ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 1 ΑΑΔ 625

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 22/98

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

 

Αναφορικά με την αίτηση για άδεια καταχώρησης

διαταγμάτων certiorari και prohibition από την εταιρεία

Veno (Overseas) Inc.

- και -

Αναφορικά με το ενδιάμεσο συντηρητικό διάταγμα που

εκδόθηκε στις 16/3/98 στην αγωγή με αρ. 2686/98 του

Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας

- και -

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Ivan Syvokon από τη Λάρνακα

Ενάγοντος

- και -

1. Veno (Overceas) Inc.

2. Arab Bank Plc.

Eναγομένων

---------------------

Ημερομηνία: 6 Απριλίου, 1998

Για την αιτήτρια: Σ. Πίττας

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή εταιρεία. Από τον Παναμά. Διατηρεί όμως επαγγελματική στέγη στη Λεμεσό, επιδιδόμενη σε εμπορικές δραστηριότητες. Πρόσφατα έχει εναχθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από τον Ivan Syvokon, Ουκρανικής καταγωγής, που είναι όμως κάτοικος Ορόκλινης. Η αγωγή, που φέρει αριθμό 2686/98, κατατέθηκε στις 16/3/98. Επίκεντρο της είναι ανέκκλητη εγγυητική επιστολή ημερ. 4/11/97 μέχρι το ποσό των 400.000 δολλαρίων Αμερικής, η οποία λήγει την 4/5/98. Την εγγύηση παρέσχε προς την αιτήτρια η Arab Bank Plc., Λευκωσίας, συνεναγόμενη της αιτήτριας στην παραπάνω αγωγή, κατόπιν οδηγιών του προμνησθέντος (στον οποίο θα αναφέρομαι εφεξής ως ο ενάγων).

Το κλητήριο ένταλμα είναι γενικά οπισθογραφημένο. Ο ενάγων αξιώνει: (α) αποζημίωση για παράβαση συμφωνίας να τον προμηθεύσει η αιτήτρια ποσότητα τσιγάρων, για την εκτέλεση της οποίας χορηγήθηκε η εγγύηση. (β) αποζημίωση για απάτη σε βάρος του ενάγοντα από την αιτήτρια, η οποία παρουσίασε ψευδή ή πλαστά έγγραφα στην Τράπεζα για να εισπράξει 366.000 δολλάρια Αμερικής. (γ) διάταγμα που να απαγορεύει στην αιτήτρια να απαιτήσει ή εισπράξει την εγγύηση. και (δ) απαγορευτικό επίσης διάταγμα κατά της Τράπεζας για να μην μπορεί να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, με βάση την εγγύηση, στην αιτήτρια.

Την ίδια ημέρα το δικαστήριο, ύστερα από μονομερή αίτηση, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση του ενάγοντα, εξέδωσε διάταγμα παρέχον προσωρινή προστασία σύμφωνα με τις παραγράφους (γ) και (δ) ανωτέρω. Η αιτήτρια επιζητεί τώρα, με την κρινόμενη αίτηση ημερ. 30/3/98, να εξασφαλίσει άδεια για να τεθεί σε κίνηση η διαδικασία για την έκδοση, τελικά, διαταγμάτων certiorari και prohibition. Για να ακυρωθεί με το πρώτο το προσωρινό διάταγμα και να εμποδισθεί με το άλλο ο δικαστής που το εξέδωσε ή οποιοσδήποτε άλλος δικαστής του Δικαστηρίου Λευκωσίας να εκδικάσει την αίτηση ημερ. 16/3/98. Υπάρχει παράλληλα αίτημα όπως, στο μεταξύ, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ανασταλεί ή ακυρωθεί το παραπάνω διάταγμα. Θα μπορούσε να λεχθεί εδώ ότι τούτο είναι ορισμένο σήμερα για να δείξει λόγο η αιτήτρια εναντίον της παράτασης της ισχύος του.

Η πηγή πληροφοριών μου για τα παραπάνω γεγονότα και σε όσα πρόκειται να αναφερθώ είναι η ένορκη δήλωση (και τα επισυνημμένα έγγραφα), που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση για χορήγηση άδειας. Την έκαμε ο Dr. Wolfgang Reckendorfer από την Αυστρία, που ανέφερε πως είναι διευθυντής της αιτήτριας. Ο βασικός ισχυρισμός του ενάγοντα, που προκύπτει από την παραπάνω ένορκη δήλωση του, η οποία επισυνάφθηκε επίσης ως τεκμήριο, είναι ότι η αιτήτρια δεν τήρησε τη συμφωνία τους να παραδώσει τα τσιγάρα για τα οποία και έδωσε την εγγύηση. Αντίθετα, η αιτήτρια απέστειλε τσιγάρα αξίας 366.000 δολλαρίων Αμερικής στην εταιρεία Silverco Trading Ltd., της οποίας είναι απλώς ένας των διευθυντών. Το πλοίο που μετέφερε τα τσιγάρα έμεινε στην Τουρκία, λόγω βλάβης, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στην εν λόγω εταιρεία με την επιστολή, τεκμ. 5 στην ex parte αίτηση. Μέχρι 16/3/98, ημερομηνία που κατέθεσε την παραπάνω ένορκη δήλωση του, το εμπόρευμα δεν είχε παραδοθεί στην εταιρεία. Θα μπορούσε εδώ να επισημανθεί ότι η παράδοση του εμπορεύματος στον ενάγοντα αποτελεί προϋπόθεση πληρωμής της εγγύησης από την Τράπεζα στην αιτήτρια.

Οι παράγραφοι 7 και 8 περιέχουν τους ισχυρισμούς για απάτη. Τους παραθέτω διατηρώντας και την ορθογραφία του κειμένου:

"7. Μετά τα πιο πάνω ακολούθησε αρκετή αλληλογραφία μεταξύ των εναγομένων 1 και της εν λόγω εταρείας, δια την επίλυση του προβλήματος που αντιμετόπιζαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

8. Πρόσφατα έχω πληροφορηθεί από την τράπεζά μου, εναγόμενους 2, ότι ο εναγόμενος 1 παρουσίασε σε αυτούς, πλαστογραφημένα και/ή ψευδή τιμολόγια με τα ίδια στοιχία πλην του ονόματος, ως τα τιμολόγια τα οποία εξέδωσαν προς την εταιρεία SILVERCO TRADING LTD δια τα δύο πιο πάνω αναφερόμενα εμπορευματοκιβώτια, (τεκμ. 2Α και 2Β), στα οποία όμως ως αγοραστής φένεται το όνομά μου. Επισυνάπτω αντίγραφα ως ΤΕΚΜ 6Α και 6Β."

 

Είναι η υπόθεση της αιτήτριας ότι ο ενάγων ήταν ο πραγματικός αγοραστής, αλλά της ζήτησε να εκδίδει τα τιμολόγια για τα εμπορεύματα σε άλλες υπεράκτιες εταιρείες που ίδρυσε στην Κύπρο, όπως η Silverco Trading Ltd. Ο μάρτυρας της αιτήτριας αναφέρει, πιο συγκεκριμένα, ως προς το τι ακριβώς έγινε, στην παράγραφο 10:

"Σύμφωνα με την ανωτέρω διευθέτηση μας εσυμφωνήθη μεταξύ των διαδίκων ότι θα εκδίδοντο για το ίδιο φορτίο τιμολόγια επ' ονόματι του Καθ' ου η Αίτηση ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που θα ήταν υπεύθυνο για την πληρωμή του τιμήματος ως και τιμολόγια επ' ονόματι της συγκεκριμένης υπεράκτιας Εταιρείας που θα εχρησιμοποιούσε ο Καθ' ου η Αίτηση για να εισάξει τα εν λόγω εμπορεύματα στην Ουκρανία προφανώς για να αποφύγει ο Καθ' ου η Αίτηση ως Ουκρανός που ήταν την βαρειά φορολογία που επιβάλλεται."

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως το εμπόρευμα παραδόθηκε στον αιτητή, ως η συμφωνία τους, την 17/12/97. Εξουσιοδοτημένος υπάλληλος της εταιρείας Silverco Trading Ltd., παρέλαβε δύο φορτωτικές εκ μέρους του ενάγοντα. Η Τράπεζα, που ας υπομνησθεί είναι η εναγόμενη 2 στην αγωγή, στην οποία παρουσιάστηκαν, όπως υπάρχει ισχυρισμός, όλα τα έγγραφα, για τα οποία γίνεται πρόβλεψη στην εγγυητική, επρόκειτο να πληρώσει στις 16/3/98 την αξία των εμπορευμάτων. Αλλά εμποδίστηκε με το επίδικο διάταγμα της ίδιας ημερομηνίας.

Είναι τέλος ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το διάταγμα έχει καταστρεπτικές συνέπειες γιαυτή. Μας τις περιγράφει ο Δρ. Reckendorfer στην παράγραφο 19 της βεβαίωσης του. Εντοπίζονται κυρίως στο ότι χωρίς την άμεση πληρωμή του ποσού της εγγυητικής η αιτήτρια δεν μπορεί να εξοφλήσει την προμηθεύτρια αμερικανική εταιρεία Philip Morris. Με αποτέλεσμα να υπάρξει κίνδυνος να απωλέσει την αντιπροσωπεία που έχει για τα προϊόντα της εν λόγω εταιρείας. Παράλληλα θα υποστεί βλάβη η επαγγελματική της φήμη.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας με παρέπεμψε εν πρώτοις στο σύγγραμμα του Mark S.W. Hoyle "The Mareva Injunction and Related Orders" (1989) 2η έκδοση, σελ. 96-98, για να ενισχύσει την εισήγηση του πως δε χωρεί επέμβαση με ex parte διατάγματα, που παρεμποδίζουν την άμεση εκτέλεση εγγυητηρίου της μορφής που δόθηκε στην αιτήτρια. Είναι ορθό πως η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων εναντίον Tραπεζών δεν είναι συνήθης. Γιατί υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη συνηθισμένη εγγύηση και την εγγύηση γνωστή ως demand guarantee, που έχουμε εδώ. Στην πρώτη περίπτωση ο εγγυητής ευθύνεται μόνο σε περίπτωση παράλειψης εκτέλεσης υποχρέωσης του οφειλέτη, που πρέπει να αποδειχθεί αν δεν είναι παραδεκτή. Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει υποχρέωση συμμόρφωσης αφότου ζητηθεί πληρωμή, δεδομένoυ ότι τηρήθηκαν οι όροι παραχώρησης της εγγύησης.

Είναι εντούτοις αναμφισβήτητο ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία παροχής προσωρινής προστασίας και στην περίπτωση των demand guarantees παρόλο που φειδωλεύονται στην άσκηση της. Η περιορισμένη αυτή εξουσία έχει οριοθετηθεί από την υπόθεση Bolivinter Oil SA v. Chase Manhattan Bank NA (1984) 1 Lloyd's Rep 251. Eξαίρεση αποτελεί σαφώς η περίπτωση εξαπάτησης. Διαφωτιστική στο θέμα είναι η απόφαση του Λόρδου Diplock στη United City Merchants (Investments) Ltd v. Royal Bank of Canada (1983) 1 AC 168, 183:

"To this general statement of principle as to the contractual obligations of the confirming bank to the seller, there is one established exception: that is, where the seller, for the purpose of drawing on the credit, fraudulently presents to the confirming bank documents that contain, expressly or by implication, material representations of fact that to his knowledge are untrue."

Η υπόθεση Bolivinter Oil, ανωτέρω, ήταν περίπτωση απαγορευτικού διατάγματος πληρωμής απευθυνόμενου σε Τράπεζα. Είναι όμως δυνατή και η έκδοση διατάγματος που απαγορεύει στο δικαιούχο την ανάληψη του ποσού της εγγύησης: Themehelp Ltd v. West (1995) 4 All ER 215. Συνεπώς υπάρχει υλική δικαιοδοσία για διατάγματα όπως ακριβώς αυτά που εκδόθηκαν στην παραπάνω αγωγή.

Η υπόθεση ωστόσο συζητήθηκε και από μια άλλη σκοπιά στην οποία βασικά ο δικηγόρος της αιτήτριας έριξε το βάρος των επιχειρημάτων του, πως σημειώθηκε υπέρβαση δικαιοδοσίας. Έγινε επίκληση στις διατάξεις του άρθρ. 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, που επιτρέπει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση υπό την προϋπόθεση όμως να παραμείνουν σε ισχύ μόνο για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για να επιτευχθεί επίδοση στους ενδιαφερομένους.

Ο συνήγορος είπε πως η διεύθυνση της αιτήτριας ήταν γνωστή στον ενάγοντα διότι αναγράφεται τόσο στην αγωγή του όσο και την ex parte αίτηση με βάση την οποία εξασφάλισε τα διατάγματα. Και ήταν δυνατό να επιδοθεί σε συντομότερο χρόνο. Η περίοδος των 3 εβδομάδων, που όρισε το δικαστήριο (16/3/98-6/4/98) σε συνδυασμό με τις καταστροφικές συνέπειες του διατάγματος για την αιτήτρια, παραβιάζουν τις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις. Όπως καταλαβαίνω την πρόταση αυτή, ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών δημιουργεί εξαιρετικές περιστάσεις και καθιστούν δικαιολογημένη την άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 155.4 του Συντάγματος.

Ο κανόνας που επιτρέπει τη χρήση προνομιακών διαταγμάτων στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι διατάξεις του άρθρ. 9(3), έχει διατυπωθεί στη σύνοψη της αίτησης Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, ως εξής:

"(α) Για να χορηγηθεί άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού διατάγματος πρέπει ο αιτητής να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο θέμα και, όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά διαδικασία έφεσης, ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

(β)............................................................................"

Ο δικηγόρος της αιτήτριας αναφέρθηκε σε ορισμένες υποθέσεις στις οποίες κρίθηκε, από άλλους αδελφούς δικαστές, πως η καθυστέρηση (15 ή 21 ημερών) στον ορισμό του διατάγματος για επίδοση στον επηρεαζόμενο αποτελούσε αιτία για παραχώρηση άδειας. Οι συνθήκες όμως ήταν διαφορετικές. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568, δεν υπάρχει προκαθορισμένο χρονικό όριο που συνιστά κανόνα απαράβατο. Για παράδειγμα, στην αίτηση αρ. 26/96 της Aeroflot Russian International Airlines, ημερ. 9/2/96 (περίοδος 21 ημερών), ο Καλλής Δ. έδωσε όντως άδεια. Τα γεγονότα όμως διαφοροποιούνται εντυπωσιακά. Η παραπάνω αεροπορική εταιρεία εμποδίστηκε με διάταγμα mareva να χειρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο τα κεφάλαια της εντός δικαιοδοσίας έτσι ώστε να μη μειωθούν κάτω του ποσού των 5.744.000 δολλαρίων Αμερικής. Ήταν βέβαιο ότι η εταιρεία θα παρέλυε κυριολεκτικά γιατί δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στοιχειώδεις καθημερινές ανάγκες όπως, λ.χ., τις πληρωμές μισθών, ενοικίων, τηλεφώνων, ηλεκτρισμού και άλλα απαραίτητα έξοδα. Και βέβαια κατέστη προβληματική η διενέργεια πτήσεων, που κινδύνευαν να τερματιστούν οριστικά.

Έχω ήδη αναφέρει τι η αιτήτρια και ο δικηγόρος της θεωρούν καταστρεπτικές επιπτώσεις. Είναι φανερό πως είναι εντελώς διαφορετικής υφής από εκείνες των περιπτώσεων που υπαγόρευσαν τη χορήγηση άδειας. Δε θεωρώ ότι, υπό τις συνθήκες, το διάστημα που δόθηκε για επίδοση ήταν τέτοιο που να δικαιολογεί την καταφυγή σε προνομιακά διατάγματα. Η υπόθεση είναι ήδη ορισμένη σήμερα στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Και αναμένεται φυσικά η ταχεία εκδίκαση της. Η αιτήτρια θα έχει την ευκαιρία να θέσει όλα τα επιχειρήματα της. Σε περίπτωση που δε δικαιώνεται υπάρχει ένδικο μέσο στη διάθεση της. Δε θα ήταν άσχετο στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αρ.6329/95 Rayna Enterprises Limited v. The Red Telephone Co. Ltd & άλλη ημερ. 29/2/96, που ήταν δικηγόρος των εναγομένων πάλιν ο κ. Πίττας, την οποία μου παρέθεσε ο ίδιος. Ο δικαστής Πασχαλίδης, ύστερα από ανάλυση των νομικών δεδομένων, που αφορούσαν σε πιστωτική επιστολή (letter of credit), ακύρωσε διάταγμα ex parte, που εξέδωσε, με το οποίο απαγορεύθηκε αρχικά η πληρωμή με βάση την πιστωτική επιστολή.

Για τους λόγους που εξέθεσα δε δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας. Η αίτηση για το σκοπό αυτό απορρίπτεται.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

 

/Kασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο