ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 988
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9885
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.
Ανδρέας Κλεάνθους, από τη Λεμεσό,
Εφεσείων-εναγόμενος,
- ν -
TRADEX LTD, από τη Λευκωσία,
Εφεσιβλήτων-εναγόντων.
- - - - - -
19 Μαϊου, 1998
.Για τον εφεσείοντα: κ. Χρ. Νικολάου.
Για τους εφεσίβλητους: κ. Μ. Πελίδης.
- - - - - -
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Κραμβής.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:
Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία το δικαστήριο παραμέρισε υπό όρους απόφαση που εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα (εναγομένου 2) λόγω της παράλειψης του να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως.Οι όροι που έθεσε το δικαστήριο προκειμένου να παραμερισθεί η απόφαση είναι:
(α) Πληρωμή υπό του εφεσείοντος εντός εξήντα ημερών των εξόδων της αίτησης και των εξόδων που χάνονται ένεκα του παραμερισμού.
(β) Παροχή τραπεζικής εγγύησης για ολόκληρο το ποσό της απόφασης είτε κατάθεση του ισόποσου σε μετρητά στο γραφείο του πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εντός εξήντα ημερών.
Το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους είναι ΛΚ47870,75 πλέον τόκοι. Ο εφεσείων διατείνεται ότι η οικονομική του κατάσταση δεν του παρέχει τη δυνατότητα εκπλήρωσης του όρου (β) που έθεσε το δικαστήριο προκειμένου να παραμερισθεί η απόφαση. Πρόκειται, όπως αναφέρει, για όρο επαχθή και τιμωρητικό ο οποίος ουσιαστικά του αναιρεί το δικαίωμά υπεράσπισης.
Ο μοναδικός λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον των όρων που έθεσε το δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.
Προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια είχε υπόψη τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές οι οποίες γενικά διέπουν το θέμα του παραμερισμού απόφασης που εκδίδεται λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφανίσεως. Πρόκειται για αρχές οι οποίες κατά κύριο λόγο αναφέρονται στην αναγκαιότητα για ταχεία διεκπεραίωση των αγωγών καθώς και στην αναγκαιότητα σταθερής διατήρησης της ισχύος των αποφάσεων που εκδίδονται κανονικά έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή κατάληξη της διαδικασίας σ΄ ένα τέλος χωρίς προσκόμματα ή περιπλοκές και αφ΄ ετέρου, στο μη αποκλεισμό του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε η απόφαση από του να παρουσιάσει την υπόθεσή του.
Ο διάδικος ο οποίος επιζητεί τον παραμερισμό οφείλει να καταδείξει ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης και οφείλει συνάμα να εξηγήσει τους λόγους για την παράλειψη του να καταχωρήσει εμφάνιση. Βλ. Evans v. Bartlan (1937) AC 473, Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204 και Mine and Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 ΑΑΔ 26.
Το πρωτόδικο δικαστήριο παρά τη διαπίστωση στην οποία προέβη ότι η παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως ήταν υπό τις περιστάσεις αδικαιολόγητη έκρινε ότι έπρεπε να προχωρήσει στον παραμερισμό της απόφασης. Το δικαστήριο ενεργώντας με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα απεφάνθη ότι ο τελευταίος έχει συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην αγωγή. Δεν θα μας απασχολήσει αυτή η πτυχή του θέματος επειδή δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για μια τέτοια συζήτηση εφόσον δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση. Παρενθετικά θα μπορούσε να λεχθεί πως η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης δεν υπερακοντίζει ανυπερθέτως κάθε σοβαρή καταφρόνηση της διαδικασίας η οποία διαπιστώνεται από τον συγκεκριμένο εναγόμενο. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένος ο παραμερισμός της απόφασης εκ μόνου του λόγου ότι ο εναγόμενος αποκαλύπτει συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Βλ. Κ.C.P. Commission Agent and Importers Ltd v. Μιχαήλ (1993) 1 ΑΑΔ και Mine and Quarry Serv. Ltd v. Γεωργίου (ανωτέρω).
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αναγνώρισε στον εφεσείοντα το δικαίωμα υπεράσπισης και συνακόλουθα παραμέρισε την απόφαση ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την άσκηση αυτού του δικαιώματος.
Ο όρος που έθεσε το δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης ο οποίος αναφέρεται στην πληρωμή των εξόδων της αίτησης και των εξόδων που χάθηκαν ως αποτέλεσμα του παραμερισμού κρίνεται ως λογικός και δίκαιος ενόψει της διαπίστωσης του δικαστηρίου ότι η παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρήσει σημείωμα εμφανίσεως ήταν αδικαιολόγητη. Θα ήταν άδικο να υποστούν οι εφεσίβλητοι τα εν λόγω έξοδα χωρίς να ευθύνονται για την παράλειψη του εφεσείοντα.
Θα ήταν όμως σφάλμα αν κρινόταν με τον ίδιο τρόπο και το δεύτερο σκέλος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου που αφορά τον όρο περί παροχής τραπεζικής εγγύησης ίσης με το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση (ΛΚ47870,75) ή πληρωμή του ισόποσου σε μετρητά στον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου.
Ο συγκεκριμένος όρος συνιστά ένα ιδιαίτερα επαχθή όρο που τέθηκε σε βάρος του εφεσείοντα χωρίς να υπάρχει συνάρτηση με οποιοδήποτε λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την απόφαση για την επιβολή του. Πρόκειται για όρο ο οποίος συνιστά εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης που έχει ο κάθε διάδικος σε οποιαδήποτε διαδικασία.
Το δικαστήριο κατά τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία διαδίκου έχει εξουσία, ανάλογα με την περίπτωση, είτε να διατάξει τον χωρίς όρους παραμερισμό της απόφασης είτε να επιβάλει όρους που άπτονται του παραμερισμού και οι οποίοι αναπόφευκτα άπτονται και του δικαιώματος υπεράσπισης του διαδίκου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση για παραμερισμό.
Κατά τον παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε κανονικά αλλά διαπιστώνεται ότι υπήρξε υπαιτιότητα του εναγομένου, όπως συμβαίνει στην υπό εξέταση υπόθεση, η συνήθης πρακτική είναι να επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα τα έξοδα τα οποία θα υποστεί ως εκ του αποτελέσματος, η πληρωμή των οποίων, συνήθως εντός τακτής προθεσμίας, καθίσταται όρος για τον παραμερισμό. Η επιβολή οποιωνδήποτε άλλων όρων πέραν εκείνου της πληρωμής των εξόδων συνιστά μέτρο εξαιρετικό εκτός εάν η επιβολή τους δικαιολογείται από τις περιβάλλουσες συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το ζήτημα είναι πραγματικό και ως τέτοιο αποφασίζεται από το δικαστήριο στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται ανάγκη επιβολής πρόσθετων όρων, το κύριο μέλημα του δικαστηρίου είναι η στάθμιση του λόγου ο οποίος υπαγορεύει την επιβολή των όρων με την αναγκαιότητα της μη αποστέρησης του δικαιώματος υπεράσπισης του εναγομένου. Οι όροι που τελικά θα τεθούν θα πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να παρέχουν στον εναγόμενο τη δυνατότητα εκπλήρωσής τους έτσι ώστε το δικαίωμα του εναγομένου για υπεράσπιση να διατηρείται ανεπηρέαστο.
Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο επέβαλε τον όρο περί παροχής τραπεζικής εγγύησης του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση ή πληρωμής του ισόποσου στον πρωτοκολλητή χωρίς να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε αναγκαία η επιβολή του συγκεκριμένου
αυτού όρου. Ο όρος επιβλήθηκε από το δικαστήριο παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων στην παράγραφο 6 της ενόρκου δηλώσεως του προς υποστήριξη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης αποκαλύπτει εμμέσως πλην σαφώς την αδυναμία του να πληρώσει το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση και χωρίς το δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα περί του αντιθέτου.Η επιβολή του υπό συζήτηση όρου στερείται πραγματικού και νομικού ερείσματος. Η πρωτόδικος δικαστής άσκησε εν προκειμένω λανθασμένα τη διακριτική της ευχέρεια. Ο όρος ο οποίος αναφέρεται στην παροχή εγγύησης για το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση ή για κατάθεση του ισόποσου σε μετρητά στον πρωτοκολλητή του δικαστηρίου παραμερίζεται.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
ΑΦ.