ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 2226

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ 109/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

 

Αναφορικά με την Εταιρεία

LOUKOS MANUFACTURERS LTD.,

Για άδεια Αιτήσεως για ένταλμα ακυρωτικό

(Certiorari) και/ή ένταλμα απαγόρευσης

(Writ of prohibition)

- ΚΑΙ -

Αναφορικά με το διάταγμα του Επαρχιακού

Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 1/6/98

με βάση το οποίο αποφάσισε χωρίς ακρόαση

τη διάλυση της εταιρείας LOUKOS MANUFACTURERS LTD

- ΚΑΙ -

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος

----------------------------------------

30 Νοεμβρίου 1998

Για την Αιτήτρια Εταιρεία: κ. Σ. Δράκος.

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο εκδόθηκε διάταγμα διάλυσης της αιτήτριας εταιρείας LOUKOS MANUFACTURERS LTD. γιατί παρέλειψε να καταβάλει εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Τα γεγονότα είναι απλά. Την 1/6/98 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε στην υπ' αριθμό 145/97 αίτηση διάταγμα διάλυσης της εταιρείας LOUKOS MANUFACTURERS LTD και διόρισε ως Προσωρινό Εκκαθαριστή την Εφορο Εταιρειών και Επίσημη Παραλήπτρια.

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η οφειλή της αιτήτριας αποτελεί "πίστωση" σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 211, 212 και 213 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Για την υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Για τη χορήγηση της σχετικής άδειας ο αιτητής πρέπει να αποδείξει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο θέμα", όπως οι πιο πάνω λέξεις έχουν ερμηνευθεί στις αγγλικές αποφάσεις Cidnell v. Wilson ([1966] 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police ([1982] 2 All E.R. 254, που έχουν υιοθετηθεί στην Κύπρο στην υπόθεση In Re Kakos ([1985] 1 C.L.R. 250). Αν το Ανώτατο Δικαστήριο διαπιστώσει ότι υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη νομική πλάνη ή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ή λήψη της απόφασης με δόλο ή ψευδορκία, τότε προβαίνει στην ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. (Ιδε Pastellopoulos v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 165.)

Ο Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος 41/80 με τις σχετικές τροποποιήσεις, προνοεί τη λήψη ποινικών μέτρων σε περίπτωση παράλειψης καταβολής εισφορών, όπως επίσης και τη διεκδίκηση οφειλόμενων εισφορών με πολιτική αγωγή μη αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου μέτρου. (Αρθρα 80 και 81 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 41/80).

Το άρθρο 211 του Κεφ. 113 προνοεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει ένα διάταγμα διάλυσης μιας εταιρείας που δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει τα χρέη της. Το διάταγμα εκδίδεται αν η εταιρεία αποδεδειγμένα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τις οφειλές της (άρθρο 212(c)). Η διαδικασία της διάλυσης προϋποθέτει την καταχώριση σχετικής αίτησης από "οποιοδήποτε πιστωτή ή πιστωτές" (άρθρο 213(1) του Κεφ. 113). Ενας πιστωτής μιας εταιρείας μπορεί να καταχωρίσει αίτηση για τη διάλυση της εταιρείας. Πρέπει να τονιστεί ότι η οφειλή πρέπει να είναι συγκεκριμένη και αδιαμφισβήτητη (ίδε Re James Millward & Co. Ltd. [1940] Ch. 333). Οπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Palmer's "Company Precedents", Part 2, Winding Up 17th Ed., p. 39,

"A creditor of the company for a sum of money presently and unconditionally due and payable is unquestionably a creditor who can present a petition for winding up."

 

Ο όρος "πιστωτής" είναι αρκετά μεγάλος, έτσι που να συμπεριλαμβάνει ένα πρόσωπο που έχει να λαμβάνει έστω και ένα μικρό ποσό που δεν υπερβαίνει τις £35 (Re World Industrial Bank [1909] W.N. 148), ένα πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβαστεί ένα χρέος της εταιρείας (Re Paris Skating Ring [1877] 5 Ch. D. 962), ένα πρόσωπο στο οποίο έχει μεταβιβαστεί μέρος χρέους της εταιρείας (Re Steal Wing Co. [1921] 1 Ch. 349), τον εκτελεστή της περιουσίας ενός αποθανόντος που είχε μια ασφάλεια ζωής (Masonic & General Life Assurance [1886] 32 Ch. D. 373), όπως επίσης και μια Δημοτική Αρχή αναφορικά με οφειλόμενους τοπικούς φόρους, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καταχωρηθεί εναντίον της εταιρείας πολιτική αγωγή για την είσπραξη τους (In Re The North Bucks Furniture Depositories Limited [1939] Ch. 690), Re McGreavy [1950] Ch. 269). Ομως δεν μπορεί να συμπεριλάβει ένα πιστωτή του οποίου το ύψος της πίστωσης δεν είναι καθορισμένο. (Re Pen-Van Colieri [1877] 6 Ch. D. 477).

Εχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας ότι σύμφωνα με την απόφαση Liverpool Corporation v. Hope ([1938] 1 All E.R. 432), όπου αποφασίστηκε ότι "τα τέλη του Δημαρχείου δεν καθιστούν ένα Δήμαρχο πιστωτή", η παρούσα αίτηση πρέπει να γίνει αποδεκτή. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η πιο πάνω απόφαση δεν καθιέρωσε κανένα κανόνα και πρέπει να εξετάζεται μέσα στα δικά της ιδιάζοντα πλαίσια. Πιο συγκεκριμένα στην πιο πάνω υπόθεση, όπου το Δημαρχείο του Liverpool απαίτησε την είσπραξη τοπικών φόρων (local rates) από ένα διαχειριστή ακίνητης περιουσίας που είχε διοριστεί από τους ενυπόθηκους δανειστές για να εισπράττει τα ενοίκια, αποφασίστηκε ότι (α) ο διαχειριστής δεν είχε οποιαδήποτε νομική ευθύνη προς το Δημαρχείο του Liverpool αλλά προς τα πρόσωπα που τον είχαν διορίσει, δηλαδή τους ενυπόθηκους δανειστές και (β) η αγωγή δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή γιατί οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες περιόριζαν ως μέσο για την είσπραξη των φόρων τη διαδικασία της κατάσχεσης και πώλησης της κινητής περιουσίας του εναγομένου (distress). Ειδικότερα στη σχετική απόφαση τονίστηκε ότι η είσπραξη περιοριζόταν με το Νόμο The Poor Relief Act 1601 στη διαδικασία "κατάσχεσης και πώλησης της κινητής περιουσίας του εναγομένου". Αυτή ήταν η μόνη θεραπεία που προσφερόταν στις Δημοτικές Αρχές για την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών. Από το 1601 μέχρι και τη ψήφιση του Νόμου The Rating and Valuation Act 1925 και τις μετέπειτα σχετικές νομοθετικές τροποποιήσεις, τα Δημοτικά Συμβούλια δεν έχουν άλλα μέσα εκτέλεσης παρά να καταφεύγουν στη διαδικασία της κατάσχεσης και πώλησης της κινητής περιουσίας του εναγομένου για την είσπραξη των οφειλόμενων φόρων.

Στην παρούσα περίπτωση είναι αποδεκτό εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας ότι την 1/6/98 εκδόθηκε διάταγμα διάλυσης της εταιρείας κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η αιτήτρια εταιρεία αμφισβητεί τη συμπερίληψη του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων στον όρο "πιστωτής" του Κεφ. 113. Εχοντας υπόψη τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ενώπιον μου και τη σχετική νομολογία πάνω στο θέμα δεν έχω πεισθεί ότι ο όρος "πιστωτής" δεν συμπεριλαμβάνει το Διευθυντή του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Η αιτήτρια εταιρεία απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο