ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 881

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8923

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στών

 

1. Δάφνος Δρυάδης, εκ Λευκωσίας,

2. Εύη Δρυάδη, εκ Λευκωσίας,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες

- ν -

Κώστα Καλησπέρα, εκ Λευκωσίας,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου

------------------------

15 Μαΐου, 1998

Για τους Εφεσείοντες: Ν. Παπαευσταθίου.

Για τον Εφεσίβλητο: Ε. Μαρκίδου (κα) με Α. Δημητρίου και Γ. Χριστοφίδη.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η παρούσα έφεση ασκήθηκε από τους επιτυχόντες, κατά μεγάλο μέρος στις αξιώσεις τους, ενάγοντες, με σκοπό τον παραμερισμό του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που αναφέρεται στις χορηγηθείσες θεραπείες. Συνιστά αντέφεση στην έφεση που ασκήθηκε από τον εναγόμενο (Πολιτική ΄Εφεση 8922), με αίτημα τον παραμερισμό, ως εσφαλμένης, της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολό της. Οι εφέσεις είναι συναφείς, στρέφονται κατά της ίδιας δικαστικής απόφασης και έχουν κοινό υπόβαθρο γεγονότων. Ακούστηκαν ξεχωριστά μεν, αλλά διαδοχικά και εξετάστηκαν μαζί. Η απόφαση στην Πολιτική ΄Εφεση 8922, η οποία επισυνάπτεται, θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της απόφασής μας και στην παρούσα έφεση. Γι' αυτό, δε θα αναφερθούμε στα ευρήματα του Δικαστηρίου, που στοιχειοθετούν, όπως έχει κριθεί, το υπόβαθρο της διαφοράς. και, βέβαια, δε θα αναφερθούμε στο ιστορικό της.

Με την αγωγή τους, οι εφεσείοντες επεδίωξαν, διαζευκτικά, την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας για την πώληση του διαμερίσματος που αγόρασαν και αποζημιώσεις, λόγω της διάρρηξης της σύμβασης από τον εφεσίβλητο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την καταχώριση της αγωγής ως αποκήρυξη της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων και καθόρισε τη ζημία, την οποία υπέστησαν οι εφεσείοντες κατά το χρόνο της διάρρηξης της συμφωνίας. Το χρόνο χωρίζει διάστημα ημερών από την αποκήρυξη.

Η ακύρωση ή αποκήρυξη της συμφωνίας (rescission) διαφυλάττει τo δικαίωμα του αναίτιου μέρους, το οποίο προέκυψε πριν την αποκήρυξη, να διεκδικήσει αποζημιώσεις για τη διάρρηξη της σύμβασης από τον αντισυμβαλλόμενο - (βλ. Παντζιαρή ν. Aquarian Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 748).

Με την έφεση, αμφισβητείται:-

(α) ΄Οτι αποκηρύχθηκε η σύμβαση, με την καταχώριση της αγωγής.

(β) Η απόρριψη της αξίωσης για ειδική εκτέλεση της σύμβασης, βάσει του ΄Αρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ. 149.

(γ) Η συνάρτηση των αποζημιώσεων με το χρόνο της διάρρηξης της συμφωνίας.

(δ) Η παράλειψη του Δικαστηρίου να επιδικάσει τιμωρη-τικές αποζημιώσεις ή αποζημιώσεις, που να αποκαθιστούν τη ζημία που υπέστησαν οι εφεσείοντες. και

(ε) Η απόρριψη της αξίωσης γα την επανάκτηση:-

(ι) της δαπάνης για βελτιώσεις, που οι εφεσείοντες επέφεραν στο διαμέρισμα. και

(ιι) τόκων από την ημέρα που προέκυψε η ζημία, λόγω της διάρρηξης της σύμβασης.

Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης, όπως συνοψίζονται πιο πάνω, είναι, στην ουσία, αλληλένδετοι και έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θέση ότι ήταν κατά νόμο εφικτή, ως θέμα διακριτικής ευχέρειας του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου, η ειδική εκτέλεση της σύμβασης.

Στη Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, διευκρινίζεται, όπως και στην Αγγλική νομολογία, στην οποία γίνεται παραπομπή, ότι ο κανόνας - ότι οι αποζημιώσεις καθορίζονται κατά το χρόνο της διάρρηξης της σύμβασης - δεν τυγχάνει καθολικής εφαρμογής. Οι σχετικές αρχές συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 521)

"The principles regulating the award of damages for breach of contract at common law, do not require of necessity that damage should be assessed as at the date of breach; where the justice of the case so necessitates, they may be assessed at a subsequent date. Normally, damages are assessed as at the date of breach because the damage suffered by the innocent party crystallizes on that day. Where a party persists for good cause to have the contract enforced, notwithstanding the breach, as it often happens where a party is seeking the specific enforcement of the contract, there is valid ground for assessing damages as at a subsequent date. The damage crystallizes when specific performance is refused in the exercise of the Court's discretion."

(Ελεύθερη μετάφραση:

«Οι αρχές, που διέπουν την επιδίκαση αποζημιώσεων για διάρρηξη σύμβασης κατά το κοινό δίκαιο, δεν απαιτούν, απαρέγκλιτα, τον καθορισμό των αποζημιώσεων κατά την ημέρα της διάρρηξης. όπου το δίκαιο της υπόθεσης ούτως επιβάλλει, μπορεί να εκτιμηθούν σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Κατά κανόνα, οι αποζημιώσεις καθορίζονται κατά την ημέρα της διάρρηξης, διότι η ζημία την οποία υπέστη το αθώο μέρος αποκρυσταλλώνεται κατά το χρόνο εκείνο. ΄Οπου ο διάδικος επιμένει για καλό λόγο στην εφαρμογή της σύμβασης, παρά τη διάρρηξη, όπως συχνά συμβαίνει όπου ο διάδικος επιζητά ειδική εκτέλεση της σύμβασης, συντρέχει βάσιμος λόγος για τον καθορισμό των αποζημιώσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Η ζημία αποκρυσταλλώνεται όταν η αξίωση για ειδική εκτέλεση απορρίπτεται, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»)

Κατά πόσο η καταχώριση της αγωγής συνιστά αποκήρυξη της συμφωνίας, λόγω της προβολής αξίωσης για αποζημιώσεις για διάρρηξη της συμφωνίας, είναι όντως συζητήσιμο. Η αξίωση για αποζημιώσεις προβάλλεται διαζευκτικά προς εκείνη για ειδική εκτέλεση. Η προβολή διαζευκτικών απαιτήσεων είναι δικονομικά παραδεκτή. Αξίωση, η οποία προβάλλεται διαζευκτικά, δεν αναιρεί εκείνη με την οποία αντιδιαστέλλεται. Κάποιο φως ρίπτεται από την απόφαση Καταφυγιώτη και άλλης ν. Χρυσοστομή - (Π.Ε. 9150 - 19/12/97).

Η προσβολή του ευρήματος - ότι αποκηρύχθηκε η συμφωνία με την καταχώριση της αγωγής - και τα παρεπόμενα του, συναρτώνται άμεσα και αποκλειστικά με τη δυνατότητα, κατά νόμο, ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας. Αν δεν ήταν εφικτή η παροχή αυτής της θεραπείας, θα καταρριπτόταν το βάθρο της έφεσης σε σχέση με τους τρεις πρώτους λόγους, γιατί, σ' εκείνη την περίπτωση, δε θα ήταν παραδεκτή η μετατόπιση της ημερομηνίας καθορισμού των αποζημιώσεων, ώστε να τίθεται ζήτημα αύξησης του ποσού το οποίο επιδικάστηκε.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι παρεχόταν δυνατότητα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας, βάσει του ΄Αρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου. Δεν παρέκαμψαν το εμπόδιο, το οποίο παρεμβάλλεται στην προώθηση της θέσης αυτής από τη νομολογία, ερμηνευτική των διατάξεων του ΄Αρθρου 76, σε συσχετισμό με τον περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, ΚΕΦ. 232. Στις Eleni Andrea Avgousti v. Niovi Papadamou and Another (1968) 1 C.L.R. 66. Xenis Xenopoullos v. Elli Isidorou Makridi (1969) 1 C.L.R. 488. και στην πρόσφατη απόφαση Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου και άλλης - (Π.Ε. 9271 - 31/12/97), επιβεβαιώθηκε ότι δε χωρεί ειδική εκτέλεση συμφωνίας για την πώληση γης, βάσει του ΄Αρθρου 76 του ΚΕΦ. 149.

 

Σχετική με το θέμα, το οποίο εξετάζεται, είναι και η απόφαση στη Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392, όπου αποφασίστηκε ότι σύμβαση για την πώληση γης παρέχει, όπως και κάθε άλλη σύμβαση, προσωπικά δικαιώματα. δε συνιστά, όμως, εμπράγματο βάρος, όπως σύμβαση η οποία κατατίθεται στο κτηματολόγιο βάσει των προνοιών του ΚΕΦ. 232:- (σελ. 404)

"Short of observance of the provisions of Cap. 232, a contract for the sale of land merely confers personal rights, that is, rights against the counter-contracting party, in the event of breach."

(Ελεύθερη μετάφραση:

«Στην απουσία συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του ΚΕΦ. 232, σύμβαση για την πώληση γης απλώς παρέχει προσωπικά δικαιώματα, δηλαδή, δικαιώματα έναντι του αντισυμβαλλομένου, σε περίπτωση διάρρηξης.»)

Ο κ. Παπαευσταθίου, εκ μέρους των εφεσειόντων, κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει των αρχών που αναγνωρίστηκαν στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. - (Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/95 - 26/3/96 (Απόφαση Πλειοψηφίας, Ολομέλειας)). Δε θα πραγματευτούμε τις αρχές αυτές σε οποιαδήποτε έκταση. Τονίζουμε μόνο ότι παρέχεται ευχέρεια για απόκλιση, στην περίπτωση που κρίνεται ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, που είναι και ο λόγος που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, προς υποστήριξη των θέσεών τους στην προκείμενη περίπτωση.

Κατά τους εφεσείοντες, το εδάφιο (2) του ΄Αρθρου 76, το οποίο κάμνει αναφορά στο ΚΕΦ. 232, δεν αποκλείει την εφαρμογή του εδαφίου (1) του ιδίου ΄Αρθρου. Το εδάφιο (2) του ΄Αρθρου 76 προβλέπει:-

«(2) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν επηρεάζουν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεων του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ή οποιασδήποτε τροποποίησης αυτού.»

Το εδάφιο (1) ορίζει ότι σύμβαση κάθε μορφής είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης, εφόσο συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η ύπαρξη γραπτής συμφωνίας.

Το ΚΕΦ. 232 πραγματεύεται ιδιαίτερα την ειδική εκτέλεση συμφωνίας για την πώληση γης. Καθορίζει και σειρά άλλων προϋποθέσεων από εκείνες που προβλέπονται από το ΄Αρθρο 76(1), ώστε συμφωνία για την πώληση γης να είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης. Αναμφίβολα, οι διατάξεις του εδαφίου (2) του ΄Αρθρου 76 θα επηρέαζαν την ειδική εκτέλεση συμβάσεων πώλησης γης δυνάμει του ΚΕΦ. 232, εάν παρεχόταν η ευχέρεια έκδοσης διαταγής για την ειδική εκτέλεση συμφωνίας για την πώληση γης και στην απουσία των προϋποθέσεων που θέτει το ΚΕΦ. 232.

Το ΄Αρθρο 2 του ΚΕΦ. 232 καθιστά την πώληση ακινήτου δεκτική ειδικής εκτέλεσης, μόνο όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις πρόνοιές του. Σκοπός του Νόμου αυτού είναι ο καθορισμός, σε αντιδιαστολή προς άλλης φύσης γραπτές συμβάσεις, ξεχωριστών προϋποθέσεων, για να είναι η σύμβαση δεκτική ειδικής εκτέλεσης. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι διάφορες από εκείνες που καθορίζονται στο ΄Αρθρο 76. Η εξουσία η οποία παρέχεται, αντίστοιχα, από το ΄Αρθρο 76 και το ΚΕΦ. 232, δεν μπορεί να συνυπάρχει σε σχέση με συμβάσεις για την πώληση ακινήτων. Και αυτός ήταν ο σκοπός του νομοθέτη, με τη θεσμοθέτηση των προνοιών του εδαφίου (2) του ΄Αρθρου 76.

΄Οχι μόνο η προηγούμενη νομολογία δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη, αλλά κρίνεται σωστή.

Διαπίστωσή μας είναι ότι η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ήταν, νομικά ανέφικτη και η αξίωση για την παροχή της ανυπόστατη. Η προβολή της και μόνο δε μετέβαλε το απαράδεκτο της θεραπείας ούτε τις παραμέτρους του νόμου για τον καθορισμό της ζημίας που υπέστησαν οι εφεσείοντες. ζημία η οποία αποκρυσταλλώθηκε κατά το χρόνο της διάρρηξης της συμφωνίας. Η απουσία οποιασδήποτε προσδοκίας για την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας ήταν πρόδηλη, τόσο από το νομικό καθεστώς που διέπει την ειδική εκτέλεση συμβάσεων για την πώληση γης, όσο και από τα γεγονότα της υπόθεσης. Το διαμέρισμα είχε πωληθεί σε τρίτους, οι οποίοι είχαν εγγράψει τη σύμβαση, βάσει του ΚΕΦ. 232, παρεμβάλλοντας κώλυμα στη διάθεση του διαμερίσματος από τον εφεσίβλητο στους εφεσείοντες ή σε οποιοδήποτε άλλο.

Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις, κατά πόσο μπορούσε έγκυρα να προβληθεί αξίωση για ειδική εκτέλεση, ενόψει της απαίτησης για την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, που προϋποθέτει την ακύρωση της συμφωνίας. Παρά το παραδεκτό της διεκδίκησης διαζευκτικών θεραπειών, οι αξιώσεις δεν μπορεί, όπως μας φαίνεται, ευχερώς να συνυπάρχουν, όταν εδράζονται σε συγκρουόμενα γεγονότα. Δε θα επεκταθούμε στο θέμα και δε θα δώσουμε οριστική απάντηση, εφόσο δεν είναι απαραίτητο για τη λύση των επιδίκων θεμάτων.

Θα προχωρήσουμε στον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος περιστρέφεται γύρω από την παράλειψη του Δικαστηρίου να επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Προς υποστήριξη των θέσεών τους, οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν την Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65 και Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400.

΄Οπως επεξηγείται στην πρόσφατη απόφασή μας Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου, (ανωτέρω):- (σελ. 6)

«... η δυνατότητα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων περιορίζεται σε περιπτώσεις αστικών αδικημάτων.»

Οι λόγοι εξηγούνται σε έκταση στην απόφαση εκείνη. Δε θα τους επαναλάβουμε. Διαπιστώνουμε ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων.

΄Εχουμε, επίσης, κληθεί, όπως κατανοούμε αυτό το μέρος της έφεσης, να επιδικάσουμε πρόσθετες αποζημιώσεις, για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε δόλια. Αυτό θα επιτρέψει να αποδοθεί δικαιοσύνη στους εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της διάρρηξης της σύμβασης.

΄Οπως διευκρινίζεται στην Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ. και άλλοι ν. Θέλμας Τρυφωνίδου - (Π.Ε. 8660 - 24/6/96):- (σελ. 10)

«Η αποκατάσταση του αθώου μέρους έχει ως λόγο την τοποθέτηση του στη θέση την οποία θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι την ζημία την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας.»

Η αποδοκιμασία της συμπεριφοράς διαδίκου, σε σχέση με την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, δεν υπεισέρχεται στον καθορισμό των αποζημιώσεων, ούτε αποτελεί λόγο για την αύξησή τους. Στην πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου - A.G. v. Blake (1998) 1 All E.R. 933:-

"We do not think that the basis on which damages are awarded should depend on the Defendant's moral culpability alone. The fact that this breach of contract is cynical is not by itself a good ground for departing from the normal basis on which damages are awarded."

(Ελεύθερη μετάφραση:

«Δε νομίζουμε ότι η βάση, επί της οποίας επιδικάζονται αποζημιώσεις, πρέπει να εξαρτάται μόνο από το ηθικά αποτρόπαιο της διαγωγής του εναγομένου. Το γεγονός ότι η πράξη διάρρηξης της συμφωνίας, για την οποία είναι ένοχος, είναι κυνική, δεν αποτελεί, αφ' εαυτής, καλό λόγο απόκλισης από την καθιερωμένη βάση καθορισμού των αποζημιώσεων.»

Και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

Παραμένει να αποφασίσουμε κατά πόσο η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασισμένη στη Lloyd v Stanbury (1971) 2 All E.R. 267, με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση για το ισόποσο των βελτιώσεων, που οι εφεσίβλητοι επέφεραν στο διαμέρισμα ενώ τελούσε υπό την κατοχή τους, είναι εσφαλμένη. Κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ζημία αυτής της μορφής δεν ήταν προβλεπτή κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Οι εφεσείοντες δεν πρέπει να διακατέχονται από οποιοδήποτε αίσθημα αδικίας, λαμβανομένου υπόψη ότι, για την περίοδο της παραμονής τους στο διαμέρισμα, δεν κατέβαλαν κανένα ενοίκιο.

Τέλος, η έφεση, σε ότι αφορά την παράλειψη του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο από την ημερομηνία που προέκυψε η ζημία, είναι και πάλιν απορριπτέα. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές δικαίου, ο τόκος δεν αποτελεί προβλεπτή ζημία, η οποία ανακύπτει από τη διάρρηξη συμφωνίας, εκτός αν αυτό προβλέπεται στη σύμβαση, ή εξυπακούεται από τη φύση της υποχρέωσης, όπως στην περίπτωση συναλλαγματικών.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Π.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο