ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1931
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 9062 και 9067
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ Δ/στών
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 9062
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και/ή του Επαρχιακού Τμήματος Γεωργίας Λεμεσού και/ή των Φυτωρείων του Γεωργικού Τμήματος Λεμεσού.
Εφεσείοντος/εναγομένου
και
PENTALIOTIS & PAPAPETROU ESTATES LIMITED
Εφεσίβλητων/εναγόντων
--------------
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9067
PENTALIOTIS & PAPAPEΤROU ESTATES LIMITED
Εφεσειόντων/εναγόντων
και
Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και/ή του Επαρχιακού Τμήματος Γεωργίας Λεμεσού και/ή των Φυτωρείων του Γεωργικού Τμήματος Λεμεσού
Εφεσιβλήτων/εναγομένων
------------------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 23.10.98.
Για την εταιρεία: Φ. Πιτσιλλίδης, Ρ. Μιχαηλίδης και Μ. Κυπριανού.
Για τη Δημοκρατία: Χρ. Ιωαννίδης.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με επιδίωξη το προσδιορισμό της αιτίας της προσβολής μεγάλου αριθμού δένδρων και δενδρυλλίων χρυσομηλιάς από την ασθένεια σιάρκα (το επιστημονικό της όνομα είναι Plum Pox Virus) και την ευθύνη γι΄αυτή, προσάχθηκε όγκος μαρτυρίας σε σχέση με ζητήματα ιδιότυπα, ενταγμένα κατά μεγάλος μέρος στη σφαίρα ειδικών γνώσεων. Το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που εξεδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση εξονύχισε τη μαρτυρία,ταξινόμησε τα θέματα, κατέγραψε τις διαπιστώσεις του και κατέληξε ως προς τις νομικές επιπτώσεις τους. Σ΄αυτό το συστηματοποιημένο πλαίσιο ανέλυσε και αποσαφήνισε σειρά τεχνικών και άλλων ζητημάτων συσχετίζοντας τα ταυτόχρονα προς τις διάφορες εκφάνσεις τις αντιδικίας. Αυτή η συγκρότηση της πρωτόδικης απόφασης μας επιτρέπει τώρα να επικεντρωθούμε σε όσα απολήγουν να είναι η ουσία και να δούμε τους λόγους των εφέσεων που ασκήθηκαν από τις δυο πλευρές στη σωστή τους διάσταση.
Θα αρχίσουμε με τη διαπίστωση πως το μεγαλύτερο μέρος, πέραν από το 70% των δένδρων στο αγρόκτημα των εναγόντων, (θα τους αποκαλούμε έτσι για να αποφύγουμε σύγχυση αφού έχουμε δύο εφέσεις) προσβλήθηκε από σιάρκα. Σε στοιχεία σε σχέση με ακριβείς αριθμούς δεν παρέστη ανάγκη επέκτασης. Κοινή δήλωση των δύο πλευρών, που εμπεριέχει και αναγνώριση του γεγονότος της προσβολής των δένδρων, καθόρισε τις οικονομικές επιπτώσεις ανάλογα με την κατάληξη του μόνου ουσιαστικά ζητήματος που χώριζε τους διαδίκους. Δηλαδή, εκείνου της ευθύνης.
Οι ενάγοντες στράφηκαν κατά της Δημοκρατίας. Είχαν προμηθευτεί τα φυτά από το Τμήμα Γεωργίας και ήταν η θέση τους πως δικαιούνταν αποζημιώσεις για δύο διαζευκτικές αιτίες. Κατά την πρώτη, διείπαν την περίπτωση, ως πώληση, οι διατάξεις του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου Κεφ. 267. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε πως έτσι ήταν και απέρριψε όσα αντέτειναν οι εναγόμενοι περί πράξης ή διοικητικής σύμβασης στο τομέα του δημοσίου δικαίου για την οποία δεν θα είχε δικαιοδοσία το Δικαστήριο. ΄Εκρινε πως ήταν πώληση διά περιγραφής, που είχε ως εξυπακουόμενο όρο, ενόψει του άρθρου 16(β) του πιο πάνω νόμου και της υπόθεσης Ηenry Kendal & Sons v. William Lillico & Sons Ltd (1968) 2 All E.R. 444, ότι τα φυτά θα ήταν εμπορεύσιμης ποιότητας. Δηλαδή ότι θα ήταν απαλλαγμένα από ασθένεια όσο και αν η ύπαρξη ασθένειας δεν θα μπορούσε εύλογα να εντοπιστεί. Απέρριψε όμως την αξίωση στην έκταση που στηρίκτηκε σ΄αυτή τη βάση γιατί δεν είχε αποδεικτεί πως τα 294 δενδρύλλια που είχαν αρχικά αγοράσει οι ενάγοντες από το Τμήμα Γεωργίας και στα οποία αφορούσε ο ισχυρισμός, ήταν προσβεβλημένα από τον ιό της σιάρκας. Δεν θεμελιώθηκε παράβαση του εξυπακουόμενου όρου και αυτή η διαπίστωση παρέσυρε το σύνολο της αξίωσης, ως προς όλα δηλαδή τα φυτά, αφού ήταν η θέση των εναγόντων πως η επέκταση της ασθένειας και στα υπόλοιπα οφειλόταν στα πρώτα 294.
Κατά τη δεύτερη αιτία αγωγής οι εναγόμενοι ήταν ένοχοι αμέλειας σε δυο διαζευκτικούς τομείς. ΄Ενα ευρύτερο, με αναφορά στην ευθύνη της Δημοκρατίας για την εμφάνιση και εξάπλωση της σιάρκας στην Κύπρο, με παράλληλη αναφορά και στα καθήκοντα που προέκυπταν από τον περί Προλήψεως και Καταπολεμήσεως των Φυτικών Ασθενειών και Εχθρών Νόμο, Κεφ. 49. Και ένα στενότερο, με αναφορά στα ιδιαίτερα καθήκοντα των εναγομένων έναντι των εναγόντων. Ενδιαφέρει μόνο η δεύτερη θεμελίωση. Την πρώτη την απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο και αυτή η κρίση του δεν αμφισβητήθηκε με λόγο έφεσης. Με αναφορά στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Caparo Industries PLC v. Dickman (1989) 1 All E.R. 798 εκτεταμένο απόσπασμα της οποίας παρέθεσε και στις υποθέσεις Van Oppen v. Bedford Charity Trustees (1989) 3 All E.R. 389 που την ακολούθησε και Βanque Financiere v. Westgate Insurance Co (1989) 2 All E.R. 952 κατέληξε πως το Τμήμα Γεωργίας όφειλε να είχε προειδοποιήσει τους ενάγοντες για τους κινδύνους της σιάρκας που ελλόχευαν. Η παράλειψή του να το κάμει συνιστούσε αμέλεια για την οποία ήταν υπόλογοι οι εναγόμενοι σε σχέση με τα πρώτα 294 δενδρύλλια που είχαν αγοράσει οι ενάγοντες. Δεν είχε αποδειχθεί πως η πηγή μόλυνσης των υπόλοιπων δένδρων στο αγρόκτημα των εναγόντων ήταν εκείνα τα δενδρύλλια, αφού μάλιστα ήταν άγνωστη η πηγή μόλυνσης και εκείνων.
Η κοινή δήλωση των διαδίκων κάλυψε δυο βασικά ενδεχόμενα. Αν φαινόταν ότι οι εναγόμενοι υπείχαν ευθύνη σε οποιαδήποτε βάση για την εκδήλωση της σιάρκας στα πρώτα 294 δενδρύλλια, οι ενάγοντες θα δικαιούνταν σε αποζημίωση ύψους £9.000. Και αν φαινοταν πως υπείχαν ευθύνη σε οποιαδήποτε βάση για την εκδήλωση της ασθένειας στο υπόλοιπο κτήμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των δένδρων στα οποία εκδηλώθηκε η ασθένεια, θα δικαιούνταν σε αποζημιώσεις £150.000. Οι διευκρινίσεις που έγιναν ως προς επιμέρους ενδεχόμενα δεν ενδιαφέρουν. Πάνω στη βάση των διαπιστώσεων του, των συμπερασμάτων του και του πρώτου σκέλους της κοινής δήλωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εναγόντων αποζημιώσεις ύψους £9.000.
΄Οπως σημειώσαμε, ασκήθηκαν εφέσεις και από τις δυο πλευρές. Κατά τους ενάγοντες θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί £150.000. Κατά τους εναγόμενους, τίποτε. Αναπτύχθηκαν από τις δυο πλευρές πολυάριθμοι λόγοι έφεσης που υποστηρίχτηκαν από εκτεταμένη αιτιολόγηση. Προβάλλει ως πρώτο το ζήτημα της αιτίας εκδήλωσης της σιάρκας στο αγρόκτημα των εναγόντων. Αν δηλαδή τα δενδρύλλια, ποιά ακριβώς θα δούμε μετά, ήταν προσβεβλημένα κατά την αγορά τους από τους εναγομένους. Το τελευταίο θα προσδιορίσει και το πλαίσιο εξέτασης των λόγων έφεσης που αναφέρονται στην ευθύνη των εναγομένων.
Κατά τις αρχές του 1984 οι ενάγοντες αγόρασαν από τους εναγομένους 294 δενδρύλλια χρυσομηλιάς ποικιλίας Πρώϊμης Τυρίνθου. Κατά τον πρώτο ισχυρισμό τους ήταν ήδη προσβεβλημένα με σιάρκα την οποία και μετέδωσαν και "εις άλλα δένδρα του αγροκτήματος" τους. Το διαζευκτικό ισχυρισμό τους για αμέλεια, όπως αυτός συγκεκριμενοποιήθηκε, θα το δούμε μετά. Σημειώνουμε τώρα πως αναφερόταν στο ενδεχόμενο να μή ήταν προσβεβλημένα τα αναφερθέντα δενδρύλλια κατά την αγορά τους, αλλά να προσβλήθηκαν μεταγενέστερα ενόψει της εξάπλωσης της σιάρκας.
Κατευθείαν μαρτυρία πως τα 294 δενδρύλλια ήταν μολυσμένα εξ΄ αρχής, δεν υπήρξε. Οι ενάγοντες υποστήριξαν πως αυτό προέκυπτε ως αναγκαίο συμπέρασμα. Κυρίως ενόψει του γεγονότος ότι είχαν εντοπιστεί κρούσματα σιάρκας στην κυβερνητική έπαυλη Σαϊττά από την οποία προέρχονταν τα 294 δενδρύλλια και η προσβολή των δενδρυλλίων με σιάρκα διαπιστώθηκε με την έκπτυξη των πρώτων φύλλων κατά την άνοιξη του 1984. Επομένως, κατά την επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε, η προσβολή προϋπήρχε και δεν μπορούσε να ήταν το αποτέλεσμα μόλυνσης από άλλα δένδρα της περιοχής.
Η σιάρκα περιγράφεται ως φυτική ίωση που προσβάλλει, ίσως με ορισμένες εξαιρέσεις, πυρηνόκαρπα. Μεταδίδεται με τον εμβολιασμό μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού ή με αφίδες που τρέφονται από μολυσμένο φυτό και όταν στη συνέχεια τραφούν από υγιές του μεταδίδουν τον ιό. Αυτός ο τρόπος μετάδοσης προϋποθέτει εγγύτητα των φυτών. Τρίτος τρόπος μετάδοσης στον οποίο έγινε αναφορά, με μηχανικά μέσα όπως είναι τα μολυσμένα εργαλεία, δεν συζητήθηκε ως ενδεχόμενο στην περίπτωση. Το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν, όπως το έθεσε, απρόθυμο να διατυπώσει εύρημα ότι τα 294 δενδρύλλια έφεραν την ίωση μαζί τους. Η κατάσταση όπως την αποκάλυπτε η μαρτυρία είχε ως κυρίαρχο στοιχείο την αβεβαιότητα και ήταν παρακινδυνευμένη η κατάληξη υπέρ του ενός ή του άλλου ενδεχομένου. ΄Ηταν ανοικτή η δυνατότητα να είχαν προσβληθεί με αφίδες. Κοντά στο αγρόκτημα των εναγόντων υπήρχε άλλο και στις 8.6.1984 διαπιστώθηκε πως όλες οι χρυσομηλιές του, επίσης ποικιλίας Πρώϊμης Τυρίνθου, ηλικίας 6-8 χρόνων, ήταν προσβεβλημένες από σιάρκα. Αυτό σήμαινε πως ήταν προσβεβλημένες από πριν αφού σε δένδρα κάποιας ηλικίας, κατά την επιστημονική μαρτυρία που δέκτηκε, η εκδήλωση των συμπτωμάτων καθυστερεί. ΄Ηταν λοιπόν πιθανό να είχε μεταφερθεί, τουλάχιστον από εκείνο το κτήμα η ασθένεια, να υπήρχε στο αγρόκτημα των εναγόντων ο ιός πριν από το χρόνο που οι ενάγοντες φύτευσαν τα 294 δενδρύλια, χωρίς βέβαια να ήταν σε θέση να το γνωρίζουν. Τη δυνατότητα εκδήλωσης συμπτωμάτων μετά από τέτοια μόλυνση από την πρώτη βλαστική περίοδο των 294 δενδρυλλίων, τη βεβαίωσαν οι ειδικοί, τη μαρτυρία των οποίων δέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θα αποκλειόταν η μετάδοση με αφίδες μόνο αν καταδεικνυόταν ότι τα συμπτώματα εμφανίστηκαν κατά την πρώτη έκπτυξη των φύλλων τους. Δεν υπήρχε όμως τέτοια μαρτυρία. Ο ίδιος ο διευθυντής των εναγόντων αναφέρθηκε, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, με γενικότητα στην εμφάνιση συμπτωμάτων κατά την άνοιξη του 1984 όταν του τα υπέδειξε υπάλληλος των εναγόντων. Εκείνος δε ο υπάλληλος τοποθετούσε την εμφάνιση των συμπτωμάτων κατά το Μάϊο και Ιούνιο του 1984.
Οι ενάγοντες προσβάλλουν αυτές τις εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και ορισμένες από τις διαπιστώσεις που τις στήριξαν. Αμφισβητούν πρώτα πως το γειτονικό τους κτήμα είχε πράγματι σιάρκα. Υποστηρίζουν πως οι δύο λειτουργοί που κατέθεσαν ότι το διαπίστωσαν είπαν ψέματα. Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, δεν ήταν ορθό πως τα δένδρα εκεί ή οποιαδήποτε άλλα στην περιοχή μπορούσε να ήταν προσβεβλημένα από τον προηγούμενο χρόνο. Και πάντως, η απόσταση των 600 μέτρων που χώριζε το αγρόκτημά τους από το άλλο κτήμα ήταν ασφαλής. Κατά την επιστημονική μαρτυρία δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί ο ιός σε τέτοια απόσταση. Υποστήριξαν επιπλέον πως παρέλειψε να προσδώσει την οφειλόμενη βαρύτητα στο γεγονός ότι είχε διαπιστωθεί σιάρκα στην κυβερνητική έπαυλη Σαϊττά και πως το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξή της από το μακροσκοπικό έλεγχο κατά την παράδοση των 294 δενδρυλλίων, δεν απέκλειε τη μόλυνση. Επίσης δεν συνυπολόγισε πως βρέθηκαν προσβεβλημένα όλα τα 294 δενδρύλλια ενώ δεν ήταν φυτευμένα στο ίδιο σημείο του αγροκτήματος. Ενώ δεν συνέβη το ίδιο με άλλα δένδρα σ΄αυτό. Και, δεν προσδόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι όμοια δενδρύλλια που αγόρασαν άλλοι καλλιεργητές την ίδια εποχή από την ίδια πηγή επίσης είχαν σιάρκα ενώ φυτεύθηκαν σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές.
Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις απόψεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του προς κάθε κατεύθυνση και ανέλυσε κάθε πτυχή της μαρτυρίας. Και δεν πρέπει να διαφεύγει πως δεν είχε προβεί, όπως σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι ενάγοντες, σε θετικές διαπιστώσεις αναφορικά με την αιτία μόλυνσης των δενδρυλλίων. Εκείνο δε που παίρνουν ως δεδομένο οι ενάγοντες, πως δηλαδή η σιάρκα εκδηλώθηκε με την πρώτη έκπτυξη των φύλλων, εξετάστηκε ειδικά από το πρωτόδικο δικαστήριο. Σημειώσαμε την αναφορά του σ΄αυτά και δεν χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Επιστημονικά ήταν δυνατό να είχαν προσβληθεί τα 294 δενδρύλλια δια μέσου αφίδων. Το πρωτόδικο δικαστήριο πίστεψε τους δυο λειτουργούς που διαπίστωσαν σιάρκα στο γειτονικό κτήμα. Υπήρχε κάποια ασυμφωνία μεταξύ τους ως προς ορισμένες λεπτομέρειες αναφορικά με την επίσκεψή τους αλλά ήταν θετικό το πρωτόδικο δικαστήριο πως ως πραγματικό γεγονός, η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε και πως κατέληξε στα συμπεράσματα που εξήγησαν οι μάρτυρες. Είναι κοινοτοπία πως την ευθύνη για την αξιολόγηση της μαρτυρίας την έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν διαπιστώνουμε αιτία παρέμβασης και δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τις πιο πάνω διαπιστώσεις.
Κάθε άλλο παρά το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε τα στοιχεία που προσδιόρισαν οι ενάγοντες. Θα δούμε και στη συνέχεια τη σημασία που πρόσδωσε, ιδιαίτερα στο γεγονός της διαπίστωσης σιάρκας στην κυβερνητική έπαυλη Σαϊττά αλλά και αλλού. Το ζήτημα ήταν πως ως προς το προκείμενο, αυτό υποδήλωνε μόνο ενδεχόμενο, όχι περισσότερο πιθανό από άλλα. Ούτε το στοιχείο της απόστασης του γειτονικού προσβεβλημένου κτήματος οδηγούσε αφ΄εαυτού προς μία κατεύθυνση. ΄Οπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο υπήρχαν εκεί και άλλα πυρηνόκαρπα δένδρα και ξενιστές δια μέσου των οποίων θα ήταν δυνατή η προσβολή με αφίδες. Και αυτά, και πάλιν, όχι για να καταλήξει σε συγκεκριμένη διαπίστωση αλλά για να εξηγήσει τα ενδεχόμενα που αναδείκνυε η μαρτυρία, όταν η θέση των εναγόντων ήταν πως το αγρόκτημά τους ήταν με τέτοιο τρόπο απομονωμένο ώστε θα ήταν αδύνατο να υπήρχαν εξωτερικές εστίες μόλυνσης.
Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με τους άλλους δενδροκαλλιεργητές. Υπήρχαν μεταξύ τους περιπτώσεις στις οποίες η σιάρκα εκδηλώθηκε όχι με την έκπτυξη των πρώτων φύλλων αλλά σε κατοπινό στάδιο. Δεν είχε λοιπόν καταδειχθεί "μια συγκεκριμένη τάση, μονολιθικότητα, πρόσφορη για την εξαγωγή συμπεράσματος". Και εξήγησε περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο πως "θα ήταν νομίζουμε παρακινδυνευμένο να ταυτίσουμε την περίπτωση οποιουδήποτε τρίτου, με την περίπτωση των εναγόντων ιδιαίτερα όταν στην περίπτωση των εναγόντων ο χρονικός προσδιορισμός δεν καταδείχθηκε να συμπίπτει με την έκπτυξη των πρώτων φύλλων". Το πρωτόδικο δικαστήριο με πλήρη επίγνωση, όπως σημειώνει, της δυσκολίας που παρουσίαζε το ερώτημα κινήθηκε στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσάχθηκε όπως την αξιολόγησε. Δεν έχουμε πειστεί πως πάσχει είτε η αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας είτε η τελική κρίση ως προς την αιτία της προσβολής των 294 δενδρυλλίων. Οι λόγοι έφεσης που αναφέρονται σ΄αυτό το θέμα, πρέπει να απορριφθούν.
Οι δυο πλευρές αμφισβητούν την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το άρθρο 16 του Κεφ. 267. Οι ενάγοντες για να υποστηρίξουν πως υπήρχαν τα δεδομένα για τη θεμελίωση εξυπακουόμενου όρου και με βάση την παράγραφο (α) του άρθρου. Οι εναγόμενοι για να υποστηρίξουν πως δεν υπήρχε οποιοσδήποτε εξυπακουόμενος όρος ούτε δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου.
Θα ήταν ακαδημαϊκή πλέον η ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα. Δεν αποδείχθηκε πως τα δενδρύλια ήταν προσβεβλημένα κατά την αγορά τους και ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο της εισήγησης για παράβαση εξυπακουόμενου όρου. Εισήγηση που θεμελιωνόταν στη θέση πως τα δενδρύλλια έφεραν μαζί τους την ίωση. Ορθά οι ενάγοντες δεν πρότειναν με τους λόγους έφεσης την ύπαρξη άλλης πορείας ενόψει των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου και μπορούμε να καταλήξουμε ως προς αυτή την πτυχή με τη διατύπωση της συμφωνίας μας προς την πρωτόδικη απόφαση πως δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των εναγομένων πάνω σε συμβατική βάση. Οι ενάγοντες υποστήριξαν πως το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί και αναφορικά με το κατά πόσο ήταν ή δεν ήταν μολυσμένα και τα άλλα δενδρύλλια που αγόρασαν από τους εναγόμενους σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά αυτό θα το δούμε μετά. Συνδέεται και με παρεμφερή ισχυρισμό τους σε σχέση με τις προεκτάσεις που, κατά τη γνώμη τους, θα έπρεπε να έχει η κρίση πως οι εναγόμενοι ήταν αμελείς.
Σημειώσαμε ήδη πως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τους εναγομένους ένοχους αμέλειας γιατί παρέλειψαν, όπως θεώρησε ότι είχαν καθήκον κάτω από τις περιστάσεις, να τους προειδοποιήσουν για τους κινδύνους προσβολής των 294 δενδρυλλίων από σιάρκα. Εφεσιβάλλουν αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης οι εναγόμενοι. Με προεξάρχουσα εισήγησή τους το ότι δεν ήταν εφαρμόσιμη στην περίπτωση η αρχή, όπως την ονομάζουν, τις προειδοποίησης. Αυτή ισχύει, όπως επεξηγούν, σε συμβάσεις uberrimae fidei που κατά τον Chitty on Contracts, 24η έκδοση σελ. 195 §411, στον οποίο παρέπεμψαν, μπορεί να είναι μεταξύ άλλων, συμβάσεις ασφάλισης ή απόκτησης μετοχών, όχι όμως συμβάσεις πώλησης αγαθών. Και, όπως αντελήφθησαν, αυτό ήταν που καθόρισε το αποτέλεσμα στις τρεις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η Van Oppen δεν ανήκε σ΄αυτές τις κατηγορίες των συμβάσεων γι΄αυτό και απορρίφθηκε η αξίωση μαθητή που ζήτησε αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του σε παιγνίδι ράκμπυ. Eνώ στις Capparo και Βαnque Financiere εφαρμόστηκε η αρχή αφού η μία αφορούσε σε αγορά μετοχών και η άλλη σε ασφαλιστική σύμβαση.
Δεν έχει γίνει κατανοητό το θέμα. Δεν έχει καμιά σχέση με την αρχή που πραγματεύεται ο Chitty (ανωτέρω). ΄Ο,τι εξηγείται εκεί είναι η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης στις περιπτώσεις συμβάσεων uberimae fidei μή εκπλήρωση της οποίας καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη. Αναφέρεται σ΄αυτά και η υπόθεση Banque Financiere (ανωτέρω) αλλά εντελώς ανεξάρτητα από το ξεχωριστό ζήτημα της αμέλειας που, όπως αναγνώρισε, θα μπορούσε, κάτω από τις περιστάσεις, να θεμελιωθεί όχι μόνο πάνω στη βάση ψευδούς δήλωσης αλλά και πάνω στη βάση απλής παράλειψης κάποιου να μιλήσει. Που δεν θεωρήθηκε, εν πάση περιπτώσει, ότι θεμελιώθηκε στην πιο πάνω υπόθεση. Ούτε οι άλλες υποθέσεις που αναφέρθηκαν δικαιολογούσαν τέτοια αντίληψη από τους εναγόμενους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως σημειώσαμε, παρέθεσε εκτεταμένο απόσπασμα από την απόφαση του αγγλικού εφετείου στην υπόθεση Caparo. Διέλαθε το γεγονός ότι αυτή η απόφαση ανετράπη από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων (βλ. Caparo Industries Plc v. Dickman (1990) 1 All E.R. 568) πράγμα που δεν επεσήμαναν ούτε και ενώπιόν μας οι διάδικοι. Δεν ενδιαφέρει όμως αυτή καθ΄εαυτή η κατάληξη. Τα γεγονότα εκεί ήταν εντελώς διαφορετικά. Υπό συζήτηση ήταν το κατά πόσο ελεγκτές δημόσιας εταιρείας είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι των μετόχων της σε σχέση με ζημιά που υπέστησαν επειδή στηρίχτηκαν σε ανακριβείς λογαριασμούς που ετοίμασαν. Εκείνο που κρίθηκε χρήσιμο από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν η σύνοψη των αρχών που επιχείρησε το εφετείο και πράγματι δια μέσου του όγκου της αγγλικής νομολογίας από την Donoghue v. Stevenson (1932) All ER Rep. 1 ως την Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners (1963) 2 All E.R. 575 και την Αnns v. London Borough of Merton (1977) 2 All E.R. 492 προσδιόρισε όσα περιγράφηκαν ως προϋποθέσεις για τη θεμελίωση καθήκοντος επιμέλειας. Θα αναφερθούμε σ΄αυτά επιγραμματικά. Δεν αρκεί η ύπαρξη δυνατότητας εύλογης πρόβλεψης (reasonable foreseeability) πως θα επέλθει ζημιά. Απαιτείται και θεμελίωση εγγύτητας (proximity) στις σχέσεις των διαδίκων και, επιπλέον, να ικανοποιείται το Δικαστήριο πως είναι δίκαιο και εύλογο να επιβληθεί το ορισμένο καθήκον επιμέλειας.
Η δικαστική επιτροπή της Βουλής των Λόρδων δεν συμμερίστηκε ό,τι θα μπορούσε να εμφανιστεί ως στεγανοποίηση των προϋποθέσεων. ΄Οχι γιατί πίσω απο την κάθε μια δεν βρίσκονταν θεμελιωμένες αρχές του δικαίου της αμέλειας. Σύμφωνα με το Lord Bridge δεν μπορεί να αναγνωριστεί μια γενική αρχή που θα μπορούσε να αποτελέσει πρακτικό κριτήριο που θα κάλυπτε κάθε περίπτωση προς προσδιορισμό του κατά πόσο οφείλεται καθήκον επιμέλειας και αν ναι την έκτασή του (scope). ΄Εχοντας πάντα υπόψη πως δεν είναι ποτέ αρκετό να απαντηθεί αν κάποιος αφηρημένα οφείλει καθήκον επιμέλειας σε άλλο. Απαιτείται ταυτόχρονα να καθοριστεί η έκταση αυτού του καθήκοντος με αναφορά στο είδος της συγκεκριμένης ζημιάς την οποία ο πρώτος θα έπρεπε να προσέξει ώστε να μή υποστεί ο δεύτερος. Οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως βολικές ετικέττες προσαρτημένες σε διαφορετικές ειδικές καταστάσεις οι οποίες, μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των περιστατικών, ο νόμος αναγνωρίζει στην πράξη ως δημιουργούσες καθήκον επιμέλειας ορισμένης έκτασης. Ο δε Lord Oliver, συμφωνώντας όπως και τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου, υπέδειξε πως θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα πως όσα προσεγγίστηκαν ως τρεις ξεχωριστές προϋποθέσεις συνιστούσαν στην πραγματικότητα, τουλάχιστον στις πλείστες περιπτώσεις, απλές όψεις του ίδιου πράγματος. Η υπόθεση Caparo ακολουθήθηκε έκτοτε κατ΄επανάληψη και θα παραπέμπαμε στην εξήγηση της στις υποθέσεις Αncell v. Mc Dermott (1993) 4 All 355 και Μarc Rich & Co v. Bishop Rock Marine Co (1994) 3 All ER 686.
H παρούσα υπόθεση αφορούσε σε οικονομική ζημιά που, ως προς τη διεκδίκηση της κατ΄επίκληση αμέλειας, προκλήθηκε λόγω παράλειψης των εναγομένων. Δεν διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτή η ιδιαιτερότητα. Ανεφέρθηκε σ΄αυτή ρητά και παρέπεμψε στην υπόθεση Βanque Financiere (ανωτέρω), ιδιαίτερα στις παραγράφους 3 και 4 της σελ. 1015:
"We accept that even a pure omission consisting of a failure to
speak would be capable of giving rise to a liability in negligence under Hedley Βyrne principles provided that there had on the facts been a voluntary assumption of responsibility by the insurer and there had been reliance on that assumption by the banks...............We accept that in some cases (if rare) of pure economic loss the court may, even in the absence of any evidence of such assumption and of any such reliance, be prepared to find the existence of a duty of care and to treat the defendant in law as having assumed a responsibility or duty to the plaintiff which is capable of giving rise to a claim for damages for such loss."
"Aποδεχόμαστε πως ακόμα και απλή παράλειψη που συνίσταται σε παράλειψη κάποιου να μιλήσει θα μπορούσε να δημιουργήσει ευθύνη εξ΄ αμελείας σύμφωνα με τις αρχές της
Hedley Byrne νοουμένου ότι, πάνω στα γεγονότα, υπήρξε εκούσια ανάληψη ευθύνης από τον ασφαλιστή και στήριξη σ΄αυτή από τις τράπεζες.....Αποδεχόμαστε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (έστω σπάνιες) απλής οικονομικής ζημιάς το δικαστήρο μπορεί, ακόμα και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας για τέτοια ανάληψη και τέτοια στήριξη, να είναι έτοιμο να διαπιστώσει την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας και να μεταχειριστεί τον εναγόμενο ως να έχει κατά νόμο αναλάβει τέτοια ευθύνη ή καθήκον προς τον ενάγοντα που να μπορεί να δημιουργήσει αξίωση για αποζημίωση για τέτοια ζημιά".
Παραθέτουμε τώρα ολόκληρο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αναφέρεται στη στοιχειοθέτηση αμέλειας.
"Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι γνώριζαν περί της εμφάνισης της σιάρκας στην Κύπρο το 1982. Και μέχρι τον Ιανουάριο του 1984 που διέθεσαν τα 294 δενδρύλλια στους ενάγοντες, κατείχαν σαφή στοιχεία περί εξάπλωσης της ασθένειας. Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι ενώ τα πρώτα κρούσματα παρουσιάστηκαν στην επαρχία Πάφου, κατά τον επόμενο χρόνο διαπιστώθηκε και στον πάνω κάμπο της ΄Επαυλης Σαϊττά, της επαρχίας Λεμεσού, προσβολή από σιάρκα σε μερικά δέντρα χρυσομηλιάς ενώ σε μερικά δέντρα δαμασκηνιάς εντοπίστηκαν συμπτώματα που προκαλούσαν υποψία για προσβολή από
Ενόψει των όσων αναφέραμε καταλήγουμε ότι οι εναγόμενοι ήταν αμελείς διότι όταν τον Ιανουάριο του 1984 πώλησαν τα 294 δενδρύλλια στους ενάγοντες δεν τους παρέσχαν προειδοποίηση για τους κινδύνους που συνεπαγόταν πια η φύτευση τέτοιων δενδρυλλίων. Ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι
υπέχουν ευθύνη προς τους ενάγοντες σε σχέση με τα εν λόγω δενδρύλλια. Ως εδώ όμως είναι που εκτείνεται η ευθύνη των εναγομένων. Σε σχέση με τα υπόλοιπα δέντρα στη φυτεία των εναγόντων η πηγή μόλυνσης τους από σιάρκα παραμένει το ίδιο άγνωστη όπως άλλωστε και η πηγή μόλυνσης των εν λόγω δενδρυλλίων."΄Εχουμε αναφερθεί στη λανθασμένη αντίληψη των εναγομένων αναφορικά με ό,τι περιέγραψαν ως "αρχή της προειδοποίησης". Σ΄αυτήν εξαντλήθηκε και η αναφορά τους στις αρχές που διέπουν το καθήκον τέτοιας προειδοποίησης. Δεν έχουμε ενώπιόν μας τίποτε άλλο. Κατά τα άλλα αμφισβήτησαν τη χρονική στιγμή της εμφάνισης της σιάρκας στην Κύπρο. Κατά τη μαρτυρία, όπως υποστήριξαν, δεν ήταν γνωστό στο Τμήμα Γεωργίας πριν το καλοκαίρι του 1984 πως η σιάρκα είχε εξαπλωθεί ώστε να ήταν εύλογο να προειδοποιηθούν οι εναγόμενοι αφού, μάλιστα, δεν ήταν γνωστό κατά τον ουσιώδη χρόνο πως τα δενδρύλλια που πωλήθηκαν ήταν όλως ιδιαιτέρως ευαίσθητη ποικιλία ευάλωτη στη σιάρκα. Ενώ από την άλλη οι ενάγοντες ήταν έμπειροι δενδροκαλλιεργητές. Υποστήριξαν επιπρόσθετα πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι εναγόμενοι δεν προειδοποίησαν τους ενάγοντες. Αμφισβήτηση ως προς το συμβουλευτικό ρόλο που διαδραμάτισε το Τμήμα Γεωργίας και σε όσα εξειδικεύθηκαν αναφορικά με τη στήριξη των εναγόντων σ΄αυτό και τις επιπτώσεις τους, δεν διατυπώθηκε.
Οι ενάγοντες υποστήριξαν αυτή την πτυχή της πρωτόδικης απόφασης. Αναφέρθηκαν στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας που δικαιολογούσε τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και επιπρόσθετα επικαλέστηκαν ως παράδειγμα στοιχειοθέτησης αμέλειας λόγω παράλειψης προειδοποίησης την υπόθεση Τhake v. Maurice (C.A.) (1986) 2 WLR 337 στην οποία κρίθηκε πως η παράλειψη ιατρού να προειδοποιήσει για ενδεχόμενο κινδύνου, έστω μικρού, συνιστούσε αμέλεια. Δεν έχει γίνει αναφορά από τα μέρη σε κυπριακή νομολογία αλλά μπορούμε να σημειώσουμε εδώ την υπόθεση Φραγκεσκίδης Λτδ ν. Μάμα (1989) 1(Ε) ΑΑΔ σελ. 70 στην οποία, με αναφορά στην υπόθεση Τhake (βλ. την απόφαση του Πική Δ. όπως ήταν τότε) θεωρήθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε αμέλεια και για παράλειψη προειδοποίησης από προβλεπτό κίνδυνο (εκεί ήταν τραυματισμός), όσο και αν η πιθανότητα εκδήλωσης του ήταν μικρή.
΄Εχουμε μελετήσει τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μας. Οι ισχυρισμοί για έλλειψη μαρτυρίας ως προς την εκδήλωση και την εξάπλωση της σιάρκας πριν την πώληση των 294 δενδρυλλίων, είναι αβάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιέρωσε στο θέμα ολόκληρη ενότητα, με λεπτομερή αναφορά στη μαρτυρία σε σχέση με την εξέλιξη της κατάστασης από το 1982 ως τον ουσιώδη χρόνο. Δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε
τη μαρτυρία. Κάθε λέξη από το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε είναι στηριγμένη σε μαρτυρία που προσάχθηκε, κατ΄εξοχήν από τους ίδιους τους εναγόμενους. Και είναι εσφαλμένη η εντύπωση των εναγομένων πως το πρωτόδικο δικαστήριο επηρεάστηκε από μαρτυρία σε σχέση με την εμφάνιση της σιάρκας σε άλλα κτήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο της πώλησης των 294 δενδρυλλίων. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε μόνο σε όσα ήταν γνωστά τότε και ξεχώρισε όσα αφορούσαν σε επακολουθήσασες διαπιστώσεις. ΄Ηταν γνωστά όσα σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ήταν γνωστή στο Τμήμα Γεωργίας και η μεγάλη ευαισθησία των δενδρυλλίων κατά το χρόνο της πώλησης. Ενώ πράγματι, οι εναγόμενοι ήταν τότε εντελώς ανύποπτοι. Είναι αστήρικτος εν προκειμένω ο ισχυρισμός πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι δεν προειδοποιήθηκαν. Το πρωτόδικο δικαστήριο περιέγραψε τη διαδικασία πώλησης που ακολουθείτο. Δεν είχαν προειδοποιηθεί οι ενάγοντες. Ο διευθυντής τους ήταν πολύ αργότερα που άκουσε για τέτοια ασθένεια που ορθά περιγράφηκε στην πρωτόδικη απόφαση ως πρωτόφαντη. ΄Ηταν δε αδύνατο να αποδοθεί στους ενάγοντες έστω δυνατότητα γνώσης κατά το χρόνο της αγοράς, όταν τότε, και κατά τη μαρτυρία των εναγομένων, δεν υπήρχαν σημεία στα νεαρά δενδρύλλια που θα μπορούσαν να στρέψουν προς τέτοια κατεύθυνση.Όσα προβλήθηκαν ως σφάλματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν στοιχειοθετήθηκαν και, εν όψει των διαπιστώσεων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης, δεν δικαιολογείται παραμερισμος της πρωτόδικης απόφασης.
Για να τελειώσουμε πρέπει να επανέλθουμε στους λόγους έφεσης των εναγόντων. Μένει το θέμα που εγείρουν σε σχέση με ευθύνη των εναγομένων για τα άλλα δενδρύλλια που αγοράστηκαν μετά τα πρώτα 294. Οι ενάγοντες εισηγούνται πως ενόψει των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου και της κοινής δήλωσης θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί το ποσόν των £150.000. Με το ακόλουθο σκεπτικό: Διαπιστώθηκε μόλυνση όχι μόνο των 294 δενδρυλλίων αλλά και άλλων 500 που επίσης είχαν αγοράσει, στις αρχές του 1985, από τους εναγόμενους. Το καθήκον της προειδοποίησης θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι εκτεινόταν και ως προς αυτά αφού οι ίδιοι τελούσαν και τότε υπό άγνοια. Η διάγνωση της σιάρκας, όπως τονίζουν, ακολούθησε την επίσκεψη, στις 2.7.85, του ιολόγου Δρα Dunez.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε ως εξής την εισήγηση των εναγόντων σε σχέση με την παράλειψη προειδοποίησης:
"Εδώ η θέση των εναγόντων επικεντρώνεται στην έλλειψη προειδοποίησης από τους εναγομένους προς τους ενάγοντες για τον κίνδυνο προσβολής των εν λόγω 294 δενδρυλλίων από σιάρκα".
Παράπονο για ανακρίβεια ως προς τη διατύπωση της θέσης τους δεν έχει υποβληθεί. Θα προσθέταμε ότι θα ήταν παράξενο αν υποβαλλόταν τέτοια εισήγηση. ΄Οχι απλώς γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο που με μεγάλη προσοχή ενδιάτριψε στις διάφορες πτυχές της υπόθεσης, δεν θα αναμενόταν να αφήσει έξω από τον προβληματισμό του τέτοιο θέμα, αν εγειρόταν. Στην έκθεση απαίτησης οι ενάγοντες συνάρτησαν τη θέση τους για αμέλεια, έστω με την γενικότητα που έθεσαν το θέμα, πράγμα που σχολίασε το πρωτόδικο δικαστήριο, προς τα πρώτα 294 δενδρύλλια και μόνο. Δεν αναφέρθηκαν καν στην αγορά, πολύ λιγότερο στις συνθήκες αγοράς των υπόλοιπων δενδρυλλίων. Η αξίωσή τους σε σχέση προς τη ζημιά που προέκυψε από τη μόλυνση των υπολοίπων, ήταν στηριγμένη στον ισχυρισμό τους πως από τα πρώτα μολυσμένα 294 δενδρύλλια, η ασθένεια επεκτάθηκε και "εις άλλα δένδρα του αγροκτήματος". Και έτσι ήταν, όπως είδαμε, που προώθησαν το θέμα ως το τέλος.
Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με την παρεμφερή εισήγηση των εναγόντων, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, στο πλαίσιο της συζήτησης για συμβατική ευθύνη, αν ήταν ή όχι προσβεβλημένα κατά την αγορά τους και τα 500 δενδρύλια που αγόρασαν το 1985. Δεν πρόβαλαν, δηλαδή, τέτοιο ισχυρισμό στην έκθεση απαίτησης και το πρωτόδικο δικαστήριο, και ως προς αυτά, σημειώνει ως εισήγηση των εναγόντων το ότι ο ισχυρισμός για παράβαση συμβατικού όρου αφορούσε στα 294 δενδρύλλια.
Δεν δικαιούνται να εγείρουν τώρα τέτοια θέματα οι ενάγοντες. Θα ήταν ακάλυπτα από την έκθεση απαίτησης και πάντως δεν θα νομιμοποιούνταν στην έγερση κατ΄ έφεση τέτοιων ζητημάτων αφού δεν τα είχαν εγείρει πρωτόδικα. (βλ.
Christodoulos Nissis (No. 2) v. Republic (1967) 3 CLR 671).Διαφαίνεται πως οι ενάγοντες θεωρούσαν ότι προέκυπτε ανάγκη εξέτασης αυτών των θεμάτων από τη κοινή δήλωση των διαδίκων. Επειδή το δεύτερο σκέλος αναφέρεται όχι μόνο στα 294 δενδρύλλια αλλά και σε ευθύνη "σε οποιαδήποτε βάση" ως προς τα υπόλοιπα. Η δήλωση δεν διεύρυνε τα επίδικα θέματα αλλά, αντίθετα, στόχευσε στον περιορισμό τους ως προς το ζήτημα του ύψους της
αποζημίωσης στην οποία θα εδικαιούντο οι ενάγοντες. Εννοείται, αν θεμελίωναν βάση αγωγής, όχι αφηρημένη και γενική, αλλά από εκείνες που διατύπωσαν και προώθησαν.Οι εφέσεις απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
/Μσι.