ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9856
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ:
Παρασκευούς Λοϊζου, συζύγου Θεόφιλου, από την Τσάδα,
Εφεσείουσας,
και
Ανδρέα Χριστοδούλου Πολεμίτη, από την Κοίλη,
Εφεσίβλητου.
- - - - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
10.7.98ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για την εφεσείουσα: κ. Α. Εύζωνας
Για τον εφεσίβλητο: κ. Ε. Κορακίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Στην παρούσα αγωγή το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν για διόρθωση λάθους σε εγγραφή κτήματος στο Κτηματολόγιο και αφού ανέλυσε τη μαρτυρία δέχθηκε το αίτημα του εφεσίβλητου-ενάγοντα και διέταξε την εγγραφή του επίδικου κτήματος επ΄ονόματι του εφεσίβλητου-ενάγοντα, ακυρώνοντας εκείνη που υπήρχε επ΄ονόματι της εφεσείουσας-εναγομένης. Επειδή όμως ο Διευθυντής του Κτηματολογίου δεν είχε αποφασίσει επί της αίτησης του ενάγοντα με αρ. Α1029/89 και άφησε τους διάδικους να προσφύγουν στο Δικαστήριο για επίλυση του θέματος, ο πρωτόδικος Δικαστής επελήφθη του θέματος δικαιοδοσίας του με αναφορά σε σχετική νομολογία, δηλαδή τις υποθέσεις Socratous v. Mezou (1975) 1 C.L.R. 62, Michaelides v. Ttapourra (1980) 1 C.L.R. 610, Hassidof v. Santi and Others (1970) 1 C.L.R. και Νεοφύτου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842, και προχώρησε στην εκδίκαση της αγωγής.Παρόλον ότι δεν ηγέρθη ενώπιον μας ζήτημα κατά πόσο μπορούσε το Επαρχιακό Δικαστήριο να επιληφθεί του θέματος χωρίς προηγούμενη απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου, επειδή το θέμα άπτεται άμεσα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, θα προχωρήσουμε αυτεπάγγελτα να το εξετάσουμε.
Το άρθρο 61(1) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, κεφ.224 προνοεί τα ακόλουθα:
"Ο Διευθυντής δύναται να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής και κάθε τέτοιο Μητρώο, βιβλίο, σχέδιο ή πιστοποιητικό εγγραφής που διορθώθηκε με τον τρόπο αυτό έχει την ίδια εγκυρότητα και ισχύ όπως αν το λάθος αυτό ή η παράλειψη αυτή να μην είχε γίνει."
Επίσης το άρθρο 80 του ιδίου Νόμου περιλαμβάνει τα πιο κάτω:
"Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός με έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:"
Στην υπόθεση
Papa Loizou v. Themistokleous, 22 C.L.R. 177, αποφασίστηκε ότι, όπου υπάρχει ισχυρισμός για λάθος στα βιβλία ή σχέδια του Κτηματολογίου, λόγω του συνδυασμού των άρθρων 75 και 59 του Κεφ. 231 (τώρα άρθρα 80 και 61 του Κεφ.224), το θέμα θα πρέπει κατά πρώτον να παραπέμπεται στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για την απόφαση του και μόνο αφού αυτός αποφασίσει μπορεί το θέμα να αχθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με έφεση.Στην υπόθεση
Hassidof v. Santi and Others (ανωτέρω), που αφορούσε περίπτωση διπλής εγγραφής, αφού το Δικαστήριο επανέλαβε τις σχετικές αρχές ανέφερε ότι, επειδή η υπόθεση αφορούσε νομικά δικαιώματα σε γη, ήταν προφανώς περίπτωση στην οποία οι διάδικοι θα έπρεπε να έχουν πλήρη ευκαιρία να ακουστούν στο Δικαστήριο σε αγωγή για απόφαση αναφορικά με τον τίτλο με όλα τα εχέγγυα που αφορούν απόδειξη και αποδεκτότητα μαρτυρίας, έκρινε δε ότι οι συνθήκες της υπόθεσης ήταν τέτοιες που δεν θα ήταν ασφαλές να αποφασιστεί το θέμα με βάση τη σύγκριση των στοιχείων που περιέχονταν στους φακέλους του Κτηματολογίου. Τέλος, η απόφαση καταλήγει ως ακολούθως στη σελ. 237:"We would also observe that in a case of double registration, as in the present case, before any rectification is decided upon by the Director, he must satisfy himself as to who is in possession; and, where a long time has elapsed since the alleged error and the one party has not been in possession of registered land for more than ten years prior to the 1st September, 1946, then he should decline to act under the provisions of section 61 and he should let the interested parties vindicate their legal rights in the Courts."
Σε μετάφραση:
"Θα θέλαμε επίσης να παρατηρήσουμε ότι σε υπόθεση διπλής εγγραφής, όπως η παρούσα, προτού αποφασισθεί οποιαδήποτε διόρθωση εκ μέρους του Διευθυντή, θα πρέπει να ικανοποιηθεί αναφορικά με το ποιός έχει κατοχή
. και, όπου έχει παρέλθει μεγάλος χρόνος από το κατ΄ισχυρισμό λάθος και ο ένας διάδικος δεν είχε κατοχή εγγεγραμμένης ιδιοκτησίας για περισσότερα από 10 χρόνια πριν την 1η Σεπτεμβρίου, 1946, τότε δεν θα πρέπει να ενεργεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 61 αλλά θα πρέπει να αφήνει τα εμπλεκόμενα μέρη να λύσουν τις διαφορές τους αναφορικά με νομικά δικαιώματα στα Δικαστήρια".Στην υπόθεση
Socratous v. Mezou (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ.81:"Η
Σε μετάφραση:
"Έχοντας εξετάσει τις υποθέσεις εκείνες, έχουμε την εντύπωση ότι η τάση που προκύπτει από τις πρόσφατες αυθεντίες είναι ότι όταν χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία από το διευθυντή αναφορικά με νομικά δικαιώματα σε γη, για να είναι σε θέση να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματολογικό Μητρώο ή
σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, ο μηχανισμός που προβλέπεται από το α.61 δεν πρέπει να ενεργοποιείται, γιατί η θεραπεία επαφίεται στα Πολιτικά Δικαστήρια με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες που αφορούν ένορκη μαρτυρία, αποδεκτότητα μαρτυρίας και γενικά τους βασικούς κανόνες απονομής της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο αυτό δεν έχει αμφιβολία ότι, τόσο ως θέμα αρχής και αυθεντίας, οι δηλώσεις που αναφέρονται από πρόσφατη νομολογία είναι ορθές, και τις υιοθετεί."
Στην απόφαση στην Φιλίππου ν. Στυλιανού
(1992) 1 Α.Α.Δ. σελ. 448 ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) επιλήφθηκε του ζητήματος και σχολίασε την απόφαση στη Hassidof στη σελ. 457:"Η απόφαση
Στην Χ" Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. ο Κωνσταντινίδης, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ. 849:
"Η άποψη για λάθος, μεταξύ άλλων και στο χωρομετρικό σχέδιο, μπορεί να προωθηθεί μόνο κατά τη διαδικασία του άρθρου 61 του Κεφ.224. (Βλ. ειδικά και την τροποποίηση του Νόμου 16/80). Η πρωτογενής διαπίστωση τέτοιου λάθους από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής και η διόρθωση του εκφεύγει της δικαιοδοσίας του. (Βλ.
Στην παρούσα υπόθεση, το κατ΄ισχυρισμό λάθος δεν ήταν απλώς κτηματολογικής φύσης. Η εφεσείουσα, με την υπεράσπιση και την ανταπαίτηση της, επικαλείται υλοποιηθείσα συμφωνία διαχωρισμού μεταξύ των προκατόχων τους κατά το 1940 του ακινήτου από το οποίο προήλθαν τα επίδικα και αβλεψία, παράλειψη, λάθος ή αμέλεια του τότε αρμόδιου κτηματολογικού υπαλλήλου να μεταφέρει τα συμφωνηθέντα, όπως βεβαιώνονταν από την επί τόπου κατοχή, στο χωρομετρικό σχέδιο. Έχουμε ικανοποιηθεί ότι η αντιδικία αφορούσε στο ουσιαστικό δικαίωμα κυριότητας στην επίδικη λωρίδα που η κάθε πλευρά διεκδικούσε. Το πιστοποιητικό εγγραφής αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κυριότητας και η απόδειξη λάθους κατά την εγγραφή μπορεί να το εξουδετερώσει. (Βλ. Thomas Antoni Theodorou v. Christos Theori HadjiAntoni (1961) C.L.R. 203, Myrofora Nicou Socratous v. Nicolas Michael Mezou (1975) 1 C.L.R. 62)."
Στην Λιασίδης ν. Γενικός Εισαγγελέας (1989) 1 (Ε)Α.Α.Δ. σελ. 185 αναλύεται η νομολογία επί του θέματος και αναφέρεται ότι "η φιλοσοφία των αποφάσεων είναι ότι σοβαρές διαφορές που αφορούν στην κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διευθυντή, αλλά σε αυτή του Δικαστηρίου". Γι΄αυτό το λόγο απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου για διόρθωση για κατ΄ισχυρισμό λάθος ακυρώθηκε στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842.
Στην υπόθεση Γιάλλουρου κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. Π.Ε. 9642 ημερ. 21.1.98 ο Καλλής, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ.8:
"Η υπόθεση
Στη Φιλίππου (πιο πάνω) το θέμα έχει τεθεί ως εξής:
"Η διόρθωση λάθους συνιστά κατ΄εξοχή διοικητική λειτουργία η οποία ανάγεται στην αρμοδιότητα του τμήματος το οποίο είναι υπεύθυνο για το λάθος. Άλλωστε, το Κτηματολόγιο είναι εξόχως σε θέση να διαπιστώσει λάθη σε κτηματολογικές εγγραφές και μητρώα. Πρόκειται για διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Ο δικαστικός έλεγχος που προβλέπεται από το άρθρο 80 διασφαλίζει στο ακέραιο το δικαίωμα του πολίτη για προσφυγή στο δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων του που θίγονται από σφάλματα των διοικητικών Αρχών. Εφόσο το θέμα αφορά κατ΄ εξοχή ιδιωτικά δικαιώματα, δικαιοδοσία για την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης παρέχεται στα πολιτικά δικαστήρια της χώρας (βλ.
Ακολούθως το Δικαστήριο, αφού αναφέρεται στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Κυριάκου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 362 παραπέμπει σε απόσπασμα από την σελ. 371 της απόφασης αυτής που λέγει ότι "η εφαρμογή του άρθρου 61 περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που το λάθος μπορεί να ευρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου χωρίς περαιτέρω έρευνα" και καταλήγει ότι η υπόθεση που εκδικάζει πρέπει να εξεταστεί κάτω από το πρίσμα αυτού του αποσπάσματος με γνώμονα το κατά πόσο το λάθος μπορεί να ευρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου χωρίς άλλη έρευνα, ή αν πρόκειται για περίπτωση όπου έχουν υποβληθεί ισχυρισμοί που συνθέτουν επίδικα θέματα ευρύτερα και που προϋποθέτουν διερεύνηση όχι απλώς κτηματολογική.
Προκύπτει απ΄όλα τα πιο πάνω ότι, όπου απόφαση επί του θέματος δεν είναι δυνατή με απλή εξέταση των φακέλων του Κτηματολογίου και απαιτείται η λήψη μαρτυρίας, ενίοτε πολύπλοκης, τότε το θέμα πρέπει να άγεται απευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου. Η απόφαση του Πική, Δ., (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω), επιβεβαιώνει ότι ως γενική αρχή το θέμα πρέπει να αποφασίζεται κατά πρώτο από το Διευθυντή του Κτηματολογίου, κρίνοντας ότι ο λόγος της Hassidof (ανωτέρω) αφορά μόνο περιπτώσεις διπλής εγγραφής. Παρόλον τούτο, το τελευταίο μέρος του αποσπάσματος από τη Φιλίππου (ανωτέρω) που παράθεσα πιο πάνω, αφήνει να νοηθεί ότι το άρθρο 61 δεν έχει εφαρμογή όπου υπάρχει αναγκαιότητα εξέτασης και αξιολόγησης μαρτυρίας.
Έτσι, όπου το ζήτημα παρουσιάζεται ως λάθος στην εγγραφή ενώ στην ουσία πρόκειται για σοβαρή διαφορά που αφορά την κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας, το άρθρο 61 δεν τυγχάνει εφαρμογής (δέστε Λιασίδης (ανωτέρω) και Γιάλλουρου κ.α (ανωτέρω)).
Στην υπό κρίση περίπτωση, παρατηρούμε ότι το επίδικο κτήμα δεν ήταν αντικείμενο διπλής εγγραφής, αλλά μέρος τεμαχίου που ήταν εγγεγραμμένο επ΄ονόματι της εφεσείουσας-εναγομένης. Το κτήμα που ήταν εγγεγραμμένο στον εφεσίβλητο-ενάγοντα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, δεν ήταν εκείνο που αγόρασε και καλλιεργούσε και η κατάσταση αυτή ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης εγγραφής. Είναι από τα γεγονότα και τη μαρτυρία σαφές ότι το λάθος δεν ήταν προφανές από τα σχέδια και τα βιβλία του Κτηματολογίου και απαιτείτο μαρτυρία για να διαπιστωθεί αν πράγματι υπήρξε λάθος. Ήταν στην ουσία περίπτωση που αφορούσε νομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας σε γη και ως εκ τούτου με βάση τις πιο πάνω αυθεντίες κρίνουμε ότι ορθά αφέθηκε το θέμα να αποφασισθεί από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου η διαδικασία που προνοείται από το άρθρο 61 του Κεφ.224 καλώς δεν ετέθη σε εφαρμογή.
Ένας από τους λόγους έφεσης είναι ότι κακώς το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα για διόρθωση λάθους, γιατί η απαίτηση του δεν ήταν για διόρθωση λάθους αλλά για δικαίωμα εγγραφής λόγω αδιαφιλονίκητης εχθρικής κατοχής του εν λόγω κτήματος. Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί γιατί τόσο στο σώμα της έκθεσης απαίτησης, όσο και στο αιτητικό, προκύπτει ότι ήταν διττή η απαίτηση, βασιζόμενη τόσο σε κατ΄ισχυρισμό λάθος στην εγγραφή όσο και σε εχθρική κατοχή. Τούτο φαίνεται, μεταξύ άλλων, από τις παραγράφους 2 και 6 της έκθεσης απαίτησης και προκύπτει και από τα αιτητικά (α) και (β), όπου υπάρχει ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων είναι ιδιοκτήτης και δυνάμει τίτλου και ζητείται η εγγραφή του κτήματος επ΄ονόματι του με ακύρωση της εγγραφής επ΄ονόματι της εφεσείουσας-εναγομένης.
Στην υπόθεση Φιλίππου ν. Στυλιανού (ανωτέρω), γίνεται αναφορά στην υπόθεση Papa Loizou (ανωτέρω), όπου λέχθηκε ότι είναι δύσκολη η συνύπαρξη διεκδίκησης για διόρθωση λάθους που υποδηλώνει κατοχή κτήματος, λόγω κυριαρχικού δικαιώματος και διεκδίκηση για την απόκτηση του κτήματος λόγω εχθρικής κατοχής. Με βάση το τι λέχθηκε σε εκείνη την υπόθεση, θεωρούμε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου-ενάγοντα, απογυμνωμένοι από διεκδίκηση για απόκτηση ιδιοκτησίας λόγω εχθρικής κατοχής, συνιστούν περίπτωση λάθους στα κτηματολογικά μητρώα και σχέδια που προέκυψε από λάθος ένταξης και ορθής συσχέτισης στα σχέδια του επίδικου κτήματος. Ως εκ τούτου κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε την αγωγή ως περιέχουσα και απαίτηση για διόρθωση λάθους.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε την ουσία της υπόθεσης.
Βασικά η εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν ότι το κτήμα που απέκτησε με αγορά το 1956 λανθασμένα δεν γράφτηκε επ΄ονόματι του και περιλήφθηκε στον τίτλο της εφεσείουσα-εναγομένης, ενώ εκείνο που ενεγράφη στο δικό του όνομα δεν ήταν εκείνο που αγοράσε, ούτε και εκείνο που καλλιεργούσε μέχρι σήμερα. Για πιο εύκολη κατανόηση της υπόθεσης παραθέτουμε στο τέλος σχεδιάγραμμα (ήταν το τεκμ.1 στην αγωγή), στο οποίο φαίνονται τα εμπλεκόμενα κτήματα. Στο σχεδιάγραμμα αυτό το τεμάχιο 295/1/2 (σημειούμενο με Γ), είναι εκείνο που ήταν εγγεγραμμένο επ΄ονόματι του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Ταυτόχρονα απεκαλύφθη ότι το ίδιο κτήμα ήταν αντικείμενο διπλής εγγραφής, αφού ήταν και εγγεγραμμένο στο όνομα τρίτου αφού είχε αγοραστεί από τον προηγούμενο εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του, ονόματι Δανιήλ Καμαρίτη. Το τεμάχιο 294/1, (σημειούμενο Α και Β) ήταν εγγεγραμμένο επ΄ονόματι της εφεσείουσας-εναγομένης. Το μέρος Β του τεμαχίου 294/1 είναι το επίδικο, το οποίο και ο εφεσίβλητος-ενάγων διεκδικεί ως το τεμάχιο το οποίο αγόρασε και καλλιεργούσε και δεν προβάλλει καμμιά απαίτηση για εκείνο που είναι εγγεγραμμένο επ΄ονόματι του, γιατί δεν ήταν εκείνο που αγόρασε και το οποίο καλλιεργούσε. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι τα μέρη Α και Β του τεμαχίου 294/1 χωρίζονται με ελαφρά υψομετρική διαφορά και με ξερότοιχο.
Η εφεσείουσα-εναγομένη αμφισβήτησε τη θέση αυτή και επέμεινε ότι το επίδικο κτήμα ορθά περιλήφθηκε στον τίτλο της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τη μαρτυρία δέχθηκε εκείνη του εφεσίβλητου-εναγοντα και αποδέχθηκε τη δική του εκδοχή αναφέροντας και τους λόγους που την προτίμησε αντί εκείνης της εφεσείουσας-εναγομένης. Προτιμώντας την εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας-εναγομένης ήταν ρηχή και καθόλου πειστική και βοηθητική. Δέχθηκε ότι το μέρος του τεμαχίου 294/1, το οποίο διεκδικεί ο εφεσίβλητος-ενάγων ουδέποτε καλλιεργήθηκε από την εφεσείουσα-εναγομένη και ούτε υπεδείχθη κατά την επιτόπια έρευνα ότι αποτελεί Ιδιοκτησία της. ποτέ επίσης δεν είχε εμποδιστεί ο εφεσίβλητος-ενάγοντας από την εφεσείουσα-εναγομένη να το καλλιεργήσει. Επίσης έλαβε υπόψη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας-εναγομένης ότι το δικό της κτήμα δεν συνόρευε με εκείνο του Δανιήλ Καμαρίτη, δηλαδή το τεμάχιο 295/1/2. Επισημαίνουμε επιπρόσθετα ως στοιχείο που υποστηρίζει την εκδοχή του ενάγοντα την ύπαρξη της υψομετρικής διαφοράς και του ξερότοιχου μεταξύ των τμημάτων Α και Β του τεμαχίου 294/1: όπως λέχθηκε στην Theodorou v. Hadji Antoni (1961) C.L.R. 203, ένα φυσικό σύνορο, όπως ένας "όχτος", δυνατό να αποτελεί τεράστια βοήθεια στη διαπίστωση λάθους στην αρχική εγγραφή.
Εκ μέρους της εφεσείουσας-εναγομένης υπεβλήθη ότι το Δικαστήριο κακώς δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα, γιατί μεταξύ άλλων αυτή βρισκόταν σε αντίθεση με μαρτυρία του υπαλλήλου του Κτηματολογίου που ανέφερε ότι το επίδικο κτήμα δεν ήταν καλλιεργημένο. Είναι γεγονός ότι υπάρχει αυτή η αντίφαση, αλλά αυτή επισημάνθηκε στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (χωρίς όμως σχόλιο) και παρόλον τούτο το Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα.
Έχοντας κατά νου τις αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου σε ευρήματα γεγονότων και αξιπιστίας θεωρούμε ότι δεν είναι περίπτωση στην οποία δικαιολογείται επέμβαση μας. Τα στοιχεία γενικά που υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία τελικά επισημαίνει και το ίδιο και αναφέρουμε και πιο πάνω, έκλιναν σημαντικά την πλάστιγγα υπέρ της ορθότητας της εκδοχής του εφεσίβλητου-ενάγοντα και το πρωτόδικο Δικαστήριο εδικαιολογείτο να δεχθεί αυτή την εκδοχή.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.