσό των εργολαβιών περιλάμβανε και τα δικά του ημερομίσθια, η απαίτηση του εφεσείοντα απέληγε στη διπλή διεκδίκηση ημερομισθίων. Το κέρδος που απωλέσθηκε από τη μή εκτέλεση των εργολαβιών δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η συμφωνηθείσα αξία ή η λογική αμοιβή για την εκτέλεση των δύο εργολαβιών δεν αποτελεί αφεαυτής απόδειξη του κέρδους που θα πραγματοποιείτο από την εκτέλεσή τους. Απουσίαζε ολοσχερώς το υπόβαθρο για τον προσδιορισμό του κέρδους, που αποτελεί προϋπόθεση για το συσχετισμό του με το δυστύχημα, και την αδυναμία του εφεσείοντα να εργαστεί για ορισμένη χρονική περίοδο. Έτσι θα μας απασχολήσουν μόνο οι πρώτοι δύο από τους τρεις λόγους στους οποίους συμπυκνώνεται η έφεση.
Οι συνθήκες του δυστυχήματος και η ευθύνη για την πρόκλησή του.
Ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά, ως αποτέλεσμα της πτώσης του σε τσιμεντένιο φρεάτιο, (όπως περιγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο), βάθους 1½ μέτρου, το στόμιο του οποίου είχε διαστάσεις 3Χ1μ. Το δυστύχημα συνέβη σε βατό υπό κατασκευή δρόμο.
Εκτελεστές του έργου ήταν οι εφεσίβλητοι 1, στους οποίους ανατέθηκε η εργολαβία από τους εφεσίβλητους 2. Η εκτέλεση του οδικού έργου τελούσε υπό την επίβλεψη των αρμοδίων υπηρεσιών της Δημοκρατίας (εφεσιβλήτων 2). Ο υπό κατασκευή δρόμος ήταν δίπλα από τον παλαιό δρόμο, τον οποίο προφανώς θα αντικαθιστούσε, και ο οποίος εχρησιμοποιείτο από την τροχαία. Το επίπεδο του νέου δρόμου ήταν κατά 50 εκ. ψηλότερο από εκείνο του παλαιού.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου η πρόσβαση στο νέο δρόμο από τους πεζούς ήταν ανεμπόδιστη και το κοινό ελεύθερα χρησιμοποιούσε το νέο δρόμο ως μέσο διάβασης, από τη μια πλευρά του δρόμου στην άλλη. Την ίδια χρήση του δρόμου έκαμε και ο εφεσείων με την οικογένειά του τη νύχτα του δυστυχήματος. Στάθμευσε το αυτοκίνητό του στον παλαιό δρόμο και ο ίδιος και η συνοδεία του διασταύρωσαν πεζοί το νέο δρόμο για να μεταβούν σε κέντρο διασκέδασης στην απέναντι πλευρά. Κατά την επιστροφή τους ακολούθησαν την ίδια πορεία προς το αυτοκίνητό τους. Είναι σ' εκείνο το στάδιο που ο εφεσείων, ενώ διασταύρωνε το νέο δρόμο, κατέπεσε στον ανοιχτό λάκκο και τραυματίστηκε σοβαρά. Η ύπαρξη του φρεατίου δεν ήταν ορατή ούτε υπήρχε οτιδήποτε που να τη σηματοδοτεί. Απουσίαζε ολοσχερώς οποιαδήποτε ένδειξη, φωτεινού ή άλλου σήματος, που να υποδείκνυε την παρουσία του ανορύγματος και τους κινδύνους που εγκυμονούσε για τους διαβάτες. Το ανοιχτό φρεάτιο προοιώνιζε κινδύνους για την ασφάλεια των πεζών, για την αποτροπή των οποίων δεν λήφθηκε κανένα προφυλακτικό μέτρο από τους εφεσίβλητους.
Το Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση των εφεσιβλήτων ότι η χρήση του δρόμου από τον εφεσείοντα ήταν παράνομη ή ότι ο ίδιος εισερχόμενος και χρησιμοποιώντας το δρόμο είχε την ίδιότητα καταπατητή (trespasser). Και επέμβαση, υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν συνιστούσε η είσοδος του εφεσείοντα στο δρόμο, και πάλι δεν θα απαλλάττονταν ευθύνης οι εφεσίβλητοι, ενόψει των γεγονότων που περιστοίχιζαν τη χρήση του δρόμου και της απόφασης στη Δημοκρατία ν. Παπαζησίμου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 599, στην οποία διαπιστώθηκε ότι: (σελ. 603)
"Ο κοινός ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη προς τον πλησίον, επιβάλλουν καθήκον στον κάτοχο να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα για τυχόν ζημιές ή κακώσεις που μπορεί να προκληθούν και σε πρόσωπα που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επέμβουν στη γη του. Η εκπλήρωση του καθήκοντος προς τρίτους εξαρτάται από τη γνώση και τα μέσα που διαθέτει ο κάτοχος για παρεμπόδιση πρόκλησης τέτοιας ζημιάς."
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα δεν αμφισβητούνται ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά, όπως δεν αμφισβητείται η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι ήσαν αμελείς δηλαδή, υπαίτιοι παράβασης του οφειλόμενου προς τον εφεσείοντα καθήκοντος επιμέλειας.
Η ευθύνη επιμερίστηκε εξίσου μεταξύ των εφεσιβλήτων, στο πλαίσιο αίτησης των εφεσιβλήτων 2 βάσει της Δ.10, θ.12(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για τον καθορισμό της μεταξύ τους ευθύνης.
Συντρέχουσα αμέλεια.
Υπό το φως των διαπιστωθέντων γεγονότων, το Δικαστήριο έκρινε ότι και ο εφεσείων δεν ήταν άμοιρος ευθύνης για τον τραυματισμό του. Στην Κυριάκος Χριστοδούλου ν. Γρηγόρης Γρηγορίου (1989)1 Α.Α.Δ. 178, στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο, όσο και σε προηγούμενες αποφάσεις που μνημονεύονται στην ίδια υπόθεση, Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25. Polykarpou v. Adamou (1988)1 C.L.R. 727, και σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, (βλ. μεταξύ άλλων United Brick Works v. Ευαγγέλου (1992) 1 A.A.Δ. 123 και Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 420), εξηγούνται η φύση της συντρέχουσας αμέλειας και οι επιπτώσείς της ως αιτία της ζημίας του ενάγοντα.
Οι λόγοι, για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα υπόλογο για συντρέχουσα αμέλεια, προσδιορίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του: (σελ. 31)
"Εισερχόμενος ο ενάγοντας στο χώρο αυτό όφειλε να γνωρίζει ότι υπήρχαν κίνδυνοι από τους οποίους έπρεπε να προστατεύσει τον εαυτό του. Δεδομένου ότι υπήρχαν σωροί χωμάτων θα μπορούσε να αναμένει ότι υπήρχαν εκσκαφές και φρεάτια του είδους στο οποίο τελικώς έπεσε. Όφειλε εισερχόμενος σε αυτό το χώρο να ήταν προσεκτικότερος και να ελέγχει ότι κάθε κίνηση την οποία έκαμνε σε αυτό το χώρο ήταν ασφαλής. Ο εναγόντας σε καμμιά περίπτωση δεν αντιλήφθηκε ότι μπροστά του υπήρχε το φρεάτιο στο οποίο τελικώς έπεσε. Μπήκε από τον υφιστάμενο στον υπό κατασκευή δρόμο και συνέχισε να βαδίζει χωρίς ν' αλλάξει βηματισμό και χωρίς να σταματήσει για να ελέγξει το χώρο. Έχω την άποψη ότι με όλα τα πιο πάνω ο ενάγοντας φέρει συντρέχουσα αμέλεια για το δυστύχημα το οποίο έπαθε. Οι αρχές με βάση τις οποίες επιμερίζεται η ευθύνη μεταξύ ενάγοντα και εναγομένου έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων, περιορίζομαι όμως να αναφερθώ μόνον στην υπόθεση Κυριάκος Χριστοδούλου ν. Γρηγόρης Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. σελ. 178.)."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, όπως είναι πρόδηλο, την ύπαρξη ανοιχτού φρεατίου ως προβλεπτό κίνδυνο έναντι του οποίου ο εφεσείων είχε καθήκον να πάρει λογικές προφυλάξεις για την ασφάλειά του.
Η έφεση.
Ο εφεσείων υπέβαλε ότι η ύπαρξη σωρών χωμάτων και το καταφανές των κατασκευαστικών έργων στο δρόμο, δεν καθιστούσε λογικά προβλεπτή την ύπαρξη ανοιχτού φρεατίου.
Ο κ. Παπαευσταθίου εισηγήθηκε κατά πρώτο λόγο, ότι η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα προκύπτει από την παράνομη και ανεπίτρεπτη χρήση του δρόμου. Η εισήγηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ελεύθερο της εισόδου και νόμιμης χρήσης του δρόμου από το κοινό για σκοπούς διάβασης, τα οποία δεν αμφισβητούνται. Η αμέλεια των εφεσιβλήτων θεμελιώνεται σ' αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε προειδοποίησης για την ύπαρξη του φρεατίου και την παράλειψη σηματοδότησής του.
Ο δεύτερος λόγος ο οποίος έχει προβληθεί αφορά την απουσία φωτισμού στο δρόμο, που καθιστούσε τη χρήση φανού λογικό μέτρο για τη φωταγώγηση της πορείας του εφεσείοντα.
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο δρόμος δεν φωτιζόταν, δεν συναρτά τη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα με την αναγκαιότητα χρήσης οποιασδήποτε μορφής φωτισμού, ως απαραίτητου βοηθήματος για τη διάβαση του δρόμου. Συναρτά τη συντρέχουσα αμέλεια με το προβλεπτό της ύπαρξης φρεατίου λόγω των κατασκευαστικών έργων. Και οι εφεσίβλητοι στις υπερασπίσεις τους πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι η ύπαρξη του φρεατίου ήταν προβλεπτή και αποτελούσε κίνδυνο έναντι του οποίου ο εφεσείων έπρεπε να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η παράλειψη του εφεσείοντα να φωτίσει την πορεία του με τη χρήση φανού ή άλλου τεχνικού μέσου δεν προβλήθηκε ως λόγος συνθετικός της συντρέχουσας αμέλειας των εφεσιβλήτων. Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα φέρει ο εναγόμενος. (Βλ. μεταξύ άλλων Owen v. Brimmell [1977] 1 Q.B. 859.) Το Δικαστήριο μπορεί βέβαια να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο. (Βλ. Elliott v. Bax Ironside [1925] 2 K.B. 301. Sharpe v. Southern Railway [1925] 2 K.B. 311. Baker v. Longhurst & Sons Ltd [1933] 2 K.B. 461. βλ. επίσης Clerk & Lindsell on Torts 16th Ed. par. 1-156.)
Δεν μας διαφεύγει, ότι το καθήκον επιμέλειας για την ασφάλεια του ενάγοντα επιβάλλει τη λήψη προστατευτικών μέτρων και έναντι της αμέλειας άλλων, όταν η πείρα καταδεικνύει ότι τέτοια αμέλεια αποτελεί κοινό φαινόμενο. (Βλ. μεταξύ άλλων Grant v. Sun Shipping Co., Ltd. [1948] A.C. 549.) Στην προκείμενη περίπτωση δεν καταδείχθηκε ότι η αμέλεια, την οποία επέδειξαν οι εφεσίβλητοι, ήταν κοινό φαινόμενο σε βαθμό που να καθίσταται καθήκον τρίτου να λαμβάνει προστατευτικά μέτρα έναντι τέτοιου κινδύνου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συναρτά τη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα με το προβλεπτό του συγκεκριμένου κινδύνου από την αμέλεια των εφεσιβλήτων ούτε θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί τέτοια θέση. Η κάλυψη του φρεατίου αποτελούσε στοιχειώδες καθήκον των εφεσιβλήτων έναντι ατόμων, όπως και ο εφεσείων, που χρησιμοποιούσαν το δρόμο. Όπως υποδεικνύεται στην Πιριπίτσης ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1(A) A.A.Δ. 385, τα μέλη του κοινού έχουν δικαίωμα διάβασης μέσω των δημοσίων οδών. Τόσον η κάλυψη ή η περίφραξη του φρεατίου όσο και η σηματοδότηση της ύπαρξής του, συνιστούσαν μέτρα τα οποία εύκολα μπορούσαν να ληφθούν. Η παράλειψη των εφεσιβλήτων, να πάρουν οποιαδήποτε από τα ευχερή αυτά μέτρα για την προστασία προσώπων που χρησιμοποιούσαν το δρόμο, μπορεί εύλογα να χαρακτηριστεί ως αδιαφορία, τόσον εκ μέρους των κατασκευαστών όσο και των υπηρεσιών της Δημοκρατίας για την ασφάλεια του κοινού.
Διαφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα οδικά έργα καθιστούσαν εύλογα προβλεπτή την ύπαρξη ανοιχτού φρεατίου του βάθους και διαστάσεων του συγκεκριμένου φρεατίου στο οποίο κατέπεσε ο εφεσείων. Οι σωροί χώματος και οι ανασκαφές στις οποίες αναφέρεται το Δικαστήριο, δικαιολογούσαν την επίδειξη προσοχής εκ μέρους των διαβατών, προς αντιμετώπιση ανωμαλιών στο έδαφος από τις κατασκευαστικές εργασίες, όχι όμως μέριμνα έναντι του συγκεκριμένου κινδύνου, ο οποίος ήταν απρόβλεπτος· το δημιούργημα της αδιαφορίας των εφεσιβλήτων για την ασφάλεια των πεζών.
Η διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείων υπείχε συντρέχουσα αμέλεια για το δυστύχημα, είναι εσφαλμένη και θα παραμεριστεί.
Γενικές αποζημιώσεις.
Τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου για τα τραύματα που υπέστη ο εφεσείων και τα επακόλουθά τους μπορεί σε συντομία να συνοψιστούν ως εξής:
(α) Απώλεια συνείδησης για μερικές ώρες.
(β) Σοβαρός τραυματισμός στον αυχένα. Η φύση του τραύματος ήταν τέτοια που "θα μπορούσε να θέσει σε άμεσο κίνδυνο αυτή την ίδια τη ζωή του".
(γ) Μεγάλη ταλαιπωρία τους πρώτους μήνες μετά τον τραυματισμό. Ιδιαίτερα επώδυνη ήταν η κατάσταση του εφεσείοντα στην αρχική περίοδο της νοσηλείας του στο νοσοκομείο. Για περίοδο δύο μηνών ήταν υποχρεωμένος να φορεί γύψινο περίβλημα και αργότερα αυχενικό κολάρο.
Η μετατραυματική κατάσταση του εφεσείοντα τον κατέστησε ανίκανο για εργασία για οκτώ μήνες. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, για ολόκληρη σχεδόν την περίοδο των οκτώ μηνών ο εφεσείων είχε έντονους πόνους στο σημείο του τραύματος. Σταδιακά ο πόνος μετριάστηκε, το τραύμα επουλώθηκε και αποκαταστάθηκε η υγεία του εφεσείοντα ώστε να επιστρέψει «στο φυσιολογικό τρόπο ζωής του ως και πριν από το δυστύχημα», όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο καθόρισε τη ζημιά του σε: (α) ποσό £4,000 για απώλεια ημερομισθίων κατά την οκτάμηνη περίοδο της ανικανότητάς του. (β) £300 ιατρικά έξοδα, και (γ) £4,000 γενικές αποζημιώσεις.
Ο εφεσείων αμφισβητεί τόσο την απόδοση ευθύνης σ' αυτόν για το δυστύχημα, (συντρέχουσας αμέλειας), όσο και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων. Επίσης, προσβάλλει την απόρριψη της αξίωσής του για την καταβολή σ' αυτόν αποζημιώσεων, για την απώλεια δύο εργολαβιών για την κατασκευή των καλουπιών, τα οποία απώλεσε ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του. Η ουσία της απαίτησής του, σ' αυτό το σημείο, έγκειται στη διεκδίκηση διαφύγοντος κέρδους που προέκυψε από την απώλεια των δύο συμβολαίων, τα οποία προγραμμάτιζε να εκτελέσει πριν το δυστύχημα με τη βοήθεια δύο υπαλλήλων, εργαζόμενος και ο ίδιος ως καλουψιής.
Όπως και στην περίπτωση της αμέλειας έτσι και στη συντρέχουσα αμέλεια το κριτήριο για την απόδοση ευθύνης στον ίδιο τον ενάγοντα για τη βλάβη την οποία υπέστη συναρτάται με το λογικά προβλεπτό του κινδύνου έναντι του οποίου παρέλειψε να πάρει λογικές προφυλάξεις. Ο κίνδυνος, στην προκείμενη περίπτωση, ήταν εκείνος του ενδεχόμενου πτώσης σε ανοιχτό φρεάτιο. Ο κ. Παπαευσταθίου εισηγήθηκε ότι η συντρέχουσα αμέλεια προκύπτει, κατά πρώτο λόγο, από την ανεπίτρεπτη χρήση του δρόμου. Η εισήγηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί του προκειμένου, τα οποία δεν αμφισβητούνται. Αυτά είναι ότι ο δρόμος εχρησιμοποιείτο από το κοινό ως μέσο διάβασης και ότι δεν υπήρχε ο,τιδήποτε το οποίο να προειδοποιεί για πιθανούς κινδύνους κατά τη χρήση του. Ο δεύτερος λόγος, τον οποίο προβάλλει είναι ότι, εφόσον ήταν νύχτα και ο δρόμος δεν φωτιζόταν, αποτελούσε λελογισμένο προληπτικό μέτρο, η χρήση φανού για τη διάβαση.
Το Δικαστήριο παρόλο που σημειώνει ότι ο δρόμος δεν φωτιζόταν, δεν συναρτά τη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντα με την αναγκαιότητα χρήσης οποιασδήποτε μορφής φωτισμού ως απαραίτητου βοηθήματος για τη διάβαση του δρόμου. Συσχετίζει τη συντρέχουσα αμέλεια με το προβλεπτό της ύπαρξης φρεατίου λόγω των κατασκευαστικών έργων. Τα κατασκευαστικά έργα εύλογα δικαιολογούσαν βάδισμα με προσοχή, προς αποφυγή ανωμαλιών στο έδαφος από τις κατασκευαστικές εργασίες. Δεν συμφωνούμε όμως ότι η ύπαρξη ανοιχτού φρεατίου του βάθους και διαστάσεων του συγκεκριμένου ανορύγματος, ήταν προβλεπτός κίνδυνος. Δικαιολογημένα θα μπορούσε κάθε μέλος του κοινού να θεωρεί ως δεδομένη την κάλυψη οποιουδήποτε ανοίγματος στο δρόμο από τους κατασκευαστές, και εν πάση περιπτώσει, προειδοποίηση για την ύπαρξή τους, αν δεν ήταν καλυμμένοι.
Αυτό ήταν το στοιχειώδες καθήκον τόσο των κατασκευαστών όσο και των αρχών της Δημοκρατίας που επέβλεπαν την εργασία. Η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος ήταν τόσο ευχερής που δικαιολογημένα κάθε μέλος του κοινού θα μπορούσε να προσβλέπει στην εκπλήρωσή του από τους κατασκευαστές. Δεν μπορούσε ένας να αναμένει ότι οι εναγόμενοι θα επεδείκνυαν αμέλεια τέτοιας μορφής και έκτασης. Εφόσον ο κίνδυνος δεν ήταν προβλεπτός, δεν υπήρχε ούτε και αντίστοιχη υποχρέωση του διαβάτη για τη λήψη μέτρων για προστασία της ασφάλειάς του. Κατά συνέπεια, θα παραμερίσουμε το εύρημα βάσει του οποίου αποδόθηκε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα για τον τραυματισμό.
Προσβάλλεται το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ως έκδηλα ανεπαρκές για την αποζημίωση του εφεσείοντα. Ο τραυματισμός υπήρξε, όπως τονίστηκε, τόσο σοβαρός ώστε μπορούσε να θέσει τη ζωή του εφεσείοντα σε κίνδυνο. Η κατάστασή του ήταν πολύ επώδυνη για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχουν εκλείψει ολοσχερώς τα μετατραυματικά συμπτώματα. Η τελευταία εισήγηση δεν μπορεί να συμβιβαστεί ευχερώς με το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων επανήλθε στο φυσιολογικό τρόπο ζωής ως και πριν το δυστύχημα. Φαίνεται όμως, από την ίδια την απόφαση ότι το υποκειμενικό παράπονο του εφεσείοντα, ότι κατά καιρούς αισθάνεται πόνο στο σημείο του τραύματος ιδιαίτερα όταν αλλάσσει ο καιρός, είναι βάσιμο.
Ο κ. Αγγελίδης επικαλέστηκε τη Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, ως καθοριστική της σύγχρονης προσέγγισης, ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων και γενικά την αποτίμηση σε χρήμα του ανθρώπινου πόνου, ταλαιπωρίας και δυσχέρειας. Στη Μαυροπετρή επισημαίνεται ότι: (σελ. 74)
"Η χρηματική αποζημίωση συναρτάται άμεσα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων, τον πόνο, την οδύνη, τη δυσχέρεια που προκαλούν (τα τραύματα) και τη διάρκειά τους."
Στη Μαυροπετρή υπογραμμίζεται η σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, που αποκαλύπτει η νομολογία, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο. Δεν πρέπει όμως οι αποζημιώσεις να υπερβαίνουν το μέτρο του κοινωνικά παραδεχτού ή να αφήνεται η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων. Στην προκείμενη περίπτωση ο τραυματισμός του εφεσείοντα ήταν όντως σοβαρός και η κατάστασή του επώδυνη για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι όμως ευτυχώς μόνιμη. Η υγεία του εφεσείοντα αποκαταστάθηκε, μετά την πάροδο οκτώ μηνών, αφήνοντας ως μόνο κατάλοιπο περιοδικές ενοχλήσεις περιορισμένης έντασης.
Η αποζημίωση, η οποία επιδικάστηκε, κρινόμενη υπό το πρίσμα του σοβαρού τραυματισμού του εφεσείοντα, της ταλαιπωρίας που υπέστη, των δυσχερειών που αντιμετώπισε κατά τη θεραπευτική αγωγή και του έντονου πόνου που δοκίμασε για μεγάλη χρονική περίοδο, κρίνεται καταφανώς ανεπαρκής. Δικαιολογείται επομένως ο παραμερισμός του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, οπόταν καθίσταται δικό μας έργο ο καθορισμός του. Το ποσό το οποίο κρίνουμε εύλογο είναι £8000.-.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της. Υποκαθίσταται με απόφαση υπέρ του εφεσείοντα για ποσό £12,300 με έξοδα στην κλίμακα του επιδικασθέντος ποσού.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.