ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1256
17 Iουνίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
MEDCON CONSTRUCTION LIMITED,
Εφεσείουσα,
v.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9757)
Ανακούφιση οφειλετών — Πληγείς οφειλέτης — Οι περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμοι, 1975-1985 — Το επίδικο θέμα είναι τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων σε σχέση με τη συγκεκριμένη οφειλή — Υιοθέτηση των αρχών στις υποθέσεις Tryfonos a.o. v. Famagusta Shipping Co. Ltd, Ευαγγέλου κ.ά. v. Αμπίζα και ΣΠΕ Μόρφου v. Σκαπούλη.
Ανακούφιση οφειλετών — Πληγείς οφειλέτης — Οι περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμοι, 1975-1985 — Οφειλέτης εξόφλησε οικειοθελώς οφειλή του δημιουργώντας νέα οφειλή μετά την 14.8.1974 αλλά πριν από τη θέσπιση των Νόμων 78/80 και 79/82 — Κατά πόσο η νέα οφειλή θεωρείται "οφειλή" μέσα στην έννοια του Νόμου.
Λέξεις και Φράσεις — "Πληγείς οφειλέτης", στο Άρθρο 2 του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου του 1979 (Ν.24/79), όπως τροποποιήθηκε.
Λέξεις και Φράσεις — "Οφειλή", στο Άρθρο 2 του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου του 1979 (Ν. 24/79) όπως τροποποιήθηκε.
Η εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με εργοληπτικές και οικοδομικές επιχειρήσεις για πολλά χρόνια. Μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης τράπεζας υπήρχε συνεργασία πριν από το 1974 και η εφεσίβλητη δυνάμει συμβάσεως πιστώσεως ημερ. 2/2/74 χορήγησε στην εφεσείουσα πίστωση υπό μορφή τρεχούμενου ανοικτού λογαριασμού, το χρεωστικό υπόλοιπο του οποίου στις 14/8/74 ήταν £186.363,23 πλέον τόκοι. Στις 9/6/78 ο λογαριασμός έκλεισε και με νέα σύμβαση πιστώσεως παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα νέο όριο πίστωσης και ανοίχθηκε νέος λογαριασμός. Ο παλιός λογαριασμός εξοφλήθηκε με απόσυρση χρημάτων η οποία έγινε από το νέο λογαριασμό.
Η εφεσείουσα προσπάθησε να αποδείξει ότι, λόγω της έκρυθμης κατάστασης σαν αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής, έχασε εισοδήματα και κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό, που η επιχείρηση επηρεάστηκε δυσμενώς με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη συμβατική της υποχρέωση προς την εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας και σχολίασε ότι σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο το ύψος του εισοδήματος που απώλεσε η εφεσείουσα και δεν εξειδικεύθηκε η κάθε συγκεκριμένη απώλεια. Επίσης παρατήρησε ότι δε δόθηκε μαρτυρία ότι ο χρεωστικός λογαριασμός της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη ήταν ο μόνος λογαριασμός μέσα από τον οποίο γινόταν η κίνηση κεφαλαίων της εφεσείουσας. Κατέληξε ότι δεν μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μείωση του εισοδήματος και σε ποια έκταση και ότι η εφεσείουσα δεν έδωσε σαφή εικόνα της οικονομικής της κατάστασης αμέσως μετά την 14/8/74. Η εταιρεία απέτυχε να πείσει το Δικαστήριο ότι παρά τις κάποιες απώλειές της δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν "πληγείς οφειλέτης".
Οι λόγοι της έφεσης ουσιαστικά είναι δύο:
(α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί πληγείς οφειλέτης στην έννοια του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου του 1979 (Ν. 24/79) όπως τροποποιήθηκε.
(β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι το χρέος της εφεσείουσας δεν αποτελούσε οφειλή μέσα στην έννοια του ως άνω νόμου όπως τροποποιήθηκε, αφού το χρεωστικό υπόλοιπο της 14/8/74 ξοφλήθηκε με καταθέσεις που έγιναν μεταξύ της 14/8/74 και 22/11/75.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
(1) Για να θεωρηθεί κάποιος πληγείς οφειλέτης, θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εργασία ή η επιχείρησή του λόγω της έκρυθμης κατάστασης, επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούσε κατά το χρόνο αμέσως μετά τις 14/8/74 να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις από τις οποίες προέκυψε η οφειλή του. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου απορρέουν από τη μαρτυρία, όπως την αποδέχθηκε και οι διαπιστώσεις του είναι απόλυτα ορθές.
(2) Αναφορικά με το δέυτερο λόγο έφεσης το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία της "οφειλής", όμως συμφώνησε με την κατάληξή του και αποφάνθηκε ότι:Την 9/6/78 που έγινε η ανανέωση και ενσωμάτωση της οφειλής σε μια νέα οφειλή, ο βασικός Νόμος στον ορισμό της "οφειλής" δεν περιλάμβανε στην παράγραφο (στ), την εξαίρεση της νέας παραγράφου (στ) και με βάση τα γεγονότα, η οφειλή της 14/8/74 ξοφλήθηκε με τη νέα οφειλή που δημιουργήθηκε την 9/6/78, δηλαδή μετά τις 14.8.74, αλλά πριν από την τροποποίηση της παραγράφου (στ) από το Ν. 79/82 ή ακόμα από το Ν. 78/80. Στο νόμο, όπως τροποποιήθηκε, δεν υπάρχει καμιά πρόνοια που να ανατρέπει με οποιοδήποτε τρόπο την εξόφληση οφειλής μετά τις 14/8/74. Επομένως η οφειλή που ξοφλήθηκε οικειοθελώς από την εφεσείουσα με τη νέα οφειλή μετά τις 14.8.74 αλλά πριν από τη θέσπιση των Νόμων 78/80 και 79/82, δεν μπορεί να ανατραπεί και να καλυφθεί από τις μεταγενέστερες πρόνοιες των τροποποιητικών Νόμων, που εξαιρούν τη νέα οφειλή και τη θεωρούν "οφειλή" μέσα στην έννοια του νόμου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Tryfonos a.ο. v. Famagusta Shipping Co (1957) Ltd (1981) 1 C.L.R. 137,
Ευαγγέλου κ.ά. v. Αμπίζα (1982) 1 Α.Α.Δ. 41,
ΣΠΕ Μόρφου v. Σκαπούλη (1990) 1 Α.Α.Δ. 831,
Bank of Cyprus Ltd v. Ambrosia Oils Ltd (1986) 1 C.L.R. 190.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Mαΐου, 1996 (Aρ. Aίτησης 1/92) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της όπως αναγνωριστεί ως πληγείσα οφειλέτης σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Aνακουφίσεως Oφειλετών Nόμου του 1979, N.24/79.
Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσείουσα.
Α. Δικηγορόπουλος, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Χρυσοστομή, Δ..
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία η εφεσείουσα δεν αναγνωρίστηκε πληγείς οφειλέτης σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου 24/79, όπως τροποποιήθηκε.
Το πραγματικό υπόβαθρο που σχετίζεται με την έφεση, περιγράφεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Αποσπασματικά αναφέρουμε ότι η εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με εργοληπτικές και οικοδομικές επιχειρήσεις για πολλά χρόνια. Η εφεσίβλητη τράπεζα είναι ανώνυμη εταιρεία στην Ελλάδα και ασκεί τραπεζιτικές εργασίες και στην Κύπρο. Μεταξύ των διαδίκων υπήρχε συνεργασία πριν από το 1974 και η εφεσίβλητη, δυνάμει συμβάσεως πιστώσεως ημερ. 2.2.74, χορήγησε στην εφεσείουσα πίστωση υπό μορφή τρεχούμενου ανοικτού λογαριασμού μέχρι του ποσού των £175.000. Η σύμβαση αυτή ήταν αόριστης χρονικής διάρκειας. Στις 14.8.74 το χρεωστικό υπόλοιπο της εφεσείουσας ήταν £186.363,23 σεντ, πλέον τόκοι από 16.6.74. Η συνεργασία μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης συνεχίστηκε και μετά τις 14.8.74 και στον πιο πάνω λογαριασμό έγιναν καταθέσεις και αποσύρσεις χρημάτων μέχρι και τις 9.6.78. Κατά την ημερομηνία αυτή ο λογαριασμός έκλεισε και με νέα σύμβαση πιστώσεως παραχωρήθηκε στην εφεσείουσα νέο όριο πίστωσης ύψους £250.000 και ανοίχθηκε νέος λογαριασμός. Ο παλαιός λογαριασμός εξοφλήθηκε με απόσυρση χρημάτων η οποία έγινε από το νέο λογαριασμό. Στη συνέχεια το όριο του νέου λογαριασμού αυξήθηκε στις 28.3.79 στις £350.000, στις 9.7.81 στις £450.000 και στις 10.5.84 στις £550.000. Το τελευταίο όριο ίσχυε όταν καταχωρήθηκε η αγωγή.
Με τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα, προσπάθησε να αποδείξει, ότι λόγω της έκρυθμης κατάστασης σαν αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής, έχασε εισοδήματα και κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό, που η επιχείρηση επηρεάστηκε δυσμενώς με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη συμβατική της υποχρέωση προς την εφεσίβλητη. Η μαρτυρία αυτή προέρχεται κυρίως από το Δημήτρη Σαμψών, που ήταν διευθυντής ή γραμματέας της εφεσείουσας. Ο μάρτυς αυτός αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα έργα που εκτελούνταν από την εφεσείουσα και στα έργα που επηρεάστηκαν ή διακόπηκαν λόγω της Τουρκικής εισβολής. Ακόμα αναφέρθηκε στην απώλεια περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων. Οι αριθμοί όλων αυτών των στοιχείων είναι μεγάλοι. Δεν θα αναφερθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και σχολίασε ότι σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο το ύψος του εισοδήματος που απώλεσε η εφεσείουσα και δεν εξειδικεύθηκε η κάθε συγκεκριμένη απώλεια. Όσον αφορά δε τον χρεωστικό λογαριασμό της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη, παρατηρεί ότι δεν δόθηκε μαρτυρία ότι αυτός ο λογαριασμός ήταν ο μόνος λογαριασμός μέσα από τον οποίο εγίνετο η κίνηση κεφαλαίων της εφεσείουσας. Αντίθετα, όπως είπε, υπάρχει μαρτυρία ότι η εφεσείουσα διατηρούσε λογαριασμούς με δύο ή τρεις άλλες τράπεζες και κατάληξε ότι δεν μπορούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μείωση του εισοδήματος και σε ποια έκταση. Τέλος αναφέρει ότι η εφεσείουσα δεν έδωσε σαφή εικόνα της οικονομικής της κατάστασης αμέσως μετά την 14.8.74 και καταλήγει στις σελ. 13 και 14 της απόφασης ως ακολούθως:
"... Αναμφίβολα υπέστη λόγω της έκρυθμης κατάστασης κάποιες απώλειες. Δεν κατόρθωσε όμως να δώσει σαφή στοιχεία γι' αυτή την απώλεια. Στην όλη μαρτυρία της εταιρείας πλανάται αβεβαιότητα και ανακρίβεια στοιχείων τα οποία δεν βοηθούν καθόλου το Δικαστήριο να φθάσει σε συμπέρασμα όσον αφορά τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα για την εταιρεία κατά τον κρίσιμο χρόνο. Μεταξύ των δεδομένων τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να συνεκτιμήσει για να διαπιστώσει αν κάποιος είναι σε θέση ν' ανταποκριθεί ή όχι στες υποχρεώσεις του είναι και το ύψος της οφειλής. Είναι αδιαμφισβήτητο στην παρούσα υπόθεση ότι η οφειλή της εταιρείας αφορούσε ένα αρκετά σεβαστό ποσό. Επρόκειτο συγκεκριμένα για ποσό το οποίο την 14.8.74 έφθανε τις £194.627,62 σεντ. Το ποσό όμως αυτό από μόνο του δεν μπορεί ν΄αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της κρίσης αν κάποιος είναι ή όχι πληγείς οφειλέτης. Αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί μαζί με την απώλεια περιουσίας λόγω της έκρυθμης κατάστασης αλλά και μαζί με την περιουσία και το εισόδημα το οποίο εξακολουθούσε να κατέχεται από τον οφειλέτη μετά την 14.8.74. Γι' αυτά τα δύο τελευταία όπως ήδη υποδείχθηκε η εταιρεία απότυχε να δώσει σαφή στοιχεία. Η εταιρεία απότυχε να πείσει το Δικαστήριο ότι παρά τις κάποιες απώλειες της δεν ήταν σε θέση ν' ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Η εταιρεία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν "πληγείς οφειλέτης"."
Οι λόγοι της έφεσης ουσιαστικά είναι δύο. Ο πρώτος λόγος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί πληγείς οφειλέτης στην έννοια του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου 24/79, όπως τροποποιήθηκε.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατάληξε ότι το χρέος της εφεσείουσας δεν αποτελούσε οφειλή μέσα στην έννοια του ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε, αφού το χρεωστικό υπόλοιπο της 14.8.74 ξοφλήθηκε με καταθέσεις που έγιναν μεταξύ της 14.8.74 και 22.11.75.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, ο όρος "πληγείς οφειλέτης" σημαίνει:
"Πάντα οφειλέτην του οποίου η εργασία ή επιχείρησις, λόγω της εκρύθμου καταστάσεως, επηρεάσθη εις τοιούτον βαθμόν ούτως ώστε να μη ηδύνατο ούτος κατά τον χρόνον αμέσως μετά την 14η Αυγούστου 1974 να ανταποκριθή προς τας συμβατικάς αυτού υποχρεώσεις εξ ων προέκυψε η οφειλή ή οφειλέτην του οποίου αγνοείται η τύχη συνεπεία της Τουρκικής εισβολής και περιλαμβάνει συνοφειλέτην και εγγυητήν παντός τοιούτου οφειλέτου."
Επομένως για να θεωρηθεί κάποιος πληγείς οφειλέτης, θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εργασία ή επιχείρησις του λόγω της έκρυθμης κατάστασης, επηρεάστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη μπορούσε κατά τον χρόνο αμέσως μετά την 14.8.74 να ανταποκριθεί στες συμβατικές του υποχρεώσεις από τις οποίες προέκυψε η οφειλή του. Η πρόνοια σχετικά με οφειλέτη του οποίου η τύχη αγνοείται, δεν μας αφορά στην υπό κρίση υπόθεση.
Στην Tryfonos and Another v. Famagusta Shipping Co (1957) Ltd (1981) 1 C.L.R. 137, αποφασίστηκε ότι η έρευνα πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ικανότητα του χρεώστη να ανταποκριθεί στην οφειλή του που αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και όχι να επεκτείνεται στις οικονομικές του υποχρεώσεις γενικά. Η πρώτη προϋπόθεση για θεραπεία είναι οι δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που προέκυψαν από την Τουρκική εισβολή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα πρέπει αρχικά να ζυγίσει το μέγεθος της ζημιάς αυτής και ακολούθως να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση του χρεώστη, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα γεγονότα του 1974, σε αντιπαράθεση με το χρέος και να αποφασίσει κατά πόσο ο οφειλέτης μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο αποφασίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων σε σχέση με τη συγκεκριμένη οφειλή που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης, η δε οικονομική κατάσταση του οφειλέτη θα πρέπει να εξετάζεται από μια ευρεία προοπτική και το κριτήριο είναι κατά πόσο ο οφειλέτης είναι εύλογα σε θέση να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις του. (Βλέπε, επίσης, μεταξύ άλλων και τις αποφάσεις στις υποθέσεις Ευαγγέλου κ.ά. ν. Αμπίζα (1982) 1 Α.Α.Δ. 41, ΣΠΕ Μόρφου ν. Σκαπούλη (1990) 1 Α.Α.Δ. 831).
Μελετήσαμε με προσοχή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σ' αυτή γίνεται μια εμπεριστατωμένη ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας και το Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα και από αυτά άντλησε τα συμπεράσματα του. Ακολούθως αφού ανάλυσε ορθά το Νόμο, τον εφάρμοσε στα γεγονότα της υπόθεσης και κατάληξε στην απόφασή του.
Δε συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά το Νόμο στα γεγονότα της υπόθεσης ή ότι τα συμπεράσματα ή τα ευρήματα του ήταν λανθασμένα. Διεξήλθαμε ένα προς ένα τα επιχειρήματα του δικηγόρου της εφεσείουσας πλην όμως δεν έχουμε πεισθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία όπως την έχει αποδεχθεί, έσφαλε, όπως εισηγείται ο δικηγόρος της εφεσείουσας στον πρώτο λόγο της έφεσης. Τουναντίον τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου απορρέουν από τη μαρτυρία όπως την αποδέχθηκε και οι διαπιστώσεις του είναι κατά τη γνώμη μας απόλυτα ορθές και δεν δικαιολογούμεθα να επέμβουμε.
Σχετικά με το δεύτερο λόγο της έφεσης, αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι το χρέος της εφεσείουσας δεν αποτελούσε οφειλή μέσα στην έννοια του Νόμου. Και τούτο γιατί η οφειλή που υπήρχε την 14.8.74 ανανεώθηκε και ενσωματώθηκε σε μια νέα οφειλή στις 9.6.78 και η νέα οφειλή δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου 79/82, εφόσον η ανανέωση έγινε πριν τις 23.7.79 που ψηφίστηκε η σχετική καλυπτική τροποποίηση με το Ν. 79/82, ο οποίος δεν είχε αναδρομική ισχύ. Αν η ανανέωση πρόσθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, γινόταν μετά τις 23.7.79, τότε με βάση τις πρόνοιες του Ν. 79/82 η οφειλή της Εφεσείουσας θα εθεωρείτο οφειλή για την οποία η εφεσείουσα θα είχε προστασία, αν βέβαια αποδείκνυε την υπόθεσή της.
Για να γίνει ευκολώτερα αντιληπτή η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα αναφερθούμε στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.
Το τι είναι "οφειλή" ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου 24/79. Οι σχετικές με την υπόθεση πρόνοιες έχουν ως ακολούθως:
"'οφειλή' περιλαμβάνει τας πάσης φύσεως χρηματικάς υποχρεώσεις οφειλέτου, ησφαλισμένας ή μη, είτε αύται οφείλονται δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή διατάγματος είτε δυνάμει οιασδήποτε συμβάσεως ή συμβάσεως ενοικιαγοράς ή πωλήσεως επί πιστώσει οιασδήποτε ιδιοκτησίας είτε αύται κατέστησαν απαιτηταί είτε μη αλλά δεν περιλαμβάνει ποσά -
.......................................................................................................
(στ) οφειλής δημιουργηθείσης μετά την 14ην Αυγούστου, 1974."
Με το άρθρο 2 του Ν. 79/82 που δημοσιεύθηκε την 23.12.82, η ως άνω παράγραφος (στ) του άρθρου 2 του βασικού Νόμου, που αρχικά τροποποιήθηκε με το Ν. 78/80, τροποποιήθηκε εκ νέου ως ακολούθως:
"(στ) οφειλής δημιουργηθείσης μετά την 14ην Αυγούστου, 1974, εξαιρουμένων ποσών προερχομένων εξ οφειλής δημιουργηθείσης προ της 14ης Αυγούστου, 1974 αλλ' ενσωματωθέντων διά μεταφοράς, ανανεώσεως, συνυπολογισμού, συμψηφισμού ή άλλως εις νέαν οφειλήν μετά την 14ην Αυγούστου, 1974."
Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι κατά πόσο η παράγραφος (στ) του άρθρου 2 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, έχει αναδρομική ισχύ.
Κατά την άποψη μας τόσο οι πρόνοιες του βασικού Νόμου, όσο και οι πρόνοιες των τροποποιήσεων του, έχουν αναδρομική ισχύ και δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι πρόνοιες του Ν. 79/82 δεν είναι αναδρομικές. Η άποψή μας αυτή ενισχύεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Bank of Cyprus Ltd v. Ambrosia Oils Ltd (1986) 1 C.L.R. 190 και επομένως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο σε θέματα ερμηνείας.
Παρά ταύτα όμως, την 9.6.78 που έγινε η ανανέωση και η ενσωμάτωση της οφειλής σε μια νέα οφειλή, ο βασικός Νόμος στον ορισμό της "οφειλής" δεν περιλάμβανε στην παράγραφο (στ), όπως διαπιστώνεται από την παράθεση των δύο κειμένων, την εξαίρεση της νέας παραγράφου (στ) και με βάση τα γεγονότα όπως τα αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οφειλή της 14.8.74 ξοφλήθηκε με τη νέα οφειλή που δημιουργήθηκε την 9.6.78, δηλαδή μετά την 14.8.74, αλλά πριν από την τροποποίηση της παραγράφου (στ) από το Ν. 79/82 ή ακόμα και από το Ν. 78/80.
Στο Νόμο, όπως τροποποιήθηκε, δεν υπάρχει πρόνοια παρόμοια με εκείνη που αφορά την πληρωμή τόκων, όπως προνοεί το άρθρο 4, που να ανατρέπει με οποιοδήποτε τρόπο την εξόφληση οφειλής μετά την 14.8.74.
Επομένως, ανεξάρτητα με την ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οφειλή που ξοφλήθηκε οικειοθελώς από την εφεσείουσα με τη νέα οφειλή μετά την 14.8.74 αλλά πριν από τη θέσπιση των Νόμων 78/80 και 79/82, δεν μπορεί να ανατραπεί και να καλυφθεί από τις μεταγενέστερες πρόνοιες των τροποποιητικών Νόμων, που εξαιρούν την νέα οφειλή και τη θεωρούν "οφειλή" μέσα στην έννοια του Νόμου.
Ως εκ τούτου και παρόλο που διαφωνήσαμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία, εντούτοις συμφωνούμε με την κατάληξη του και κατά συνέπεια και αυτός ο λόγος απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.