ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1681
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9335
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΔΔ.1. Ανδρέας Κλεάνθους,
2. Δημαρχείο Λευκωσίας,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ν.
Κυριάκου Ευαγγέλου,
Εφεσιβλήτου/Ενάγοντος.
- - - - - - -
HMEΡΟΜΗΝΙΑ:
22.9.98ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους εφεσείοντες: κ. Κ. Δημητριάδης
Για τον εφεσίβλητο: κ. Ρ. Σχίζας.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Κατά τις νυκτερινές ώρες της 24.7.85 συνέβηκε τροχαίο ατύχημα στη Λεωφόρο Μακαρίου ΙΙΙ στο Καϊμακλί με ενεχόμενα τα οχήματα ΒΧ 157 οδηγούμενο από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα και Υ180, ιδιοκτησία των εφεσειόντων-εναγομένων 2 με οδηγό τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1. Ο εφεσείων-εναγόμενος 1 είχε σταθμεύσει το όχημα του έξω από κρεοπωλείο και κατά την ώρα του ατυχήματος ξεφορτώνονταν απ΄αυτό σφάγεια. Το όχημα Υ180 ήταν σταθμευμένο στη δεξιά πλευρά του δρόμου έχοντας υπόψη την πορεία του. Ο ενάγων-εφεσείων οδηγούσε από αντίθετη κατεύθυνση και συγκρούστηκε στο μπροστινό μέρος του σταθμευμένου οχήματος.Με την παρούσα έφεση τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αμφισβητούν μόνο τον καταμερισμό της ευθύνης που ορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε 30% εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων και 70% εναντίον του εφεσίβλητου, υποβάλλοντας ότι, υπό τις συνθήκες, θα έπρεπε ο εφεσίβλητος-ενάγων να θεωρηθεί αποκλειστικά υπεύθυνος. Στην εισήγηση αυτή εμπλέκεται και προσβάλλεται και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος το σταθμευμένο όχημα δεν είχε αναμμένα φώτα.
Παραπονούνται επίσης οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ότι κακώς το Δικαστήριο θεώρησε την παράβαση καθήκοντος, δηλαδή την παράνομη στάθμευση του οχήματος στη δεξιά πλευρά, ως στοιχείο που αποδεικνύει αμέλεια. Θεωρούμε σκόπιμο να παρατηρήσουμε αμέσως ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση τούτο δεν ευσταθεί γιατί το Δικαστήριο δεν θεώρησε ως στοιχείο αμέλειας το παράνομο της στάθμευσης. Αντίθετα, το τι έλαβε υπόψη είναι ότι,
κατά την κρίση του, το γεγονός ότι το αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο νύκτα χωρίς φώτα ή αντανακλαστικά, συνιστούσε εμπόδιο στο δρόμο που αποτελούσε αμέλεια. Ως εκ τούτου δεν εγέρθηκε θέμα παράβασης καθήκοντος απορρέοντος από το νόμο, που όπως έχει ευρέως νομολογηθεί δεν συνιστά αφ΄εαυτού στοιχείο αμέλειας. (Δέστε Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811, Flourentzou v. Christodoulou and another (1988) 1 C.L.R. 791.)Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταλήγοντας στον καταμερισμό της ευθύνης ως ανωτέρω, βασίστηκε και στην απόφαση
Flourentzou v. Christodoulou and Others (ανωτέρω). Διερωτώμαστε πώς η πιο πάνω απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ως καθοδηγητική για τον υπό κρίση επιμερισμό ευθύνης αφού ο επιμερισμός στην υπόθεση εκείνη των 70% προς 30% ανατράπηκε κατ΄έφεση και ο ενάγοντας θεωρήθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα. Στην υπόθεση Flourentzou αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο στην πρώτη λωρίδα της Λεωφόρου Γρίβα Διγενή και όχημα που ακολουθούσε και οδηγείτο στην ίδια λωρίδα συγκρούστηκε με αυτό. Σύμφωνα με την εκδοχή του ενάγοντα οδηγού του, αμέσως προηγουμένως τον προσπέρασε άλλο όχημα και μπήκε μπροστά του και όταν αιφνιδίως βρέθηκε αντιμετώπος με το σταθμευμένο αυτοκίνητο ήταν πολύ αργά για να αποφύγει τη σύγκρουση. Παρόλον τούτο το Εφετείο θεώρησε τον οδηγό αποκλειστικά υπεύθυνο για τη σύγκρουση.Η θέση των εφεσειόντων-εναγομένων ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ότι τα φώτα του σταθμευμένου οχήματος ήταν σβηστά, κρίνουμε πως δεν ευσταθεί. Ενώπιον του το Δικαστήριο είχε δύο εκδοχές, εκείνη των μαρτύρων υπερασπίσεως που ήταν στη σκηνή του δυστυχήματος και κατέθεσαν ότι τα μικρά φώτα ήταν αναμμένα, καθώς και εκείνη του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης, ο οποίος ανέφερε ότι όταν έφθασε στη σκηνή τα φώτα του οχήματος ήταν σβηστά. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο είχε την ευχέρεια να προτιμήσει τη μαρτυρία του αστυνομικού και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα φώτα ήταν σβηστά. Εν πάση περιπτώσει όμως θεωρούμε ότι τούτο δεν είναι ουσιαστικό στην υπόθεση, γιατί από την υπόλοιπη μαρτυρία φαίνεται καθαρά ότι ο δρόμος ήταν καλά φωτισμένος και επιπρόσθετα τα φώτα από το κρεοπωλείο παρείχαν αρκετό φωτισμό, ούτως ώστε να καθίσταται ορατό το σταθμευμένο όχημα και χωρίς την ύπαρξη αναμμένων φώτων.
Ούτε ο ισχυρισμός του συνήγορου των εφεσειόντων που περιέχεται στον λόγο 3 της έφεσης, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη ως σημείο υπέρ του ενάγοντα το ότι ήταν κουρασμένος τη νύκτα του δυστυχήματος ευσταθεί. Η παρατήρηση αυτή του Δικαστηρίου αναφέρεται στο μέρος εκείνο της απόφασης που καταπιάνεται με την αμέλεια εκ μέρους του εφεσίβλητου-ενάγοντα και προφανώς αξιολογείται εναντίον του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι τα φώτα του οχήματος του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν ελαττωματικά και στη στάση που τα είχε του επέτρεπαν να βλέπει μόνο σε απόσταση 3-4 μέτρων θεωρώντας αμέλεια τη μη χρήση ψηλών φώτων. Με βάση το γεγονός αυτό και το ότι ο δρόμος ήταν ευθύς με ορατότητα σχεδόν απεριόριστη και τον καλό φωτισμό που υπήρχε στη σκηνή, θεώρησε τον εφεσίβλητο-εναγόμενο ως υπεύθυνο μεγάλου βαθμού αμέλειας. Με βάση όμως τα
πιο πάνω ευρήματα κατέληξε στο συμπέρασμα του καταμερισμού της ευθύνης σε 70% εναντίον του εφεσίβλητου-ενάγοντα και 30% εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων. Το εύρημα αυτό μας καλούν οι εφεσείοντες να ανατρέψουμε.Είναι ευρέως νομολογημένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης: πράττει τούτο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου δηλαδή υπάρχει κάποιο λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός είναι καταφανώς εσφαλμενος. (Δέστε μεταξύ άλλων
Flourentzou v. Christodoulou (ανωτέρω), Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172, Despotis v. Tseriotou (1969) 1 C.L.R. 261, Emmanuel and another v. Nicolaou and another (1977) 1 C.L.R. 15.)Θεωρούμε ότι με βάση τις πιο πάνω αρχές η παρούσα είναι περίπτωση όπου πρέπει να επέμβουμε στον καταμερισμό της ευθύνης. Με βάση τα ευρήματα του ιδίου του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνουμε ότι καμμιά ευθύνη δεν είχε ο εφεσείων-εναγόμενος 1 για τη σύγκρουση και η ευθύνη βάρυνε αποκλειστικά τον εφεσίβλητο-ενάγοντα, που απέτυχε κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε πιο πάνω, που αποτελούν και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να αντιληφθεί εγκαίρως την ύπαρξη του οχήματος (σύμφωνα και με τη δική του μαρτυρία δεν αντελήφθη την ύπαρξη του σταθμευμένου οχήματος πριν τη σύγκρουση) και να το αποφύγει. Ως εκ
τούτου θεωρούμε ότι ο καταμερισμός ευθύνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να ανατραπεί.Κάτω από το φως των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και η αγωγή απορρίπτεται. Τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.