ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 234
3 Φεβρουαρίου, 1998
ΔEYTEPOBAΘMIO OIKOΓENEIAKO ΔIKAΣTHPIO
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΣΙΑΡΗ,
Καθ' ου η αίτηση 1-Εφεσείων,
v.
ΑΝΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτήτριας-Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 70)
Οικογενειακό Δίκαιο — Δικαστική αναγνώριση πατρότητας εξώγαμου τέκνου — Αιματολογικές εξετάσεις — Ένσταση του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αυτές — Δεν εγείρει τεκμήριο απόδειξης του ισχυρισμού ότι αυτός είναι όντως ο πατέρας του εξώγαμου τέκνου — Εσφαλμένη εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου της ένστασης του εφεσείοντα να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις — Οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης — Εφαρμοστέες αρχές στην Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίστηκε πως η θυγατέρα της εφεσίβλητης - αιτήτριας, είναι το φυσικό τέκνο του εφεσείοντα-καθ' ου η αίτηση. Σημαντικό ρόλο στην κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου, διαδραμάτισε η άρνηση του καθ' ου η αίτηση να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις.
Υποβλήθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης, ότι η παρούσα υπόθεση πρέπει να διαφοροποιηθεί από τις υποθέσεις Ξ. Ξενοφώντος v. Κκέλη και Τριμιθιώτη v. Φιλοθέου, στις οποίες αποφασίστηκε κατ' έφεση, ότι η ερμηνεία που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άρνηση του εφεσείοντα να υποβληθεί στις αιματολογικές εξετάσεις, ήταν εσφαλμένη και οδήγησε σε επανεκδίκαση. Στην παρούσα υπόθεση, όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο εφεσείων είδε χρησιμότητα στην αιματολογική εξέταση και γι' αυτό συναίνεσε αρχικά στην έκδοση του διατάγματος προς τούτο. Οπότε η μεταγενέστερη άρνησή του, ιδώμενη από αυτό το φακό, νομίμως λήφθηκε υπ' όψιν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η άρνηση του εφεσείοντα, όπως ο ίδιος εξήγησε, οφειλόταν στην αμφισβήτηση της χρησιμότητας της εξέτασης (αναφορικά με το "αποδεκτό επιστημονικώς ότι αναγνωρίζεται η πατρότητα με αναλύσεις"). Το διάταγμα για λήψη των αιματολογικών αναλύσεων, δεν ήταν σαφές και εξειδικευμένο, όπως θα έπρεπε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που διαπίστωσε τη γενικότητά του, επεκτάθηκε σε θεωρητική επισήμανση των επιστημονικών δυνατοτήτων για να τονίσει προφανώς τη σημασία των αναλύσεων που θα γίνονταν, αν συναινούσε ο εφεσείων, χωρίς να αναφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση.
2. Δεν υπήρχε δικαιοδοτικό βάθρο για την έκδοση του εκδοθέντος διατάγματος και καμιά συναίνεση δε θα μπορούσε να πληρώσει το κενό.
3. Στην Ελλάδα και Αγγλία, η πρόσδοση σημασίας στην άρνηση για υποβολή σε αιματολογικές εξετάσεις, προϋποθέτει διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει νόμου. Στην Κύπρο δεν υπάρχει τέτοιος νόμος. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει παραλληλισμός των νομικών αρχών που ισχύουν, επί του θέματος αυτού, στις πιο πάνω χώρες και τη δική μας.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Ξενοφώντος v. Κκέλη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1307,
Τριμιθιώτης v. Φιλοθέου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 226.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση 1 εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σεργίδης, Δ.) που δόθηκε στις 13 Iουνίου, 1996 (Aρ. Aίτησης 9/90) με την οποία η ανήλικη Nικολέττα Nικολάου, θυγατέρα της αιτήτριας, αναγνωρίστηκε ως φυσικό του τέκνο.
Κ. Χατζηπιέρας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Ευτυχίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκε πως η θυγατέρα της εφεσίβλητης-αιτήτριας, είναι το φυσικό τέκνο του εφεσείοντα-καθ' ου η αίτηση. Αυτή η κατάληξη ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσάχθηκε από τις δυο πλευρές. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως στοιχείο ενισχυτικό της μαρτυρίας της αιτήτριας, το γεγονός ότι ο καθ' ου η αίτηση δεν συναίνεσε στην υποβολή του σε αιματολογικές εξετάσεις.
Στην υπόθεση Ξενάκης Ξενοφώντος v. Μαρία Κκέλη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1307 κρίναμε πως στην απουσία νομικού υπόβαθρου που θα στήριζε αίτημα για αιματολογικές εξετάσεις, θα ήταν αντινομικό να επενεργήσει αρνητικά η ένσταση σε υποβληθείσα προς τούτο αίτηση, όταν μάλιστα αυτή δικαιώθηκε πρωτοδίκως ως ορθή. Επομένως, παραμερίσαμε την απόφαση και διατάξαμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Όπως και στην υπόθεση Παναγιώτης Τριμιθιώτης v. Αλεξάνδρας Φιλοθέου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 226.
Ο κ. Ευτυχίου βλέπει περιθώρια διάκρισης της παρούσας υπόθεσης. Όπως εισηγείται, ο εφεσίβλητος είδε χρησιμότητα στην αιματολογική εξέταση και γι'αυτό συναίνεσε στην έκδοση διατάγματος προς τούτο. Οπότε, η μεταγενέστερη άρνησή του, ιδωμένη από αυτό το φακό, νομίμως λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Ο εφεσείων αρνείται τα περί την αρχική συναίνεσή του. Δεν ήταν παρών όταν ο δικηγόρος του την έδωσε και, εν πάση περιπτώσει, επισημαίνει πως και το διάταγμα που εκδόθηκε τελούσε υπό τη ρητή αίρεση της περαιτέρω συγκατάθεσής του. Η άρνησή του, όπως εξήγησε, δεν οφειλόταν σε φόβο του για το αποτέλεσμα των εξετάσεων αφού και τον ίδιο τον απασχολούσε αν πράγματι το παιδί ήταν δικό του. Οφειλόταν στην αμφισβήτησή του αναφορικά με το "αποδεκτό επιστημονικώς ότι αναγνωρίζεται η πατρότητα με τις αναλύσεις". Σημειώνομε εδώ πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε πως το διάταγμα δεν ήταν σαφές και εξειδικευμένο, όπως θα έπρεπε. Όμως, ενώ πράγματι γινόταν σ' αυτό εντελώς γενική αναφορά σε λήψη δειγμάτων αίματος "υπό αρμόδιου λειτουργού και/ή χημικού και/ή επιστήμονα για ανάλυση και εξέταση τούτου", το πρωτόδικο δικαστήριο επεκτάθηκε σε θεωρητική επισήμανση των επιστημονικών δυνατοτήτων, ιδίως ως προς την "εξέλιξη του DNA." Για να τονίσει προφανώς τη σημασία των αναλύσεων που θα γίνονταν αν συναινούσε ο εφεσείων, χωρίς όμως ίχνος μαρτυρίας προς αυτή την κατεύθυνση ή τουλάχιστον προς την κατεύθυνση των αναλύσεων και των εξετάσεων που κάλυπτε η πιο πάνω γενική διατύπωση. Αναφέρθηκε συναφώς και στο άρθρο 5 του περι της Συμβάσεως επί της Νομικής Καταστάσεως Εξωγάμων Τέκνων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979 (Ν. 50/79) με την οποία αναγνωρίζεται το αποδεκτό, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιστημονικής μαρτυρίας. Παραγνωρίζοντας, πρέπει να πούμε, πως εδώ δεν ετίθετο θέμα αποδοχής ή απόρριψης επιστημονικής μαρτυρίας.
Δεν υπήρχε δικαιοδοτικό υπόβαθρο για την έκδοση διατάγματος όπως το εκδοθέν και καμιά συναίνεση δεν θα μπορούσε να πληρώσει το κενό. Ούτε θα μπορούσε να επιδράσει ως προς αυτό το κάθε άλλο παρά απλό ζήτημα, η όποια αντίληψη των μερών αναφορικά με το τί φαίνεται χρήσιμο και τί όχι. Και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε συζήτηση σε σχέση με την ύπαρξη καν της πραγματικής βάσης της εισήγησης του κ. Ευτυχίου όταν, όπως είδαμε, ο ίδιος ο εφεσείων εξήγησε την άρνησή του, ακριβώς με αναφορά στη χρησιμότητα της εξέτασης.
Στην Ελλάδα και στην Αγγλία, στις οποίες έγινε αναφορά στην υπόθεση Ξενοφώντος (ανωτέρω), η πρόσδοση σημασίας στην άρνηση προϋποθέτει διάταγμα που εκδίδεται επειδή προβλέπει αυτή τη δυνατότητα νόμος. Δεν μπορεί, λοιπόν, να υπάρξει παραλληλισμός. Η ανυπαρξία νόμου που να καθιστά δυνατή την έκδοση τέτοιου διατάγματος αφαιρεί και τη δυνατότητα συνυπολογισμού, πάνω στη βάση της ύπαρξής του ή της ένστασης στην έκδοσή του, της άρνησης για υποβολή σε εξετάσεις.
Ο κ. Ευτυχίου αναφέρθηκε και σε συνταγματικό δικαίωμα από το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ότι παραιτήθηκε ο εφεσείων. Δεν μπορούμε να δούμε το συσχετισμό αφού, ούτως ή άλλως, δεν υποβλήθηκε ο εφεσείων σε εξετάσεις και δεν υπήρχε επιστημονικό αποτέλεσμα για προσαγωγή στο Δικαστήριο.
Δε διαπιστώσαμε γεγονότα διαφοροποιητικά της περίπτωσης από τις προηγούμενες που αναφέραμε. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Αναπόφευκτα διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. Εκείνα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα της υπόθεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.