ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 141
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9702
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών
1. Ανδρέας Ιωάννου,
2. Γεώργιος Μαραγκάκη,
Εφεσείοντες
- ν. -
Μάριου Μιχαήλ,
Εφεσίβλητου
---------------------------
26 Ιανουαρίου 1998
Για τους εφεσείοντες: Α. Δράκος.
Για τον εφεσίβλητο: Π. Πίττα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Τίθεται με αυτή την έφεση ως μόνο ζήτημα το κατά πόσο ήταν ή όχι δικαιολογημένη η απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στους εφεσείοντες, στον πρώτο ως οδηγό και στον δεύτερο εκ προστήσεως, για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τα πρωτόδικα ευρήματα, που δεν προσβλήθηκαν, είναι απλά και μπορεί να εκτεθούν με συντομία. Στις 15 Οκτωβρίου 1990, αρθρωτό όχημα μεταφοράς αυτοκινήτων το οποίο ανήκε στον 2ο εφεσείοντα και που οδηγείτο από τον 1ο, ξεφόρτωσε σε αποθήκη αποταμίευσης η οποία βρισκόταν παρά τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. Πρόσβαση υπήρχε από πάροδο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με κατεύθυνση προς Λεμεσό. Βράδιασε και ο χώρος της αποθήκης, που θα πρόσφερε δυνατότητα στροφής του αρθρωτού, έκλεισε. Οι εφεσείοντες ανέλαβαν τότε το επικίνδυνο εγχείρημα εξόδου του αρθρωτού από την πάροδο στο δρόμο προς τα πίσω. Ο 2ος εφεσείων, που φορούσε άσπρο πουκάμισο, στεκόταν στο δρόμο για καθοδήγηση του οδηγού σε μια προσπάθεια μείωσης του κινδύνου. Το αρθρωτό είχε αναμμένο φάρο στο άνω μπροστινό μέρος και αντανακλαστήρες στις πλευρές. Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι στα ευρήματα του το δικαστήριο σημειώνει σχετικά τα εξής:
"Τα φώτα πάνω στο ίδιο το όχημα ήταν δυνατό να εκληφθούν από κάποια απόσταση ως μέρος της φωταψίας που υπήρχε στην περιοχή."
Ο φωτισμός στη σκηνή ήταν λιγοστός: περιοριζόταν σε λαμπτήρα χαμηλής έντασης σε πάσσαλο στη μια γωνιά της παρόδου. Το αρθρωτό εξήλθε στο δρόμο εγκαρσίως καταλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρο το πλάτος του καταστρώματος. Θα εκινείτο ακολούθως μπροστά για να ευθυγραμμιστεί. Δεν πρόλαβε όμως. Ο εφεσίβλητος σε εκείνο το στάδιο οδηγούσε το αυτοκίνητο του προς Λεμεσό με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε την επιτρεπομένη των 80 χ.α.ω. και πλησίαζε το σημείο όπου τον δρόμο απέφρασσε ο όγκος του αρθρωτού. Ο δρόμος ήταν ευθύς και ανηφορικός. Η ραγδαία εξέλιξη της σύγκρουσης μεταξύ των δύο οχημάτων περιγράφεται με σαφήνεια στα διατυπωθέντα ευρήματα. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή:
"Βρισκόταν σε στάδιο επιτάχυνσης όταν αντίκρυσε σε απόσταση 100 μ. μπροστά του, πρώτα ένα άτομο με άσπρο πουκάμισο να φεύγει στα αριστερά και αμέσως μετά, σε κλάσμα δευτερολέπτου, το αρθρωτό όχημα που βρισκόταν ακριβώς πίσω του, να του φράσσει το δρόμο. Στη θέα του ασπροντυμένου ανθρώπου ελάττωσε ενστικτωδώς ταχύτητα. Στη θέα του αρθρωτού οχήματος την αμέσως επόμενη στιγμή, εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του. Δυστυχώς όμως επήλθε βίαιη η σύγκρουση των δύο οχημάτων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ότι αφενός ο φωτισμός δεν παρείχε εν προκειμένω ένδειξη περί του κινδύνου γιατί θα μπορούσε εύλογα να εκληφθεί ως μέρος του φωτισμού της περιοχής, και ότι αφετέρου η προσοχή του εφεσίβλητου ήταν φυσικό να συγκεντρωθεί στον άνθρωπο - 2ο εφεσείοντα - που κινήθηκε από τον δρόμο προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα τη μη λήψη δραστικών μέτρων προς αποφυγή του αρθρωτού οχήματος ενωρίτερα. Γι΄ αυτό και κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.
Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το οποίο, κατά τη γνώμη μας, έλαβε υπόψη επαρκώς όλες τις πτυχές της πραγματικότητας υπό το φως της οποίας καθορίζεται τί είναι εκείνο που αναμένεται, όχι από τον ιδανικό, αλλά από τον μέσο συνετό οδηγό. Όπως αναφέρθηκε στη Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 178:
"Οι εκατέρωθεν παραλείψεις συνεκτιμούνται όχι μικροσκοπικά αλλά από την πλατιά γωνία του μέσου συνετού πολίτη, όπως επεξηγείται στις υποθέσεις Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25 και Polykarpou v. Adamou (1988) 1 C.L.R. 727."
Καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος για επέμβαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ