ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Συμεού Ανδρέας (2012) 1 ΑΑΔ 974
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΑ, Πολιτική αίτηση αρ.86/19, 10/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:D251
(1998) 1 ΑΑΔ 706
14 Aπριλίου, 1998
[HΛIAΔHΣ, Δ/στής]
ANAΦOPIKA ME THN AITHΣH TOY ΠANAΓIΩTH ΛIAKOY MEΛA (ΑΡ. 1) ΓIA EKΔOΣH ENTAΛMATOΣ HABEAS CORPUS
KAI
ANAΦOPIKA ME TON APXHΓO AΣTYNOMIAΣ KAI TO ΔIEYΘYNTH TΩN KENTPIKΩN ΦYΛAKΩN.
(Αίτηση Αρ. 14/98)
Δικαστήρια — Εξαίρεση δικαστή — Η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται και ο Δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δε δικαιούνται να καθoρίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου.
Δίκη — Έξοδα δίκης — Διαδικασία για εξακρίβωση αν ένας διάδικος έχει τα οικονομικά μέσα να τα καλύψει — Διεξάγεται από το Δικαστήριο και παίρνει μια ανακριτική μορφή που επιτρέπει στο Δικαστήριο να καλεί και να υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες σε μια προσπάθεια εξακρίβωσης των οικονομικών δυνατοτήτων του διαδίκου.
Η αίτηση για εξαίρεση του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ηλιάδη υποβλήθηκε από το δικηγόρο του αιτητή, μετά τη συμπλήρωση της παράθεσης προφορικής μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές αναφορικά με το ερώτημα αν θα πρέπει να εγκριθεί από το Δικαστήριο η παροχή νομικής αρωγής στον αιτητή για την ακρόαση αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Οι λόγοι τους οποίους επικαλέσθηκε ο δικηγόρος του αιτητή, ήταν ότι ο κ. Ηλιάδης:
(1) Υπέβαλε ερωτήσεις ανακριτικής φύσεως κατά τη διαδικασία με σκοπό τη δημιουργία υπόθεσης εναντίον του.
(2) Επέτρεψε μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά της προσωπικής και επαγγελματικής ακεραιότητας και/ή υπόληψης του από τη δικηγόρο της αντίθετης πλευράς.
(3) Τον απείλησε ότι θα τον διέταζε να πληρώσει τα έξοδα της δίκης γιατί έλειπαν τα χαρτόσημα από απόδειξη τρίτου προσώπου που ζήτησε να κατατεθεί ως τεκμήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όλοι οι υπό του δικηγόρου του αιτητή προβληθέντες λόγοι είναι αβάσιμοι.
2. Το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή δεν έχει ικανοποιηθεί.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Bathhurst [1968] 2 Q.B. 94,
R. v. Sparrow [1973] 3 All E.R. 129,
R. v. Mutch [1973] 1 All E.R. 178,
Themistocleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200,
Hadjicosta v. Anastasiadis (1982) 1 C.L.R. 296,
Kritiotis v. Municipality of Paphos (1983) 3 C.L.R. 1460,
Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268.
Aίτηση.
Aίτηση από το Δικηγόρο του αιτητή για εξαίρεση Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου, η οποία υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια διαδικασίας για έγκριση από το Δικαστήριο παροχής νομικής αρωγής στον αιτητή, για την ακρόαση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
HΛIAΔHΣ, Δ.: Μετά τη συμπλήρωση της παράθεσης προφορικής μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές αναφορικά με το ερώτημα αν θα πρέπει να εγκριθεί από το Δικαστήριο η παροχή νομικής αρωγής στον αιτητή για την ακρόαση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υπέβαλε αίτηση εξαίρεσής μου γιατί,
(1) Με τις ερωτήσεις που είχα υποβάλει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προχώρησα σε ανακριτικό έργο επεκτείνοντας την αντεξέταση για να δημιουργήσω υπόθεση εναντίον του δικηγόρου του αιτητή.
(2) Επέτρεψα μια "άνευ προηγουμένου επίθεση κατά της προσωπικής και επαγγελματικής ακεραιότητας και/ή υπόληψης του" από την ευπαίδευτη συνάδελφο του και παρέλειψα να την κακίσω για αυτή τη συμπεριφορά της.
(3) Τον "απείλησα" ότι θα τον διέταζα να πληρώσει τα έξοδα της δίκης γιατί δεν είχε χαρτόσημα μια απόδειξη τρίτου προσώπου που ήθελε να την καταθέσει ως τεκμήριο.
(α)Αναφορικά με τον α΄ λόγο που προβλήθηκε για την εξαίρεση μου είναι ορθό ότι είχα υποβάλει προσωπικά ένα αριθμό ερωτήσεων στην υπάλληλο του δικηγόρου του αιτητή Ελενα Λουκά που κρατούσε τους λογαριασμούς και προέβαινε στις διάφορες πληρωμές του γραφείου του δικηγόρου του αιτητή. Οι ερωτήσεις αυτές είχαν γίνει με σκοπό την εξακρίβωση ότι συγκεκριμένα ποσά είχαν πραγματικά καταβληθεί από τον αιτητή πριν από την καταχώριση της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus, για να διαπιστωθεί αν πραγματικά ο αιτητής όταν καταχωρήθηκε η αίτηση για το ένταλμα Habeas Corpus είχε την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τα δικηγορικά του έξοδα ή οποιοδήποτε μέρος των δικηγορικών του εξόδων, προτού εκδώσω διάταγμα με το οποίο θα διέταζα όπως τα σχετικά έξοδα τα επιφορτιστεί η Κυπριακή Δημοκρατία.
Η διαδικασία για την εξακρίβωση αν ένας διάδικος ή αιτητής έχει τα οικονομικά μέσα να καλύψει τα έξοδα μιας δίκης διεξάγεται από το ίδιο το Δικαστήριο και παίρνει μια ανακριτική μορφή που επιτρέπει στο Δικαστήριο να καλεί και να υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες σε μια προσπάθεια εξακρίβωσης των οικονομικών δυνατοτήτων του αιτητή ή του διάδικου. Η διαδικασία αυτή διαφέρει από άλλες αστικές ή ποινικές διαδικασίες στις οποίες ο Δικαστής θα πρέπει να αποφεύγει να παίρνει ενεργό μέρος ή να προβαίνει σε σχόλια που δυνατό να επηρεάσουν δυσμενώς ένα από τους διαδίκους. (Ίδε R. v. Bathhurst [1968] 2 Q.B. 94, R. v. Sparrow [1973] 3 All E.R. 129, R. v. Mutch [1973] 1 All E.R. 178 και Θεμιστοκλέους ν. Αστυνομία (1981) 2 C.L.R. 200).
Στην παρούσα διαδικασία οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στον ένα από τους τρεις μάρτυρες που κάλεσε ο δικηγόρος του αιτητή αποσκοπούσαν στη διαπίστωση κατά πόσο ο αιτητής έχει οποιαδήποτε οικονομικά μέσα και κατά πόσο το ποσό που είχε κατατεθειμένο σε Τράπεζα είχε πραγματικά διατεθεί σε τρίτα πρόσωπα προτού αρχίσει η διαδικασία της ακρόασης της αίτησης για το ένταλμα Habeas Corpus.
(β) Έχει επίσης υποβληθεί ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να προστατεύσει την προσωπική και επαγγελματική ακεραιότητα του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή από μια άνευ προηγουμένου επίθεση που έχει εξαπολυθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση. Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή μπορεί να καταλήξει σε μια τέτοια εισήγηση. Έχω επίγνωση των καθηκόντων του Δικαστή να διεξάγει μέσα σε ορθά πλαίσια τη διαδικασία μιας δίκης. Δε διέκρινα σε κανένα στάδιο προεκτάσεις της φύσης που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Οι ερωτήσεις που είχαν υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση ήταν σχετικές με το ερώτημα κατά πόσο ο αιτητής έχει ή όχι τα μέσα να καλύψει τα έξοδα ή μέρος των εξόδων της διαδικασίας του εντάλματος Habeas Corpus. Αν από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση προέκυψαν και λεπτομέρειες που άπτονται των κανόνων δεοντολογίας των δικηγόρων, αυτό δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο έπρεπε να επέμβει για να προστατεύσει το κύρος του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή. Οι ερωτήσεις ήταν σχετικές με το επίδικο θέμα και σαν τέτοιες δεν μπορούσαν να αποκλειστούν. Το ερώτημα που εξετάζεται είναι η οικονομική ευχέρεια του ίδιου του αιτητή και όχι το κύρος του δικηγόρου του.
(γ) Ο ισχυρισμός ότι "απείλησα" τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι θα τον διέταζα να πληρώσει τα έξοδα της δίκης γιατί δεν είχε χαρτόσημα μια απόδειξη τρίτου προσώπου που ήθελε να καταθέσει ως τεκμήριο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από τα πρακτικά φαίνεται ότι στα αρχικά στάδια της διαδικασίας και πιο συγκεκριμένα μετά τη συμπλήρωση της κατάθεσης του αιτητή, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή είχε ζητήσει μια αναβολή για να βρει και να παρουσιάσει ένα μάρτυρα που θα υποστήριζε τους ισχυρισμούς του αιτητή (αφού δεν τον είχε κλητεύσει όπως έπρεπε να είχε κάμει) και για να χαρτοσημάνει τα έγγραφα (αφού δεν τα είχε χαρτοσημάνει δεόντως πριν από την ακρόαση). Επειδή η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση δήλωσε ότι σε περίπτωση αναβολής θα ζητούσε τα έξοδά της, το Δικαστήριο υπέδειξε στο δικηγόρο του αιτητή ότι εφόσον ο αιτητής δεν φέρει καμιά ευθύνη για την ενδεχόμενη αναβολή αφού η προετοιμασία για την παρουσίαση της μαρτυρίας και η κλήση του μάρτυρα έπρεπε να είχε γίνει από τον ίδιο το δικηγόρο του, το Δικαστήριο θα μπορούσε να διατάξει όπως τα έξοδα της αναβολής τα καταβάλει προσωπικά ο δικηγόρος του αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 59. Η αναβολή τελικά δόθηκε για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του αιτητή και το Δικαστήριο επιφύλαξε να εξετάσει το θέμα των εξόδων σε αργότερο στάδιο.
Δε νομίζω ότι από τα όσα έχουν λεχθεί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και είχαν άμεση σχέση με τον τρόπο προετοιμασίας και παρουσίασης της υπόθεσης από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ισοδυναμούν με "απειλή" ότι θα διέταζα τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή να πληρώσει τα έξοδα της δίκης γιατί δεν είχε χαρτόσημα μια απόδειξη τρίτου προσώπου. Η αναβολή ζητήθηκε κυρίως για να κλητευθεί ένας μάρτυρας και όχι μόνο για τη χαρτοσήμανση μιας απόδειξης και τα όσα λέχθηκαν από το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της διεξαγωγής της δίκης για την προστασία του αιτητή, που φαίνεται ότι δεν είχε καμιά ευθύνη για την αναβολή της ακρόασης, δε νομίζω ότι μπορεί να τους αποδοθούν προεκτάσεις "απειλών". Το λιγότερο που θα έλεγα είναι ότι θα ανέμενα μια πιο προσεκτική διατύπωση του παραπόνου από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή.
Από τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί διαφαίνεται ότι μπορεί να υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παραπομπή του φακέλου σε άλλα σώματα και είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που το Δικαστήριο προέβηκε σε ανάλογες σχετικές παρατηρήσεις. Δε νομίζω όμως ότι οι παρατηρήσεις αυτές μπορεί να πάρουν τις προεκτάσεις που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ότι δηλαδή έχει θιγεί η εμπιστοσύνη του αιτητή σχετικά με την αμεροληψία του Δικαστηρίου κατά πόσο μπορεί να έχει δίκαιη δίκη. Η τυχόν μελλοντική παραπομπή του φακέλου της παρούσας διαδικασίας για εξέταση από άλλα σώματα λεπτομερειών που δυνατόν να άπτονται αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς δικηγόρων, δεν έχει καμιά σχέση και δεν μπορεί να επηρεάσει την αμεροληψία του Δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία της αίτησης του αιτητή, η ακρόαση της οποίας δεν έχει ακόμα αρχίσει.
Το δικαίωμα του αιτητή να τυγχάνει ανεπηρέαστης, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου Δικαστηρίου διασφαλίζεται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος που αντιστοιχεί με το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών όπως έχει κυρωθεί στην Κύπρο με το Νόμο αρ. 39/62.
Το ερώτημα της εξαίρεσης ενός Δικαστή έχει εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων (Ίδε Hadjicosta v. Anastasiadis (1982) 1 C.L.R. 296, Kritiotis v. Municipality of Paphos (1983) 3 C.L.R. 1460 και πρόσφατα στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268) όπου τονίστηκε ότι η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται και ότι Δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν δικαιούνται να καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει προσεκτικά όλα τα παράπονα του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή τα οποία βρίσκω αβάσιμα.
Η αίτηση απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.