ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1526

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9078

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών

1. Pat Jones ως Διαχειρίστριας της περιουσίας

του αποβιώσαντος David Jones,

2. Christopher Jones,

3. Dorothy Jones,

4. Margaret Jones,

Εφεσείοντες

- και -

1. Ξένιας Δημητρίου ως Διαχειρίστριας της περιουσίας

του αποβιώσαντος Ευστάθιου Κυριάκου,

2. Ξένιας Ευστάθιου Κυριάκου,

3. Κωνσταντίνας Ευστάθιου Κυριάκου,

Εφεσιβλήτων

-------------------------

22 Σεπτεμβρίου 1998

Για τους εφεσείοντες: Α. Δικηγορόπουλος.

Για τους εφεσίβλητους: Κ. Μιχαηλίδης.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες ήταν μερικοί από τους εναγομένους στην αγωγή αρ. 4386/77, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την οποία κίνησε η Ελλάδα Ευστάθιου Κυριάκου αξιώνοντας ακύρωση της επ΄ ονόματι τους εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας στην Ευρύχου και αντίστοιχη εγγραφή επ΄ ονόματι της, δυνάμει αγοράς και/ή δυνάμει κατοχής για την περίοδο παραγραφής.

Με την καταχώρηση της αγωγής υποβλήθηκε και αίτηση υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση της ενάγουσας ημερ. 1 Οκτωβρίου 1977 για, ανάμεσα σε άλλα, διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης στους εφεσείοντες μέσω κάποιου Δημήτριου Αποστόλου εξ Αγίου Δομετίου ή άλλως πως. Στην ένορκη δήλωση, η οποία ήταν διατυπωμένη στην αγγλική και στην οποία η ενάγουσα, όντας προφανώς αναλφάβητη, έθεσε το σήμα της, αναφερόταν ότι οι εφεσείοντες κατοικούσαν στο εξωτερικό σε άγνωστες διευθύνσεις, οι μεν 1, 2, 3 στην Αγγλία και η 4 στην Αυστραλία, αλλά είχαν όλοι ως αντιπρόσωπο στην Κύπρο τον Δημήτριο Αποστόλου που διέμενε σε γνωστή διεύθυνση.

Το δικαστήριο εξέδωσε, στις 29 Νοεμβρίου 1977, διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, όχι με τον προταθέντα τρόπο αλλά με τον ακόλουθο σύνθετο, ήτοι, με δημοσίευση μία φορά στην ημερήσια αγγλόφωνη εφημερίδα "Cyprus Mail" . ανάρτηση σε δύο καφενεία στο χωριό Ευρύχου. επίδοση στον Παντελή Σολιάτη από την Ευρύχου ο οποίος, καθώς αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, είχε κατ΄ ισχυρισμό δώσει πληροφορίες στον Πρόεδρο της Χωριτικής Αρχής. και ανάρτηση στον πίνακα του Δικαστηρίου. Η υποκατάστατη επίδοση επιτεύχθηκε σύμφωνα με το διάταγμα.

Αργότερα, στις 5 Απριλίου 1979, προσετέθη ως ενάγων 2 ο Ευστάθιος Κυριάκου, σύζυγος της Ελλάδας, πλέον ενάγουσας 1. Στις 18 Ιουνίου 1979 επήλθε τροποποίηση της αγωγής ώστε η ιδία αξίωση να προβάλλεται και από τους δύο ομού αλλά και χωριστά.

Η αγωγή προχώρησε στην απουσία των εφεσειόντων λόγω μη εμφάνισης. Και στις 24 Μαρτίου 1980 προσήχθη από τους ενάγοντες μαρτυρία προς απόδειξη. Κατέθεσαν πέντε μάρτυρες μεταξύ των οποίων και ο ενάγων 2. Μετά το πέρας της μαρτυρίας, η ενάγουσα 1 απέσυρε την αξίωση της που ως αποτέλεσμα απορρίφθηκε. Το Δικαστήριο, κατά την ίδια ημερομηνία, εξέδωσε εν συνεχεία τελική απόφαση. Έκρινε ότι ο ενάγων 2 κατείχε την επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία για την περίοδο παραγραφής και εδικαιούτο στην αξιούμενη θεραπεία. Κατ΄ ακολουθίαν έγινε, με σχετικό διάταγμα, η επ΄ ονόματι του εγγραφή. Εκείνος, με την πάροδο του χρόνου προέβη σε μεταβιβάσεις στα τέκνα του Ξένια και Κωνσταντίνα Ευστάθιου Κυριάκου.

Στις 20 Αυγούστου 1983, μετά που οι εφεσείοντες έλαβαν γνώση για την έκδοση της αναφερθείσας απόφασης, κίνησαν την αγωγή με αρ. 4745/83 Ε. Δ. Λευκωσίας εναντίον του Ευστάθιου Κυριάκου και των τέκνων του στα οποία είχε μεταβιβάσει την ακίνητη ιδιοκτησία. Προέβαλλαν ότι η απόφαση ημερ. 24 Μαρτίου 1980 στην αγωγή 4386/77 Ε.Δ. Λευκωσίας "ελήφθη αντικανονικά κατά παράβαση των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών και/ή επετεύχθη διά δόλου και ή ψευδών παραστάσεων και είναι κατ΄ ακολουθίαν άκυρος και χωρίς κανένα έννομο αποτέλεσμα". Ζητούσαν δε ανάλογη θεραπεία.

Ο ισχυρισμός τους περί δόλου αναγόταν σε δύο τομείς. Πρώτο, κατά τους εφεσείοντες, η Ελλάδα Ευστάθιου Κυριάκου, ενάγουσα στην αγωγή αρ. 4386/77, παραπλάνησε το δικαστήριο με ψευδή παράσταση στην ένορκο δήλωση της, ημερ. 1 Οκτωβρίου 1977, ότι καθίστατο δυνατή η υποκατάστατη επίδοση στον Δημήτριο Αποστόλου. Επεσήμαναν σχετικά ότι κατά το 1974, σε διαδικασία απαλλοτρίωσης μέρους της ίδιας ακίνητης ιδιοκτησίας, είχε επιχειρηθεί η υποκατάστατη επίδοση στους εφεσείοντες με επίδοση στον Δημήτρη Αποστόλου. Ο οποίος όμως, αφού απέστειλε τα έγγραφα σε γνωστή του διεύθυνση των εφεσειόντων και επεστράφησαν, τα απέστειλε με επιστολή του στον δικηγόρο της Απαλλοτριούσας Αρχής κ. Κ. Μιχαηλίδη. Ο οποίος μερικά χρόνια αργότερα ενήργησε ως δικηγόρος της Ελλάδας Ευστάθιου Κυριάκου στην αγωγή αρ. 4386/77. Δεύτερο, κατά τους εφεσείοντες, η μαρτυρία του Ευστάθιου Κυριάκου, ενάγοντος 2 σε εκείνη την αγωγή, δεν εξέθετε την πραγματικότητα. Οι μάρτυρες των εφεσειόντων, οι οποίοι εν τέλει κατέθεσαν, αναφέρθηκαν σε στοιχεία, γνωστά σε εκείνους, από τα οποία προέκυπταν πτυχές που δεν είχαν τεθεί στην προηγούμενη αγωγή. Το θέμα βέβαια ήταν το κατά πόσο ο ενάγων 2 γνώριζε περί αυτών και είτε παραποίησε είτε δεν αποκάλυψε.

Ως προς τις προβαλλόμενες ως δικονομικές παραβάσεις και τις επιπτώσεις τους, οι θέσεις των εφεσειόντων συνίσταντο στα εξής. Πρώτο, δοθέντος ότι οι εφεσείοντες βρίσκονταν στο εξωτερικό, η σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος χωρίς άδεια του δικαστηρίου καθιστούσε την αγωγή άκυρη εξ υπαρχής. Δεύτερο, αν το πρώτο δεν γινόταν δεκτό, η απόφαση στην εν λόγω αγωγή ήταν άκυρη διότι το κλητήριο ένταλμα δεν επιδόθηκε στους εφεσείοντες, αποστερώντας τους το δικαίωμα, δυνάμει του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος, να ακουστούν. Συναφώς με αυτό το ζήτημα προσετέθη και ότι ο Κανονισμός βάσει του οποίου επιτράπηκε η υποκατάστατη επίδοση αντίκειται στο Σύνταγμα εφόσον δεν πέτυχε να φέρει σε γνώση των εφεσειόντων την εκκρεμότητα της αγωγής. Τρίτο, εφόσον οι εφεσείοντες ήταν στο εξωτερικό, η υποκατάστατη επίδοση ήταν άκυρη και για τον πρόσθετο λόγο ότι αφορούσε αυτούσιο το κλητήριο ένταλμα και όχι ειδοποίηση περί αυτού.

Με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 29 Οκτωβρίου 1993 στην αγωγή αρ. 4745/83, το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε ότι δεν προέκυψε λόγος που να δικαιολογούσε την ακύρωση της απόφασης στην αγωγή 4386/77.

Δεν διαπιστώσαμε σφάλμα στις καταλήξεις του πρωτόδικου δικαστηρίου. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει επικρότηση του συνόλου της νομικής θεώρησης στην οποία προέβη για να εξηγήσει την από αυτή την άποψη προσέγγιση του.

Αναφορικά με τους περί δόλου ισχυρισμούς ήταν, νομίζουμε, προδήλως εύστοχη η επισήμανση ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί στην τότε ενάγουσα Ελλάδα Ε. Κυριάκου γνώση της εξέλιξης σχετικά με την επίδοση που είχε απασχολήσει τον συνήγορο της μερικά χρόνια ενωρίτερα σε άλλη διαδικασία στην οποία εκείνη ήταν αμέτοχη. Έπειτα, για το μέρος που αφορούσε τη μαρτυρία του εκεί ενάγοντα Ευστάθιου Κυριάκου, η κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε δόλος, είχε ως άξονα την αντίκρυση της προσαχθείσας μαρτυρίας που όσο και αν φανέρωνε διάσταση στις αντίστοιχες εκδοχές δεν σήμαινε κατ΄ ανάγκη πως η πρώτη είχε προβληθεί δόλια. Αυτό αποτελούσε πρωτίστως έργο του εκδικάσαντος δικαστηρίου και δεν διακρίνουμε λόγο για επέμβαση.

Αναφορικά με τα ζητήματα διαδικασίας στην προηγούμενη αγωγή, παρότι δικονομικά ενδεδειγμένη ήταν η αίτηση και όχι, όπως εδώ, η αγωγή, εντούτοις, έχοντας υπόψη μας τη διαπλοκή με τον περί δόλου ισχυρισμό σχετικά με την επίδοση, δεν θα λέγαμε ότι, στην έκταση που κάλυπτε αυτή η διαπλοκή, ήταν άτοπη η έγερση τους στο πλαίσιο της αγωγής των εφεσειόντων.

Οι θέσεις των εφεσειόντων περί ακυρότητας της αγωγής ή οποιασδήποτε πτυχής της, εξ αιτίας παράβασης των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, πρέπει τώρα να αντικρυστούν με αναφορά στη νέα Δ.64 (δημοσιεύτηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1995) με την οποία η κάθε είδους παρέκκλιση συνιστά μόνο παρατυπία και δεν καθιστά άκυρη τη διαδικασία. Όπως υπέδειξε η Ολομέλεια στην Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1516 κ.α., ημερ. 19 Ιουλίου 1996, η νέα Δ.64 ενεργεί και αναδρομικά. Συνεπώς, τίποτε από ό,τι μπορεί να αποτελούσε δικονομική παρέκκλιση στην αγωγή 4386/77 δεν θα ήταν τώρα δυνατό να θεωρηθεί ότι επέφερε ακυρότητα. Αυτό σημασία έχει εδώ μόνο για το ζήτημα σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος.

Σχετικά με την επίδοση του, σημειώνουμε την επί της μαρτυρίας δικαιολογημένη, κατά την άποψη μας, κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν προέκυψε πως οι εφεσείοντες, που είχαν γενεολογική σχέση με την Κύπρο δεν ήταν - παρά τα ξενικά τους ονόματα - Κύπριοι πολίτες. Και, επομένως, σύμφωνα με τη Philippou Ltd v. Littner Hampton Ltd (1984) 1 C.L.R. 716, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδίδεται στο εξωτερικό το ίδιο το κλητήριο ένταλμα και όχι ειδοποίηση περί αυτού.

Ως προς τον τρόπο της υποκατάστατης επίδοσης είναι, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, αρκετό ότι αυτή έγινε σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος του δικαστηρίου. Υπήρξε λοιπόν στην αγωγή 4386/77 Ε.Δ. Λευκωσίας νομότυπη επίδοση. Δεν επρόκειτο περί αγωγής που προχώρησε χωρίς επίδοση ώστε, με την παραγνώριση του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί, να του παρέχεται η δυνατότητα ιδίω δικαιώματι και χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε άλλο - ex debito justitiae - να προσβάλει την εν τέλει εκδοθείσα απόφαση.

Ωστόσο, οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν δυνατότητα να υπέβαλλαν στο δικαστήριο αίτηση στην αγωγή 4386/77 για παραμερισμό. Με την οποία να εξηγείτο η έλλειψη εμφάνισης όπως και ο χρόνος στον οποίο προέβαιναν στο διάβημα και να παρείχοντο στοιχεία για εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ώστε να καθίστατο δυνατή η υπό του δικαστηρίου άσκηση διακριτικής εξουσίας: βλ. Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646 (H.L.), Kotsapas & Sons Ltd v. Titan Construction & Engineering Co. (1961) C.L.R. 317, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, και από τις πιο πρόσφατες την Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26. Οι εφεσείοντες δεν κινήθηκαν όμως προς αυτή την κατεύθυνση και τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε για να απασχολήσει.

Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο