ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 736
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση Αρ. 19/98
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Επί τοις αφορώσι την Αίτηση της εταιρείας EVAND PROMOTIONS LTD, του Ανδρέα Πάπαδου, του Κώστα Πάπαδου, της Αγγελικής Πάπαδου άλλως ΄Αντζης Λουπέσκου, και της εταιρείας ΙΚΑΡΙΑΣ ΑΠΑΡΤΜΕΝΤΣ ΛΤΔ, δι΄ άδεια όπως αιτηθούν Διατάγματα CERTIORARI & MANDAMUS
και
Επί τοις αφορώσι την απόφαση η οποία εξεδόθη υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην Αγωγή υπ΄ αριθ. 431/92 την 27η Μαΐου 1996
_ _ _ _ _ _ _ _
27 Απριλίου, 1998
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους Αιτητές: Κος. Κ. Ταλαρίδης.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν να τους χορηγηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση:-
(1) Διατάγματος "Certiorari" προς το σκοπό ακυρώσεως αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 27/5/1995, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των αιτητών-εναγομένων, με την οποία ζητούσαν διάταγμα του Δικαστηρίου (injunction), με το οποίο να αποκλείονται και ή παρεμποδίζονται οι δικηγόροι Ιωάννης Μαυρονικόλας και Κώστας Δημητριάδης και το δικηγορικό γραφείο Μαυρονικόλα, Δημητριάδη και Σία από του να αντιπροσωπεύουν και ή ενεργούν ως δικηγόροι του καθ΄ ου η αίτηση-ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 431/92, και,
(2) Διατάγματος "Mandamus" προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, όπως ακούσει και αποφασίσει επί της ουσίας την αίτηση των αιτητών-εναγομένων, με την οποία ζητούσαν διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να αποκλείονται και ή παρεμποδίζονται οι δικηγόροι Ιωάννης Μαυρονικόλας και Κώστας Δημητριάδης και το δικηγορικό γραφείο Μαυρονικόλα, Δημητριάδη και Σία από του να αντιπροσωπεύουν και ή ενεργούν ως δικηγόροι του καθ΄ ου η αίτηση-ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 431/92.
Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την αίτηση είναι τα ακόλουθα.
Στις 10/1/1995, οι δικηγόροι των εναγομένων στην Αγωγή Aρ. 431/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, καταχώρησαν στο Δικαστήριο αίτηση δια κλήσεως (application by summons), με την οποία ζητούσαν διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να αποκλείονται και ή παρεμποδίζονται οι δικηγόροι Ιωάννης Μαυρονικόλας και Κώστας Δημητριάδης και το δικηγορικό γραφείο Μαυρονικόλα, Δημητριάδη και Σία από του να αντιπροσωπεύουν και ή ενεργούν ως δικηγόροι του ενάγοντα στην αγωγή.
Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης ήταν ότι οι εν λόγω δικηγόροι του ενάγοντα, ως δικηγόροι των εναγομένων 1 και 2 στο παρελθόν, έγιναν κτήτορες εμπιστευτικών πληροφοριών τις οποίες χρησιμοποίησαν εναντίον των εναγομένων κατά την έγερση της υπό εκδίκαση αγωγής και θα τις χρησιμοποιούσαν, επίσης, κατά τον περαιτέρω χειρισμό της αγωγής με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται η δικαία ή, άλλως, χρηστή (fair) εκδίκαση της υποθέσεως.
Το νομικό υπόβαθρο της αίτησης ήταν:-
(α) ΄Οσον αφορά το δικονομικό μηχανισμό εγέρσεως του θέματος, ως δικονομικό δηλαδή υπόβαθρο, η Δ.48 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
(β) ΄Οσον αφορά τον ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ως ουσιαστικό δηλαδή υπόβαθρο, το γενικό δίκαιο αναφορικά με την προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών, οι εξουσίες του Δικαστηρίου να ελέγχει τη διαγωγή των δικηγόρων ως λειτουργών της δικαιοσύνης, οι Κανονισμοί 10(1) και 11 των Περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 1996, η εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει την ενώπιόν του διαδικασία και η εγγενής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
(γ) ΄Οσον αφορά την αιτουμένη θεραπεία, το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ. 2) του 1997 το οποίο παρέχει στα Δικαστήρια την εξουσία να εκδίδουν απαγορευτικά διατάγματα.
Στην αίτηση καταχωρήθηκε γενική ένσταση από τους δικηγόρους των εναγόντων ότι αυτή ήταν νομικά αστήρικτη και το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία ή δικαιοδοσία να επιληφθεί του ζητήματος.
Στις 27/5/1996 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν δικονομικά δυνατή η υποβολή ενδιάμεσης αίτησης στην εκκρεμούσα αγωγή με αίτημα
τον αποκλεισμό των δικηγόρων των εναγόντων για τους λόγους που προβλήθηκαν, και, επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να υπεισέλθει στην ουσία του ζητήματος μέσα στα πλαίσια τέτοιας αίτησης.
Στις 4/6/1996 οι δικηγόροι των εναγομένων καταχώρησαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο (Αίτηση Αρ. 100/96) με την οποία ζητούσαν να τους χορηγηθεί άδεια για καταχώριση αιτήσεως για έκδοση διαταγμάτων "Certiorari" και "Mandamus" εναντίον της αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 7/6/1996, οι ίδιοι οι δικηγόροι καταχώρησαν και την Πολιτική ΄Εφεση 9709 εναντίον της ιδίας αποφάσεως.
Την 1/7/1996, αφού άκουσε την αίτηση, το Ανώτατο Δικαστήριο χορήγησε την αιτηθείσα άδεια, και, ακολούθως, καταχωρήθηκε αίτηση για την έκδοση των διαταγμάτων
"Certiorari" και "Mandamus" (Αίτηση Αρ. 130/96).Στις 19/11/1996, το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού πληροφορήθηκε για την εκκρεμότητα της ΄Εφεσης Αρ. 9709, απέρριψε αίτηση για την έκδοση των διαταγμάτων με το αιτιολογικό ότι η συνύπαρξη της έφεσης με την ενώπιόν του διαδικασία συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Την 21/1/1998, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε και την ΄Εφεση Αρ. 9709 με το αιτιολογικό ότι η εκκαλούμενη απόφαση, ως μη καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 25(3) των Περί Δικαστηρίων Νόμων, δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης.
Στις 17/3/1998, οι δικηγόροι των εναγομένων επανήλθαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με την παρούσα αίτηση.
Το κύριο ερώτημα, από την απάντηση στο οποίο θα κριθεί και η τύχη της αίτησης, είναι κατά πόσο ήταν ή όχι δικονομικά επιτρεπτό για το Δικαστήριο, μέσα στα πλαίσια των δικονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Κύπρο σε πολιτικές υποθέσεις, να επιληφθεί της ουσίας της αίτησης, αν αυτό δηλαδή είχε τη δικαιοδοσία, μέσα στα πλαίσια της ενδιάμεσης αίτησης που του υποβλήθηκε βάσει της Δ.48 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, να επιληφθεί και αποφασίσει το αίτημα για τον αποκλεισμό των δικηγόρων των εναγόντων για τους λόγους που προβλήθηκαν και, ακολούθως, σε περίπτωση θετικής απόφασης, να παράσχει, πάντοτε μέσα στα ίδια δικονομικά πλαίσια, τη θεραπεία που ζητήθηκε.
Επειδή το ερώτημα είναι καθαρά νομικό θα προχωρήσω στην εξέτασή του.
Κατά την ενώπιόν μου διαδικασία έγινε εκτενής αναφορά σε τρεις αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων. Στην υπόθεση
Rakusen v. Ellis Munday & Clarke (1912) 1 Ch. D. 831, στην υπόθεση Supasave Retail v. Coward Chance (a firm) and others και David Lee and Co. (Lincoln) Ltd. v. Coward Chance (a firm) and others (1991) 1 All E.R. 668, και στην υπόθεση Re a firm of solicitors (1992) 1 All E.R. 353.Στη θεμελιακή υπόθεση
Rakusen αποφασίστηκε ότι δεν υπάρχει γενικός νομικός κανόνας ότι δικηγόρος που ενήργησε για κάποιο πρόσωπο, είτε πριν είτε μετά την έναρξη της δίκης, δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να ενεργήσει για την άλλη πλευρά. Αν, όμως, το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι, σε τέτοια περίπτωση, δυνατόν να προκύψει βλάβη για το εν λόγω πρόσωπο, τότε ο δικηγόρος είναι δυνατόν να εμποδισθεί με απαγορευτικό διάταγμα από του να ενεργήσει για την άλλη πλευρά. Η κύρια διαφορά στην υπόθεση αφορούσε παράνομη απόλυση που ακουόταν στα πλαίσια διαιτησίας. Το αίτημα για παραμερισμό των δικηγόρων δεν υποβλήθηκε με ενδιάμεση αίτηση εντός της κυρίας διαφοράς, πράγμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να γίνει μέσα στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά με εναρκτήρια κλήση (originating summons) που καταχωρήθηκε στο Chancery Division του High Court με διάδικους τον αιτητή και τους πρώην δικηγόρους του.Στην υπόθεση
Supasave, το ίδιο Δικαστήριο επανέλαβε και εφάρμοσε την αρχή της υπόθεσης Rakusen αναφορικά με την ουσία του ζητήματος. Διαδικαστικά τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής. Το 1986 οι ενάγουσες εταιρείες, μέσω των εκκαθαριστών τους ήγειραν αγωγή εναντίον ενός συνεταιρισμού δικηγόρων, ενός συνεταιρισμού λογιστών και ενός από τους συνεταίρους λογιστές για συμμετοχή σε δόλια παράβαση καθήκοντος εμπιστοσύνης από δύο διευθυντές των εταιρειών. Ο εναγόμενος λογιστής και ο συνεταιρισμός των λογιστών ανέθεσαν την υπεράσπισή τους σε ένα συνεταιρισμό δικηγόρων. Αργότερα ο συνεταιρισμός αυτός ενώθηκε με άλλο συνεταιρισμό δικηγόρων, ο δε εναγόμενος λογιστής έπαυσε να εκπροσωπείται από τον τελευταίο συνεταιρισμό. Στη συνέχεια ο συνεταιρισμός αυτός, εκκρεμούσης της αγωγής, το 1990, ενώθηκε με το συνεταιρισμό των δικηγόρων των δύο εναγουσών εταιρειών, οπότε προέκυψε το ζήτημα κατά πόσο ο συνεταιρισμός αυτός, που προήλθε από τη συνένωση τριών συνεταιρισμών δικηγόρων, μπορούσε να συνεχίσει να ενεργεί εκ μέρους των εναγουσών εταιρειών. Οι ενάγουσες εταιρείες, μέσω των εκκαθαριστών τους, με ειδοποίηση αιτήματος (notice of motion) ζήτησαν από το Δικαστήριο (i) οδηγίες κατά πόσο, συγκεκριμένοι δικηγόροι που κατονομάζονταν, μπορούσαν δεοντολογικά να συνεχίσουν να ενεργούν και ή να λαμβάνουν οδηγίες από τις ενάγουσες, πάντοτε μέσω των εκκαθαριστών τους, στη διαδικασία, και (ii) σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, διαταγή (order) όπως οι εν λόγω δικηγόροι συνεχίσουν να ενεργούν για τις ενάγουσες. Εκ συμφώνου μεταξύ των μερών, και αυτό έχει, κατά την άποψη μου, σημασία για την ορθή απάντηση στο δικονομικό ερώτημα που εξετάζω, το ζήτημα έτυχε χειρισμού από το Δικαστήριο ως εάν να είχαν καταχωρηθεί pro-forma (κατά την προδιαγεγραμμένη δηλαδή διαδικασία) ειδοποιήσεις αιτήματος ή εναρκτήριες κλήσεις με αίτημα την έκδοση διατάγματος (injunction) με το οποίο να απαγορεύεται στο συγχωνευθέντα συνεταιρισμό να συνεχίσει να ενεργεί για τους εκκαθαριστές των δύο εταιρειών.Στην υπόθεση
Re a firm of solicitors, όσον αφορά την ουσία του ζητήματος, εφαρμόσθηκε και πάλιν η αρχή της υπόθεσης Rakusen ενώ, παράλληλα, εξετάστηκε και η υπόθεση Supasave. Η διαδικασία όμως που ακολουθήθηκε για τον παραμερισμό του συνεταιρισμού των δικηγόρων από την κύρια αγωγή δεν ήταν εκείνη της καταχώρισης ενδιάμεσης αίτησης στην κύρια αγωγή. Το αίτημα υποβλήθηκε με εναρκτήρια κλήση στην οποία διάδικοι ήσαν οι αιτητές και ο συνεταιρισμός των δικηγόρων εναντίον του οποίου επιδιώκετο η έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος.Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών παρέθεσε προς υποστήριξη της θέσεώς του και αριθμό αποφάσεων Δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την ανάγνωση των αποφάσεων αυτών προκύπτει ότι, όπως και στην Αγγλία, με περισσότερη μάλιστα ευκολία, τα εκεί δικαστήρια συχνά παρεμβαίνουν και απαγορεύουν σε δικηγόρους να χειρίζονται υποθέσεις εκ μέρους ενός διάδικου όταν, λόγω του ότι αυτοί διετέλεσαν δικηγόροι του αντιδίκου ή για παρόμοιο λόγο, περιήλθαν σε γνώση τους εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν ή έχουν σχέση με την υπόθεση του αντιδίκου. Από δικονομικής όμως πλευράς, δεν είναι σαφής ο τρόπος της παρέμβασης εφ΄ όσον, όπως φαίνεται, υπάρχει σωρεία δικονομικών διατάξεων οι οποίες είναι εντελώς άγνωστες ή διαφορετικές από εκείνες που εφαρμόζονται τόσο στο δικό μας δικονομικό σύστημα όσο και σ΄ εκείνο της Αγγλίας. Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της παρούσας αίτησης, θα αγνοήσω τις αποφάσεις αυτές ως μη υποβοηθητικές.
΄Ερχομαι τώρα στη δική μας δικονομία.
Ενδιάμεσες αιτήσεις καταχωρούνται μέσα στα πλαίσια κυρίων αγωγών βάσει της Δ.48 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Η απλή επίκληση της Δ.48 δεν παρέχει αφ΄ εαυτής δικαίωμα καταχώρισης οποιασδήποτε αίτησης. Η Δ.48 διαγράφει μόνο το δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να υποβληθεί μία ενδιάμεση αίτηση εφ΄ όσον αυτή έχει ως νομικό υπόβαθρο ειδικό άρθρο του Νόμου ή ειδικό Θεσμό (specific section of the Law or specific Rule of Court). ΄Οπως τονίστηκε στην υπόθεση Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1965, με αναφορά στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου
Kouppa and another v. Vassiliades (1981) 1 J.S.C. 120, σε ενδιάμεση αίτηση ο καθορισμός του νομικού βάθρου, με αναφορά στο ειδικό άρθρο ή άρθρα της νομοθεσίας και ή τον ειδικό θεσμό ή τους θεσμούς που το στοιχειοθετούν, παρέχοντας την απαραίτητη δικαιοδοσία στο δικαστή, αποτελεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.48 Θ.1, όρο απαράβατο για την έγκυρη χρήση του δικονομικού αυτού μέτρου (βλ., επίσης, Ματθαίου κ.α.΄Ανιφτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 529). Εξ΄ άλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η λεγόμενη εγγενής ή, άλλως, σύμφυτη εξουσία (inherent power) του δικαστηρίου, η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το Δικαστήριο και τις ανάγκες της ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου, δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου που προσδιορίζεται από την αναγκαιότητα της ίδιας της ύπαρξής της ούτε, κατά κανόνα, αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς. Με άλλα λόγια, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, εκεί όπου δεν υπάρχει ειδική πρόνοια, είτε στο νόμο είτε στους θεσμούς, δεν μπορεί, κατά κανόνα, να αποτελέσει από μόνη της, με την απλή επίκλησή της, αυτοδύναμη δικαιοδοτική βάση για ένα συγκεκριμένο διάβημα. Κατ΄ εξαίρεση, απλή επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η τυχόν άρνηση εξουσίας ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος διαδίκου. (Βλ., Markides Europa v. Vassos Eliades Ltd. (1984) 1 C.L.R. 189, όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109.)Στην προκείμενη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η ενδιάμεση αίτηση στρέφεται εναντίον προσώπων τα οποία δεν είναι διάδικοι στην αγωγή, ήτοι των δικηγόρων, είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει ειδική πρόνοια, είτε στη νομοθεσία είτε στους θεσμούς, που να παρέχει εξουσία ή δικαιοδοσία στο δικαστήριο να αποκλείει δικηγόρο της επιλογής ενός διαδίκου για τους λόγους που προβλήθηκαν από τους αιτητές. Από δε τις αγγλικές αποφάσεις που παρατέθηκαν δεν φαίνεται να εκπηγάζει νομολογιακή αρχή ουσιαστικού δικαίου
τέτοιας εμβέλειας ώστε να αίρει την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης ειδικής πρόνοιας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την έγκυρη προσφυγή στο ένδικο βοήθημα της ενδιάμεσης αίτησης βάσει της Δ.48. Εξ΄ άλλου, και τούτο είναι αναντίλεκτο, δεν προκύπτει θέμα αποστέρησης συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος διαδίκου.΄Εχοντας ως βάση τα πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ορθά το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, μη δεχόμενο ότι είχε εξουσία ή δικαιοδοσία, μέσα στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης, να υπεισέλθει και εξετάσει το αίτημα στην ουσία του, εφ΄ όσον δεν του παρετέθη, αλλά ούτε και υπήρχε, ειδική πρόνοια, είτε στη νομοθεσία είτε στους θεσμούς, η οποία να του παρέχει την εξουσία ή δικαιοδοσία, με διάταγμα (injunction), να αποκλείει, και μάλιστα χωρίς αυτός να είναι διάδικος, το δικηγόρο της επιλογής ενός διαδίκου για τους λόγους που προβλήθηκαν, ενώ, ταυτόχρονα, δεν εγειρόταν θέμα ασκήσεως σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου.
Η απόφαση όμως του Δικαστηρίου είναι ορθή και για άλλο λόγο. Τυχόν ανάληψη δικαιοδοσίας επί του αιτήματος των δικηγόρων των εναγομένων θα έσυρε αναγκαστικά τους δικηγόρους του ενάγοντα στην αγωγή στο εδώλιο του μάρτυρα στην ενδιάμεση αίτηση για να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς των εναγομένων, και τούτο χωρίς τα εχέγγυα μίας ολοκληρωμένης δίκης, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Μαχλουζαρίδη, ενώ, παράλληλα, θα οδηγούσε και στην παραβίαση της νομικής αρχής ότι είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του δικηγόρου και του μάρτυρα στην ίδια υπόθεση για οποιοδήποτε ζήτημα (βλ.
In Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329 και Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356).Η θέση ότι το ζήτημα του αποκλεισμού των δικηγόρων δεν μπορούσε δικονομικά να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης βάσει της Δ.48 ενισχύεται, πιστεύω, και από τις αγγλικές αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως. Στην υπόθεση
Rakusen δεν παύει να είναι γεγονός ότι το ζήτημα του αποκλεισμού των δικηγόρων ήχθη στο δικαστήριο με εναρκτήρια κλήση. Τούτο είναι, κατά την άποψή μου σημαντικό, ανεξάρτητα του ότι το ίδιο ζήτημα δεν ήταν δυνατό να είχε εγερθεί με ενδιάμεση αίτηση εντός της κυρίας διαφοράς εφ΄ όσον αυτή ακουόταν στα πλαίσια διαιτητικής διαδικασίας. Στην υπόθεση Supasave το ζήτημα έτυχε χειρισμού από το δικαστήριο ως εάν να είχαν καταχωρηθεί pro-forma ειδοποιήσεις ή εναρκτήριες κλήσεις. Τούτο όμως έγινε ύστερα από συμφωνία των μερών. Αν είχε προβληθεί δικονομική ένσταση, όπως έγινε στη δική μας περίπτωση, δεν φαίνεται ότι το δικαστήριο θα προχωρούσε στην εξέταση της ουσίας του ζητήματος. Τέλος, στην πιο πρόσφατη απόφαση Re a firm of solicitors, είναι καθαρό ότι το αίτημα για παραμερισμό του συνεταιρισμού των δικηγόρων δεν υποβλήθηκε με ενδιάμεση αίτηση στην κυρία αγωγή αλλά με ανεξάρτητη εναρκτήρια κλήση. Το γεγονός ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε οι αιτητές ούτε, βεβαίως, οι δικηγόροι ήσαν διάδικοι στην κύρια αγωγή δεν διαφοροποιεί, κατά την άποψή μου, την ουσία του πράγματος.Σε αίτηση για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για διάταγμα
"Certiorari", ο αιτητής πρέπει να ικανοπoιήσει το Δικαστήριο ότι έχει "εκ πρώτης όψεως" υπόθεση και/ή ότι υπάρχει "συζητήσιμο ζήτημα" υπό την έννοια που αποδόθηκε στις φράσεις αυτές στις υποθέσεις Sidnell v. Wilson (1966) 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police (1983) 2 All E.R. 254, οι οποίες, υποθέσεις, υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Στην In re Kakos νομολογήθηκε, επίσης, ότι όταν το θέμα είναι καθαρά νομικό και μπορεί, όπως στην προκείμενη περίπτωση, να εξετασθεί και επιλυθεί εις βάρος του αιτητή, δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση. (Βλ. και υπόθεση Αχιλλέα Κορέλλη, Αίτηση Αρ. 123/97, 14/11/97, υπό Καλλή, Δ. .)Η αίτηση απορρίπτεται.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΜΝ