ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 164
30 Ιανουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΙΛΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 9502)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση μοτοσυκλέττας επί ρυμουλκούμενου αυτοκινήτου, όταν το ρυμυλκό αυτοκίνητο, εισήλθε από πάροδο σε κύριο δρόμο με σκοπό να τον διασταυρώσει, χωρίς να σταματήσει στο σήμα ΑΛΤ, αποκόπτοντας την πορεία της μοτοσυκλέττας η οποία οδηγείτο με χαμηλή ταχύτητα — Ελεύθερο πεδίο ορατότητας από πλευράς οδηγού του ρυμουλκού αυτοκινήτου — Αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα είχε ο οδηγός του ρυμουλκού αυτοκινήτου.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Πολλαπλασιαστής — Άντρας ηλικίας 38 χρόνων, αστυνομικός στις Βρεττανικές Βάσεις — Απώλεσε την εργασία του λόγω ανικανότητας για εργασία και δεν είχε προοπτική για εξεύρεση νέας εργασίας λόγω τραυμάτων του σε τροχαίο ατύχημα — Πολλαπλασιαστής υπολογίστηκε σε 10 χρόνια από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών λόγω τραυμάτων σε τροχαίο ατύχημα — Πολλαπλασιαστής (multiplier) — Πότε η μέθοδος του πολλαπλασιαστή θεωρείται κατάλληλη για τον υπολογισμό των μελλοντικών απολαβών του ενάγοντα — Παράγοντες που λαμβάνονται υπ' όψιν για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή.
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Καθήκον για επιμελή οδήγηση — Δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών.
Τόκος — Ειδικές αποζημιώσεις (ιατρικά έξοδα) — Επιδίκαση τόκου επί του ποσού των ιατρικών εξόδων πριν από την απόφαση — Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια επιδίκασης τόκου επί του εν λόγω ποσού, εφόσον επρόκειτο για ποσό που πληρώθηκε από τον ενάγοντα πριν την έκδοση της απόφασης.
Το απόγευμα της 22.10.87, ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο στην οδό Βαλαωρίτη στη Λεμεσό, το οποίο ρυμουλκούσε άλλο αυτοκίνητο ελεγχόμενο από τρίτο πρόσωπο. Η οδός Βαλαωρίτη είναι πάροδος της οδού Λεοντίου Α΄ και η συμβολή της με την οδό Λεοντίου Α΄ ελέγχεται με σήμα ΑΛΤ. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα κατευθύνετο προς τη διασταύρωση της Βαλαωρίτη με την Λεοντίου Α΄.
Ο εφεσίβλητος οδηγούσε μοτοσυκλέττα στην οδό Λεοντίου Α΄ με κατεύθυνση από βορρά προς νότο και από αριστερά προς δεξιά σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσείοντα.
Οι συνθήκες του δυστυχήματος ήταν αμφιλεγόμενες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου ως αξιόπιστη και στήριξε σ' αυτή τα ευρήματά του ότι ο εφεσείων παρέλειψε να σταματήσει στο Αλτ και δεν άσκησε καλή παρατηρητικότητα προτού εισέλθει στη διασταύρωση. Με βάση τα ευρήματα αυτά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ευθύνετο αποκλειστικά για το δυστύχημα.
Η ενέργεια του εφεσιβλήτου να ελαττώσει την ταχύτητα της μοτοσυκλέττας, η οποία ήταν 20 μ.α.ω., μόλις είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να εισέρχεται στη διασταύρωση και να του αποκόπτει το δρόμο, κρίθηκε από το Δικαστήριο ως εύλογη υπό τις περιστάσεις αντίδραση και ότι εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε επιτυχής εφόσον με αυτή την ενέργεια έγινε κατορθωτή η αποφυγή σύγκρουσης με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, λογικά προβλεπτό για τον εφεσίβλητο, ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ρυμουλκούσε άλλο αυτοκίνητο. Με τη ρυμούλκιση βασικά του έκοβαν ολόκληρο το δρόμο.
Το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσιβλήτου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους ΛΚ103.730 πλέον τόκους και έξοδα. Ο εφεσίβλητος είναι απόφοιτος της Σιβιτανιδείου Σχολής στα ηλεκτρονικά. Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν 38 χρόνων και εργαζόταν ως αστυνομικός στις Βρεττανικές Βάσεις. Απολύθηκε από τις Βρεττανικές Βάσεις μετά το δυστύχημα, λόγω ανικανότητας για εργασία χωρίς προοπτική εξεύρεσης νέας εργασίας.
Οι μελλοντικές του απολαβές υπολογίσθηκαν με τη χρήση πολλαπλασιαστή (multiplier) o οποίος καθορίστηκε στον αριθμό 10, αφού λήφθηκε υπ' όψιν η ηλικία του και η φύση της εργασίας του.
Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι φέρει ολόκληρη την ευθύνη για το δυστύχημα και ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέχει συντρέχουσα αμέλεια. Ισχυρίζεται σχετικά, ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα και/ή αντίθετα με το σύνολο της μαρτυρίας.
Άλλοι λόγοι έφεσης οι οποίοι προβάλλονται είναι ότι:
1. Δεν έπρεπε να υιοθετηθεί η μέθοδος του πολλαπλασιαστή για δύο λόγους: (α) ότι είχαν παρέλθει οκτώ σχεδόν χρόνια από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την ημερομηνία της απόφασης και (β) την αβεβαιότητα της συνέχισης της εργοδότησης του εφεσιβλήτου στις Βρεττανικές Βάσεις.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα πήρε ως δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος θα συνέχιζε να εργάζεται ως αστυνομικός στις Βρεττανικές Βάσεις τόσο από το 1988 που τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του λόγω του δυστυχήματος, μέχρι τις 30.6.95 που εκδόθηκε η απόφαση όσο και για την περίοδο των 10 ετών από την 30.6.95 βάσει του πολλαπλασιαστή που αποφάσισε το Δικαστήριο, ενώ η εργοδότησή του στις βάσεις δεν ήταν σίγουρη ή κατοχυρωμένη. Συναφής με αυτό το λόγο έφεσης είναι και η θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να μειώσει τη ζημιά του.
3. Η επιδίκαση τόκου επί των ιατρικών εξόδων πριν την απόφαση είναι εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η είσοδος των δύο αυτοκινήτων (ρυμουλκού-ρυμουλκουμένου) στη διασταύρωση, ουσιαστικά δημιούργησε κατάσταση απόφραξης του δρόμου του επερχόμενου εφεσιβλήτου. Η ενέργεια του εφεσιβλήτου να ελαττώσει ταχύτητα μόλις είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να εισέρχεται στη διασταύρωση χωρίς αυτό να σταματά στο Αλτ, ήταν υπό τις συνθήκες λελογισμένη ενέργεια η οποία απέτρεψε τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
2. Ο εφεσίβλητος, ενώ μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, διαδοχικά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κίνδυνο που δημιούργησε η όλη διαδικασία της ρυμούλκησης του αυτοκινήτου και η ανυπαρξία προειδοποιητικών σημάτων για την προφύλαξη του κοινού που ανυποψίαστα χρησιμοποιούσε το δρόμο.
3. Η απόσταση της μοτοσυκλέττας που βρισκόταν σε κίνηση από το μη ευδιάκριτο σιαππάνι το οποίο συνέδεε το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο όχημα, έγινε στο μεταξύ μικρότερη σε βαθμό που δεν άφηνε οποιαδήποτε περιθώρια για άλλη επιτυχή αποτρεπτική ενέργεια εκ μέρους τους εφεσίβλητου. Η στροφή προς τα δεξιά, που επιχείρησε την τελευταία στιγμή ο εφεσίβλητος, για να αποφύγει τη σύγκρουση, ήταν η ύστατη προσπάθεια αποφυγής του δυστυχήματος, η οποία έγινε κάτω από την αγωνία της στιγμής και χωρίς να υπάρχουν λογικά περιθώρια επιτυχίας.
4. Ο οδηγός σε κύριο δρόμο, δεν αναμένεται να προβλέψει ότι ο οδηγός σε πάροδο θα παραβεί το καθήκον του να εισέλθει στον κύριο δρόμο, χωρίς να σταματήσει και γενικά χωρίς να βεβαιωθεί πως αυτή η είσοδός του είναι ασφαλής, εκτός εάν έχει ένδειξη, εν όψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, πως τέτοια εξέλιξη είναι εύλογα πιθανή.
5. Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών.
6. Δεν έχει διαπιστωθεί αποχρών λόγος που να δικαιολογεί οποιαδήποτε επέμβαση προς διαφοροποίηση του καταλογισμού της ευθύνης. Ο εφεσείων ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του δυστυχήματος.
7. Ο καθορισμός του συγκεκριμένου αριθμού, ο οποίος θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή, είναι έργο του Δικαστηρίου. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι επί του θέματος αυτού ευρεία. Για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή λαμβάνονται υπ' όψιν διάφοροι παράγοντες όπως η ηλικία του ενάγοντα, που όσο πιο μικρή είναι τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο πολλαπλασιαστής, η ηλικία συνταξιοδότησης, η κατάσταση της υγείας του, το κατά πόσο παίρνει ή δεν παίρνει σύνταξη, οι προοπτικές εργοδότησης.
8. Το εισόδημα του ενάγοντα κατά το χρόνο του δυστυχήματος ή το εισόδημα που θα κέρδιζε, όπως αυτό μπορεί να προσδιοριστεί με τα στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο της δίκης, αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό του αριθμητικού πολλαπλασιαστή.
9. Ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή συνήθως είναι μικρότερος του προσδοκόμενου υπόλοιπου χρόνου ζωής του ενάγοντα.
10. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε η βάση η οποία επέτρεπε εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού των μελλοντικών απολαβών. Ο εφεσίβλητος ήταν υπάλληλος με σταθερό μηνιαίο εισόδημα το οποίο απώλεσε και που μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τον προσδιορισμό του πολλαπλασιαστή.
11. Η πάροδος των οκτώ χρόνων από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι το χρόνο της απόφασης, δεν καθιστά τρωτή την υιοθέτηση της συγκεκριμένης μεθόδου. Ο κατάλληλος χρόνος είναι ο χρόνος που βρίσκεται εγγύτερα του χρόνου υπολογισμού των μελλοντικών απολαβών που θα χαθούν. Στην παρούσα υπόθεση, ο κατάλληλος χρόνος είναι ο χρόνος της δίκης εφόσον κατ' αυτόν εντοπίζονται όλα τα στοιχεία που υπάρχουν για τον υπολογισμό.
12. Ο προσδιορισμός του αριθμού, που θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή, είναι το αποτέλεσμα συνεκτίμησης δεδομένων και παραγόντων που αφορούν την κάθε υπόθεση χωριστά. Η διεργασία της συνεκτίμησης θα πρέπει να γίνεται με ρεαλισμό.
13. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να μειώσει τη ζημιά του, παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Το παράπονο του εφεσείοντα, περί επιδίκασης τόκου επί του ποσού των ιατρικών εξόδων πριν από την απόφαση, κρίνεται ανεδαφικό, εν όψει της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο επί του εν λόγω ποσού, εφόσον πρόκειται για ποσό που πληρώθηκε από τον εφεσίβλητο πριν από την έκδοση της απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Constantinou v. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 192,
Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980,
Τουμαζή v. Κούλα (1994) 1 Α.Α.Δ. 420,
Χατζηγιάννη v. Κουμάση (1995) 1 Α.Α.Δ. 150,
Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 642,
Θρασυβούλου v. Κουλέρμου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 293,
Fysco Constructing Co. Ltd. v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014,
Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd a.o. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789,
Χατζηχριστοφόρου v. Αταλιανή (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1114,
Taylor v. O'Connor [1970] 1 All E.R. 365,
Savva v. Savvides a.ο. (1988) 1 C.L.R. 682,
Zachariou v. Elmini Lioness Inc. a.ο. (1983) 1 C.L.R. 415,
Κωνσταντίνου v. Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 669.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φωτίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Ιουνίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 3607/88) με την οποία κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος κατά το οποίο τραυματίστηκε ο ενάγων και επιδικάστηκαν υπέρ του αποζημιώσεις ύψους £103.730 πλέον τόκοι.
Γ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Χ"Πιέρας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε στον εφεσείοντα αποκλειστική ευθύνη για το τροχαίο δυστύχημα το οποίο επεσυνέβη νωρίς το απόγευμα της 22.10.87 στη διασταύρωση των οδών Λεοντίου Α΄ και Βαλαωρίτη στη Λεμεσό. Το δικαστήριο επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους ΛΚ103.730 πλέον τόκους και έξοδα.
Ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο στην οδο Βαλαωρίτη με κατεύθυνση προς τη διασταύρωση της εν λόγω οδού με την οδό Λεοντίου Α΄. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ρυμουλκούσε άλλο αυτοκίνητο ελεγχόμενο από τρίτο πρόσωπο. Η συμβολή της οδού Βαλαωρίτη με την οδό Λεοντίου Α΄ ελέγχεται με σήμα ΑΛΤ.
Ο εφεσίβλητος οδηγούσε μοτοσυκλέττα στην οδό Λεοντίου Α΄ με κατεύθυνση από βορρά προς νότο και από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσείοντα.
Κατά τη δίκη, οι συνθήκες του δυστυχήματος ήταν αμφιλεγόμενες. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου κρίθηκε ως αξιόπιστη και αποτέλεσε τη βάση των ευρημάτων του δικαστηρίου.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου είναι ότι ο εφεσείων εισήλθε στη διασταύρωση χωρίς να σταματήσει στο αλτ με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία του και να συγκρουστεί με το ρυμουλκούμενο αυτοκίνητο. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι σταμάτησε στο αλτ και από εκεί ήλεγξε την τροχαία κίνηση επί της οδού Λεοντίου Α΄. Όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καθόλου κίνηση, εισήλθε αργά στη διασταύρωση οπότε επεσυνέβη το ατύχημα.
Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι ο εφεσείων παρέλειψε να σταματήσει στο αλτ και ότι δεν άσκησε καλή παρατηρητικότητα προτού εισέλθει στη διασταύρωση. Οι πράξεις και παραλείψεις του εφεσείοντα κατά την οδήγηση αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος για το οποίο ο εφεσείων φέρει αποκλειστική ευθύνη. Ο πρωτόδικος δικαστής επισημαίνει πως ανεξάρτητα από το αν ο εφεσείοντας σταμάτησε ή όχι στο αλτ, το γεγονός ότι δεν άσκησε καλή παρατηρητικότητα συνιστά ανεξάρτητη πηγή αμέλειας. (Βλ. Constantinou v. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 192). Η ρυμούλκηση αυτοκινήτου από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα χωρίς προειδοποιητικά σήματα και το σιαππάνι με το οποίο ήταν προσδεδεμένο το ρυμουλκούμενο αυτοκίνητο να μη ήταν ευδιάκριτο λόγω χρώματος, χαρακτηρίστηκε από τον πρωτόδικο δικαστή ως "κίνδυνος τύπου παγίδας" γεγονός το οποίο αποτελεί πρόσθετο στοιχείο αμέλειας.
Όσον αφορά την απόσταση μεταξύ ρυμουλκού και ρυμουλκούμενου, το δικαστήριο δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι η απόσταση αυτή ήταν περί τα 4 μέτρα και όχι 3½ πόδια όπως ισχυρίστηκε ο εφεσείων. Ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στο πιο πάνω εύρημα αναφορικά με το μήκος του σιαππανιού αφού αξιολόγησε και συνεκτίμησε μαζί με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και κάποια άλλα στοιχεία μαρτυρίας όπως το πραγματικό μήκος του σχοινιού που ήταν 13 πόδια. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι το σιαππάνι ήταν διπλό δεν έγινε πιστευτή με το εξής σκεπτικό:
"Άλλωστε ο οδηγός του δευτέρου αυτοκινήτου, αξιωματικός μάλιστα της Αστυνομίας που μπορούσε να καταθέσει σ' αυτό το σημείο, αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος διότι μπορούσε πιο εύκολα από τον εναγόμενο να το δει αφού έλαβε χώρα μπροστά του, δεν κατάθεσε. Έτσι βασικά είναι η μαρτυρία του ενάγοντα από τη μια και του εναγομένου από την άλλη και προτιμώ την εκδοχή του ενάγοντα. Ο αστυνομικός (Μ.Ε.1) βρήκε την απόσταση 3½ πόδια, αλλά το σχοινί ήταν διπλό. Ο ίδιος ο εναγόμενος δέχθηκε ότι το μήκος του σχοινιού ήταν 13 πόδια, αλλά ο ισχυρισμός ήταν ότι το έδεσε διπλό. Αν όμως το σχοινί ήταν διπλό και η απόσταση ήταν μόνο 3½ πόδια τότε όταν ο ενάγων βρέθηκε αντιμέτωπος με τα οχήματα δεν θα ελάττωνε απλώς ταχύτητα για να δώσει χρόνο στο όχημα του εναγομένου να φύγει και να περάσει αυτός από πίσω του αλλά σίγουρα θα έκαμνε χρήση των φρένων της μοτοσυκλέττας διότι δεν θα είχε άλλη εκλογή. Δεν θα δοκίμαζε να περάσει διά μέσου 2 οχημάτων 3½ πόδια το ένα από το άλλο. Η ενέργεια του να αποφύγει το πρώτο όχημα περνώντας από πίσω του, δείχνει ότι το δεύτερο όχημα ήταν σε κάποια απόσταση όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων κι' όχι 3 ½ πόδια που ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος. Μέχρι να πάει η αστυνομία επιτόπου υπήρχε χρόνος για επέμβαση στο σιαππάνι."
Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από εξέταση της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου κατά τον κρίσιμο χρόνο του δυστυχήματος, διαπίστωσε πως η ταχύτητα των 20 μ.α.ω. με την οποία οδηγούσε τη μοτοσυκλέττα του δεν ήταν τέτοια που να επενεργεί εναντίον του.
Η ενέργεια του εφεσίβλητου να ελαττώσει την ταχύτητα της μοτοσυκλέττας μόλις είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να εισέρχεται στη διασταύρωση και να του αποκόπτει το δρόμο κρίθηκε από το δικαστήριο ως εύλογη υπό τις περιστάσεις αντίδραση και ότι εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε επιτυχής εφόσον με αυτή την ενέργεια έγινε κατορθωτή η αποφυγή σύγκρουσης με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης δεν ήταν λογικά προβλεπτό υπό τις περιστάσεις για τον εφεσίβλητο ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ρυμουλκούσε άλλο αυτοκίνητο. Σχετικά με το συγκεκριμένο αυτό θέμα το δικαστήριο αναφέρει:
"Ούτε η ταχύτητα του ήταν τέτοια που να επενεργεί εναντίον του, αλλ' ούτε και ήταν εύκολο για τον ίδιο ν' αποφύγει το δυστύχημα εφόσον όπως φάνηκε από τη στιγμή που το πρώτο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εναγόμενος του έκοψε το δρόμο, η ενέργεια του να ελαττώσει ταχύτητα για να τον εποφύγει από το πίσω μέρος, πράγμα που κατόρθωσε, ήταν λογική. Δεν ήταν λογικά προβλεπτό για τον ενάγοντα ν' αναμένει ότι το πρώτο όχημα θα ρυμουλκούσε άλλο. Με τη ρυμούλκηση βασικά του έκοβαν ολόκληρο το δρόμο. Στην αγωνία της στιγμής που έθεσαν τον ενάγοντα δεν ήταν εύκολο γι' αυτόν να σκεφτεί άλλους τρόπους αποφυγής της σύγκρουσης π.χ. να βασισθεί μόνο στα φρένα οπότε ή θα κατόρθωνε να σταματήσει και να μην επέλθει η σύγκρουση είτε όμως όχι, με αποτέλεσμα να κτυπήσει πάνω στο πρώτο όχημα με χειρότερες ίσως συνέπειες."
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του δικαστηρίου ότι φέρει αυτός ολόκληρη την ευθύνη για το δυστύχημα και ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέχει συντρέχουσα αμέλεια. Ο εφεσείων, ισχυρίζεται εν προκειμένω ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου είναι εσφαλμένα και/ή αντίθετα με το σύνολο της μαρτυρίας.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε ότι δεν αμφισβητούνται τα πρωτογενή ευρήματα του δικαστηρίου και ότι το δικαστήριο δεν ενήργησε κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς τις σχετικές προς τα επίδικα θέματα αρχές δικαίου.
Το γεγονός ότι ο εφεσείων προτού εισέλθει στη διασταύρωση δεν αντελήφθηκε την παρουσία του εφεσίβλητου στο δρόμο μολονότι είχε ελεύθερο πεδίο ορατότητας, υποδηλώνει παράλειψη επίδειξης της προσοχής που επιβάλλει το καθήκον επιμέλειας του οδηγού. Παράλειψη εκπλήρωσης αυτού του καθήκοντος συνιστά αμέλεια. Εξαιτίας των ειδικών περιστάσεων της ρυμούλκησης, η σχολαστική εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος από τον εφεσείοντα ήταν ιδιαίτερα επιτακτική και επιβεβλημένη.
Ο εφεσείων όχι μόνο δεν είδε τον εφεσίβλητο προτού αρχίσει να διασταυρώνει άνκαι είχε αυτή τη δυνατότητα αλλά ούτε σταμάτησε στο αλτ ως είχε υποχρέωση. Πρόκειται για παράλειψη η οποία συνιστά αμέλεια και συνάμα παράβαση καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος. Γενεσιουργός και μόνη αιτία του δυστυχήματος ήταν η αμέλεια του εφεσείοντα.
Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν ελάττωσε ταχύτητα και ότι κατά πάσα πιθανότητα η ταχύτητα της μοτοσυκλέττας ήταν μεγαλύτερη των 20 μ.α.ω. στερείται ερείσματος και αποτελεί απλή πιθανολόγηση που δεν επηρεάζει τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο κατόπιν ενδελεχούς και προσεκτικής αξιολόγησης της μαρτυρίας. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το ζήτημα της ορατότητας και του τρόπου οδήγησης του εφεσίβλητου που θίγει ο εφεσείων στην έφεση.
Η είσοδος των δύο αυτοκινήτων (ρυμουλκού - ρυμουλκούμενου) στη διασταύρωση ουσιαστικά δημιούργησε κατάσταση απόφραξης του δρόμου του επερχόμενου εφεσίβλητου. Η ενέργεια του εφεσίβλητου να ελαττώσει ταχύτητα μόλις είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να εισέρχεται στην διασταύρωση χωρίς αυτό να σταματά στο αλτ, ήταν υπό τις συνθήκες λελογισμένη ενέργεια για την οποία δεν μπορεί να του αποδοθεί μομφή. Αυτή ακριβώς η ενέργεια του εφεσίβλητου απέτρεψε τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.
Ο εφεσίβλητος ενώ μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα διαδοχικά βρέθηκε αντιμέτωπος με νέο κίνδυνο. Πρόκειται για τον κίνδυνο που δημιούργησε η όλη διαδικασία της ρυμούλκησης του αυτοκινήτου και η ανυπαρξία προειδοποιητικών σημάτων για την προφύλαξή του κοινού που ανυποψίαστα χρησιμοποιούσε το δρόμο.
Επρόκειτο για μια κατάσταση πραγμάτων που συνδέεται άρρηκτα με τον αμελή τρόπο οδήγησης του εφεσείοντα. Ήταν μια κατάσταση κινδύνου που δημιουργήθηκε εξαιτίας της αμέλειας του εφεσείοντα και που δεν θα μπορούσε λογικά να προβλεφθεί από τον εφεσίβλητο. Η απόσταση της μοτοσυκλέττας που βρισκόταν σε κίνηση από το μη ευδιάκριτο σιαππάνι και το ρυμουλκούμενο αυτοκίνητο έγινε στο μεταξύ μικρότερη σε βαθμό που δεν άφηνε οποιαδήποτε περιθώρια για άλλη επιτυχή αποτρεπτική ενέργεια εκ μέρους του εφεσίβλητου. Η στροφή προς τα δεξιά που επιχείρησε την τελευταία στιγμή ο εφεσίβλητος για να αποφύγει τη σύγκρουση ήταν η ύστατη προσπάθεια αποφυγής του δυστυχήματος η οποία έγινε κάτω από την αγωνία της στιγμής και χωρίς να υπάρχουν λογικά περιθώρια επιτυχίας.
Η γενική αρχή είναι ότι οι οδηγοί επί της κυρίας οδού έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο. Βλ. Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980.
Ο οδηγός σε κύριο δρόμο δεν αναμένεται να προβλέψει ότι ο οδηγός σε πάροδο κατά παράβαση σαφούς καθήκοντος θα εισέλθει στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει και γενικά χωρίς να βεβαιωθεί πως αυτή η είσοδός του είναι ασφαλής, εκτός αν έχει ένδειξη, ενόψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, πως τέτοια εξέλιξη είναι εύλογα πιθανή. Βλ. Τουμαζή v. Κούλα (1994) 1 Α.Α.Δ. 420 και Χ"Γιάννη v. Κουμάση (1995) 1 Α.Α.Δ. 150.
Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών. Βλ. Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 642, Θρασυβούλου v. Κουλέρμου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 293.
Στην προκείμενη περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής με καθοδήγηση το δίκαιο και γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία ορθά αποτίμησε τα γεγονότα και πραγματικές περιστάσεις του δυστυχήματος και δίκαια καταλόγισε ολόκληρη την ευθύνη στον εφεσείοντα. Δεν έχουμε διαπιστώσει αποχρώντα λόγο που να δικαιολογεί οποιαδήποτε επέμβαση προς διαφοροποίηση του καταλογισμού της ευθύνης. Ο εφεσείων ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του δυστυχήματος.
Ο εφεσίβλητος είναι απόφοιτος της Σιβιτανιδείου Σχολής στα ηλεκτρονικά. Κατά το χρόνο του δυστυχήματος ήταν 38 χρόνων και εργαζόταν ως αστυνομικός στις Βρεττανικές Βάσεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δικαιολογημένα παρέμεινε εκτός εργασίας μέχρι τον Ιούνιο 1991 και ότι η ικανότητά του για εργασία μειώθηκε λόγω του δυστυχήματος. Αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ερειδόμενο στη μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος απολύθηκε από τις Βρεττανικές Βάσεις λόγω ανικανότητας για εργασία χωρίς προοπτική εξεύρεσης νέας εργασίας.
Κατά τη διεργασία του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων ένα από τα θέματα που απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ο τρόπος υπολογισμού των μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου. Το συγκεκριμένο θέμα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. Εκείνο που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν το κατά πόσο οι μελλοντικές απολαβές του εφεσίβλητου μπορούσαν να υπολογισθούν με τη χρήση ενός αριθμητικού πολλαπλασιαστή ο οποίος θα έπρεπε να εξευρεθεί ως ο πιο κατάλληλος ή κατά πόσο αυτές οι μελλοντικές απολαβές θα μπορούσαν να επιδικασθούν με την έγκριση ενός κατ' αποκοπή ποσού που θα κρινόταν ως ικανοποιητικό για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Ο πρωτόδικος δικαστής άντλησε καθοδήγηση από τη νομολογία και τις άλλες αυθεντίες που διέπουν το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπό εξέταση περίπτωση του εφεσίβλητου ήταν κατάλληλη για τη χρήση πολλαπλασιαστή (multiplier) για τον υπολογισμό των μελλοντικών απολαβών του εφεσίβλητου εφόσον υπήρχαν τα δεδομένα που καθιστούσαν πρόσφορη την εφαρμογή αυτής της μεθόδου.
Ο εφεσείων προβάλλει ως λόγο έφεσης ότι στην υπό εξέταση υπόθεση δεν υπήρχαν ασφαλή και συγκεκριμένα στοιχεία που θα επέτρεπαν την υιοθέτηση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή για δύο λόγους ήτοι: (α) ότι είχαν παρέλθει οχτώ σχεδόν χρόνια από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι την ημερομηνία της απόφασης. (β) Την αβεβαιότητα της συνέχισης της εργοδότησης του εφεσίβλητου στις Βρεττανικές Βάσεις.
Ο καθορισμός του συγκεκριμένου αριθμού ο οποίος θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή είναι έργο του δικαστηρίου. Βλ. Fysco Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου είναι εν προκειμένω ευρεία. Βλ. Mc Gregor on Damages, 134η έκδ., σελ. 803, παράγρ. 1176, κάτω από τον τίτλο "Calculation of multiplier". Για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες όπως η ηλικία του ενάγοντα που όσο πιο μικρή είναι τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι ο πολλαπλασιαστής, η ηλικία συνταξιοδότησης, η κατάσταση της υγείας του, το κατά πόσο παίρνει ή δεν παίρνει σύνταξη, οι προοπτικές εργοδότησης.
Tο εισόδημα του ενάγοντα κατά το χρόνο του δυστυχήματος ή το εισόδημα που θα κέρδιζε όπως αυτό μπορεί να προσδιοριστεί με τα στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο της δίκης αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό του αριθμητικού πολλαπλασιαστή, Βλ. Fysco Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (ανωτέρω).
Στην παρούσα υπόθεση ο πρωτόδικος δικαστής ορθά καθόρισε τον πολλαπλασιαστή στον αριθμό 10. Προσδιόρισε τον συγκεκριμένο αριθμό αφού έλαβε υπόψη την ηλικία του εφεσείοντα και τη φύση της εργασίας του. Βλ. Ioannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, Χατζηχριστοφόρου v. Αταλιανή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1114.
Η ίδια η φύση του θέματος δεν παρέχει την δυνατότητα θέσπισης απλών και πρακτικών κανόνων που να παρέχουν ομοιόμορφη πρόκριση του κατάλληλου πολλαπλασιαστή σε κάθε υπόθεση. Βλ. Taylor v. O' Connor [1970] 1 All E.R. 365 (H.L.) και Savva v. Savvides and Another (1988) 1 C.L.R. 682. O αριθμός που προκρίνεται ως ο πιο κατάλληλος θα πρέπει να αντιπροσωπεύει ικανοποιητικά τη σημερινή αξία της μελλοντικής απώλειας. Βλ. Zachariou v. Elmini Lioness Inc and Another (1983) 1 C.L.R. 415.
Λόγω της αβεβαιότητας της ζωής από τη μια και του γεγονότος ότι η πληρωμή των μελλοντικών εισοδημάτων μετά την επιδίκαση τους πληρώνονται προκαταβολικά, ο καθορισμός του πολλαπλασιαστή συνήθως είναι μικρότερος του προσδοκόμενου υπόλοιπου χρόνου ζωής του ενάγοντα.
Για ηλικία τριάντα οκτώ χρόνων και απώλεια επιπρόσθετης δεύτερης εργασίας ηλεκτρολόγου χρησιμοποιήθηκε ως πολλαπλασιαστής ο αριθμός 9. Βλ. Κωνσταντίνου v. Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 669. Ενώ ο πολλαπλασιαστής 10 εφαρμόστηκε σε ενάγοντες ηλικίας τριάντα επτά ετών. Βλ. Zachariou v. Elmini Lioness Inc and Another (ανωτέρω), τριάντα πέντε ετών Fysco v. Γεωργίου (ανωτέρω) και εικοσιπέντε ετών, βλ. Χατζηχριστοφόρου v. Αταλιανή (ανωτέρω).
Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε η βάση η οποία επέτρεπε εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού των μελλοντικών απολαβών. Ο εφεσίβλητος ήταν υπάλληλος με σταθερό μηνιαίο εισόδημα το οποίο απώλεσε και που μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τον προσδιορισμό του πολλαπλασιαστή.
Η πάροδος οκτώ χρόνων από την ημερομηνία του δυστυχήματος μέχρι το χρόνο της απόφασης δεν καθιστά τρωτή την υιοθέτηση της συγκεκριμένης μεθόδου. Ο κατάλληλος χρόνος είναι ο χρόνος που βρίσκεται εγγύτερα του χρόνου υπολογισμού των μελλοντικών απολαβών που θα χαθούν. Εν προκειμένω, ο κατάλληλος χρόνος είναι ο χρόνος της δίκης εφόσον κατ' αυτόν εντοπίζονται όλα τα στοιχεία που υπάρχουν για τον υπολογισμό.
Όπως έχουμε προαναφέρει ο προσδιορισμός του αριθμού που θα αποτελέσει τον πολλαπλασιαστή είναι το αποτέλεσμα της συνεκτίμησης δεδομένων και παραγόντων που αφορούν την κάθε υπόθεση χωριστά. Η διεργασία της συνεκτίμησης θα πρέπει να γίνεται με ρεαλισμό. Αυτό σημαίνει πως τα δεδομένα στοιχεία από τη μια και τα γεγονότα που πιθανολογείται να συμβούν από την άλλη, πρέπει να βρίσκονται σε μια λογικά ρεαλιστική συνάρτηση.
Ο χρόνος ζωής του κάθε ανθρώπου είναι το άγνωστο στοιχείο για το οποίο δεν παρέχεται δυνατότητα για ακριβή πρόβλεψη. Όμως ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων και η ικανότητα τους για εργασία ανάλογα με την ηλικία τους είναι στοιχεία που η επιστήμη και η ανθρώπινη πείρα κατατάσσουν και ο προσδιορισμός γίνεται με ρεαλιστική προσέγγιση και με γνώμονα την λογική και την πείρα.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι "το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα πήρε σαν δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος θα συνέχιζε να εργάζεται ως αστυνομικός στις Βρεττανικές Βάσεις τόσο από το 1988 που τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του λόγω του δυστυχήματος μέχρι τις 30.6.95 που εκδόθηκε η απόφαση όσο και για την περίοδο των δέκα ετών από την 30.6.95 βάσει του πολλαπλασιαστή που αποφάσισε το δικαστήριο ενώ η εργοδότηση στις βάσεις δεν ήταν σίγουρη ή κατοχυρωμένη".
Συναφής με αυτό το λόγο έφεσης είναι και η θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να ενεργήσει και/ή να προβεί στα αναγκαία και/ή λογικά διαβήματα για να μειώσει τη ζημιά του. Αυτή η θέση προωθείται ως χωριστός λόγος έφεσης.
Ο εφεσίβλητος εργαζόταν στις Βρεττανικές Βάσεις ως αστυνομικός για δώδεκα χρόνια. Ένα περίπου μήνα μετά την απόλυσή του από τις Βρεττανικές Βάσεις λόγω της ανικανότητας στην οποία περιήλθε εξαιτίας του δυστυχήματος, απέστειλε επιστολή στους πρώην εργοδότες του με την οποία ζητούσε αναθεώρηση της απόφασης για την απόλυση του, εξηγούσε τις οικογενειακές του καταστάσεις και την ανάγκη για συνέχιση της εργασίας του. Οι Βρεττανικές Βάσεις δεν αναθεώρησαν την απόφασή τους ούτε πρόσφεραν άλλη εργασία στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσίβλητος συμπλήρωσε τις σπουδές του στα ηλεκτρονικά το 1967. Εκτοτε δεν ασχολήθηκε με τα ηλεκτρονικά. Η επιστροφή του μετά από 20 περίπου χρόνια σ' αυτό τον τομέα θα προϋπόθετε πείρα της εργασίας που έπαυσε να διαθέτει λόγω του χρόνου που πέρασε και της ραγδαίας εξελιξης που παρατηρήθηκε στα ηλεκτρονικά από τον καιρό που ο εφεσίβλητος συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Σιβιτανίδειο Σχολή μέχρι το χρόνο που βρέθηκε εκτός εργασίας. Ο μάρτυρας Π. Θεοχαρίδης που ασχολείται με τα ηλεκτρονικά κατέθεσε ότι δεν θα προσλάμβανε στην εργασία του κάποιο που σπούδασε ηλεκτρονικά πριν από είκοσι χρόνια εκτός αν είχε την απαραίτητη πείρα.
Ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας για να προσληφθεί στις τεχνικές σχολές, η αίτησή του όμως παρέμεινε μετέωρη. Τελικά ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε το 1991 ως πωλητής ηλεκτρονικών συσκευών με αρχικό μισθό £150.- καθαρά το μήνα που έφθασε τις £270.- το μήνα κατά τον χρόνο της δίκης το 1993.
Κατά την κρίση μας ορθά θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε προσπάθεια για μείωση της ζημιάς και ορθά καθόρισε τον αριθμό που χρησιμοποιήθηκε ως πολλαπλασιαστής κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις.
Το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στον καθορισμό του τόκου εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τις καθυστερήσεις που δημιουργήθηκαν στην εκδίκαση της αγωγής λόγω υπαιτιότητας του εφεσίβλητου και ότι δεν λήφθηκε υπόψη η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου είναι ζητήματα που δεν φαίνεται να συζητήθηκαν πρωτόδικα. Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός του εφεσείοντα στερείται της αναγκαίας τεκμηρίωσης. Ανεδαφικό κρίνεται και το παράπονο του εφεσείοντα ότι στο ποσό των £4855 που αφορά ιατρικά έξοδα έχει επιδικασθεί τόκος επί του εν λόγω ποσού πριν από την απόφαση. Το δικαστήριο είχε την διακριτική ευχέρεια επιδίκασης τόκου επί του εν λόγω ποσού εφόσον πρόκειται για ποσό που πληρώθηκε από τον εφεσίβλητο πριν από την έκδοση της απόφασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.