ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 687

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9910

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών

Εταιρεία Διαθέσεως Τσιμέντων Βασιλικού Απόλλων Λτδ,

Εφεσείουσα

- και -

Ανδρέα Καθητζιώτη,

Εφεσίβλητου

---------------------------

14 Απριλίου 1998

Για την εφεσείουσα: Γ. Τριανταφυλλίδης.

Για τον εφεσίβλητο: Π. Πετράκης.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα κίνησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου ως εγγυητή μέρους του χρέους της εταιρείας Α. Καθητζιώτης Λτδ, το οποίο προέκυψε από την πώληση, σε διάφορα διαστήματα, τσιμέντων συνολικού τιμήματος ανερχομένου, κατά την 9 Νοεμβρίου 1992 που σταμάτησαν οι συναλλαγές, σε £3.020,40. Στις συναλλαγές ο εφεσίβλητος ενεργούσε προφανώς ως διευθυντής της Α. Καθητζιώτης Λτδ.

Το χρέος της Α. Καθητζιώτης Λτδ. δεν αμφισβητήθηκε. Εκδόθηκε μάλιστα εναντίον της και απόφαση σε προηγουμένως κινηθείσα αγωγή, χωρίς όμως να υπάρξει ικανοποίηση. Ό,τι εν προκειμένω απασχόλησε ήταν το κατά πόσο η φερόμενη ως γραπτή εγγύηση που υπέγραψε ο εφεσίβλητος ήταν έγκυρη ώστε να θεμελιώνει την εναντίον του αξίωση. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα εξετάστηκαν δύο πτυχές: πρώτο, το κατά πόσο υπήρξε από μέρους της εφεσείουσας καλή αντιπαροχή προς τον εφεσίβλητο και, δεύτερο, το κατά πόσο η μη υπογραφή του εγγράφου από τη σύζυγο του εφεσίβλητου, η οποία κατονομαζόταν εκεί ως συνεγγυήτρια, σήμαινε τη μη εκπλήρωση προϋπόθεσης ώστε να μην ετίθετο η εγγύηση σε ισχύ ούτε σε σχέση με τον εφεσίβλητο.

Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες καταρτίστηκε το επίδικο έγγραφο μπορεί να εκτεθούν με συντομία. Κατέθεσε αναφορικά με αυτές ο μόνος μάρτυρας της εφεσείουσας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος στο τμήμα της για πωλήσεις και εισπράξεις. Τέτοιου είδους μαρτυρία επιτρέπεται βέβαια μόνο για να φωτίσει το πραγματικό υπόβαθρο που ήταν τότε γνωστό στα μέρη και κατ΄ επέκταση τις περιστάσεις γένεσης της διευθέτησης και τον αντικειμενικό της σκοπό. Όπως λέχθηκε στην Prenn v. Simmonds (1971) 3 All E.R. 237 (H.L.) (στη σελ. 241):

"...... evidence of negotiations or of the parties' intentions, .....

......... ought not to be received, and evidence should be restricted to evidence of the factual background known to the parties at or before the date of the contract, including evidence of the "genesis" and objectively the "aim" of the transaction."

 

Από μέρους του εφεσίβλητου δεν προσήχθη μαρτυρία.

Με αποκρυσταλλωμένη πλέον την οικονομική αδυναμία της Α. Καθητζιώτης Λτδ. να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε τα γραφεία της εφεσείουσας όπου συνάντησε τον υπεύθυνο του τμήματος πωλήσεων και εισπράξεων προς τον οποίο εκδήλωσε προθυμία να εγγυηθεί το υφιστάμενο χρέος. Ο υπάλληλος της εφεσείουσας ετοίμασε τότε εγγυητική επιστολή, συμπληρώνοντας σχετικό έντυπο στο οποίο προσετέθη και το όνομα της συζύγου του εφεσίβλητου, προφανώς ως αποτέλεσμα επιθυμίας της εφεσείουσας για περαιτέρω εξασφάλιση. Ο εφεσίβλητος υπέγραψε το έγγραφο επί τόπου και ακολούθως το πήρε μαζί του για να το υπογράψει η σύζυγος του, αφήνοντας φωτοαντίγραφο, με μόνο τη δική του υπογραφή, στην εφεσείουσα. Είναι κοινό έδαφος ότι η σύζυγος του εφεσίβλητου ουδέποτε υπέγραψε το έγγραφο και ότι ο εφεσίβλητος δεν το επέστρεψε στην εφεσείουσα. Αναφερόταν στο έγγραφο - στη δίκη παρουσιάστηκε το φωτοαντίγραφο ως η καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία - ότι η εγγύηση κάλυπτε την τιμή "τσιμέντων πωληθέντων" μέχρι ποσού £3.000.= αλλά και προστίθετο ότι επρόκειτο για συνεχή εγγύηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, ότι παρόλον που η προοριζόμενη ως εγγύηση εμφανιζόταν να ήταν συνεχής, εντούτοις δεν προέκυπτε ενεστώσα αντιπαροχή που να λάμβανε υπόψη και το υπάρχον χρέος προς ρύθμιση μελλοντικών συναλλαγών. Επρόκειτο δηλαδή για υπόσχεση που δόθηκε σε σχέση με αμιγώς παρελθούσα πράξη η έλευση της οποίας δεν ήταν αποτέλεσμα υποκίνησης από τον εφεσίβλητο ώστε να προέκυπτε καλή παρελθούσα αντιπαροχή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2(2)(δ) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, με ανάλογη αντανάκλαση και σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του άρθρου 85 το οποίο αναφέρεται στην αντιπαροχή εγγύησης. Επίσης κατέληξε ότι εν πάση περιπτώσει η εγγύηση θα τελούσε υπό την αίρεση υπογραφής του εγγράφου από την κατονομαζόμενη ως συνεγγυήτρια, θεωρώντας ότι η συμπερίληψη δεύτερου προσώπου εξέφραζε αντίστοιχο προς τούτο όρο. Ενόψει αυτών των καταλήξεων απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας για το ποσό των £3.000.= στο οποίο αναφερόταν το έγγραφο.

Με την έφεση δεν αμφισβητείται το μέρος της πρωτόδικης κατάληξης ότι το έγγραφο προοριζόταν να καλύψει μόνο το υφιστάμενο χρέος της Α. Καθητζιώτης Λτδ. Ο συνήγορος της εφεσείουσας το έθεσε, αγορεύοντας, ως εξής:

"Εδώ οι εφεσείοντες πώλησαν τσιμέντα προς την εταιρεία και ήλθε ο εγγυητής και είπε επ΄ ανταλλάγματι των πωλήσεων που έχετε κάμει προς την εταιρεία Α. Καθητζιώτης Λτδ υπογράφω ως εγγυητής για το χρέος της εταιρείας Α. Καθητζιώτης Λτδ. Το αντάλλαγμα είναι οι πωλήσεις που έκαμαν οι εφεσείοντες προς την εταιρεία Α. Καθητζιώτης Λτδ ......."

 

Προέβαλε, ωστόσο, ότι υπήρχε καλή παρελθούσα αντιπαροχή δυνάμει του άρθρου 85 του Νόμου, το οποίο ειδικά διέπει τις εγγυήσεις, ανεξάρτητα από την όποια προϋπόθεση που μπορεί να τίθεται με τον γενικό ορισμό στο άρθρο 2(2)(δ).

Της εξέτασης του θέματος αντιπαροχής προηγείται, νομίζω, το θέμα της αυτοτέλειας ή μη της υπογραφής του εφεσίβλητου για απόδοση ευθύνης. Και με αυτό είναι που θα ασχοληθώ πρώτα. Κατά την άποψη μου, αυτό επιδέχεται σύντομης απάντησης. Με δεδομένο ότι η διευθέτηση απέβλεπε στην εξασφάλιση της εφεσείουσας για μόνο το υπάρχον χρέος, η προτεινόμενη από τον εφεσίβλητο προσωπική του εγγύηση αποτελούσε για την εφεσείουσα θετική εξέλιξη. Το ότι η εφεσείουσα επεδίωξε ενδυνάμωση της εξασφάλισης με συμπερίληψη και δεύτερου προσώπου ως εγγυητή δεν μπορούσε να επιδράσει σε ό,τι είχε ήδη προσφέρει ο εφεσίβλητος. Αυτή άλλωστε ήταν, ως προς αυτό, η βασική επιχειρηματολογία του συνηγόρου της εφεσείουσας. Με την οποία συμφωνώ. Η έλλειψη ενεστώσας αντιπαροχής σήμαινε ότι η εφεσείουσα δεν αναλάμβανε δεσμεύσεις για το μέλλον σε σχέση με τις οποίες μπορεί να θεωρούσε ότι ένας εγγυητής δεν θα ήταν αρκετός. Ο συνήγορος της εφεσείουσας επίσης πρόσθεσε ότι εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που η εφεσείουσα θεώρησε τον ένα εγγυητή αρκετό, αυτός δεν μπορούσε να αποφύγει ευθύνη εκτός αν αποδείκνυε πως υπέγραψε στη βάση συμφωνίας που να έθετε τη δική του ευθύνη υπό την αίρεση ανάληψης υποχρέωσης και από άλλον ως συνεγγυητή, σύμφωνα με το άρθρο 102 του Νόμου. Τέτοια συμφωνία δεν υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εφεσίβλητου στην υπεράσπιση δεν προωθήθηκε. Επισημαίνω εξ άλλου ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία που το δικαστήριο αποδέχθηκε, ο εφεσίβλητος προ της αγωγής παραδέχθηκε την ευθύνη του ως εγγυητής. Τα όσα λοιπόν εισηγήθηκε επί αυτού του θέματος με την αντεξέταση στη δίκη, δεν αποτελούσαν παρά μόνο μεταγενέστερη σκέψη. Η από μέρους του ανάληψη υποχρέωσης δεν συναρτάτο με την υπογραφή του εγγράφου και από τη σύζυγο του. Η επί αυτής της πτυχής αντίθετη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναδεικνύεται λοιπόν εσφαλμένη.

Ως προς το ζήτημα της αντιπαροχής, στο άρθρο 2(2)(δ) του Νόμου - η Ελληνική μετάφραση κατέστη αυθεντική από 23 Αυγούστου 1996 - ορίζεται ότι:

"2(2) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:

.................................................................................

(δ) όταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται "αντιπαροχή", για την υπόσχεση.

................................................................................."

 

Καθίσταται ως εκ τούτου καλή αντιπαροχή και η παρελθούσα εφόσον η πράξη στο παρελθόν, σε σχέση με την οποία δίδεται μεταγενέστερα η υπόσχεση από το άλλο μέρος, είχε γίνει ως αποτέλεσμα "απαίτησης" του δεύτερου. Στο Αγγλικό κείμενο η αντίστοιχη λέξη ήταν "desire".

Στη Raif v. Dervish (1971) 1 C.L.R. 158 το Εφετείο υπέμνησε, με γενική αναφορά που δεν αποτελούσε μέρος του σκεπτικού, ότι παρελθούσα αντιπαροχή μπορεί να είναι καλή αντιπαροχή. Το ίδιο έπραξε το Εφετείο και σχετικά πρόσφατα στη Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991 με συγκεκριμένη, εκεί, αναφορά στο άρθρο 2 - όχι και στο άρθρο 85 - του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, χωρίς όμως να ασχοληθεί με ό,τι συνθέτει την καλή παρελθούσα αντιπαροχή κι αυτό, καθώς είναι πρόδηλο, επειδή δεν αποτελούσε μέρος του λόγου της απόφασης. Σε αυτή τη δεύτερη υπόθεση, ο εφεσίβλητος εξέδωσε δύο επιταγές έναντι της αμοιβής του εφεσείοντα ο οποίος ως αρχιτέκτονας είχε ετοιμάσει αρχιτεκτονικά σχέδια για εταιρεία της οποίας ο εφεσίβλητος "δεν ήταν μόνο μέτοχος και σύμβουλος ..... αλλά ..... και ο μοναδικός διαχειριστής της" οι δε πληρωμές της εταιρείας "γινόντουσαν από τον προσωπικό λογαριασμό του ιδίου" διότι η εταιρεία "δεν είχε ούτε καν τραπεζικό λογαριασμό". Δεν επρόκειτο λοιπόν στην ουσία για περίπτωση πληρωμής της οφειλής τρίτου αλλά πληρωμής οφειλής εκ μέρους τρίτου. Οπότε δεν ετίθετο ζήτημα παρελθούσας αντιπαροχής.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας φάνηκε, κατά τη συζήτηση της έφεσης, να αναγνώριζε την προβλεπόμενη στο άρθρο 2(2)(δ) προϋπόθεση της "απαίτησης" προ της έλευσης της συμπληρωθείσας πράξης για να προκύπτει καλή παρελθούσα αντιπαροχή που να στοιχειοθετεί σύμβαση. Εισηγήθηκε, ωστόσο, πως στην περίπτωση συμβάσεων εγγύησης, το ζήτημα της αντιπαροχής διέπεται όχι από το άρθρο 2(2)(δ) αλλά αποκλειστικά από το άρθρο 85 όπου προβλέπεται ότι:

"85. Κάθε πράξη ή υπόσχεση προς όφελος του πρωτοφειλέτη, δύναται να αποτελεί επαρκή αντιπαροχή για τον εγγυητή για παροχή της εγγύησης."

 

Ας σημειωθεί ότι το "δύναται" στη διάταξη αποτελεί μετάφραση του Αγγλικού "may be". Ας σημειωθεί επίσης ότι τόσο το άρθρο 85 όσο και το άρθρο 2(2)(δ) είναι πανομοιότυπα με τα άρθρα 2(d) και 127, αντίστοιχα, του Indian Contract Act 1872. Αναλύονται στο σύγγραμμα Pollock & Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 10th Ed.* : σε σχέση με το πρώτο άρθρο ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι σελ. 47 και 48, και, σε σχέση με το δεύτερο, οι σελ. 725-726. Προς υποστήριξη της εισήγησης του ότι το άρθρο 85 προβλέπει για παρελθούσα αντιπαροχή χωρίς αυτή να συνοδευόταν προ της εκπλήρωσης της από "απαίτηση" εκείνου που αργότερα παρέχει την υπόσχεση, ο συνήγορος της εφεσείουσας επικαλέστηκε την Ινδική απόφαση στην υπόθεση Ghulam Husain v. Faiyaz Ali η οποία αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα. Στο σύγγραμμα διατυπώνεται ωστόσο επίκριση της απόφασης η οποία θεωρείται ως οπωσδήποτε εσφαλμένη. Συμμερίζομαι πλήρως την επίκριση.

Η παρελθούσα αντιπαροχή είναι στην περίπτωση κάθε είδους σύμβασης καλή μόνο εφόσον πληρούται η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 2(2)(δ) του Νόμου. Όποιο και αν είναι το είδος της σύμβασης τα συστατικά στοιχεία που συνθέτουν τη γενική φυσιογνωμία της δεν μπορεί παρά να είναι ακριβώς τα ίδια. Δεν υπάρχει αντιπαροχή καλή για ένα είδος σύμβασης και όχι καλή για άλλο. Το άρθρο 85 διαβάζεται υπό το κράτος του άρθρου 2(2)(δ) το οποίο ορίζει την έννοια της "αντιπαροχής". Συνεπώς η "αντιπαροχή" στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 85 είναι η "αντιπαροχή" που ορίζεται στο άρθρο 2(2)(δ). Δηλαδή τη λέξη "αντιπαροχή" στο άρθρο 85 τη διαβάζει κανείς όπως την ορίζει το άρθρο 2(2)(δ). Αυτός είναι ο σκοπός των ορισμών σε ένα νομοθέτημα. Αποτελεί λοιπόν προϋπόθεση και για τους σκοπούς του άρθρου 85 όπως για να υπάρχει καλή παρελθούσα αντιπαροχή θα πρέπει να είχε προηγηθεί, από το πρόσωπο που μεταγενέστερα δίδει την υπόσχεση, "απαίτηση" για την έλευση της συμπληρωθείσας πράξης.

Με αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε από μέρους του εφεσίβλητου "απαίτηση" προς την εφεσείουσα, δεν προκύπτει καλή παρελθούσα αντιπαροχή εντός της έννοιας του Νόμου. Ορθά λοιπόν έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αποτελούσε σύμβαση εγγύησης και ως εκ τούτου δεν θεμελίωνε την αξίωση.

Για τον λόγο που εξέθεσα, θα απέρριπτα την έφεση με έξοδα.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο