ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 1602

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9629

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ ΔΔ.

Σωκράτης Σάββα Σωκράτους,

Εφεσείων-ενάγων,

- ν -

Πανίκου Σιβιτανίδη, διαχειριστή της περιουσίας

του αποβιώσαντος Αγάπιου Ζάκκα

Εφεσίβλητου-εναγομένου

--------------------

22 Σεπτεμβρίου 1998

Για τον εφεσείοντα: κ. Ε. Κορακίδης.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Χρ. Γεωργιάδης.

-----------------

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Ηλιάδης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

 

(α) Τα γεγονότα

Η Αριάδνη Ζάκκα από την Πάφο ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλης ακίνητης περιουσίας η αξία της οποίας ανερχόταν γύρω στο ένα εκατομμύριο λίρες. Για την αξιοποίηση της πιο πάνω περιουσίας η Αριάδνη Ζάκκα υπέγραψε στις 15.4.80 σύμβαση αντιπαροχής με την εταιρεία S. Raftis Co. Ltd. σύμφωνα με την οποία θα έπαιρνε συγκεκριμένη έκταση σε τετραγωνικά μέτρα σε διαμερίσματα τα οποία θα ανεγείρονταν στην πιο πάνω περιουσία της. Η Αριάδνη Ζάκκα απεβίωσε στις 15.6.80 προτού υλοποιηθεί η σχετική συμφωνία αντιπαροχής. Επειδή δεν είχε αποκτήσει παιδιά, οι κληρονόμοι ήταν ο σύζυγός της Αγάπιος Ζάκκας και οι επόμενοι στενοί εξ αίματος συγγενείς της.

Στις 24.11.82 ο σύζυγος της Αριάδνης Ζάκκα εκχώρησε εγγράφως στον εφεσείοντα Σωκράτη Σάββα Σωκράτους (που είναι αδελφότεχνος του) λόγω "φυσικής αγάπης και συμπάθειας" τα 2/10 των κληρονομικών δικαιωμάτων του στην περιουσία της Αριάδνης Ζάκκα, που αντιστοιχούσαν σε δυο διαμερίσματα σε περίπτωση υλοποίησης της συμφωνίας αντιπαροχής με την εταιρεία S. Raftis Co Ltd, ή να πάρει £30.000. Δύο μέρες αργότερα ο Αγάπιος Ζάκκας εκχώρησε με τον ίδιο τρόπο άλλα 3/10 των κληρονομικών δικαιωμάτων του στην περιουσία της συζύγου του Αριάδνης Ζάκκα, που αντιστοιχούσαν σε τρία διαμερίσματα ή σε περίπτωση μη υλοποίησης της συμφωνίας αντιπαροχής να πάρει £45.000. Οκτώ μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 30/7/83, ο Αγάπιος Ζάκκας διόρισε με σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο τον εφεσείοντα ως γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του για να διαχειρίζεται όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στην Κύπρο. Ο Αγάπιος Ζάκκας απέθανε δύο μήνες μετά την υπογραφή του πιο πάνω πληρεξουσίου εγγράφου και πιο συγκεκριμένα μέσα στο Σεπτέμβρη του 1983 σε ηλικία 81 χρονών. Η υλοποίηση της συμφωνίας αντιπαροχής κατέστη αδύνατη αφού η ακίνητη περιουσία της Αριάδνης Ζάκκα εν τω μεταξύ απαλλοτριώθηκε. ΄Ετσι ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του Αγάπιου Ζάκκα, Πανίκου Σιβιτανίδη και με βάση τις πιο πάνω συμφωνίες ζητούσε αποζημιώσεις ύψους £75.000. Η θέση του εφεσιβλήτου ήταν ότι οι σχετικές συμφωνίες ήταν άκυρες αφού ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης που είχε εξασκηθεί από τον εφεσείοντα πάνω στον Αγάπιο Ζάκκα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις του αποβιώσαντος και του εφεσείοντος ήταν τέτοιας φύσης ώστε εύκολα να λεχθεί ότι τα δύο μέρη βρίσκονταν σε σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί το τεκμήριο ψυχικής πίεσης όπως προνοείται στο άρθρο 16(2)(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και τούτο - όπως το έθεσε - ενόψει της στενής συγγενικής σχέσης μεταξύ του εφεσείοντος και του αποβιώσαντος, ο οποίος δεν είχε δικά του παιδιά και θεωρούσε τον εφεσείοντα και τους αδελφότεχνους του ως τους πλησιέστερους συγγενείς, προς τους οποίους δώρησε αρκετή περιουσία. Επιπλέον δε στον εφεσείοντα παραχώρησε και γενικό πληρεξούσιο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν, περαιτέρω, της άποψης ότι το τεκμήριο ψυχικής πίεσης δημιουργείται και βάσει του άρθρου 16(2)(β) του Κεφ. 149, ένεκα της ψυχικής και σωματικής κατάπτωσης στην οποία βρισκόταν ο αποβιώσας λόγω προχωρημένης ηλικίας (80 ετών), λόγω των διάφορων παθήσεων που υπέφερε και λόγω της συνήθειάς του να καταναλώνει οινοπνευματώδη ποτά.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ο εφεσείων ανέτρεψε το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης και έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα.

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Ταυτόχρονα αποδέχθηκε την ανταπαίτηση του εφεσιβλήτου και κήρυξε τις επίδικες συμφωνίες άκυρες.

Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση για διάφορους λόγους που μπορούν να συνοψισθούν στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι τα μέρη βρίσκονταν σε σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης, όπως επίσης και γιατί εσφαλμένα βρήκε ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης ότι ο αποβιώσας κατά την υπογραφή των δυο πιο πάνω συμφωνιών ενεργούσε με την ελεύθερη βούλησή του και κατόπιν συμβουλής από το δικηγόρο του.

(β) Η νομική πλευρά

Το άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 προνοεί ότι:

"16. - (1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου� ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Οταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου".

 

Εφόσον η εγκυρότητα μιας σύμβασης βασίζεται πάνω στη συγκατάθεση των συμβαλλομένων, προκύπτει ότι μια σύμβαση που είναι αποτέλεσμα βίας ή εξάσκησης ψυχικής πίεσης μπορεί να κηρυχθεί ως άκυρη. Είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που το Κοινοδίκαιο με το περιορισμένο δόγμα της βίας (duress) και το Δίκαιο της Επιείκειας (με το δόγμα της ψυχικής πίεσης ή ανεπίτρεπτης επιρροής) (undue influence) έδωσαν το δικαίωμα σε ένα συμβαλλόμενο να ζητά την ακύρωση μιας συναλλαγής από την οποία ελλείπει το συστατικό στοιχείο της συγκατάθεσης. Πρέπει να τονιστεί ότι το Δίκαιο της Επιείκειας δεν μπορεί να επιστρατευθεί για να διασώσει ένα πρόσωπο από τα επακόλουθα της αφροσύνης του, αλλά για να αποτρέψει τη θυματοποίηση του από τρίτα πρόσωπα. Δωρεές ή άλλες παρόμοιες συναλλαγές μπορούν να ακυρωθούν μόνο αν είναι το αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης ή αν είναι παράλογες. (Ιδε Snell's "Principles of Equity" 25th Edition, p. 496).

Οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία του δόγματος της ψυχικής πίεσης στο Δίκαιο της Επιείκειας έχουν συνοψιστεί περιεκτικά στην απόφαση του Lindley L.J. στην υπόθεση Allcard v. Skinner (1886-1890) All E.R. Rep 90, 98, ως ακολούθως:

"It would obviously be to encourage folly, recklessness, extravagance and vice if persons could get back property which they foolishly made away with, whether by giving it to charitable institutions or by bestowing it on less worthy objects. On the other hand, to protect people from being forced, tricked or misled in any way by others into parting with their property is one of the most legitimate objects of all laws; and the equitable doctrine of undue influence has grown out of and been developed by the necessity of grappling with insidious forms of spiritual tyranny and with the infinite varieties of fraud."

 

Συμβάσεις που μπορούν να κηρυχθούν άκυρες λόγω ψυχικής πίεσης διαιρούνται

(i) Σε περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο εξασκεί πραγματική ή προφανή εξουσία πάνω στο άλλο ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης απέναντι του ή

(ii) Σε περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο συμβάλλεται με ένα άλλο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

Οπως έχει θέσει το θέμα και ο Lord Denning στην υπόθεση Re Brocklehurst (deceased) Hall and another v. Roberts (1978) 1 All E.R. 767, 775,

"As a matter of public policy, the courts have always looked with care at gifts or improvident bargains which are made by a person whose motives or judgment are impaired by reason of age or ignorance, eccentricity or infirmity, or even by a failure to know or appreciate the consequences. Equity will, as a matter of course, interfere when the recipient of the gift or the exactor of the bargain has brought undue influence or undue pressure to bear so as to induce the transaction."

Τα Δικαστήρια δεν έχουν μέχρι σήμερα καθορίσει επακριβώς τον ορισμό της ψυχικής πίεσης, άνκαι διάφοροι δικαστές έχουν δώσει σε ορισμένες υποθέσεις τις δικές τους ερμηνείες. Ο Lindley L.J. πιστεύει ότι η ψυχική πίεση είναι

"unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party."

(Allcard v. Skinner (1887) 36 Ch. D. 145)

και ο Lord Selborne την περιγράφει σαν

"the unconcientious use by one person of power possessed by him over another in order to induce the other to enter into a contract." (Ιδε Aulesford (Earl) v. Morris (1873) 8 Ch. App. 484, 490)

 

Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει τις διαστάσεις της ψυχικής πίεσης στην υπόθεση Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδη (Α.Ε. 9784 της 26/3/98). Στην πιο πάνω υπόθεση η εφεσίβλητη ήταν ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου στο χωριά Κονιά στην Πάφο, πάνω στο οποίο ανηγέρθηκε με δικά της χρήματα και με την οικονομική συνδρομή του συζύγου της μια κατοικία. Οταν η εφεσίβλητη απεκάλυψε στον εφεσείοντα ότι είχε συνάψει δεσμό με τρίτο πρόσωπο, ο εφεσείων κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο άρχισε να τη βρίζει, να την κτυπά και να την απειλεί ότι θα τη σκοτώσει τόσο αυτή όσο και τον εραστή της και "της ζήτησε πιεστικά και κάτω από την απειλή του όπλου την επόμενη μέρα να πάει στο Κτηματολόγιο και να του μεταβιβάσει το σπίτι στο όνομά του". Την επομένη ο εφεσείων συνόδευσε την εφεσίβλητη στο Κτηματολόγιο, όπου παρά τη συμβουλή δικηγόρου που γνώριζε τα συμβάντα όπως η εφεσείουσα αποφύγει τη μεταβίβαση, η τελευταία λόγω του φόβου διάλυσης του γάμου, δέχθηκε να μεταβιβάσει το ακίνητο στον εφεσείοντα. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κακοποίηση της εφεσίβλητης και οι απειλές με τη χρήση κυνηγετικού όπλου ήταν πράξεις "ψυχικής πίεσης, εξαναγκασμού και απειλής" που επέδρασαν στη σκέψη και βούληση της σε βαθμό που δεν της επέτρεπαν να ενεργεί με την ελεύθερη βούληση της. Στη σχετική απόφαση υιοθετήθηκε ο ορισμός της ψυχικής πίεσης που αναφέρεται στο σύγγραμμα Chitty on Contract, General Principles, 27th Edition, para 7-024 ως ακολούθως:

"Η ψυχική πίεση αποτελεί δόγμα του δικαίου της επιείκειας. Είναι μια περιεκτική φράση η οποία καλύπτει περιπτώσεις ψυχικής πίεσης όπου υπάρχουν ειδικές σχέσεις και επίσης περιπτώσεις εξαναγκασμού, επιβολής ή πίεσης έξω από εκείνες τις ειδικές σχέσεις."

 

Έτσι έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι έχει εξασκηθεί ψυχική πίεση όταν ένα πρόσωπο μειωμένης πνευματικής ικανότητας είχε πιεστεί από πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι κατείχε υπερφυσικές δυνάμεις (Nottidge v. Prince (1860) 2 Giff. 246), όταν γυναίκα που είχε έντονες θρησκευτικές πεποιθήσεις υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης (Νοrton v. Relly (1764) 2 Eden. 286), όταν μια γυναίκα πείστηκε ότι μηνύματα που προέρχονταν από ένα πνευματιστή ήταν μηνύματα που προέρχονταν από νεκρούς (Lyon v. Home (1868) L.R. 6 E.q. 655) και όταν ένα παιδί υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης σχετικά με τους φόβους του για την υγεία του πατέρα του (Μutual Finance Ltd v. John Wetton and Sons Ltd (1937) 2 All E.R. 657.)

Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων όπως π.χ. μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, γιατρού και ασθενούς (Radcliffe v. Price (1902) 18 TLR 466, κηδεμόνα και ανηλίκου (Hylton v. Hylton (1754) 2 Ves. Sen. 547), γονέα και παιδιού (Lancashire Loans Ltd v. Black (1934) 1 K.B. 380), θρησκευτικού συμβούλου και μαθητευομένου (Allcard v. Skinner (πιο πάνω) τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, αφού η θέση εμπιστοσύνης που έχει το ένα πρόσωπο τον τοποθετεί σε θέση κάποιας ασυνήθιστης εξουσίας σε βαθμό που να δικαιολογείται η λήψη κάποιας ανεξάρτητης συμβουλής. Η πιθανότητα να θέσει το πιο πάνω πρόσωπο τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του άλλου προσώπου που μπορεί να επηρεασθεί είναι τόσο ορατή, που ο Νόμος του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει καταχραστεί τη θέση του. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η απλή ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης δεν εξυπακούει αυτόματα την ύπαρξη ψυχικής πίεσης. Η φύση της εμπιστευτικής σχέσης πρέπει να είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου. (Ιδε Re Coomber, Coomber v. Coomber (1911) Ch. 723, 728, 729).

Πέρα από τις πιο πάνω αναγνωρισμένες σχέσεις από τις οποίες τεκμαίρεται ψυχική πίεση η νομολογία έχει αναγνωρίσει και άλλες περιπτώσεις στις οποίες τεκμαίρεται τέτοια πίεση. Στον Chitty on Contract (πιο πάνω) παραγ. 7-029 αναφέρεται ότι,

"The relationships which give rise to this presumption are described below. But even outside these recognised relationships, if the plaintiff proves that at the time of the disadvantageous transaction a confidential relationship in fact existed between the parties, the presumption of undue influence will arise. The classic statement is that of Lord Chelmsford in Tate v. Williamson (1866) L.R. 2 Ch. App. 56, 61."

 

Στην υπόθεση Tate v. Williamson (πιο πάνω) ο Lord Chelmsford τονίζει ότι,

"The principles applicable to the more familiar relations of this character have been long settled by many well-known decisions, but the Courts have always been careful not to fetter this useful jurisdiction by defining the exact limits of its exercise. Wherever two persons stand in such a relation that, while it continues, confidence is necessarily reposed by one, and the influence which naturally grows out of that confidence is possessed by the other, and this confidence is abused, or the influence is exerted to obtain an advantage at the expense of the confiding party, the person so availing himself of his position will not be permitted to retain the advantage, although the transaction could not have been impeached if no such confidential relation had existed."

 

(γ) Οι λόγοι έφεσης.

Ενας από τους κύριους λόγους έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών που μπορούσε να ενεργοποιήσει τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κεφ. 149.

Εχει δοθεί μαρτυρία από το Δρα Πανίκο Παπαγεωργίου (που ο ίδιος ήταν μακρυνός συγγενής και η σύζυγος του πρώτη ξαδέλφη της συζύγου του αποβιώσαντος) που παρακολουθούσε τον αποβιώσαντα από το 1976 μέχρι το 1980 με την ιατρική του ιδιότητα και αργότερα από το 1980 μέχρι το θάνατό του σαν συγγενής και φίλος, ότι ο αποβιώσας υπέφερε από ζακχαρώδη διαβήτη, ασθματική βρογχίτιδα, έλκος του δωδεκαδακτύλου, καρδιακή ανεπάρκεια και επιπρόσθετα ήταν αλκοολικός. Επινε κάθε πρωΐ με αποτέλεσμα να μεθά και να πέφτει κάτω, σπάζοντας τα πλευρά του, δημιουργώντας πληγές που επέβαλλαν ιατρικές επεμβάσεις. Ο μάρτυς είχε προσωπικά προβεί σε 5-6 περιπτώσεις σε ραφές τραυμάτων του αποβιώσαντος. Ο αποβιώσας άρχιζε να πίνει από τις 6.00 το πρωΐ μέχρι τις 10.00 το βράδυ όταν και τον έπαιρναν να κοιμηθεί. Οταν όμως δεν βρισκόταν κάτω από την επήρεια οινοπνεύματος είχε την πνευματική ικανότητα και τη διανοητική του κατάσταση και αντίληψη, σε καλή κατάσταση. Τη ροπή του αποβιώσαντος προς το ποτό επιβεβαίωσε και ο Αντρέας Χ" Ζηνοβίου (ΜΥ 10) Υποδιευθυντής παραρτήματος της Τράπεζας Barclays στην Πάφο, στην οποία ο αποβιώσας διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό. Σύμφωνα με τον πιο πάνω μάρτυρα ο αποβιώσας το 1982 τον επισκεπτόταν στο γραφείο του σχεδόν καθημερινά από τις 8.00 το πρωΐ, ήταν μεθυσμένος και καθόταν στο γραφείο του μέχρις ότου ο μάρτυς το μετέφερε στο ξενοδοχείο.

Ο εφεσείων ζούσε από το 1956 την Αγγλία αλλά ερχόταν τακτικά στην Κύπρο για διακοπές και διέμενε στο ξενοδοχείο Paphos Palace, το οποίο ο Αγάπιος Ζάκκας μεταβίβασε το 1974 σε αυτόν και σε άλλους τρεις αδελφότεχνους του. Οταν ερχόταν για 15 μέρες στην Κύπρο διέμενε στο ξενοδοχείο και βοηθούσε τον αποβιώσαντα στις εργασίες του ξενοδοχείου. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι επενέβαινε για να σταματήσει το θείο του από του να πίνει συνεχώς, ότι ο θείος του έκλαιγε γιατί θυμόταν τη γυναίκα του, ότι μπορούσε από συνήθεια να έλεγε συνεχώς "Παναγία μου, Παναγία μου, Παναγία μου" για ώρες, ότι περπατούσε με τη βοήθεια μπαστουνιού ή όταν το βοηθούσε κάποιος και ότι δεν έβλεπε καλά. Η παραχώρηση των 2/10 και 3/10 των κληρονομικών μεριδίων έγινε γιατί ο αποβιώσας τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν. Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι ο ίδιος ο εφεσείων έγραψε στον ξάδελφο του Νεόφυτο λίγους μήνες πριν από την υπογραφή των δύο εκχωρήσεων και πιο συγκεκριμένα μέσα στον Ιούλη και Σεπτέμβρη του 1982, ότι ο θείος τους δεν ήταν καλά, ότι ήταν σοβαρά και έφθασε σε αυτά τα χάλια "είτε ο ίδιος τα ήθελε, είτε τα γηρατειά του". Ο συσχετισμός των δηλώσεων του εφεσείοντος με τη μετέπειτα υπογραφή των δύο εκχωρήσεων δεν μπορεί να παραγνωριστεί, αφού δείχνει ότι ο εφεσείων γνώριζε ποιά ήταν η πνευματική και σωματική κατάσταση του θείου του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου και των μαρτύρων του. Εχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του. (Ιδε Γεωργίου ν. Καψού, Π.Ε. 9140 της 31/1/97). Ομως το Εφετείο μπορεί να επέμβει όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα σημαντικό θέμα της διαδικασίας (ίδε Αθανασίου ν. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 3 A.A.Δ. 329) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει προσφερθεί (ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107). Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε όλη τη μαρτυρία με τις σχετικές λεπτομέρειες. Ηταν σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί από τις δύο πλευρές. Εχουμε εξετάσει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι απόλυτα δικαιολογημένα και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης του Εφετείου.

Η κατάληξη μας αυτή μας φέρνει στην εξέταση των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(2)(α) και (β) του Κεφ. 149.

Εχουμε αναφερθεί στους παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα δημιουργίας τεκμηρίου ψυχικής πίεσης δυνάμει του άρθρου 16(2)(α) και (β) του Κεφ. 149. Αφού τους λάβαμε υπόψη, σε συνάρτηση με τη νομική θέση όπως αυτή διατυπώνεται κυρίως στις υποθέσεις Tate v. Williamson (ανωτέρω) και Brocklehurst (ανωτέρω), έχουμε την άποψη πως το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης από την οποία τεκμαίρεται ψυχική πίεση (βλ. άρθρο 16(2)(α)) και για τη δημιουργία τεκμηρίου ψυχικής πίεσης δυνάμει του άρθρου 16(2)(β) ήταν ορθό.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω και το ότι είχε δοθεί μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ότι οι δύο εκχωρήσεις ήταν οικονομικά επαχθείς για τον αποβιώσαντα, το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο εφεσείων είχε αποσείσει το βάρος της απόδειξης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(3) του Κεφ. 149, ότι δηλαδή οι πιο πάνω εκχωρήσεις δεν ήταν αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης πάνω στον αποβιώσαντα.

Εχει λεχθεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα απεκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του. (Ιδε Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar (1929) A.C. 127, 133). Οπως έχει λεχθεί την υπόθεση Allcard v. Skinner (1886-1890) All E.R. Rep. 90, 93,

"The gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will."

Εχει τονιστεί ότι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να αποδείξει ο δωρητής ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης, είναι η παρουσίαση μαρτυρίας ότι η εκχώρηση ήταν αποτέλεσμα λήψης κατάλληλης και ανεξάρτητης νομικής συμβουλής. (Morley v. Loughnan (1893) 1 Ch. 736, 752). Οπως έχει λεχθεί από τον Lawton L.J. στην υπόθεση Allcard v. Skinner (πιο πάνω),

"The best way of proving this will probably be by calling a solicitor to say that he was fully instructed about the facts and circumstances of the proposed gift and that he advised the donor about the consequences of what he was doing."

 

Η σχετική μαρτυρία πάνω στο θέμα δεν υποστηρίζει τις θέσεις του εφεσείοντος. Αντίθετα όπως έχει αναφέρει ο δικηγόρος κ. Νικολαΐδης που κατέθεσε και ως μάρτυρας του εφεσείοντος, οι δύο επισκέψεις στο γραφείο του δεν κατέληξαν στην παροχή νομικής συμβουλής ως προς τα επακόλουθα της εκχώρησης, αλλά περιορίστηκαν απλά στην προετοιμασία των δύο εγγράφων. Σε κανένα στάδιο ο αποβιώσας δεν προειδοποιήθηκε από το δικηγόρο για τις νομικές προεκτάσεις που θα είχε η εκ μέρους του υπογραφή των δύο εγγράφων. Ο δικηγόρος απλά ακολουθώντας τις οδηγίες του αποβιώσαντος συνέταξε τα δύο έγγραφα χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε στον αποβιώσαντα. Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι ο δικηγόρος δεν χρέωσε τον αποβιώσαντα ούτε για την προετοιμασία του εγγράφου της 24/11/82 ούτε για εκείνο της 26/11/82. Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία μπορεί να εξαχθεί το ασφαλές εύρημα ότι οι δύο επισκέψεις του εφεσείοντος και του αποβιώσαντος στο δικηγόρο κ. Νικολαΐδη δεν κατέληξαν στην παροχή νομικής συμβουλής που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι οι δύο εκχωρήσεις ήταν αποτέλεσμα ανεξάρτητης νομικής συμβουλής.

Ακολουθεί πως ο εφεσείων δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης σύμφωνα με το άρθρο 16(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

 

(δ) Αντέφεση για έξοδα

Εχει ασκηθεί αντέφεση αναφορικά με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης ότι έκαστη πλευρά θα καταβάλει τα δικά της δικηγορικά έξοδα. Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα πρέπει να ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα την έκβαση της διαδικασίας. (Ιδε Αρέστη ν. Λαδόκονου Π.Ε. 8870 της 11/6/96). Η επιβράβευση του διαδίκου που επιτυγχάνει στην απαίτηση του αντανακλάται στη διαταγή που εκδίδεται για τα έξοδα που κατά γενικό κανόνα ακολουθεί το αποτέλεσμα της δίκης εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν παρέκκλιση. Παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή "δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρος της". (Ιδε Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd Π.Ε. 7921 της 25/1/93).

Στην παρούσα περίπτωση η μη επιδίκαση εξόδων προς όφελος του επιτυχόντος διαδίκου έγινε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί "πρόκειται για απαίτηση εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος στην οποία ο εναγόμενος είναι δικηγόρος και θα μπορούσε να το χειριστεί ο ίδιος".

Δεν αμφισβητείται ότι ο κ. Π. Σιβιτανίδης με την ιδιότητα του διαχειριστή της περιουσίας του εφεσιβλήτου, θα μπορούσε να χειριστεί και προσωπικά ως δικηγόρος την υπεράσπιση της αγωγής. Ομως θα προέκυπτε πρόβλημα, σε περίπτωση που θα κατέθετε ο ίδιος σαν μάρτυρας υπεράσπισης, όπως πραγματικά έγινε, αφού κλήθηκε και κατέθεσε για βασικά θέματα που αφορούσαν τη διαχείριση όπως επίσης και για την πνευματική κατάσταση του αποβιώσαντος. (Ιδε In Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 334). Εχουμε την άποψη ότι το μέρος εκείνο της απόφασης που αναφέρεται σε έξοδα περιέχει ενδείξεις συμπάθειας προς τον αποτυχόντα διάδικο. Ομως όπως έχει επισημάνει το Ανώτατο Δικαστήριο η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το Δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο που σκοπεύει στο μετριασμό τυχόν αισθημάτων πικρίας, δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη μη επιδίκαση εξόδων, αφού η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται σε παράγοντες που είναι εσωγενείς προς τη δικαστική διαδικασία και όχι εξωγενείς. (Ιδε Glykis v. Ioannides 24 C.L.R. 220.)

Συνεπακόλουθα η έφεση απορρίπτεται. Ο εφεσείων καταδικάζεται να καταβάλει τόσο τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όσο και εκείνα της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο