ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 55/98.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 155 παράγραφος 4 του Συντάγματος
και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης
(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν 33/64) ως έχει
τροποποιηθεί.
και
Αναφορικά με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
για άδεια για να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση Προνομιακού
Διατάγματος της φύσεως CERTIORARI και/ή Προνομιακού
Διατάγματος της φύσεως PROHIBITION
και
Αναφορικά με την Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού
Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 17.6.98 στην
Ποινική Υπόθεση αρ. 28688/92.
________________
23 Ιουνίου, 1998
.Για τον Αιτητή: Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας με
Κ. Νικολαΐδη.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Ποινική Υπόθεση 28688/92 καταχωρήθηκε στις 9.12.92. Οι ίδιοι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν και την Υπόθεση 28410/92. Οι κατηγορίες αφορούν παρόμοια αδικήματα και στις δύο υποθέσεις. Στις 6.11.95 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία είχε αποφασίσει σειρά ενστάσεων που είχαν εγείρει οι συνήγοροι των κατηγορουμένων στην Υπόθεση 28410/92. Με την ίδια απόφαση δέχθηκε και εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής να προχωρήσει πρώτα η εκδίκαση της 28410/92 που προηγείται χρονικά της 28688/92 και η τελευταία να παραμείνει για εκδίκαση μεταγενέστερα. Η εκδίκαση της 28410/92 δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί. Στις 25.6.98 αναμένεται η έκδοση ενδιάμεσης απόφασης για το κατά πόσο υπάρχει ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων.
Στις 20.5.98 ο φάκελος της 28688/92 τέθηκε ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (από τούδε και στο εξής το "πρωτόδικο δικαστήριο") κατ΄ εντολή του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Σύμφωνα με το τελευταίο πρακτικό, ημερ. 6.11.95 η 28688/92 ορίστηκε για προγραμματισμό στις 29.11.95, 4.12.95 και 5.12.95. Δεν υπάρχει μεταγενέστερο πρακτικό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης στις 17.6.98. Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έθεσε υπόψη του την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση, ημερ. 6.11.95. Υποστήριξε πως αυτή εδέσμευε το πρωτόδικο δικαστήριο να ακολουθήσει την πιο πάνω διευθέτηση και δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση της.
Η συνήγορος των κατηγορουμένων το κατέστησε σαφές ότι "αν προχωρήσει η υπόθεση προτίθεται να εγείρει ζήτημα ακυρότητας λόγω παρέκκλισης από την συνταγματική πρόνοια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος για δίκη εντός ευλόγου χρόνου". Ταυτόχρονα συμφώνησε με τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής πως "το δικαστήριο εμποδίζεται να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης". Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε την πιο πάνω θέση των μερών. Κατέληξε πως τα όσα αναφέρθηκαν στην ενδιάμεση απόφαση της 6.11.95 στην Υπόθεση 28410/92 δεν το εμποδίζουν από του να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης. ΄Οπως το έθεσε στην απόφαση του:
"Η επικαλούμενη διευθέτηση δεν αφορά μέρος δεσμευτικής απόφασης του Δικαστηρίου. Φαίνεται πως για σκοπούς τάξης κατεγράφηκε μια προσέγγιση για τον τρόπο εκδίκασης της παρούσης που υπό τας περιστάσεις εφαίνετο λογική και πρόσφορη. ΄Αλλωστε δεν υπάρχει το δικονομικό εκείνο υπόβαθρο που θα καθιστούσε μια τέτοια αναφορά δεσμευτική δικαστική εντολή και μάλιστα εκπηγάζουσας από τον φάκελο άλλης ποινικής υποθέσεως.
Δεν αντιλέγω πως όταν πέραν της μιας υπόθεσης εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου συνηθίζεται και ορθά νομίζω να προγραμματίζεται για εκδίκαση η αρχαιότερη ή η σοβαρότερη και να αναμένεται η απόφαση του Δικαστηρίου στη μια προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία στην άλλη. ΄Ομως ουδέποτε εθεωρήθηκε ότι μια τέτοια συνεννόηση θα αποτελούσε εμπόδιο για το εκδικάζον Δικαστήριο να τροχιοδρομήσει την εκδίκαση μιας υπόθεσης, ιδιαίτερα εκεί όπου διά συνηγόρου του κατηγορουμένου τίθεται θέμα καταστρατήγησης των προνοιών του άρθρου 30.2 του Συντάγματος λόγω καθυστερήσεως."
Η Κατηγορούσα Αρχή διαφωνεί με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Με την παρούσα αίτηση ζητά:
"1. ΄Αδεια για να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως CERTIORARI για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση Ενδιάμεσης Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 17.6.98 στην ποινική υπόθεση 28688/92.
2. ΄Αδεια για να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση Προνομιακού Διατάγματος της φύσεως PROHIBITION το οποίο να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας τη διεξαγωγή οιασδήποτε διαδικασίας στην ποινική υπόθεση υπ΄ αριθμό 28688/92 μέχρι της πλήρους εκδικάσεως της ποινικής υποθέσεως υπ΄ αριθμόν 28410/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και/ή μέχρι της αποπερατώσεως της παρούσης διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και
3. Διάταγμα δια του οποίου να αναστέλλεται οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία στην υπ΄ αριθμόν 28688/92 ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μέχρι της αποπερατώσεως της παρούσης διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου".
Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκονται οι πιο πάνω θεραπείες είναι οι ακόλουθοι:
(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο λειτούργησε καθ΄ υπέρβαση της
δικαιοδοσίας του και/ή λειτούργησε κατά απαράδεκτο τρόπο ως
Εφετείο, αφού αυτοαναίρεσε και/ή παραμέρισε δική του Ενδιάμεση
Απόφαση ημερ. 6.11.1995.
(β) Εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αξιολόγησε το Δικαστήριο ότι η ως άνω
αναφερόμενη Ενδιάμεση Απόφαση του ημερ. 6.11.95 στην ποινική υπόθεση
28410/92 δεν θεωρείται δεσμευτική για το ίδιο.
(γ) Το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά απαράδεκτο
τρόπο. Οι οποιεσδήποτε τυχόν Διοικητικές Οδηγίες που δυνατόν να
δόθηκαν προς το Δικαστήριο για σύντομη και ταχεία εκδίκαση της
ποινικής υπόθεσης 28688/92 δεν είναι επιτρεπτό να καθορίζουν και
συγκεκριμενοποιούν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε βαθμό που το Δικαστήριο να παραβιάζει της αρχές της
φυσικής δικαιοσύνης.
(δ) Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης υπαγορεύουν την αναστολή της
εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 28688/92 μέχρι της πλήρους
εκδικάσεως της ποινικής υποθέσεως 28410/92, αφού αμφότερες οι
εν λόγω ποινικές υποθέσεις αφορούν τους ίδιους ακριβώς κατηγορούμενους, έχουν τους ίδιους ακριβώς μάρτυρες κατηγορίας
και αφορούν την ίδια φύση αδικημάτων, δεδομένου και του γεγονότος
και/ή στοιχείου ότι η εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης 28410/92
έχει σχεδον αποπερατωθεί, αφού αναμένεται στις 25.6.98 η έκδοση
Ενδιάμεσης Απόφασης από τον ΄Εντιμο Δικαστή κ. Γιασεμή για το
αν υφίσταται εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορούμενων.
Συνεπώς η έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 17.6.98 αντιβαίνει
κατά κατάφωρο τρόπο των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Σε σχέση με την εισήγηση για αυτοαναίρεση και/ή παραμερισμό της ενδιάμεσης απόφασης, ημερ. 6.11.95, παρατηρώ ότι η διευθέτηση που έγινε το 1995 έγινε στα πλαίσια των δεδομένων και συνθηκών όπως υφίσταντο το 1995. Εύλογα αναμένετο να συμπληρωθεί η ακρόαση της 28410/92 μέσα σε εύλογο χρόνο. Το ίδιο δικαστήριο το οποίο δέκτηκε τότε την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής μπορούσε να αναστείλει την απόφαση του αν οι συνθήκες το επέβαλλαν. Βρισκόμαστε στο μέσο του 1998. Η εκδίκαση της υπόθεσης 28410/92 δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί. Η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου από το Πρωτοκολλητείο μετά από οδηγίες του Διοικητικού Προέδρου
του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Κάθε Δικαστής, νομίζω, έχει καθήκον να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που τίθενται ενώπιον του και να προγραμματίζει την εκδίκαση τους σε χρόνο που ο ίδιος θεωρεί κατάλληλο. Αποτελεί αυτός ο προγραμματισμός και ο ορισμός ημερομηνίας για εκδίκαση μιας υπόθεσης ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου τίθεται η υπόθεση. Επομένως δεν εγείρεται καθόλου θέμα αυτοαναίρεσης της προηγούμενης ενδιάμεσης απόφασης. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δεσμευόταν από την απόφαση της 6.11.95. Είχε εξουσία να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση και να απορρίψει το πιο πάνω αίτημα της κατηγορούσας αρχής. Ακολουθεί πως ο πρώτος λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης δεν ευσταθεί.Η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης επιδιώκεται και για το λόγο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με τον τρόπο που έχει ενεργήσει σαν αποτέλεσμα των οδηγιών του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Διαφωνώ με αυτή τη θέση. Δεν υπάρχει τίποτε στο σκεπτικό της εκκαλούμενης ενδιάμεσης απόφασης το οποίο να υποστηρίζει αυτό που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Είναι ξεκάθαρο από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης ότι το δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια της άσκησης της δικής
του διακριτικής ευχέρειας σε σχέση με τον ορισμό μιας υπόθεσης για ακρόαση. Μοναδικό μέλημα και ανησυχία του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την απόφαση του, ήταν η εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης δεν φαίνεται να είχε επηρεαστεί από τον παράγοντα που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή.΄Εχει επίσης τεθεί σαν λόγος ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης η παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Δεν έχει εξειδικευθεί ποιά αρχή της φυσικής δικαιοσύνης έχει παραβιασθεί και για ποιούς λόγους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης και της υποχρέωσης των δικαστηρίων να εφαρμόζουν την συνταγματική επιταγή για εκδίκαση των υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο απέρριψε το αίτημα της καταγορούσας αρχής. Τονίζεται συναφώς ότι η διασφάλιση του δικαιώματος που προβλέπεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του δικαστηρίου (Βλ. Μαγκάκη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068 και Παπανικολάου
(1991) 1 Α.Α.Δ. 152, 158).΄Εχω ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση παρά την ύπαρξη της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, ημερ. 6.11.95. Ασκώντας τη σχετική διακριτική του ευχέρεια αρνήθηκε το πιο πάνω αίτημα της κατηγορούσας αρχής και όρισε την υπόθεση για ακρόαση την 2.7.98. Στην ουσία το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να αναβάλει την ακρόαση μια ποινικής υπόθεσης. ΄Εχει νομολογηθεί ότι η αναβολή ή μη μιας υπόθεσης είναι θέμα άσκησης διακριτικής
ευχέρειας και δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα (Βλ. Marie Therese Smith v. Paphos Stone C. Estates Ltd and Others (1989) 1 A.A.Δ. (Ε), 499, Μαγκάκη (πιο πάνω) και Αεροπόρος (1992) 1 Α.Α.Δ. 861, 868). Για το λόγο αυτό η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.Η αίτηση απορρίπτεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.