ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 811
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση Αρ. 30/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9
του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με Αίτηση του Ευθυβούλου Λιασίδη από τη Λεμεσό
που είναι κατηγορούμενος στην Ποινική Υπόθεση 25206/97
του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού
(ενώπιον του έντιμου Α.Ε.Δ. κ. Σ. Σταυρινίδη)
για την παραχώρηση άδειας για υποβολή αίτησης
για την έκδοση Διαταγμάτων Certiorari και/ή Prohibition
- και -
Αναφορικά με την Ενδιάμεση Απόφαση του
Α.Ε.Δ. Λεμεσού κ. Σώτου Σταυρινίδη ημερομηνίας 9/4/98
και τις οδηγίες που έδωσε για τη συνέχιση
της Ποινικής Υπόθεσης 25206/97
---------------------------
5 Μαίου 1998
Για τον αιτητή: Γ. Κακογιάννης με Χρ. Ραγουζέου.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αντιμετωπίζει, στην ποινική υπόθεση 25206/97 Ε.Δ. Λεμεσού, κατηγορία για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Δεν παραδέχθηκε ενοχή. Κατά την ημερομηνία ακρόασης, προτού η Κατηγορούσα Αρχή παρουσιάσει μαρτυρία, ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε ότι:
"η υπόθεση δεν έπρεπε να προχωρήσει για εκδίκαση αλλά να διακοπεί γιατί ο κατηγορούμενος είχε στερηθεί του δικαιώματος του να τύχει ακριβοδίκαιης δίκης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος, ότι υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 12(4) του Συντάγματος,
Το δικαστήριο στην απόφαση του επέκρινε με δριμύτητα τα δημοσιεύματα. Επεσήμανε, ωστόσο, ότι σύμφωνα με την Αστυνομία ν. Φάντη κ.α
. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 αυτά δεν καταργούσαν τη δίκη και εξήγησε ότι:"Στο δικαιϊκό μας ποινικό σύστημα τα Δικαστήρια σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους δεν απαρτίζονται από ενόρκους και δικαστές αλλά αποκλειστικά από επαγγελματίες δικαστές οι οποίοι με την πείρα και τις γνώσεις που διαθέτουν δεν είναι δεκτικοί επηρεασμού από οποιεσδήποτε κρίσεις ή σχόλια του κοινωνικού συνόλου ή των μέσων μαζικής επικοινωνίας ή από δημοσιεύματα του τύπου αλλά ενεργούν ανεξάρτητα και με γνώμονα πάντοτε και καθοδηγητή την δικαστική τους συνείδηση προσηλωμένοι στο καθήκον τους και στο γράμμα του νόμου αποφασίζουν κατά πόσο έχει αποδειχθεί ή όχι η ενοχή ενός κατηγορουμένου προσώπου επί τη βάσει της μαρτυρίας και του αποδεικτικού υλικού που παρουσιάστηκε ενώπιον τους εκ μέρους
Ως προς το σκέλος που αφορούσε την προσέγγιση της Κατηγορούσας Αρχής, το δικαστήριο δεν διέκρινε ο,τιδήποτε που να εξέβαινε την αναγνωρισμένη ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής να προβαίνει στους κατά τη δική της κρίση ενδεδειγμένους χειρισμούς και έκρινε ότι δεν καθίστατο δυνατός ο εκ των προτέρων έλεγχος. Η υπόθεση ορίστηκε λοιπόν για συνέχιση.
Επιδιώκεται τώρα με την παρούσα αίτηση η χορήγηση άδειας για την καταχώριση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων certiorari και, κατ΄ επέκταση, prohibition. Έχουν τεθεί για εξέταση τα όσα απασχόλησαν και στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όμως, κατά τη συζήτηση της αίτησης, εγκαταλείφθηκε το δεύτερο σκέλος. Απομένει λοιπόν το ζήτημα των δημοσιευμάτων.
Προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ.
In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Ως προς το πεδίο που καλύπτει το ένταλμα certiorari - εδώ το prohibition αποκτά σημασία μόνο με έλευση του certiorari - παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 (στη σελ. 701) όπου, κατόπιν επισκόπησης της νομολογίας, αναφέρθηκαν τα εξής:"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνανότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του "πρακτικού" της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."
Ας σημειωθεί ότι περιπτώσεις όπως η προκατάληψη ή συμφέρον από μέρους του λαμβάνοντος την απόφαση και η λήψη απόφασης με δόλο ή ψευδορκία που εντάσσονται στο ίδιο πεδίο αλλά συχνά απαριθμούνται χωριστά - βλ.
The Attorney General v. Christou (1962) C.L.R. 129 - αντικρύζονται από την Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις υπέρβασης εξουσίας.Μου φ αίνεται κατ΄ αρχήν πως ό,τι εγείρεται εδώ δεν αποτελεί ζήτημα είτε δικαιοδοσίας είτε προφανούς νομικού λάθους στην όψη του πρακτικού, αλλά ζήτημα της ορθότητας της κρίσης αναφορικά με την αξιολόγηση δεδομένων και τη στάθμιση της σημασίας τους όπως και την κατάληξη ως προς τις όποιες επιπτώσεις τους. Έθεσα επ΄ αυτού σχετικό ερώτημα κατά τη συζήτηση της αίτησης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι το ζήτημα ήταν νομικό εφόσον αφορούσε στη διάγνωση συνταγματικού δικαιώματος στη βάση αναντίλεκτων δεδομένων, ήτοι, των δημοσιευμάτων. Παρέπεμψε δε προς υποστήριξη στην πρωτόδικη απόφαση του Πογιατζή, Δ., στην υπόθεση
Yiannakis P. Ellinas όπου, αφού χορηγήθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για εντάλματα certiorari και prohibition και ακολούθησε σχετική αίτηση - βλ. (1989) 1 C.L.R. 106 και 508 αντίστοιχα - εξετάστηκε ανάλογο ζήτημα, ήτοι, το κατά πόσο το χρονικό διάστημα για τη διάγνωση ποινικής ευθύνης δεν είχε υπερβεί το εύλογα επιτρεπτό. Το οποίο, καθώς υπογραμμίζεται σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποτελεί θέμα εκτίμησης των περιστάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση: βλ. The Wemhoff Judgment of June 1968, Series A, Vol. 7, pp. 26-27, para. 19, The Neumeister Judgment of the same date, Series A, Vol. 8, p. 41, para. 18, and The Ringeisen Judgment of 16 July 1971, Series A. Vol. 13, p. 45, para. 110.Δεν θα μπορούσα να ακολουθήσω την προσέγγιση του Πογιατζή Δ. διότι - και το εκφράζω αυτό με κάθε σεβασμό - δεν τη θεωρώ ορθή. Η απόφανση επί νομικού ή συνταγματικού ζητήματος στη βάση συγκεκριμένου πραγματικού βάθρου, που αποτελεί βέβαια προϋπόθεση για την εξέταση γιατί αλλιώς η εξέταση δεν θα ήταν παρά μόνο θεωρητική και ως εκ τούτου απαράδεκτη, πρέπει να διακριθεί από την κρίση ως απόληξη της εκτίμησης πραγματικών θεμάτων για την υπαγωγή της περίπτωσης σε νομική ή συνταγματική διάταξη. Στο δεύτερο εγχείρημα, αντίθετα με το πρώτο, δεν εγείρεται ζήτημα νομιμότητας αλλά μόνο ορθότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο που καλύπτουν τα προνομιακά εντάλματα. Γι΄ αυτό, η όποια απόφαση επί των επιπτώσεων δημοσιευμάτων κατόπιν αξιολόγησης τους, δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα.
Η αίτηση δεν θα μπορούσε εξ άλλου να γίνει δεκτή ενόψει της απόφασης της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Αστυνομία ν. Φάντη κ.α
. (ανωτέρω). Είχαν τεθεί εκεί με υπόμνημα τρία νομικά ερωτήματα για να γνωματεύσει το Ανώτατο Δικαστήριο. Το πρώτο αφορούσε το κατά πόσο, πριν από την απάντηση στην κατηγορία, καθίστατο δυνατή η εξέταση παραπόνου των κατηγορουμένων ότι εξ αιτίας αρνητικών γι΄ αυτούς δημοσιευμάτων παραβιάστηκε το συνταγματικό τους δικαίωμα σε δίκαιη και αμερόληπτη δίκη η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Το δεύτερο αφορούσε το κατά πόσο, αν η απάντηση στο πρώτο ήταν καταφατική, το δικαστήριο θα μπορούσε να ακούσει μαρτυρία επί του θέματος. Με το τρίτο ετίθετο, αν η απάντηση στο προηγούμενο ήταν καταφατική, το κατά πόσο σε περίπτωση που το δικαστήριο αποφαινόταν ότι υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος, θα μπορούσε να διατάξει ανακοπή της διαδικασίας με απαλλαγή των κατηγορουμένων. Η πλειοψηφία ενέταξε και τα τρία ερωτήματα σε ένα το οποίο εξέφραζε την ουσία του ζητήματος από άποψη αρχής. Ήταν το εξής: "Κατά πόσο δημοσιεύματα που αφορούν στην υπό κρίση περίπτωση, πρόσωπα εναντίον των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη, μπορούν να ισχυριστούν πως λόγω των δημοσιευμάτων αυτών δεν θα τύχουν δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου πρέπει να απαλλαγούν των κατηγοριών". Το καίριο μέρος της απάντησης την οποία έδωσε η πλειοψηφία, βρίσκεται στο απόσπασμα που ακολουθεί:"Η εισήγηση πως η απασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με οποιαδήποτε υπόθεση που μπορεί να παρουσιαστεί - ή είναι ενώπιον του Δικαστηρίου - δυνατό να καταργήσει τη δίκη, δεν έχει έρεισμα στο ατομικό δικάιωμα που διασφαλίζεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Υιοθέτηση τέτοιας ιδέας καταλύει στην πράξη τη δικαστική λειτουργία ή, το λιγότερο, την καθιστά ατελέσφορη. Επιπλέον απολήγει στην άρνηση του δικαιώματος του πολίτη για δίκαιη δίκη γιατί, αν υιοθετηθεί αυτή η θέση, θα σήμαινε πως το ίδιο το Δικαστήριο δέχεται να καταργηθεί η νόμιμη δίκη για να μετατεθεί η κρίση της υπόθεσης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης."
Επεσήμανε δε ότι η διαφορετική κατάληξη σε μερικές Αγγλικές υποθέσεις, οφειλόταν στην πιθανότητα επηρεασμού των ενόρκων ενώ βέβαια τέτοιος θεσμός δεν υπάρχει στην Κύπρο.
Η εν λόγω απόφαση στην ουσία αποκλείει λοιπόν εκ προοιμίου τη δυνατότητα - στη βάση της γενικής θεώρησης του ζητήματος - του επηρεασμού του δικαστηρίου από δημοσιεύματα. Δεν αποκλείει όμως την εξέταση περιπτώσεων όπου, με αναφορά σε συγκεκριμένο άτομο, τίθενται απτά στοιχεία για να καταδειχθεί η εκδήλωση πράγματι επίδρασης. Το άτομο μπορεί να είναι είτε δικαστής είτε μάρτυρας είτε ακόμα άλλο πρόσωπο που δεν λαμβάνει μέρος στη διαδικασία. Η παρατήρηση του Εφετείου στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203 στις σελ. 220-1 ότι "Η ύπαρξη επηρεασμού δεν συναρτάται αποκλειστικά με την υποκειμενική αμεροληψία των δικαστών αλλά επεκτείνεται και σε κάθε παράγοντα που τείνει να εξοστρακίσει τη δικαιοσύνη από το προκαθορισμένο συνταγματικό πλαίσιο", σε αυτές τις δυνατότητες είναι που, κατά την άποψη μου, αναφέρεται. Ας σημειωθεί ότι το παράπονο στην υπόθεση εκείνη αφορούσε το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων από δημοσιεύματα.
Ο συνήγορος του αιτητή εξέφρασε την άποψη ότι η υπόθεση Φάντη (ανωτέρω) διακρίνεται από την παρούσα εφόσον πρώτο, εκεί αντίθετα με ό,τι εδώ, το ζήτημα τέθηκε πριν από την απάντηση
. και, δεύτερο, το δικαστήριο εκεί δεν είχε ενώπιον του, όπως εδώ, τα δημοσιεύματα. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι αυτές οι επισημάνσεις συνιστούν στοιχεία διαφοροποίησης. Το ερώτημα το οποίο διατύπωσε η ιδία η πλειοψηφία και η απάντηση την οποία έδωσε συμπεριλάμβανε και αυτές τις περιστάσεις.Ο συνήγορος επεσήμανε εξ άλλου ότι η πλειοψηφία στη Φάντη (ανωτέρω) ήταν οριακή και εισηγήθηκε ότι αυτό αντανακλούσε στη δεσμευτικότητα της, μειώνοντας την ανάλογα. Η απάντηση είναι απλή. Όπως υποδείχθηκε με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην Κουλουντή κ.α. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α
. Εκλογικές Αιτήσεις Αρ. 5/97 και 7/97, ημερ. 17 Σεπτεμβρίου 1997, από τη στιγμή που μια απόφαση υπερισχύει - ακόμα και κατόπιν ισοψηφίας όπως στη Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, οι αριθμητικοί συσχετισμοί δεν έχουν σημασία και δεν αφαιρούν καθόλου από την απόλυτη ισχύ της δεσμευτικότητας.Τέλος, ο συνήγορος με παρέπεμψε στην Ιακωβίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 5921 και 5922, ημερ. 10 Μαίου 1996, όπου το Εφετείο, απηχόντας τα όσα σχετικά λέχθηκαν στη Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ.1
) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29, (στη σελ. 35) ανέφερε τα εξής (στη σελ. 8):"Βέβαια αφήνουμε ανοικτό το θέμα κατά πόσο το εχέγγυο της διεξαγωγής της δίκης στην Κύπρο ενώπιον επαγγελματιών δικαστών, εξουδετερώνει ή απομακρύνει τον κίνδυνο που αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο διαφορετικού δικαστικού συστήματος της μη δίκαιης δίκης εξ αιτίας δημοσιευμάτων (βλέπε Martin ν. Δημοκρατίας
Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση, ως μια από τις χειρότερες στο είδος της όπως την αποκάλεσε, ήταν κατάλληλη για την εξέταση ακριβώς αυτού του ζητήματος. Παρατηρώ, με εκτίμηση, ότι το Εφετείο που άφησε το θέμα ανοικτό στη βάση της Μάρτιν (ανωτέρω) δεν διατηρούσε τέτοια δυνατότητα. Διότι το ζήτημα είχε ήδη κλείσει κατηγορηματικά με την απόφαση της πλειοψηφίας στη Φάντη (ανωτέρω) η οποία εκδόθηκε λίγο μετά τη Μάρτιν (ανωτέρω).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ