ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 1162
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9707
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ:
POPOVIC SLOPODAN MIORAGE,
Εφεσείοντα-ενάγοντα,
ν.
DUBRANVKA RADIVOJENIK,
Εφεσίβλητης-εναγόμενης.
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
29.5.98ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον εφεσείοντα: κ. Α. Κουκούνης
Για την εφεσίβλητη: κ. Τ. Χριστοδουλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Η απαίτηση του εφεσείοντα-ενάγοντα στην αγωγή που απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν για U.S.A $40.000 και/ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες με τόκο προς 9% ετησίως από 3.7.92 μέχρι εξοφλήσεως.Τόσο ο εφεσείων-ενάγων όσο και η εφεσίβλητη-εναγόμενη είναι Γιουγκοσλάβοι και γνωρίστηκαν το 1992 λόγω των δοσοληψιών που είχε ο εφεσείων-ενάγων με το σύζυγο της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα-ενάγοντα, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του, ότι στις 3.7.92 ενώ βρισκόταν στη Σόφια τον παρακάλεσε η εφεσίβλητη-εναγόμενη να καταθέσει στο λογαριασμό της στην Κύπρο ποσό U.S.A. $40.000 ως προσωρινό δάνειο λόγω της ανάγκης που είχε για να ιδρύσει εταιρεία και να αγοράσει περιουσία στην Κύπρο. Ο εφεσείων-ενάγων δέχθηκε και έδωσε τις σχετικές οδηγίες στην τράπεζά του στη Λάρνακα για μεταφορά χρημάτων από το λογαριασμό του στο λογαριασμό της ερεσίβλητης-εναγομένης. Είναι γεγονός αναντίλεκτο ότι στις 3.7.92 η τράπεζα του εφεσείοντα-ενάγοντα κατόπιν οδηγιών του μετέφερε από το λογαριασμό του στο λογαριασμό της εφεσίβλητης- εναγόμενης το ποσό των U.S.A. $40.000.
Η εκδοχή της εφεσίβλητης-εναγόμενης είναι εντελώς αντίθετη. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της την εποχή εκείνη η εξαγωγή συναλλάγματος από τη Γιουγκοσλαβία ήταν αδύνατη και οι συναλλαγές έπρεπε να γίνονται σε μετρητά. Ως εκ τούτου ο σύζυγος της παρέδωσε στον εφεσείοντα-ενάγοντα το ποσό των U.S.A.$40.000 για να το μεταφέρει από τη Βουλγαρία στην Κύπρο και να το καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Επίσης ήταν η εκδοχή της εφεσίβλητης-εναγόμενης ότι ο σύζυγος της παρέδωσε στον εφεσείοντα-ενάγοντα και το ποσό των 29.000 Γερμανικών μάρκων ως δάνειο, το οποίο και τελικά κατέθεσε ο εφεσείων-ενάγων στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Ας σημειωθεί ότι, παρόλον ότι ο εφεσείων-ενάγων αρνήθηκε το δάνειο αυτό των 29.000 μάρκων, εντούτοις, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έδωσε εξήγηση για την κατάθεσή του από τον ίδιο στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Ήταν η μαρτυρία της εφεσίβλητης-εναγόμενης ότι την ημέρα που παρέδωσαν τα χρήματα στον εφεσείοντα-ενάγοντα ο τελευταίος δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο ή απόδειξη για τα χρήματα. Παρουσίασε όμως δύο έγγραφα, τα τεκμ. 2 και 6 ημερ. 3.5.92 δακτυλογραφημένα στα Γιουγκοσλάβικα και αντίστοιχες μεταφράσεις (τεκμ. 2Α και 6Α) που ήταν αναγνώριση από τον εφεσείοντα-ενάγοντα παραλαβής των U.S.A. $40.000 και υποχρέωση που ανέλαβε για να τα καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης στην Κύπρο και αναγνώριση εκ μέρους του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι παρέλαβε το ποσό των 29.000 μάρκων ως δάνειο και την υποχρέωση που ανέλαβε για την επιστροφή του με το να τα καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγομένης στη Λαϊκή Τράπεζα Λάρνακας.
Ο εφεσείων-ενάγων ισχυρίστηκε ότι τα πιο πάνω έγγραφα ήταν πλαστά και ότι συμπληρώθησαν πάνω σε κενά επιστολόχαρτα που είχε δώσει για άλλους σκοπούς στο σύζυγο της εφεσίβλητης-εναγόμενης με υπογραφή εν λευκώ. Τούτο αρνήθηκε στη μαρτυρία του ο σύζυγος της εφεσίβλητης-εναγόμενης και ανέφερε ότι στις 3.5.92 στο γραφείο του εφεσείοντα-ενάγοντα στη Σόφια ο τελευταίος του έδωσε δύο χειρόγραφες αποδείξεις παραλαβής των πιο πάνω ποσών και όταν περί το τέλος του 1993 ο εφεσείων-ενάγων του ζήτησε επιστροφή των χειρογράφων για να τα παρουσιάσει στις αρχές για να αποδείξει ορισμένες δοσοληψίες, με δισταγμό δέχθηκε και συνάντησε κάποιο απεσταλμένο του σε χώρο στάθμευσης τραίνου στο Βελιγράδι όπου τις παρέδωσε και επήρε τα δακτυλογραφημένα έγγραφα (τεκμ.2 και 6).
Ο εφεσείων-ενάγων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης-εναγόμενης για τις συνατήσεις στη Σόφια στις 2.5.92 και 3.5.92 αναφέροντας ότι από τις 30.4.92 μέχρι τις 6.5.92 απουσίαζε από τη Βουλγαρία με τη σύζυγο του στα Σκόπια και τελικά παρουσίασε και το διαβατήριο του (τεκμ.3) χωρίς ένσταση, στο οποίο φαίνονταν σφραγίδες που επιβεβαίωναν τον ισχυρισμό αυτό.
To πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με προσοχή και ανέλυσε τη μαρτυρία που έδωσαν οι δύο πλευρές καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τόσο εκείνη του εφεσείοντα-ενάγοντα όσο και εκείνη που δόθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης-εναγόμενης ήταν αναξιόπιστες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ούτε τη μία αλλά ούτε και την άλλη μπορούσε να δεχθεί ως αντανακλούσες τα πραγματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν και αναφερόμενος στο βάρος απόδειξης που φέρει ο εφεσείων-ενάγων απέρριψε την αγωγή.
Η ουσία των λόγων έφεσης περιστρέφεται γύρω από τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Οι αρχές με βάση τις οποίες επιτρέπεται επέμβαση του Εφετείου για να ανατραπούν ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου απετέλεσαν επανειλημμένα το αντικείμενο δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Φράγκος ν. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39, ο Κωνσταντινίδης, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα επί του θέματος στη σελ.41:
"Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου προκειμένου να ανατραπεί η απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και τα επακόλουθα ευρήματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα, έχουν εξηγηθεί επανειλημμένα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις ακραίες περιπτώσεις που η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εμφανίζεται αυθαίρετη ή, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή είναι εμφανώς λανθασμένη. Το Εφετείο δεν επανεκτιμά τη μαρτυρία προκειμένου να προβεί το ίδιο σε πρωτογενή ευρήματα ως προς τα γεγονότα. Αυτό είναι κατ΄εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που, όπως τονίστηκε, μέσα στην ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης βρίσκεται σε ιδανική θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία στο σωστό της πλαίσιο. (Βλ. μεταξύ άλλων Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 CLR 182, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 CLR 321, Μαυρίδης ν. Dharaghji Πολ. Έφεση 7617 της 30.11.90.)"
Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι το Δικαστήριο απέτυχε στο καθήκον του να αξιολογήσει τη μαρτυρία με το να απορρίψει και τις δύο εκδοχές και ότι όφειλε να αποφασίσει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ποιά από τις δύο εκδοχές ήταν η ορθή. Η θέση αυτή κρίνεται ως αβάσιμη. Στην υπόθεση Αθανασίου και Άλλος ν. Αντώνη Κουνούνη, Π.Ε. 9041, ημερ. 29.5.97, ο Πικής, Π., αφού αναλύει τη νομολογία επί του θέματος καταλήγει ως ακολούθως στη σελ. 34:
"Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Δεν αποδεικνύει τίποτε. Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος. και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος."
Εισηγήθηκε περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία και την εκδοχή του εφεσείοντα, έχοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το αναντίλεκτο γεγονός της κατάθεσης του ποσού των U.S.A. $40.000 στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγομένης, καθώς και τις αντιφάσεις που επεσήμανε στη μαρτυρία της σε σχέση με εκείνη του συζύγου της. Επίσης, υπέβαλε ότι κακώς το Δικαστήριο τελικά αγνόησε τις σφραγίδες στο διαβατήριο του εφεσείοντα-ενάγοντα (τεκμ.3), το οποίο είχε κατατεθεί χωρίς ένσταση και που υποστηρίζε την εκδοχή του ότι απουσίαζε από τη Σόφια κατά τις ουσιώδεις ημερομηνίες.
Σε σχέση με το τελευταίο αυτό επιχείρημα έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι μαρτυρία που κατατίθεται έστω και χωρίς ένσταση και που τελικά φαίνεται ότι δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία, πρέπει να αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Georghiades & Another v. Patsalides & Another 24 C.L.R. 275 λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 280:
"This evidence was received without objection. But, now, on considering this matter, we are of the view that this part of the evidence of plaintiff 1 is inadmissible, having regard to the written settlement, and it is our duty to reject it when giving judgment, as it is the duty of Courts to arrive at their decisions upon legal evidence only (Jacker v. International Cable Co., 5 T.L.R. 13; cp. Miller v. Babu Madho Das, L.R. 23 Ind. App. 106; quoted in Phipson on Evidence, 9th edition, p. 711, and Ellinas v. Yianni (1958) 23 C.L.R. 22.)"
(Σε μετάφραση:
"Η μαρτυρία λήφθηκε χωρίς ένσταση. Τώρα όμως, εξετάζοντας το θέμα, είμαστε της γνώμης ότι αυτό το μέρος της μαρτυρίας του ενάγοντα 1 δεν είναι αποδεκτό, έχοντας υπόψη το γραπτό συμβιβασμό και είναι καθήκον μας να το απορρίψουμε όταν εκδίδουμε απόφαση, καθόσον είναι καθήκον των Δικαστηρίων να καταλήγουν στις αποφάσεις τους με βάση νόμιμη μαρτυρία μόνο. (
Jacker v. International Cable Co., 5 T.L.R. 13; cp. Miller v. Babu Madho Das, L.R. 23 Ind. App. 106; quoted in Phipson on Evidence, 9th edition, p. 711; and Ellinas v. Yianni (1958) 23 C.L.R. 22)")Eπίσης στην υπόθεση
Ellinas v. Yianni and Others 23 CLR 22 (που αναφέρεται και στην πιο πάνω απόφαση) ο Zεκιά, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ.30:"Ιf inadmissible ev
(Σε μετάφραση:
"Αν μη αποδεκτή μαρτυρία έχει δοθεί (είτε χωρίς ή μετά από ένσταση), είναι καθήκον του Δικαστή να την απορρίψει όταν εκδίδει απόφαση
. και αν δεν το πράξει θα απορριφθεί κατ΄έφεση, καθόσον είναι καθήκον των Δικαστηρίων να καταλήγουν στις αποφάσεις τους με βάση νόμιμη μαρτυρία μόνο.")Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι σφραγίδες στο διαβατήριο αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία και έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές κρίνουμε ότι ορθά δεν λήφθηκε υπόψη η μαρτυρία αυτή.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι στην ουσία η κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης αποτελούσε μαρτυρία που αφ΄εαυτής υποστήριζε δάνειο, ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση
Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212 επιλήφθηκε του θέματος στο πιο κάτω σχετικό απόσπασμα στη σελ. 215:"Conceivably, the Court laboured under a misapprehension as to the burden of proof, treating the issue of the cheque as of itself supporting a claim for a loan. This is not so. As counsel for the appellant pointed out by reference to the caselaw summarised in
Βullen & Leake, (Precedents of Pleadings, 25th ed. p. 675; see, also, Chitty on Contract, 22nd ed., p. 413) the advance of money, in cash or by cheque, is not of itself proof of a loan. Certainly this is not a fact that may be presumed in face of allegations, as those made in this case, that the money was given for a purpose inconsistent with the existence of a loan."(Σε μετάφραση:
"Όπως φαίνεται, το Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένη εντύπωση όσον αφορά το βάρος απόδειξης, θεωρώντας την έκδοση της επιταγής ως υποστηρίζουσα από μόνη της απαίτηση για δάνειο. Τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Όπως ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε με αναφορά στη νομολογία που συνοψίζεται στο
Bullen & Leake, (Precedents of Pleadings, 25th ed. p. 675; δέστε επίσης, Chitty on Contract, 22nd ed., p. 413) η πληρωμή χρημάτων, τοις μετρητοίς ή με επιταγή, δεν αποδεικνύει από μόνη της δάνειο. Σίγουρα τούτο δεν είναι γεγονός που μπορεί να υποτεθεί εν όψει ισχυρισμών, όπως εκείνοι που έγιναν στην υπόθεση αυτή, ότι τα χρήματα δόθηκαν για σκοπό που δεν συνάδει με την ύπαρξη δανείου").
Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο ανέλυσε και εξέτασε τη μαρτυρία και αφού επεσήμανε με προσοχή τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο εκείνη του εφεσείοντα-ενάγοντα όσο και εκείνη που δόθηκε εκ μέρους της της εφεσίβλητης-εναγόμενης ήταν αναξιόπιστες. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν είχε άλλη εκλογή παρά να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης.
Κρίνουμε έτσι ότι ήταν απόλυτα εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα που κατέληξε και με βάση τις νομολογημένες αρχές επέμβασης του Εφετείου δεν δικαιολογείται επέμβαση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα-ενάγοντα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.