ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1718
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10227.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ,ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος και των άρθρων 3
και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις)
Νόμου, 1964 (Ν 33/64) όπως τροποποιήθηκε
και
Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
για άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για ένταλμα της φύσης
CERTIORARI
και
Αναφορικά με το διάταγμα που εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο
Λευκωσίας κατά πλειοψηφία (Χ" Χαμπής, Π.Ε.Δ. και Γιασεμής, Ε.Π.)
στην Ποινική Υπόθεση 36434/97 στις 19.3.98.
___________________
24 Σεπτεμβρίου, 1998
.Για τον Εφεσείοντα: Κ. Ταλαρίδης με Μ. Πική.
Για τους Εφεσίβλητους: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα.), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄ με Μ. Σωτηρίου (κα.), Ασκούμενη
Δικηγόρο εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
_____________________
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Με την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Δικαστές, Αρτέμης,Νικολαϊδης, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής και Γαβριηλίδης.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων Α. Κορέλλης παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία. Αντιμετωπίζει κατηγορία για βιασμό κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η έναρξη της δίκης ορίστηκε για τις 3.3.98. Στις 23.12.97 οι συνήγοροι του καταχώρισαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία εζητείτο η έκδοση διατάγματος από το Κακουργιοδικείο ώστε η Κατηγορούσα Αρχή να παραδώσει στους δικηγόρους του εφεσείοντα διάφορα έγγραφα και τεκμήρια.Η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση στο πιο πάνω αίτημα. Μετά από ακροαματική διαδικασία η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου με απόφαση της, ημερ. 19.3.98, έκρινε νομικά βάσιμη την αίτηση και εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα ("τα επίδικα διατάγματα"):
"1. ΄Οπως η Δημοκρατία παραδώσει στους δικηγόρους του κατηγορουμένου
φωτοαντίγραφα των ακόλουθων εγγράφων:
(α) Των σχετιζομένων με τις επιστημονικές εξετάσεις με αριθμούς
1, 7, 8, 27, 29, 40, 41, 42, 43, 44, 46, 54, 55 και 56 στον ανακριτικό
φάκελο.
(β) Του καταχωρηθέντος παραπόνου στο βιβλίο παραπόνων της
Αστυνομίας, με αριθμό 9 στον ανακριτικό φάκελο.
(γ) Των επιστολών του δικηγόρου της παραπονούμενης προς τις
εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, με αριθμούς 16, 20, 70
και 76 στον ανακριτικό φάκελο, καθώς και της επιστολής του
Αρχηγού της Αστυνομίας προς το δικηγόρο της παραπονούμενης,
έγγραφο χωρίς αρίθμηση στον ανακριτικό φάκελο.
(δ) Οιωνδήποτε άλλων περιεχομένων στον ανακριτικό φάκελο
εγγράφων κρινομένων σχετικών.
2. ΄Οπως η Δημοκρατία επιτρέψει εκ μέρους του κατηγορουμένου:
(α) Την επιστημονική εξέταση του slip και των κολπικών επιχρισμάτων
της παραπονούμενης, εφόσον
(ι) Τα εν λόγω τεκμήρια συνεχίζουν να υπάρχουν.
(ιι) Η εξέταση των τεκμηρίων θα γίνει ενόσω αυτά συνεχίσουν
να ευρίσκονται στην κατοχή της Δημοκρατίας και στην
παρουσία εκπροσώπων της.
(ιιι) Τα τεκμήρια δεν θα επηρεασθούν.
(β) Την επισκόπηση και λήψη φωτογραφιών οιωνδήποτε άλλων
τεκμηρίων κρινομένων σχετικών, υπό τους ιδίους όρους που
έχουμε αναφέρει ανωτέρω."
Ο Γενικός Εισαγγελέας επεδίωξε την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων με την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari. Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος επελήφθη της αίτησης έκαμε δεκτό το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και ακύρωσε τα επίδικα διατάγματα. ΄Εκρινε πως το Κακουργιοδικείο δεν είχε την
εξουσία που ανέλαβε για να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα. Μεταφέρουμε μέρος του σκεπτικού της απόφασης του:"Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να δώσει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε εξουσία, της φύσεως αυτής που ανέλαβε το Κακουργιοδικείο, θα το πρόβλεπε ρητά, όπως γίνεται σε άλλες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην πολιτική δίκη, όπου μάλιστα το Δικαστήριο επιλαμβάνεται των διαφορών στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και οι διάδικοι και το Δικαστήριο κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια. Το Δικαστήριο δεν δικαιούται, κατά την άποψη μου, να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δικαστηρίου οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο. Δεν υπάρχει σύμφυτη ή εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου που προεκτείνεται για να καλύψει χώρο, στον οποίο μόνο ο νομοθέτης μπορεί να επέμβει. Διαφορετικά, με την επίκληση της ύπαρξης σύμφυτης εξουσίας τα Δικαστήρια θ΄ αναλάμβαναν απεριόριστη δικαιοδοσία, και σε απροσδιόριστες περιπτώσεις, για την έκδοση διαταγμάτων. Η σύμφυτη εξουσία, όπως νομίζω είναι αντιληπτή στη θεωρία του δικαίου, είναι η παραδοσιακά ενυπάρχουσα εξουσία του Δικαστηρίου που καλύπτει κυρίως το πεδίο της δικονομικής λειτουργίας του, ώστε να καθίσταται αποτελεσματική μέσα στα υπάρχοντα νομοθετημένα πλαίσια.
................................................................................................
Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου αποφάσισε πως είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, σύμφυτη της υποχρέωσης του να διασφαλίσει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο Σύνταγμα μας και στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θεώρησε δε αυτή την εξουσία να γεννάται, ούτως ειπείν, από την αρχή του δικαίου ubi jus ubi remedium. ΄Ετσι, το Δικαστήριο θεώρησε πως η θεραπεία που έχει σ΄ αυτή την περίπτωση ο κατηγορούμενος είναι η έκδοση των υπό συζήτηση διαταγμάτων. Από το σημείο αυτό ξεκινά, κατά τη δική μου γνώμη, και το νομικό σφάλμα του Δικαστηρίου. Και μονολότι έγινε ευρύτατη αναφορά σε νόμους και τη δικαστική πρακτική της Αγγλίας και Καλιφόρνιας, εντούτοις η απόλυτα, κατά την άποψη μου, σχετική και εφαρμοστέα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας, διέλαθε της προσοχής όλων των ενδιαφερομένων. ΄Εκαμα νύξη σ΄ αυτή κατά την ενώπιον μου συζήτηση, και είχαν την ευκαιρία οι δικηγόροι να τη σχολιάσουν.
Υπάρχει θεραπεία για τον κατηγορούμενο, όταν διακριβωθεί στη δίκη πως παραβιάστηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα. ΄Οπως έχει αποφασιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και άλλων, (αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Εισήγηση για παραβίαση τους εντάσσεται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή (σελ. 243 της απόφασης). Αυτό δε που είναι σοβαρότερο, και αγγίζει απ΄ ευθείας το ζήτημα που μας
απασχολεί, το βρίσκουμε στις παραγράφους 3 και 4 της πιο πάνω απόφασης, στη σελίδα 244:................................................................................................
Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ΄ εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη."
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία έχουν ακυρωθεί τα επίδικα διατάγματα.
Οι λόγοι έφεσης
.Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Υποστηρίχθηκε πως το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε προβαίνοντας στην θέωρηση θεμάτων τα οποία ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Αναθεωρόντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου το πρωτόδικο δικαστήριο υπερέβη και εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα εισηγήθηκαν πως θέματα που ανάγονται στην διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβανομένης της αποκάλυψης στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής, ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Το προνομιακό ένταλμα Certiorari περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας και όχι στην ορθότητα της δικαστικής απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
Υποστήριξαν περαιτέρω ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ακύρωση αποφάσεων που αφορούν καθαρά διαδικαστικά θέματα και που δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων στην ουσία της υπόθεσης. Δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari υπάρχει μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 ΑΑΔ 442, Σπύρος Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607 και Ανδρέας Κωνσταντινίδης (1995) 1 Α.Α.Δ. 847). Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ήταν καθαρά διαδικαστικό θέμα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Επίσης, αντίθετα με την πιο πάνω αρχή, η έκδοση προνομιακού εντάλματος στην προκείμενη περίπτωση όχι μόνο δεν αποσκοπούσε στην διασφάλιση δικαιωμάτων αλλά θίγει την αρχή της ισότητας των όπλων, το συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την υπεράσπιση της υπόθεσης του σύμφωνα με το άρθρο 12.5(β) του Συντάγματος και γενικά το συνταγματικό του δικαίωμα να τύχει δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 30.2.
Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης θα εξεταστεί σε συνάρτηση με τους λόγους για τους οποίους ο εφεσίβλητος επεδίωξε την έκδοση του εντάλματος Certiorari.
΄Ηταν η θέση του εφεσίβλητου ότι το Κακουργιοδικείο εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του καθότι -
(ι) δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να εκδόσει διάταγμα αυτής της φύσης ιδιαίτερα στην απουσία οιουδήποτε νομοθετικού και δικονομικού
πλαισίου,
(ιι) η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί στις ενέργειες
τις οποίες κατονομάζονται στο εν λόγω διάταγμα και, κατ΄ ακολουθία, το
Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή ή
οιονδήποτε άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες σε σχέση με τις οποίες
αυτό δεν υπέχει οιανδήποτε νομική υποχρέωση,
(ιιι) δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση είτε στο Σύνταγμα είτε στο Νόμο
για έκδοση του σχετικού διατάγματος ούτε και υπήρχε δυνατότητα προώθησης της αίτησης της Υπεράσπισης με βάση οποιοδήποτε
δικονομικό κανόνα.
Η νομολογία μας σε πλήρη ταύτιση με την αντίστοιχη αγγλική νομολογία έχει πάγια υιοθετήσει τη θέση ότι το ένταλμα Certiorari παρέχει τη δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο με προοπτική την επέμβαση είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του πρακτικού προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας (Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Halsbury's Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, παραγ. 268, σελ. 142, Supreme Court Practice, 1988, σελ. 794).
Λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους έχει επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος Certiorari και της εμβέλειας του εντάλματος κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία.
Με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης υποστηρίζεται το σκεπτικό της απόφασης του Κακουργιοδικείου και βάλλεται εκείνο της εκκαλούμενης - πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στην απουσία ειδικής νομοθετικής πρόνοιας στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, το Σύνταγμα και ο Νόμος δεν παρείχαν στο Κακουργιοδικείο εξουσία να εκδόσει τα επίδικα διατάγματα. Το Κακουργιοδικείο - συνεχίζει η εισήγηση - είχε εξουσία να εκδόσει τα επίδικα διατάγματα βάσει θεμελιακής αρχής του κοινοδικαίου, και βάσει των άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και των άρθρων 6.1 και 6.3(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών ("η Σύμβαση").
Το Κακουργιοδικείο μετά από ανασκόπιση της εξέλιξης του κοινοδικαίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έχει δικαίωμα προδικαστικής αποκάλυψης όλης της σχετικής μαρτυρίας δυνάμει των αρχών του κοινοδικαίου. Το ίδιο δικαίωμα του παρέχεται "τόσο από της απόψεως του άρθρου 6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης όσο και από της απόψεως των άρθρων 12.5(β) και 30.2 του Συντάγματος". Στο τελευταίο αυτό
συμπέρασμα κατέληξε αφού έλαβε υπόψη τόσο την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή προσέγγιση στο άρθρο 6 της Σύμβασης όσο και τη γενικώτερη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο "ρόλο του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων περιλαμβανομένων εκείνων κατηγορούμενου προσώπου".Σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο η προδικαστική αποκάλυψη είναι σημαντική γιατί "αποσκοπεί ακριβώς στην κατά το δυνατό εκ των προτέρων αποφυγή κακοδικίας, που η εμπειρία του κοινοδικαίου επιβεβαιώνει ότι δυστυχώς μπορεί άλλως να συμβεί ακόμα και χωρίς πρόθεση ή και πρότερη συνειδητοποίηση, παρά στην εκ των υστέρων διόρθωση της όταν αυτή διαπιστώνεται επ΄ εφέσει όταν πλέον είναι πολύ αργά και όταν ούτε μια νέα δίκη ούτε ο παραμερισμός της καταδίκης μπορούν να θεωρηθούν σαν ιδανικές λύσεις."
Το νομικό μας σύστημα - κατέληξε το Κακουργιοδικείο - εδραζόμενο τόσο στο θεμελιακό χαρακτήρα του Συντάγματος όσο και στην σοφία και την κοινή λογική του κοινοδικαίου, παρέχει τη δυνατότητα στα Δικαστήρια, στα πλαίσια του συνταγματικού τους ρόλου αλλά και των συμφυών εξουσιών τους, να διασφαλίσουν, μέσω της προδικαστικής αποκάλυψης, ότι ο κίνδυνος κακοδικίας περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό, παρά να αναμένουν μέχρις ότου εκδηλωθεί η κακοδικία για να την αναγνωρίσουν, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με αποφυγή της ευθύνης τους στον κρίσιμο χρόνο αλλά και συνέργεια στην κακοδικία.
΄Οπως προκύπτει από την απόφαση του το Κακουγιοδικείο έκρινε ότι είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα βάσει των πιο κάτω κεφαλαίων:
(1) Των αρχών του κοινοδικαίου.
(2) Των άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και των άρθρων
6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης.
(3) Των συμφυών εξουσιών του.
Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία ή εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα με βάσει οποιοδήποτε από τα πιο πάνω κεφάλαια.
Δικαιοδοσία - ΄Εννοια
.Στην R.C.K. Sports Ltd (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618, 623, έχει επιχειρηθεί ερμηνεία του όρου "δικαιοδοσία":
"Η λέξη 'δικαιοδοσία' έχει πολλές αποχρώσεις ερμηνείας. Μερικοί τείνουν να πουν ότι, οποτεδήποτε δικαστήριο αποφασίσει εσφαλμένα, υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του. Η δήλωση αυτή είναι πολύ ευρεία και αποτελεί υπερβολή. Το δικαστήριο ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο.
Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται, σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας
(Βλ. και Thompson v. Shiel (1840) 3 Ir. Eq. R. 135, Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256, 261)
.Στην κρινόμενη περίπτωση το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο είναι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, και πιο συγκεκριμένα τα άρθρα 7 και 102. Το Κεφ. 155 προδιαγράφει με πάσα λεπτομέρεια το δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ποινική δίκη. Οι σχετικές με την προδικαστική αποκάλυψη πρόνοιες του είναι εκείνες των άρθρων 7 και 102 με τις οποίες η Κατηγορούσα Αρχή - όπως διατείνεται - έχει συμμορφωθεί. Το Κεφ. 155 δεν παρέχει εξουσία στο Κακουργιοδικείο για χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων. Επομένως το Κακουργιοδικείο έχει ενεργήσει έξω από το καθορισμένο δικονομικό πλαίσιο και έχει εκδώσει τα επίδικα διατάγματα χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση
.΄Εχει, ωστόσο, λεχθεί ότι το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα κατ΄ επίκληση της συμφυούς εξουσίας του. Τυγχάνει, επομένως, εξεταστέο το κατά πόσο οι συμφυείς εξουσίες παρέχουν έρεισμα στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Στην Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α., Αίτηση 1/95, μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης η απόφαση του δικαστηρίου επιφυλάχθηκε. Ο συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, επικαλούμενος τις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου όπως δοθεί η ευκαιρία στο Γενικό Εισαγγελέα, είτε ως δικηγόρο του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής, μέσω του επανανοίγματος της υπόθεσης, είτε υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στη
Theodosiadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178, να επιχειρηματολογήσει περαιτέρω υπέρ των θέσεων του και κυρίως σε σχέση με τη δεσμευτικότητα προηγούμενων αποφάσεων του δικαστηρίου.΄Ηταν δεκτό ότι οι δικονομικοί θεσμοί δεν παρείχαν έρεισμα στο αίτημα. Ο συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναγνώρισε, επίσης, ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το επανάνοιγμα επιφυλαχθείσας απόφασης δεν παρείχε ευθέως έρεισμα στο αίτημα. Εισηγήθηκε, όμως, πως δικαιολογείται η επέκταση της δυνατότητας επανανοίγματος υπόθεσης, στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε, εφ΄ όσον πρόκειται για τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου. Εγείρονται - όπως το έθεσε - σπουδαία πολιτειακά ζητήματα για τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας επιθυμεί να αναπτύξει πρόσθετη επιχειρηματολογία. Πρόκειται για θέμα δικονομικής υφής για το οποίο δεν μπορεί να ισχύουν αυστηροί κανόνες.
Ιδού πως αντιμετωπίσθηκε το αίτημα από το Ανώτατο Δικαστήριο (απόφαση Πική, Π.):
"... η υποβολή και το πλαίσιο της εκδίκασης εκλογικής αίτησης διέπονται από το Διαδικαστικό Κανονισμό. Οι διαδικαστικοί κανονισμοί σ΄ αυτή, όπως και σ΄ όλες τις διαδικασίες, θεσμοθετούν τους κανόνες για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Στην απουσία τους, δε θα υπήρχε σταθερό πλαίσιο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας
Οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου συναρτώνται με τη διασφάλιση του χαρακτήρα του ως του φορέα απονομής της δικαιοσύνης - (βλ. Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R. 289, 295 (απόφαση του Λόρδου Diplock) και Corby DC v. Holst & Co. Ltd (1985) 1 All E.R. 321). Αποτελούν (οι συμφυείς εξουσίες) τους εφεδρικούς κανόνες για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας του δικαστηρίου και την εκπλήρωση της αποστολής του να απονέμει το δίκαιο εις πάντας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους...........................................
Η εξουσία του δικαστηρίου να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιόν του, αναγόμενη στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, δεν αποτελεί μέσο, ούτε παρέχει ευχέρεια απόκλισης ή παράκαμψης των δικονομικών κανόνων. Η διεξαγωγή της δίκης σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους
κανόνες αποτελεί το πρωταρχικό καθήκον του δικαστηρίου.΄Οπως τονίζεται στην
Abse v. Smith (1986) 1 All E.R. 350, ο καθορισμός των διαδικασιών για την πρόσφορη απονομή της δικαιοσύνης ανάγεται στη Δικαστική Εξουσία ως συλλογικό (κολλεγιακό) σώμα (collegiate body). Η τήρηρη των θεσμοθετημένων διαδικασιών ενέχει μεγάλη σημασία, όπως υποδεικνύεται στην ίδια απόφαση, για την απονομή της δικαιοσύνης. Η εκ των προτέρων γνώση της πρακτικής και διαδικασιών του δικαστηρίου, και γενικά η προκαθορισμένη πορεία της δικαιοσύνης, ώστε ο κάθε διάδικος να μπορεί με βεβαιότητα να ετοιμάζει και να παρουσιάζει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου, είναι ύψιστης σπουδαιότητας για την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης."(Βλ. και Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία, Αίτηση 13/97/26.6.97 (απόφαση της Ολομέλειας και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/15.5.98).
Στην Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) έχει λεχθεί ότι "σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς" (Βλ. και Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583, 587)
.Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, οι δικονομικοί κανόνες για την άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου προδιαγράφονται από το Κεφ. 155. Η τήρηση τους ενέχει μεγάλη σημασία για την απρόσκοπτη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Η σπουδαιότητα του θέματος - διασφάλιση του δικαιώματος του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης - δεν μπορεί να μεταβάλει τους κανόνες της αντιδικίας. Η εξουσία του Κακουργιοδικείου να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον του πρέπει να ασκείται με βάση τους δικονομικούς κανόνες. Οι συμφυείς εξουσίες του - όπως και στην υπόθεση Μαυρογένη - δεν αποτελούν μέσο και δεν παρέχουν ευχέρεια απόκλισης ή παράκαμψης των δικονομικών κανόνων. Η αποστολή του Κακουργιοδικείου και η αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών του εκλπηρώνονται πλήρως με την εξουσία που διαθέτει να απαλλάξει και αθωώσει τον κατηγορούμενο αν στο τέλος της δίκης φανεί ότι η μη αποκάλυψη σχετικού μαρτυρικού υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή είχε καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη. Επομένως με την αθώωση και απαλλαγή του κατηγορουμένου διασφαλίζεται τόσο η λειτουργικότητα του δικαστηρίου όσο και η εκπλήρωση της αποστολής του. Δεν υπάρχει, επομένως, πεδίο παράκαμψης των δικονομικών κανόνων και επίκλησης των συμφυών εξουσιών του δικαστηρίου. Η προληπτική - όπως την απεκάλεσε το Κακουργιοδικείο - άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου για διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη δεν θα έχει οποιοδήποτε πρακτικό όφελος για τον κατηγορούμενο.
Οι αρχές του κοινοδικαίου
.Πρέπει να πούμε ευθύς εξ αρχής ότι συμφωνούμε με τις θέσεις που διατύπωσε το Κακουργιοδικείο σε σχέση με το δικαίωμα του κατηγορουμένου για προδικαστική αποκάλυψη. Ωστόσο το ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα στην απουσία της σχετικής δικονομικής ή νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι στις αποφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά το Κακουργιοδικείο δεν χορηγήθηκε οποιοδήποτε διατάγμα για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού. ΄Ολες οι σχετικές αποφάσεις είναι απλώς δηλωτικές και αναγνωριστικές της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψουν στην υπεράσπιση όλο το σχετικό υλικό. Προδιαγράφουν, επίσης, τις επιπτώσεις που απορρέουν από την παράλειψη αποκάλυψης του.
Είναι όλες αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου και της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων. Το θέμα της αποκάλυψης εξετάσθηκε στο στάδιο της έφεσης και όχι πριν από την έναρξη της δίκης όπως είναι εδώ η περίπτωση.Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε ότι η δική μας νομολογία δεν διαφέρει σε τίποτε από την αγγλική επί του προκειμένου νομολογία. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού προς την υπεράσπιση
αναγνωρίστηκε στις υποθέσεις
Georghiou v. Police (1966) 2 C.L.R. 18, Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43, και Loizias v. The Republic (1969) 2 C.L.R. 217.Στην πρώτη υπόθεση τονίσθηκε η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να θέσει υπόψη της υπεράσπισης την κατάθεση που είχε δώσει ο εφεσείων στην Αστυνομία εκτός αν π.χ. υπάρχει πρόθεση να την χρησιμοποιήσουν σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης και έχουν λόγο να την κρατήσουν μέχρι σε εκείνο το στάδιο. Κρίθηκε ότι η σχετική παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής δεν επηρέαζε την καταδίκη του εφεσείοντα.
Στην
Isaias (πιο πάνω) ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην ακύρωση της καταδίκης ήταν οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας ορισμένων μαρτύρων και των καταθέσεων τους στην Αστυνομία, οι οποίες - καταθέσεις - δεν τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου δικαστηρίου - όπως έπρεπε - αλλά μόνο ενώπιον του Εφετείου. Θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για ουσιώδεις παρατυπίες οι οποίες επηρέαζαν δυσμενώς την υπεράσπιση.Στην
Loizias (πιο πάνω) η Κατηγορούσα Αρχή δεν αποκάλυψε την ύπαρξη κατάθεσης της παραπονουμένης - για βιασμό - η οποία ήταν ασυμβίβαστη με άλλη κατάθεση της προς την Αστυνομία. Κρίθηκε ότι επρόκειτο για παρατυπία η οποία επηρέαζε το θεμέλιο της δίκης. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.Στην
R. v. Mills (1997) 3 All E.R. 780 το ζήτημα της μη αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού εξετάστηκε κατ΄ έφεση στη δικαστική επιτροπή της Βουλής των Λόρδων. Κρίθηκε ότι η μη αποκάλυψη αποτελεί ουσιώδη παρατυπία, η οποία, όμως, δεν καθιστά την καταδίκη ανασφαλή.Στην
R. v. Brown (1997) 3 All E.R. 769 (απόφαση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων) το μόνο επίδικο θέμα ήταν "κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή είχε νομική υποχρέωση να αποκαλύψει υλικό το οποίο είναι σχετικό μόνο με την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης" .Η δικαστική επιτροπή της Βουλής των Λόρδων εξέτασε το επίδικο θέμα με το να θέσει τα πιο κάτω ερωτήματα:
"(1) Is it reasonable to distinguish material which may assist the defence case from material which relates only to the credibility of the defence witnesses; and (2) is it consistent with the general principle of fairness to say that the Crown is not under a legal duty to disclose material which is relevant only to a defence witness's credibility?"
Σε ελληνική μετάφραση
:"(1) Είναι λογικό να διακρίνουμε το υλικό το οποίο μπορεί να βοηθήσει την υπόθεση της υπεράσπισης από το υλικό που σχετίζεται μόνο με την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης; (2) είναι συμβατό με την γενική αρχή της δίκαιης μεταχείρισης να λεχθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν υπέχει νομική υποχρέωση να αποκαλύψει υλικό το οποίο είναι σχετικό με την αξιοπιστία ενός μάρτυρα υπεράσπισης;"
Στο πρώτο ερώτημα δόθηκε καταφατική απάντηση.
Στο δεύτερο ερώτημα δόθηκε αρνητική απάντηση η οποία οδήγησε και στην απόρριψη της έφεσης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 777-778:
"As to the second question, the principle of fairness lies at the heart of all the rules of the common law about the disclosure of material by the prosecutor. But that principle has to be seen in the context of the public interest in the detection and punishment of crime. A defendant is entitled to a fair trial, but fairness does not require that his witnesses should be immune form challenge as to their credibility. Nor does it require that he be provided with assistance from the Crown in the investigation of the defence case or the selection, on grounds of credibilty, of the defence witnesses. The legal representation to which he is entitled, usually with the benefit of legal aid, has the responsibility of performing these functions on his behalf. To repeat the words of Diplock L.J. in Dallison v. Caffery (1964) 2 All E.R. 610 at 622 the duty of the prosecutor is to prosecute, not to defend. The important developments in the prosecutor's duty of disclosure since he wrote these words have not altered the essential point that there is a difference between the functions of the prosecutor and those of the defence. The prosecutor's duty is to prosecute the case fairly and openly in the public interest. It is not part of his duty to conduct the case for the defence."
Σε ελληνική μετάφραση
:"Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα η αρχή της δίκαιης μεταχείρισης βρίσκεται στην καρδιά όλων των κανόνων του κοινοδικαίου για την αποκάλυψη υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή. Ωστόσο αυτή η αρχή πρέπει να αντικρύζεται στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος για την ανίχνευση και τιμωρία του εγκλήματος. Ένας κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, αλλά η δίκαιη μεταχείριση δεν απαιτεί όπως η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρέπει να απολαμβάνει ασυλίας. Ούτε και απαιτεί όπως παρέχεται βοήθεια στον κατηγορούμενο από την Κατηγορούσα Αρχή κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης της υπεράσπισης ή την επιλογή, πάνω σε λόγους αξιοπιστίας, των μαρτύρων υπεράσπισης. Η νομική εκπροσώπιση στην οποία δικαιούται, συνήθως με το ευεργέτημα της νομικής αρωγής έχει την ευθύνη να εκτελέσει αυτές τις λειτουργίες εκ μέρους του. Για να επαναλάβουμε τα λόγια του
Diplock L.J. στην Dallison v. Caffery (1964) 2 All E.R. 610, 622, το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής είναι να διώκει ποινικά, και όχι να υπερασπίζει. Οι σημαντικές εξελίξεις στην υποχρέωση του κατήγορου για αποκάλυψη, αφότου λέχθηκαν τα πιο πάνω, δεν έχουν μεταβάλει το βασικό σημείο ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα καθήκοντα του κατήγορου και της υπεράσπισης. Το καθήκον του κατήγορου είναι να παρουσιάσει την υπόθεση του με δίκαιο τρόπο και με διαφάνεια προς το δημόσιο συμφέρον. Δεν αποτελεί μέρος του καθήκοντος του να διευθύνει την υπόθεση της υπεράσπισης."Στην
R. v. Ward (1993) 2 All E.R. 577 (απόφαση του Εφετείου) και πάλιν η υποχρέωση για αποκάλυψη εξετάσθηκε στο στάδιο της έφεσης. Τονίσθηκε (βλ. σελ. 598) ότι "η υποχρέωση για αποκάλυψη εγείρεται σε σχέση με μαρτυρία η οποία είναι ή δυνατόν να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα τα οποία αναμένεται να εγερθούν, ή τα οποία εγείρονται αναπάντεχα, στη διάρκεια της δίκης. Αν η μαρτυρία είναι ή δυνατόν να είναι ουσιώδης με αυτή την έννοια, τότε η μη αποκάλυψη της δυνατόν να αποτελέσει ουσιώδη παρατυπία."Μετά από εκτεταμένη αναφορά στο μη αποκαλυφθέν υλικό κρίθηκε ότι επρόκειτο για σχετικό υλικό το οποίο έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί. Η μη αποκάλυψη του ισοδυναμούσε με ουσιώδη παρατυπία η οποία από μόνη της οδήγησε στην ακύρωση της καταδίκης.
΄Εχουμε ήδη επισημάνει ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε απόφαση του κοινοδικαίου στην οποία είχαν εκδοθεί διατάγματα παρόμοια με τα επίδικα, και ότι οι σχετικές αποφάσεις είναι δηλωτικές ή αναγνωριστικές της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού. Εκτός από την πιο πάνω επισήμανση θεωρούμε ότι από την Αγγλική Νομολογία προκύπτουν, με ρητό και άμεσο τρόπο, οι πιο κάτω προτάσεις:
(1) Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη δεν επεκτείνεται
σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο της (Βλ.
Brown, πιο πάνω).(2) Η σχετική υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη εγείρεται
μόνο σε σχέση με μαρτυρία η οποία είναι σχετική και με μαρτυρία η οποία
είναι ουσιώδης ή δυνατόν να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα τα οποία αναμένεται να εγερθούν ή τα οποία εγείρονται αναπάντεχα στη διάρκεια της δίκης (Βλ.
Ward και Brown, πιο πάνω).Η δεύτερη πρόταση εγείρει το ακόλουθο ζήτημα:
Στο προδικαστικό στάδιο της δίκης το δικαστήριο έχει στη διάθεση του μόνο εκείνο το μέρος του μαρτυρικού υλικού που η Κατηγορούσα Αρχή θέλησε να θέσει υπόψη του κατά την προανάκριση. Δεν είναι, επομένως, σε θέση να κρίνει ποιά μαρτυρία είναι σχετική ή άσχετη. Η σχετικότητα είναι ζήτημα που αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης.
Εγείρεται, όμως, και ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα αρχής το οποίο έχει σχέση με την σωστή και δίκαιη διεξαγωγή της ποινικής δίκης.
Το κατά πόσο ένα κομμάτι μαρτυρίας είναι σχετικό ή ουσιώδες είναι ζήτημα που αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης και στο στάδιο που επιχειρείται η παρουσίαση του. Στην κρινόμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο έχει ήδη επιληφθεί της σχετικότητας της μαρτυρίας (βλ. σελ. 35-37 της απόφασης του) η οποία καλύπτεται από τα επίδικα διατάγματα και έχει αποφανθεί καταφατικά. ΄Εχει με άλλα λόγια προδεσμεύσει και προδικάσει την κρίση του πάνω στην σχετικότητα της μαρτυρίας σε εκείνο το προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας. ΄Εχει αποφανθεί προκαταβολικά επί της σχετικότητας της μαρτυρίας. Εγείρεται λοιπόν το εξής θέμα:
Αν στο στάδιο της δίκης ένα από τα μέρη επιχειρήσει να παρουσιάσει οποιοδήποτε από τα έγγραφα ή αντικείμενα τα οποία καλύπτονται από τα επίδικα διατάγματα και το άλλο μέρος προβάλει ένσταση - όπως έχει το δικαίωμα να το πράξει δυνάμει των κανόνων της απόδειξης - ότι το σχετικό έγγραφο είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα ποιάς αντιμετώπισης θα τύχει η ένσταση από το Κακουργιοδικείο εφόσο προκαταβολικά έχει ήδη δεσμευθεί πάνω στο κρίσιμο ερώτημα της σχετικότητας; Η οποιαδήποτε τοποθέτηση του επί της ενστάσεως θα είναι τρωτή.
Το ανεπιθύμητο της εμπλοκής του Κακουργιοδικείου στην κρίση θεμάτων τα οποία θα πρέπει να κριθούν στα πλαίσια της δίκης έχει επισημανθεί και σχολιαστεί και στην εκκαλούμενη απόφαση. Επικροτούμε τα σχετικά σχόλια.
Περαιτέρω: Από την αγγλική Νομολογία προκύπτει έμμεσα αλλά σαφώς και η εξής πρόταση:
Η υποχρέωση για αποκάλυψη και η έκταση της αποκάλυψης βαρύνει την κατηγορούσα αρχή. Το δε δικαστήριο, είτε στην πρωτόδικη διαδικασία, ή στην κατ΄ έφεση διαδικασία, εξετάζει κατά πόσο η υποχρέωση έχει εκπληρωθεί και αν όχι κατά πόσο αποτελεί ουσιώδη παρατυπία ικανή να οδηγήσει σε παραμερισμό της καταδίκης.
Η χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων και ιδιαίτερα το διάταγμα για την παράδοση τεκμηρίων είναι δυνατό να οδηγήσει και σε άλλες επιπλοκές επιζήμιες στη σωστή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα:
Σύμφωνα με τους ισχύοντες αποδεικτικούς κανόνες για να γίνει δεκτό σαν μαρτυρία ένα αντικείμενο και να έχει αποδεικτική αξία δεν πρέπει να υπάρχει κενό στον κρίκο της αλυσίδας των μαρτύρων οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με το αντικείμενο από τη στιγμή της ανεύρεσης του μέχρι την στιγμή της παρουσίασης του (Βλ. Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Πέγκερος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 159)
.Λόγω της παράδοσης των αντικειμένων στην υπεράσπιση προκύπτουν δύο καίρια ζητήματα:
(1) Για να αντιμετωπιστεί το εμφανές κενό στον προσδιορισμό της ταυτότητας των αντικειμένων θα πρέπει η Κατηγορούσα Αρχή να
καλέσει σαν μάρτυρες όλους εκείνους οι οποίοι, σαν αποτέλεσμα των επίδικων διαταγμάτων, έλαβαν στην κατοχή τους ή έκαμαν χρήση του αντικείμενου με οποιονδήποτε τρόπο. Με άλλα λόγια με τα επίδικα διατάγματα έχει επιφορτισθεί η Κατηγορούσα Αρχή με την υποχρέωση να
καλέσει μάρτυρες τους οποίους δεν ήταν στις προθέσεις της να καλέσει για τη σωστή παρουσίαση της υπόθεσης της και οι οποίοι ενδεχομένως να μην είναι συνεργάσιμοι.(2) Αν η υπεράσπιση στη διάρκεια της επιστημονικής εξέτασης, άθελα έστω,
κατέστρεψε το αντικείμενο ή αλλοίωσε τη μορφή του εγείρεται
πρόβλημα προσδιορισμού της ταυτότητας του αντικειμένου από τους
μάρτυρες οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με το αντικείμενο και ήταν σε θέση να το αναγνωρίσουν πριν από την καταστροφή ή αλλοίωση του.
΄Ενα τέτοιο ενδεχόμενο - καταστροφής ή αλλοίωσης ενός αντικειμένου σχετικού με την απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής - θα έχει σαρωτικές επιπτώσεις πάνω στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, και ενώ τα επίδικα διατάγματα στόχευαν στο να καταστήσουν την δίκη δίκαιη θα φέρουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η έννοια της δίκαιης δίκης, καθώς έχει νομολογηθεί, απαιτεί σεβασμό προς την αρχή της "ισότητας των όπλων" δηλαδή την αρχή της διαδικαστικής ισότητας ανάμεσα στα μέρη
(Eur. Court H.R., Delcourt judgment of 17 January 1970, Series A No. 11, p.15, para. 28; Monnell and Morris judgment of 2 March 1987, Series A No. 115, p.23, para. 62).Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης είναι η επίτευξη ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση (Βλ. Jespers, 8403 (Belgium) Report 27, D.R. 61 και Law of the European Convention on Human Rights των Harris, O' Boyle και Warbrick, σελ. 255).
Ο
J.E.S. Fawcett στο βιβλίο του "The application of the European Convention on Human Rights", υποδεικνύει:"Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί έκφραση του κανόνα audi alteram partem και εξυπακούει ότι στο κάθε μέρος πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του, τόσο πάνω στα γεγονότα, όσο και πάνω στο Νόμο, και να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε ο αντίδικος του. Η ευκαιρία πρέπει να είναι ίση ανάμεσα στους διαδίκους και να περιορίζεται μόνο από το καθήκον του δικαστηρίου να αποτρέψει υπερβολική παράταση ή καθυστέρηση της διαδικασίας."
Ωστόσο με τα επίδικα διατάγματα δεν επιτυγχάνεται η ισότητα των όπλων, η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο της δίκαιης δίκης. Εφόσο με την παράδοση αντικειμένων και την τυχόν αλλοίωση τους η Κατηγορούσα Αρχή παροπλίζεται αποδεικτικού υλικού ή στερείται της δυνατότητας να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία πλήττεται καίρια η αρχή της ισότητας των όπλων.
Τί άλλο παρά παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων θα επιφέρει ο παροπλισμός αποδεικτικού υλικού ή η στέρηση της Κατηγορούσας Αρχής από τη δυνατότητα να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία που είχε - πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων - στη διάθεση της;
Το ότι οι κανόνες του Κοινοδικαίου δεν παρέχουν στο δικαστήριο την εξουσία να χορηγήσει τα επίδικα διατάγματα δεν καταφαίνεται μόνο από την ανάλυση της σχετικής αγγλικής νομολογίας και των αρχών οι οποίες προκύπτουν από την ανάλυση αυτή, αλλά προκύπτει και από το γεγονός ότι στην Αγγλία κρίθηκε σκόπιμο να θεσπισθούν κανονισμοί οι οποίοι ρυθμίζουν το θέμα της αποκάλυψης. ΄Ετσι θεσπίστηκαν οι Magistrates Courts (Advance Information) Rule
s 1985 με βάσει εξουσίες που παρέχονται από την Criminal Law Act, 1977 (άρθρο 48(ι)).Οι κανονισμοί αυτοί προβλέπουν για υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να εφοδιάσει τον κατηγορούμενο, κατόπιν αιτήματος του, με αντίγραφα των εγγράφων που περιέχουν πληροφορίες για τα γεγονότα ή θέματα τα οποία προτίθεται να παρουσιάσει σαν μαρτυρία (βλ. Καν. 4). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το σχετικό αίτημα δεν έχει ικανοποιηθεί θα αναβάλλει την διαδικασία μέχρι τη συμμόρφωση της Κατηγορούσας Αρχής εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η υπόθεση του κατηγορουμένου δεν θα επηρεασθεί δυσμενώς από τη μη συμμόρφωση της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Καν. 7).
Στον Archbold 1995, παρα. 4-287, υποδεικνύεται ότι το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να διατάξει όπως τα έγγραφα δοθούν εκ των προτέρων (Βλ. και R. v. Dunmow Justices ex. p. Nash, The Times, May 17, 1993). Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται:
"... it is to be doubted whether rule 4 is enforceable by mandamus, since the justices have no power to direct that advance information be given: in default of compliance, their power is to adjourn the proceedings (see also R. v. Danmow Justices, ex p. Nash, The Times, May 17, 1993, D.C.). The Divisional Court also considered whether the Crown was in breach of its common law duty of disclosure in this case."
Σε ελληνική μετάφραση
:"... είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Καν. 4 μπορεί να εφαρμοσθεί με διάταγμα Mandamus, εφόσο οι δικαστές δεν έχουν εξουσία να διατάξουν όπως δοθούν πληροφορίες προκαταβολικά: σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η εξουσία τους είναι να αναβάλουν τη διαδικασία (Βλ. R. v. Dunmow Justices, ex p. Nash, The Times, May 17, 1993, D.C.). Το Divisional Court εξέτασε επίσης κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή είχε παραβιάσει το καθήκο της δυνάμει του Κοινοδικαίου στην υπόθεση αυτή."
Μετά τη θέσπιση της Criminal Procedure and Investigation Act 1996 οι κανόνες αποκάλυψης διέπονται αποκλειστικά από τις πρόνοιες της (Βλ.
Brown, πιο πάνω, σελ. 771). Ο Νόμος του 1996 ρυθμίζει με πάσα λεπτομέρεια ζητήματα που σχετίζονται με την προδικαστική αποκάλυψη. Περιέχει πρόνοιες για σταδιακή αποκάλυψη. Απαιτεί και από τον κατηγορούμενο να αποκαλύψει στην Κατηγορούσα Αρχή την υπεράσπιση του.Τα διδάγματα που προκύπτουν από τα κρατούντα στην Αγγλία είναι τα πιο κάτω:
(1) Οι κανόνες του κοινοδικαίου θεωρήθηκαν ανεπαρκείς για τη
διασφάλιση του δικαιώματος για προδικαστική αποκάλυψη.
(2) Ακόμη και μετά τη θέσπιση των Κανονισμών του 1985 τα δικαστήρια
στην Αγγλία και παρά τους κανόνες του κοινοδικαίου δεν είχαν εξουσία
να εκδώσουν τα διατάγματα όπως τα επίδικα (Βλ. Archbold, πιο πάνω,
παραγ. 4-287)
.
(3) Ακόμη και με το Νόμο του 1996 και παρά την πείρα και τους κανόνες του
κοινοδικαίου δεν έχει θεσπισθεί νομοθεσία για πλήρη και προκαταβολική αποκάλυψη όλου του υλικού. ΄Εχει νομοθετηθεί η σταδιακή αποκάλυψη.
(4) Η πιο σημαντική όμως καινοτομία αφορά στην υποχρέωση του κατη-
γορουμένου να αποκαλύψει την υπεράσπιση του, επιτυγχανόμενης
έτσι της πλήρους κατίσχυσης της αρχής της ισότητας των όπλων.
Η θέσπιση λοιπόν ειδικής Νομοθετικής Διάταξης και Κανονισμών για τη ρύθμιση του ζητήματος της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ενισχύει περαιτέρω την άποψη ότι οι Κανόνες του Κοινοδικαίου δεν είναι ικανοί να θεμελιώσουν δικαιοδοσία ή εξουσία για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Υπό το φως των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω έχουμε την άποψη ότι οι κανόνες του κοινοδικαίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Είναι, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, δηλωτικοί και αναγνωριστικοί του δικαιώματος για αποκάλυψη. Προδιαγράφουν, επίσης, τις επιπτώσεις που προκύπτουν από την μη αποκάλυψη σχετικού υλικού.
Δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και του άρθρου 6.3(β) της Σύμβασης
.Στην Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (πιο πάνω) την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απασχόλησε αίτηση για συνέχιση της ακρόασης Πολιτικής Αγωγής από το ένα από τα δύο μέλη του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο άρχισε την ακρόαση, λόγω του διορισμού του Πρόεδρου του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου στη θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αίτηση βασιζόταν - όπως και στην κρινόμενη περίπτωση - στα άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 6 της Σύμβασης. Βασιζόταν επίσης,
(α) στα άρθρα 155.2 και 163 του Συντάγματος,
(β) στα άρθρα 31 και 63 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60, όπως
έχει τροποποιηθεί),
(γ) στις πρόνοιες της Δ.48 θ.1-12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας,
(δ) στις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Πική, Π.) απέρριψε την αίτηση. ΄Εκρινε ότι: "Καμιά από τις συνταγματικές ή νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση δεν παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του διατάγματος το οποίο επιδιώκεται. ΄Οπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & ΄Αλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 και Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, δεν παρέχεται εξουσία για τη χορήγηση θεραπείας μέσω εναρκτήριας πρωτογενούς αίτησης ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Δικαστηρίου. Οι 'εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου', τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών.".
Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αρτεμίου κ.α. (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επικαλούμενος την πρακτική του Δικαστηρίου, τις συμφυείς εξουσίες του, τα άρθρα 28, 30, 35, 152, 153, 155, 163 και 179 του Συντάγματος και τις διατάξεις των Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 1988 ζήτησε την έκδοση διαταγμάτων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για εκδίκαση των ποινικών εφέσεων υπ΄αριθμό 5292 και 5176 υπό της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή τουλάχιστον από επτά από τους δεκατρείς Δικαστές.
Κρίθηκε ότι σύμφωνα με το Νόμο δεν χωρεί Πρωτογενής Εναρκτήρια Αίτηση ή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέτρο για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Κρίθηκε επίσης (βλ. απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - με την οποία συμφώνησαν οι Δικαστές Κούρρης, Νικήτας, Αρτεμίδης, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης) ότι οι αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα "αποβλέπουν στην άσκηση δικαιοδοσίας η οποία δεν υφίσταται και στερούνται, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί, ερείσματος".
Στην Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης διασφαλίζουν το δικαίωμα για διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εντός ευλόγου χρόνου. Ωστόσο αυτή η διασφάλιση δεν στάθηκε ικανή να οδηγήσει στη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Ομοίως και στην παρούσα υπόθεση η διασφάλιση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη από το άρθρο 12.5(β) και 30 του Συντάγματος και από το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν είναι ικανή να οδηγήσει στη χορήγηση της επίδικης θεραπείας εφόσο δεν παρέχεται τέτοια εξουσία από το Νόμο ο οποίος καθορίζει το σχετικό δικονομικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης ή από οποιοδήποτε άλλο Νόμο. Η χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων θα ισοδυναμούσε, όπως και στην Αρτεμίου (πιο πάνω) με την άσκηση δικαιοδοσίας η οποία δεν υφίσταται.
Στην Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.), Πολιτική ΄Εφεση 9520/7.7.98, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έπραξε να εξετάσει και να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στα πλαίσια αίτησης για απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησης της. Η αίτηση βασιζόταν, ανάμεσα σ΄ άλλα, στα άρθρα 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος και στα άρθρα 6, 13 και 14 της Σύμβασης. Το Εφετείο (απόφαση Χρυσοστομή, Δ.), αφού έκαμε αναφορά στις υποθέσεις Φάντη
(1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, κατέληξε:
"Ενόψει της νομολογίας που παραθέσαμε, γίνεται φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Τα δικαιώματα κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της. Επομένως ούτε και εμείς θα το εξετάσουμε. Κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό είναι άκυρη και θα πρέπει να παραμεριστεί, για να γίνει κατορθωτή η εξέταση του, αν εγερθεί εκ νέου, μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας."
Εφόσο ισχυρισμός για παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια αίτησης για απόρριψη της υπόθεσης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, είναι αυτονόητο πως το ζήτημα της διασφάλισης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν μπορεί - χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση - να εξετάζεται προκαταρκτικά ή προληπτικά πριν από την έναρξη της δίκης αλλά στο τέλος της δίκης μέσα στα πλαίσια του συνόλου της δίκης. Με βάση απαρασάλευτη θέση της νομολογίας το ζήτημα της δίκαιης δίκης μπορεί ευχερώς και αποτελεσματικώς να εξεταστεί από το Κακουργιοδικείο στο τέλος της δίκης και μετά από θεώρηση της δίκης στο σύνολο της και όχι προληπτικά και μάλιστα χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε πλήρη ταύτιση με τις αρχές του Κοινοδικαίου έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 6.3(β) της Σύμβασης αναγνωρίζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει στη διάθεση του για σκοπούς της υπεράσπισης του ή για σκοπούς μείωσης της ποινής του όλα τα σχετικά στοιχεία που είχαν συλλεγεί ή μπορούσαν να είχαν συλλεγεί από τις αρμόδιες αρχές στη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης (Βλ.
Jespers, 8403/78 (Belgium) Report 27 D.R. 61). Ωστόσο, όπως έχουμε υποδείξει και στην περίπτωση του κοινοδικαίου, οι αποφάσεις αυτές είναι αναγνωριστικές του δικαιώματος. Δεν αναγνωρίζουν ότι παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στην απουσία νομοθετικής ή δικονομικής εξουσιοδότησης. Αυτή η θέση καταφαίνεται από την υπόθεση Jespers, η οποία αποτέλεσε και την κύρια βάση για τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου που σχετίζονται με το άρθρο 6(3) (β) της Σύμβασης. Στο αρχικό μέρος της απόφασης πράγματι αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στον αστυνομικό φάκελο. Στη συνέχεια, όμως, και σε σχέση με μαρτυρικό υλικό για το οποίο υπήρχε παράπονο ότι δεν τέθηκε στη διάθεση της υπεράσπισης, η Επιτροπή παρατήρησε:"Ούτε ο αιτητής ούτε ο δικηγόρος του ήταν σε θέση να δώσουν στην Επιτροπή την παραμικρή μαρτυρία ότι ο συγκεκριμένος φάκελος περιλάμβανε υλικό του οποίου το περιεχόμενο δυνατόν να ήταν αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης ('whose content might have been necessary for the preparation of the defence')". Κρίθηκε, μετά από εξέταση και του υπόλοιπου υλικού που δεν είχε αποκαλυφθεί, ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση του άρθρου 6(1) και (3) (β) της Σύμβασης.
Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση
Jespers εναπόκειται στον κατηγορούμενο να αποδείξει ότι το μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του. Μπορεί όμως το δικαστήριο σε εκείνο το αρχικό στάδιο της δίκης να αποφανθεί κατά πόσο κάποιο υλικό είναι αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης;Για του πιο κάτω λόγους δίνουμε αρνητική απάντηση στο ερώτημα:
Το διάταγμα για την παράδοση του επίδικου υλικού αναπόφευκτα προϋποθέτει και κρίση ότι το υλικό είναι σχετικό και αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου. ΄Οπως έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω (βλ. σελ. 15-16) η σχετικότητα είναι ζήτημα που αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης. Προσθέτουμε ότι δεν είναι δυνατή κρίση αναφορικά με το κατά πόσο κάποιο υλικό είναι αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης στο στάδιο πριν από την έναρξη της δίκης και στο στάδιο κατά το οποίο η γραμμή της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν ήταν γνωστή . Πρέπει επί του προκειμένου να τονίσουμε με έμφαση ότι το κατά πόσο κάποιο υλικό είναι σχετικό και απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης δεν μπορεί να αποφασίζεται με τρόπο αόριστο, γενικό και αφηρημένο και στην απουσία των δεδομένων που προσδιορίζουν την σχετικότητα μιας μαρτυρίας. Τέτοια δεδομένα είναι
:(1) τα επίδικα θέματα της δίκης, και
(2) η γραμμή της υπεράσπισης.
Το δεύτερο δεδομένο ήταν εντελώς άγνωστο κατά το κρίσιμο στάδιο.
Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η σχετική Νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι σταθερή. Αυτό καταδεικνύεται από την απόφαση στην
X against the United Kingdom, No. 5281/71, 42 C.D. 99 (1972). Στην υπόθεση εκείνη ο κατηγορούμενος παραπονείτο ότι δεν του είχε δοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάσει ορισμένη μαρτυρία. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο δυνάμει του άρθρου 6(1) της Σύμβασης, η οποία παρέχει στο κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, και δυνάμει του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης - αντίστοιχου του άρθρου 12.5 (β) του Συντάγματος - το οποίο παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να έχει επαρκή χρόνο και διευκολύνσεις για την ετοιμασία της υπεράσπισης του. Η Επιτροπή έκρινε:"These provisions do not require that the prosecuting authorities should give an accused person notice of all the evidence which may be given during his trial, and that, in any event, the applicant who was represented by leading and junior counsel was in a position to challenge this evidence during the course of the trial."
Σε ελληνική μετάφραση
:"Αυτές οι πρόνοιες δεν απαιτούν όπως η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να δίνει στον κατηγορούμενο ειδοποίηση για όλη τη μαρτυρία που δυνατόν να δοθεί στη διάρκεια της δίκης του, και ότι εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής που εκπροσωπείτο από ένα έμπειρο και ένα νεαρό δικηγόρο ήταν σε θέση να αντικρούσει την μαρτυρία στη διάρκεια της δίκης."
Στο Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω), σελ. 255, υποδεικνύεται, με αναφορά στην Χ. v. United Kingdom (πιο πάνω), ότι το άρθρο 6 (3) (β) της Σύμβασης δεν απαιτεί όπως η Κατηγορούσα Αρχή αποκαλύψει στην υπεράσπιση πριν από τη δίκη όλη τη μαρτυρία την οποία σκοπεύει να παρουσιάσει στο Δικαστήριο
.Περαιτέρω: Το Κακουργιοδικείο προχώρησε στη χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων για να διασφαλίσει το δικαίωμα του εφεσείοντα για "δίκαιη δίκη". Ωστόσο το κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη κρίνεται με βάση την θεώρηση της δίκης στο σύνολό της και όχι με βάση μια απομονωμένη θεώρηση μιας συγκεκριμένης πτυχής της δίκης ή ενός συγκεκριμένου επεισοδίου. Είναι με βάση την αξιολόγηση της δίκης στο σύνολο της που πρέπει να απαντάται το ερώτημα κατά πόσο η δίκη ήταν δίκαιη ή όχι (Βλ. Nielsen v. Denmark (Application No. 343/57 Yearbook of the European Convention on Human Rights, 1961, Vol. 4, pp.548, 550))
.Αυτή η θέση βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με την δική μας νομολογία (Βλ. Δημοκρατία ν. Alan Ford κ.α. (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, 244: "Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται - από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος και το άρθρο 6 (3) της Σύμβασης - αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ΄ εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη - (βλ. Can Case (Series A, Vol. 96) και Case of Barbera (Series A, Vol. 146))".
΄Οπως έχει λεχθεί στην Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, 388 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π.)
:"Η θεμελίωση της παραβίασης των προνοιών του άρθρου 6 της Σύμβασης σχετικά με την 'δίκαιη δίκη' δεν μπορεί να αποφασιστεί με τρόπο αφηρημένο, αλλά αποτελεί ζήτημα το οποίο πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (Βλ. την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση X and Y v. The Federal Republic of Germany, Application No. 1013/61, Yearbook, 1962, Vol. 5, pp. 158, 164)
. και γι΄ αυτό το σκοπό, η δίκη ενός κατηγορουμένου πρέπει να εξεταστεί στο σύνολο της (βλ. την απόφαση της Επιτροπής στην X v. Austria, Application No. 1418/62, Yearbook, 1963, Vol. 6, pp. 222, 250)".Με βάση λοιπόν την πιο πάνω ερμηνεία του και την ανάλυση του από ευπαίδευτους συγγραφείς, το άρθρο 6 (3) (β) της Σύμβασης δεν είναι τόσο απόλυτο στην εμβέλεια του
.Από τη νομολογία της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκύπτει σαφώς ότι η παραβίαση του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης είναι ζήτημα που δεν μπορεί - χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση - να εξετάζεται προκαταρκτικά, προληπτικά ή προκαταβολικά. Εξετάζεται πάντοτε στο τέλος της δίκης. Σε κάθε περίπτωση εναπόκειται στον κατηγορούμενο, ο οποίος ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης, να καταδείξει, στο τέλος της δίκης, ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις μια συγκεκριμένη "διευκόλυνση" ήταν απαραίτητη για την επαρκή προπαρασκευή της υπεράσπισης του (Βλ. Jespers (πιο πάνω) και Eur. Court H.R., Bricmont judgment of 7 July 1989, Series A, No. 158, pp.31-32. paras. 90-93)
.Περαιτέρω παραβίαση του άρθρου 6 (3) (β) από μόνη της δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαιη. Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεασθεί δυσμενώς (actual prejudice) (Βλ. Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω), σελ. 255)
.Υπο το φως όλων των ανωτέρω, κρίνουμε πως δεν είναι δυνατό κατ΄ επίκληση των άρθρων 12.5 (β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης να επιχειρείται προληπτική ή προκαταβολική διασφάλιση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στην απουσία νομοθετικής ή δικονομικής εξουσιοδότησης.
Μαζί με τους λόγους της έφεσης που στόχευαν στην υποστήριξη της απόφασης του Κακουργιοδικείου έχει υποβληθεί και λόγος έφεσης που σχετίζεται με την ερμηνεία της Ford (Aρ. 2) (πιο πάνω). Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι τα επίδικα διατάγματα αντίκεινται στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ford (Αρ. 2). Η απόφαση του Δικαστηρίου - συνεχίζει η εισήγηση - αποτελεί παρερμηνεία και έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση Alan Ford (Αρ. 2) και τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Φάντη (πιο πάνω) και Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225
.Διαφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις της υπεράσπισης. Η πρωτόδικη απόφαση συνάδει πλήρως με τα όσα έχουν αποφασιστεί στην
Ford (Αρ. 2) (πιο πάνω). Η παραβίαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος και του άρθρου 6.3 της Σύμβασης αποτιμάται στο τέλος της δίκης και στο πλαίσιο του συνόλου της. Περαιτέρω η πρωτόδικη απόφαση συνάδει με τα όσα έχουν αποφασιστεί στην Φάντη (πιο πάνω) (απόφαση πλειοψηφίας): "Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργηση της.".Η υπόθεση Ηρακλέους (πιο πάνω) δεν προωθεί καθόλου τις θέσεις της υπεράσπισης γιατί το μόνο ερώτημα που τέθηκε σε εκείνη την υπόθεση και το οποίο έχει ως εξής, δεν έχει σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης:
"Το ερώτημα που πρέπει ν΄ απαντήσουμε αφορά αποκλειστικά το ΄Αρθρο 113.2 και αν οι πρόνοιές του περιορίζουν τις εξουσίες του ποινικού δικαστηρίου ως προς το στάδιο της δίκης κατά το οποίο ισχυρισμοί για παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βάσει του ΄Αρθρου 30.2, μπορεί να εξεταστούν."
΄Εχουμε περαιτέρω - αντίθετα με τη θέση του Κακουργιοδικείου - την άποψη ότι η υπόθεση Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 δεν παρέχει έρεισμα για τη χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων. Στην περίπτωση εκείνη, αντίθετα με ότι συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, ο συγκεκριμένος διάδικος θα έμενε εντελώς χωρίς θεραπεία αν δεν μεσολαβούσε η επέμβαση του Δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Ο κατηγορούμενος μπορεί να αθωωθεί από το Κακουργιοδικείο στο τέλος της δίκης ή από το Εφετείο κατ΄ έφεση αν διαπιστωθεί ότι λόγω παράβασης του δικαιώματος του για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή η δίκη του είχε καταστεί μη δίκαιη.
΄Εχουν προβληθεί ακόμη δύο λόγοι έφεσης:
(1) ΄Οτι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος,
Κεφ. 155, δεν παρείχε στο Κακουργιοδικείο εξουσία για την έκδοση των
επίδικων διαταγμάτων είναι εσφαλμένη γιατί το δικαστήριο είχε εξουσία
να εκδόσει τα επίδικα διατάγματα στα πλαίσια ρύθμισης της ενώπιον του
διαδικασίας βάσει του άρθρου 175 του Κεφ. 155. Το άρθρο 175 του Κεφ.
155 προνοεί ότι σε κάθε δίκη, "το δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει
κατά την ελεύθερη του κρίση την πορεία της διαδικασίας με οποιοδήποτε
τρόπο ο οποίος ήθελε φανεί επιθυμητός ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος
με τις πρόνοιες του Νόμου αυτού". Καμιά νομοθετική πρόνοια του Κεφ.
155 δεν είναι ασυμβίβαστη με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
(2) ΄Οτι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο
δεν είχε δικαιοδοσία να διατάξει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου
7
του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκεγιατί σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου ubi jus, ibi remedium (όπου
υπάρχει δικαίωμα, υπάρχει θεραπεία) το δικαστήριο έχει δικαίωμα να
αποδώσει θεραπεία σε περιπτώσεις όπου δημιουργείται δικαίωμα. Το
άρθρο 7(1) του Κεφ. 155 κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου
να "εφοδιαστεί με αντίγραφο των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης αναφορικά
με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα", δίνοντας στο δικαστήριο εξουσία
να αποδώσει θεραπεία σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή δικαίου.
΄Εχουμε την άποψη, αντίθετα με την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, ότι το άρθρο 175 του Κεφ. 155 δεν παρέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. ΄Εχοντας υπόψη το λεκτικό του άρθρου 175 κρίνουμε πως στοχεύει κυρίως στη ρύθμιση θεμάτων που σχετίζονται με τη σειρά με την οποία το κάθε μέρος της διαδικασίας θα διαδραματίσει το ρόλο του. Το επίδικο θέμα στην κρινόμενη περίπτωση είναι θέμα δικαιοδοσίας έκδοσης διαταγμάτων και δεν έχει σχέση με την πορεία της διαδικασίας. Το δικαστήριο λειτουργεί με βάσει εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο ή τους Δικονομικούς Κανονισμούς. Η εξουσία για ρύθμιση της διαδικασίας δεν παρέχει εξουσιοδότηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Διαφωνούμε και με την πιο πάνω θέση της υπεράσπισης η οποία προβάλλεται με τον πιο πάνω λόγο (2). ΄Οπως έχουμε ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 19) περίπου παρόμοια διάταξη στην Αγγλία δεν στάθηκε ικανή να οδηγήσει στην έκδοση διατάγματος προς την Κατηγορούσα Αρχή. Περαιτέρω η Κατηγορούσα Αρχή διατείνεται ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 7 και το Κακουργιοδικείο στην απουσία νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν είχε εξουσία στο στάδιο εκείνο της δίκης να διερευνήσει κατά πόσο είχε σημειωθεί συμμόρφωση με το άρθρο 7 του Κεφ. 155 και να προχωρήσει στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Τελικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα όσα έχουν νομολογηθεί από τα δικαστήρια της Πολιτείας της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. και από άλλα δικαστήρια της ίδιας χώρας δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε δεσμευτική ή καθοδηγητική ή πειστική έστω αξία, επειδή το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στις Η.Π.Α. είναι διαφορετικό από το δικό μας. Περαιτέρω η σχετική νομολογία έχει σαν βάθρο νομοθετικές ή δικονομικές διατάξεις διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μας.
Συμπέρασμα
:Η διαδικασία μιας ποινικής δίκης οριοθετείται από τον Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155. Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από τις διατάξεις του Κεφ. 155 και όχι έξω από αυτά. Η έκταση του βαθμού της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ρυθμίζεται από το άρθρο 7 του ιδίου Νόμου με τις επιταγές του οποίου η Κατηγορούσα Αρχή, καθώς ισχυρίζεται,
έχει συμμορφωθεί. Τα άρθρα 12.5 (β), 30.2 και 35 του Συντάγματος, το άρθρο 6 (1) και (3) (β) της Σύμβασης και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής να παραδώσει στην υπεράσπιση όλο το υλικό το οποίο καλύπτεται από το πιο πάνω άρθρο 7 ή οποιοδήποτε άλλο υλικό για να καταστεί η δίκη δίκαιη. Εναπόκειται στον κατηγορούμενο στο τέλος της δίκης να ισχυριστεί ότι μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του (Βλ. Jespers, πιο πάνω) και ότι η μη αποκάλυψη του τον έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς (prejudice) (Βλ. Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω) σελ. 255). Σε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μένει χωρίς θεραπεία. Το δικαστήριο έχει εξουσία να προχωρήσει στην απαλλαγή του.Η έννοια της δίκαιης δίκης συναρτάται με την διεξαγωγή της. Χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση δεν είναι δυνατή η λήψη προληπτικών μέτρων για την διασφάλιση του συνταγματικού δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Μια τέτοια πορεία συνεπάγεται την υιοθέτηση μέτρων - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - πέρα και έξω από το Νόμο και τους Δικονομικούς Κανόνες, ενώ τα δικαστήρια πρέπει να λειτουργούν αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από το Νόμο και τους Δικονομικούς Κανόνες. Πρωτοβουλία για έκδοση διαταγμάτων χωρίς νομοθετική ή δικονομική κάλυψη όχι μόνο αντιβαίνει προς το Νόμο αλλά συμβάλλει στην εκτροπή και εκτροχιασμό της ποινικής διαδικασίας με συνέπειες αρνητικές για
την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.΄Οπως έχει πρόσφατα τονιστεί, (βλ.
Παναρέτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπομνήματα 321-322/16.12.97), η πορεία της διαδικασίας δεν είναι ιδιωτική υπόθεση των διαδίκων και η τήρηση των θεσμών δεν είναι θέμα επιλογής. Είναι ανάγκη να ασκεί το Δικαστήριο, στην ευθύνη του οποίου εμπίπτει η πορεία της διαδικασίας, τον οφειλόμενο έλεγχο ώστε να αντιμετωπίζεται η μη συμμόρφωση προς τους θεσμούς αλλά και να μη εκτρέπεται η διαδικασία από την κατεύθυνση της.
Δεν υπάρχει νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση για ενασχόληση πριν από τη δίκη με το τί αποτελεί αποκαλύψιμο, ουσιαστικό, σχετικό ή άσχετο. Η πορεία που έχει υιοθετηθεί από το Κακουργιοδικείο δεν διασφαλίζει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Αντίθετα πλήττει την αρχή της ισότητας των όπλων και συμβάλλει μόνο στην καθυστέρηση παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σε πλήρη ταύτιση με την πρωτόδικη απόφαση κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.