ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1320
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση Αρ. 54/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με την αίτηση των (1) Χριστάκη Μιχαήλ και
(2) Στέλιου Μιχαηλίδη από το Στρόβολο για άδεια υποβολής
αίτησης για έκδοση διατάγματος CERTIORARI/PROHIBITION
- και -
Αναφορικά με την αίτηση μηνιαίων δόσεων ημερομηνίας 3/2/97 στην
Αγωγή Αρ. 9605/92 του Ε.Δ. Λευκωσίας μεταξύ Μιχαήλ Σκορδή -ν-
LI
NDOS CONSTRUCTIONS LTD, Χριστάκη Μιχαήλ και Στέλιου Μιχαηλίδη- και -
Αναφορικά με τα διατάγματα ημερομηνίας 14/3/97 με τα οποία
διατάχθηκαν ο Χριστάκης Μιχαήλ να πληρώνει £150 μηνιαίως από 1/5/97
και ο Στέλιος Μιχαηλίδης £150 από 1/4/97 και £200 από 1/8/9
7- και -
Αναφορικά με τα διατάγματα φυλακίσεως ημερομηνίας 30/3/98 με
τα οποία ο Χριστάκης Μιχαήλ καταδικάζετο σε 3 μήνες φυλάκιση
για ποσό £900 και ο Στέλιος Μιχαηλίδης σε 3 μήνες φυλάκιση
για ποσό £1.200 με αναστολή εκτέλεσης 4 και 5 μηνών
αντιστοίχως από την ημέρα της επίδοσης των διαταγμάτων
-----------------------------
6 Ιουλίου 1998
Οι αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές ζητούν όπως τους χορηγηθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition.
Οι περιστάσεις που έχουν οδηγήσει στο αίτημα, όπως τις εκθέτουν οι αιτητές, μπορεί να συνοψιστούν ως εξής. Στις 27 Οκτωβρίου 1994 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε, στην αγωγή αρ. 9605/92, απόφαση εναντίον των αιτητών, ως εγγυητών εταιρείας, για ποσό £16.000 πλέον τόκο και έξοδα. Ας σημειωθεί ότι ο 1ος αιτητής Χρ. Μιχαήλ είναι πατέρας του 2ου, Στ. Μιχαηλίδη. Στις 14 Μαρτίου 1997, σε αίτηση του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ημερ. 3 Φεβρουαρίου 1997, το δικαστήριο
εξέδωσε διάταγμα για την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους και έξοδα με μηνιαίες δόσεις ύψους, ο μεν 1ος £150.= από 1 Μαίου 1997 μέχρι εξόφλησης, ο δε 2ος £150.= από 1 Απριλίου 1997 και £200.= από 1 Αυγούστου 1997 μέχρι εξόφλησης. Κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος εκκρεμούσε και ήταν ορισμένη ενώπιον άλλου δικαστή, η Αίτηση Πτώχευσης αρ. 120/96 εναντίον του 2ου. Η οποία αναφερόταν στο ίδιο χρέος. Και η οποία αποσύρθηκε αμέσως μετά την έκδοση του αναφερθέντος διατάγματος.Οι αιτητές δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση πληρωμής των μηνιαίων δόσεων. Ως εκ τούτου, στις 15 Οκτωβρίου 1997 ο εξ αποφάσεως πιστωτής καταχώρησε αντίστοιχες αιτήσεις για φυλάκιση τους. Αυτοί υπέβαλαν ενστάσεις. Αφού δόθηκαν επανειλημμένα ημερομηνίες για μνεία, η ακρόαση των αιτήσεων ορίστηκε για τις 18 Μαρτίου 1997. Ημερομηνία κατά την οποία οι αιτητές ζήτησαν αναβολή λόγω απουσίας του συνηγόρου τους. Το αίτημα έγινε δεκτό και δόθηκε ως νέα ημερομηνία ακρόασης η 24 Μαρτίου 1998. Οι αιτητές, που και πάλι εμφανίστηκαν χωρίς συνήγορο, ζήτησαν ξανά αναβολή και η υπόθεση ορίστηκε για τις 30 Μαρτίου 1998. Κατ΄ εκείνη την ημερομηνία το δικαστήριο εξέδωσε διατάγματα φυλάκισης τους για περίοδο τριών μηνών εκτός αν, εντός τεσσάρων μηνών ο 1ος και πέντε μηνών ο 2ος, εξοφλούσαν το ποσό των καθυστερημένων τους δόσεων, συνολικού ύψους £900.= και £1.200.= αντίστοιχα.
Οι αιτητές διατείνονται ότι το διάταγμα ημερ. 14 Μαρτίου 1997 για πληρωμή μηνιαίων δόσεων που εκδόθηκε κατόπιν δικής τους συναίνεσης, ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας δεδομένου ότι εκκρεμούσε ταυτόχρονα εναντίον του 2ου αιτητή αίτηση πτώχευσης την οποία επιπρόσθετα εμφανίζουν να χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης και επειδή, καθώς αναφέρουν, το δικαστήριο δεν επέτρεψε, στη διαδικασία για μηνιαίες δόσεις, να γίνει αναφορά
στην αίτηση πτώχευσης. Θα πρέπει, σε σχέση με αυτές τις αιτιάσεις, να σημειώσω αμέσως ότι, όπως υποδείχθηκε από το Εφετείο στην Τάκη Οικονομίδη ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Έφ. 9682 ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 1997, η αίτηση πτώχευσης δεν συμπεριλαμβάνεται στις μεθόδους εκτέλεσης. Γι΄ αυτό η συνύπαρξη της δεν συνιστούσε κώλυμα στην προώθηση της διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων και ούτε υπήρχε χώρος για συσχετισμό των δύο έτσι ώστε να αποκτά σημασία η αίτηση πτώχευσης στην άλλη διαδικασία.Ως προς τα διατάγματα φυλάκισης, οι αιτητές διατείνονται ότι το δικαστήριο (α) δεν παρέσχε, με αναβολή σε κατάλληλο χρόνο, την ευκαιρία για προσκόμιση μαρτυρίας παρόλον που στις 24 Μαρτίου 1998 αυτοί υπέβαλαν σχετικό αίτημα, το οποίο όμως το δικαστήριο δεν περιέλαβε στο πρακτικό, σημειώνοντας αντί τούτου ότι η αναβολή οφειλόταν στην απουσία του συνηγόρου τους
. (β) αγνόησε την καταχωρηθείσα ένσταση τους. (γ) δεν έλαβε υπόψη δήλωση τους ότι δεν πλήρωσαν επειδή είχαν οικονομικές δυσκολίες. (δ) παρενέβη και τους "συμβούλευσε" και τους επηρέασε να μην επιμένουν σε ακρόαση επειδή η ένσταση τους δεν συσχετιζόταν με τις ανάγκες της διαδικασίας. και (ε) δεν τους εξέτασε ως προς τα μέσα διαβίωσης και ικανότητας να πληρώσουν.και (στ) "τους καταδίκασε σε φυλάκιση ερήμην" αφού σημείωσε ότι ήταν απόντες ενώ στην πραγματικότητα ήταν παρόντες και αν δεν ήταν θα έπρεπε προηγουμένως να είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για να προσαχθούν ενώπιον του.Με αυτά όλα ως βάση, οι αιτητές προβάλλουν ότι υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας
. παραβίαση των Άρθρων 11, 28 και 30 του Συντάγματος. του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως και του άρθρου 1 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης. και των άρθρων 82 έως 91 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Επιδιώκουν, με τη σκοπούμενη αίτηση για την οποία ζητείται η άδεια, την εξής, όπως τη διατυπώνουν, θεραπεία:"(α) Διάταγμα της φύσης CERTIORARI διατάσσοντας την προσαγωγή του Φακέλλου της Αγωγής αρ. 9605/92 από το Ε.Δ. Λευκωσίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ακύρωση της διαταγής ημερομηνίας 14/3/97.
(β) Ακύρωση των διαταγμάτων φυλακίσεως ημερομηνίας 30/3/98.
(γ) Διάταγμα της φύσης PROHIBITION απαγορεύοντας την εκτέλεση των διαταγμάτων φυλακίσεως ημερομηνίας 30/3/98.
(δ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνη σκόπιμη το Δικαστήριο."
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ.
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό. Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):"Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.
Στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All E.R. 257, στη σελ. 262 ειπώθηκε:-
"But it is a cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."
Το απόφθεγμα αυτό υιοθετήθηκε στην υπόθεση
R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257. Στην μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, o Sir John Donaldson, MR., είπε στις σελ. 723-724:-"However, the matter does not stop there, because it is well established that, in giving or refusing leave to apply for judicial review, account must be taken of alternative remedies available to the applicant. This aspect was considered by this court very recently in R. v. Chief Constable of Merseyside Police, ex p Calveley [1986] 1 All E.R. 257, [1986] 2 WLR 144 and it was held that the jurisdiction would not be exercised where there was an alternative remedy by way of appeal, save in exceptional circumstances. By definition, exceptional circumstances defy definition, but, where Parliament provides an appeal procedure, judicial review will have no place unless the applicant can distinguish his case from the type of case for which the appeal procedure was provided."
Καθίσταται έπειτα αναγκαίος ο προσδιορισμός του πεδίου που καλύπτει το ένταλμα certiorari. Το ένταλμα prohibition μπορεί εδώ να αποκτήσει σημασία και να ακολουθήσει μόνο με την έλευση του certiorari. Στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2
) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 η Ολομέλεια υπενθύμησε (στη σελ. 701) ότι:"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη, είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."
Προσθέτω και ότι, όπως παρατήρησα πρόσφατα στη Χρύσω Ηρακλέους, Αίτηση αρ. 84/97 ημερ. 10 Ιουνίου 1998, περιπτώσεις προκατάληψης ή συμφέροντος από μέρους του λαμβάνοντος την απόφαση όπως και η λήψη απόφασης με δόλο ή ψευδορκία - βλ.
The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129 - κατατάσσονται, καθώς φαίνεται από την Αγγλική νομολογία, ως εκφάνσεις υπέρβασης εξουσίας. Εντάσσονται ως εκ τούτου στα όρια που θέτει η Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω).Επανέρχομαι σε ό,τι τίθεται με την αίτηση. Επισημαίνω κατ΄ αρχάς ότι τα όσα συνέθεταν τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου εξαντλούνται με τα όσα εκτίθενται στο πρακτικό του. Το ζήτημα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με το πρακτικό πρωτόδικου δικαστηρίου σε περίπτωση έφεσης - βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου και άλλων (Αρ. 1
) (1992) 1 Α.Α.Δ. 801 την οποία ακολούθησαν οι Κ. Χαραλάμπους ν. Α. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 1053 και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250 - όπως και σε σχέση με το πρακτικό Επαρχιακού Δικαστηρίου σε περίπτωση εξέτασης πρωτόδικα αίτησης για προνομιακά εντάλματα: βλ. ABP Holdings Ltd κ.α. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 185 (Κωνσταντινίδης Δ.). Στη Σωτηριάδης (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής (στη σελ. 807):"Τα πρακτικά του δικαστηρίου, δεόντως πιστοποιημένα, αποτελούν τη μόνη πηγή γνώσης για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ανάληψη εξουσίας από το Εφετείο για την αναμόρφωση των πρακτικών, θα συνιστούσε διείσδυση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς
Έπειτα παρατηρώ πως στην προκείμενη περίπτωση τίποτε από ό,τι οι αιτητές παρουσίασαν με την παρούσα αίτηση ως πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν εμφανίζει στην όψη του οποιοδήποτε νομικό σφάλμα. Αλλά και τα όσα επιπλέον εξέθεσαν δεν καταδείχνουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας. Με ορισμένα από αυτά, εφόσον θα γίνονταν δεκτά, θα εγειρόταν ζήτημα ως προς την ορθότητα της διαδικασίας η οποία απέληξε στην έκδοση διαταγμάτων φυλάκισης. Τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί όμως να απασχολήσει στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, η οποία αφορά στον έλεγχο μόνο νομιμότητας. Ζήτημα ορθότητας - συνάμα και νομιμότητας - εξετάζεται στο πλαίσιο έφεσης.
Τέλος, πρέπει να προσθέσω ότι ακόμα και αν εγειρόταν εδώ ζήτημα ελέγχου νομιμότητας, δεν θα συνέτρεχαν περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την αναζήτηση θεραπείας με προνομιακά εντάλματα αντί με έφεση.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ