ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 55
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ 100/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Επί τοις αφορώσι τους ανήλικους Κωνσταντίνο και Ελένη Λοΐζου
από τη Θεσσαλονίκη διαμένοντες στην Πάφο
και
Επί τοις αφορώσι την αίτηση της Ασπασίας Καλφοπούλου ως μητέρας,
νόμιμης κηδεμόνος και πλησιέστερης φίλης των ανωτέρω ανηλίκων
Κωνσταντίνου και Ελένης Λοΐζου για έκδοση διατάγματος
Habeas Corpus and Subjicien
dum σε σχέση με τα ειρημέναανήλικα τέκνα της Κωνσταντίνου και Ελένης Λοΐζου
-------------------------------------
21 Ιανουαρίου 1998
Για την Αιτήτρια: κα Ε. Βραχίμη με κ. Λ. Βραχίμη.
Για την Καθ'ης η Αίτηση: κ. Α. Ευτυχίου.
Για το Γενικό Εισαγγελέα: κα Λ. Ζαννέτου.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια (μητέρα) ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η Νίκη Λοΐζου (γιαγιά) από την Πάφο να παρουσιάσει τα ανήλικα παιδιά της αιτήτριας Κωνσταντίνο (ηλικίας σήμερα 13 χρονών και 11 μηνών) και Ελένη Λοΐζου (ηλικίας σήμερα 12 χρονών και 11 μηνών) στο Ανώτατο Δικαστήριο για να παραδοθούν στην αιτήτρια.
(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα της υπόθεσης σε μεγάλο βαθμό είναι αδιαμφισβήτητα. Η αιτήτρια που κατάγεται από την Ελλάδα παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στις 23/2/84 στη Θεσσαλονίκη, ενώ διένυε τα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης της, τον Αντρέα Λοϊζου από την Κύπρο που είχε μεταβεί στην Ελλάδα για να αποκτήσει το πτυχίο του Καθηγητή Σωματικής Αγωγής. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά. Τον Κωνσταντίνο που γεννήθηκε στις 28/2/84 (ηλικίας σήμερα 12½ χρονών) και την Ελένη που γεννήθηκε στις 12/2/85 (ηλικίας σήμερα 11½ χρονών). Το ζεύγος ασχολείτο με την κατασκευή και εμπορία διακοσμητικών ειδών αλλά επειδή η επιχείρηση αντιμετώπιζε διάφορα οικονομικά προβλήματα, τον Ιούνιο του 1992 έστειλαν τα δύο παιδιά για να μείνουν με τη γιαγιά τους στην Πάφο. Ο Κωνσταντίνος ήταν τότε 9 χρονών και η Ελένη 8 χρονών. Ενα μήνα αργότερα επέστρεψε στην Κύπρο και ο πατέρας τους για να παραμείνει και να εργαστεί ως Καθηγητής Σωματικής Αγωγής και με τα εισοδήματα του να βοηθήσει την αποπληρωμή των χρεών που είχαν δημιουργηθεί από την επιχείρηση στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως ο πατέρας σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στις 10/12/95 και τα παιδιά παρέμειναν στο ιδιόκτητο σπίτι της γιαγιάς που είχε χάσει και αυτή εκτός από το γιό της και τον άντρα της λίγους μήνες πριν, στις 6/7/95. Οταν η μητέρα ήλθε στην Κύπρο για την κηδεία του συζύγου της κατεχώρισε την υπ' αριθμό 48/95 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου για τη γονική μέριμνα των παιδιών της, την οποία όμως αργότερα απέσυρε. Ακολούθως η αιτήτρια κατεχώρισε την 82/97 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για την επιστροφή των παιδιών της η οποία απορρίφθηκε στις 31/7/97. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης η αιτήτρια κατεχώρισε στις 8/8/97 την υπ' αριθμό 10035 πολιτική έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
(α) Η θέση της αιτήτριας
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι σχέσεις της με την καθ'ης η αίτηση δεν ήταν καλές γιατί αυτή δεν ενέκρινε το γάμο του γιού της με την αιτήτρια. Μετά τον πολιτικό γάμο που έλαβε χώρα στις 23/2/84 η αιτήτρια και ο σύζυγος της, που ήταν Καθηγητής Φυσικής Αγωγής, ασχολήθηκαν με επιχείρηση εμπορίας και κατασκευής διακοσμητικών ειδών στη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούνιο του 1992 έστειλαν τα παιδιά τους στην γιαγιά τους στην Κύπρο για διακοπές. Ενα μήνα αργότερα ήλθε στην Κύπρο και ο πατέρας των παιδιών, ο οποίος το Σεπτέμβριο διεμήνυσε στην αιτήτρια την απόφαση του να μείνει στην Κύπρο μόνιμα με τα παιδιά και να εργαστεί ως Καθηγητής Φυσικής Αγωγής βοηθώντας την οικονομικά για την αποπληρωμή των χρεών της επιχείρησης. Η αιτήτρια παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει την πώληση του σπιτιού της, αφού είχε εκδοθεί διάταγμα κατάσχεσης του για την αποπληρωμή χρεών. Το Δεκέμβριο του 1995 η αιτήτρια ήλθε στην Κύπρο για να παραστεί στην κηδεία του συζύγου της που σκοτώθηκε σε δυστύχημα και προς τούτο παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1996 στο σπίτι της γιαγιάς. Οταν ζήτησε να επιστρέψει στην Ελλάδα με τα παιδιά, η γιαγιά την εξεδίωξε από το σπίτι. Ακολούθως η αιτήτρια έλαβε διάφορα δικαστικά μέτρα διεκδικώντας την επιστροφή των παιδιών της. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η γιαγιά είχε καλλιεργήσει μια αρνητική εικόνα για το πρόσωπο της μητέρας. Τα παιδιά αρνούνται να ακολουθήσουν τη μητέρα τους γιατί ζουν κάτω από ένα συνεχή εκβιασμό και πλύση εγκεφάλου από τη γιαγιά σε βαθμό που δεν μπορούν να σχηματίσουν τη δική τους άποψη και προσωπική αντίληψη για το τι επιβάλλει το συμφέρον τους.
(β) Η θέση της καθ'ης η αίτηση
Η καθ'ης η αίτηση ανέφερε ότι από τη σχέση που είχε ο γιός της (που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη για την απόκτηση του πτυχίου της Φυσικής Αγωγής) με την αιτήτρια που ήταν ζωντοχήρα, η τελευταία έμεινε έγκυος. Για να μη γεννηθεί το παιδί νόθο, η καθ'ης η αίτηση τους προέτρεψε να παντρευτούν έστω και με πολιτικό γάμο. Ο πολιτικός γάμος έγινε στις 23/2/84 και η αιτήτρια γέννησε μερικές μέρες μετά, στις 28/2/84. Παρά τους ενδοιασμούς που είχε αφού ήθελε ο γιός της να παντρευτεί Κυπρία, η καθ'ης η αίτηση απεφάσισε να τη δεχθεί ως μέλος της οικογένειας της.
Το καλοκαίρι του 1992 τα παιδιά ήλθαν στην Κύπρο και έμειναν μαζί της. Μετά από ένα μήνα ήλθε και ο πατέρας στην Κύπρο, ο οποίος έκτοτε βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγο του. Ο τελευταίος ζήτησε από την αιτήτρια αν αγαπούσε τα παιδιά της να πωλήσει ό,τι μπορούσε να πωλήσει στην Ελλάδα και να έλθει να μείνει στην Κύπρο μαζί με την οικογένεια της, αλλά αυτή αρνήθηκε. Η καθ'ης η αίτηση έχασε το σύζυγο της τον Ιούλιο του 1995 και το γιό της το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Η αιτήτρια ήλθε στην Κύπρο για την κηδεία του συζύγου της και όταν ζήτησε να πάρει τα παιδιά πίσω μαζί της στη Θεσσαλονίκη, αυτά αρνήθηκαν να την ακολουθήσουν. Η αιτήτρια κατεχώρισε αρχικά μια αίτηση για την επιστροφή των παιδιών, την οποία αργότερα απέσυρε και ακολούθως κατεχώρισε την υπ' αριθμό 82/97 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για την εγγραφή της απόφασης 1349/97 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που διέτασσε την επιστροφή των παιδιών στην αιτήτρια, η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου έχει ασκηθεί έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η ακρόαση της οποίας εκκρεμεί.
Τα δύο παιδιά προέβηκαν σε μία κοινή ένορκη δήλωση και για ευνόητους λόγους (και πολύ ορθά κατά την κρίση του Δικαστηρίου) δεν αντεξετάστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των όσων αναφέρουν στην ένορκη δήλωση τους. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο της πιο πάνω ένορκης δήλωσης.
"1. Είμαστε τα παιδιά της Ασπασίας Καλφοπούλου-Λοΐζου από Ελλάδα και του Αντρέα Λοΐζου που πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 10/12/95.
2. Η Νίκη Λοΐζου από Πάφο είναι η γιαγιά μας.
3. Από τον Ιούνιο του 1992 διαμένουμε στην οικία της πιο πάνω γιαγιάς μας η οποία μας φροντίζει και περιποιείται.
4. Επιθυμούμε και θέλουμε να συνεχίσουμε να διαμένουμε με τη γιαγιά μας η οποία μας ανάγιωσε, μεγάλωσε και μας φροντίζει όλα τα χρόνια.
5. Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε στη μητέρα μας."
Προς υποστήριξη των θέσεων της αιτήτριας καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις από την αιτήτρια και τη Γεωργία Βασιλείου που συνόδευσε την αιτήτρια στις 12/9/97 σε μια επίσκεψη στο σπίτι που διέμεναν τα ανήλικα παιδιά της αιτήτριας στην Πάφο. Οι πιο πάνω αντεξετάστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τους. Κατέθεσε επίσης και αντεξετάστηκε η Κωνσταντινιά Πέτρου, Κοινωνική Λειτουργός του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών Ελλάδας. Η καθ'ης η αίτηση αντεξετάστηκε πάνω στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της, όπως επίσης και η Ελένη Δαγκλή, Κοινωνική Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου, που είχε προσωπικές επαφές με τα παιδιά από τις 26/6/97 μέχρι 10/7/97 και η Μαρία Μονογιού, Κοινωνική Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου, που είχε προσωπικές επαφές τόσο με τη μητέρα, όσο και με τη γιαγιά και τα παιδιά.
(Β) Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
(α) Ιστορική προέλευση
Το ένταλμα Habeas Corpus and Subjiciendum που είναι γνωστό ως Habeas Corpus, είναι ένα προνομιακό ένταλμα το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Οι λέξεις Habeas Corpus σημαίνουν "να έχεις το σώμα" (have the body) και το προνομιακό της φύσης του εντάλματος αποδίδεται στην εξάσκηση των προνομίων που είχε ο Βασιλιάς ως "Πηγή δικαιοσύνης" (Fountain of justice) για να διασφαλίζει και να προστατεύει την ελευθερία των πολιτών. Το ένταλμα που εμφανίστηκε κατά τα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης του Αγγλικού δικαίου, και πιο συγκεκριμένα πριν από την υιοθέτηση της Magna Carta το 1215 (Hale's "History of Criminal Law", 33 Ed. 1), έδινε το δικαίωμα στο Βασιλιά να εξετάζει με ένδικο μέσο τους λόγους για τους οποίους ένας πολίτης είχε αποστερηθεί του δικαιώματος της προσωπικής του ελευθερίας. Οπως περιγράφει το ένταλμα ο Blackstone,
"The great and efficacious writ, in all manner of illegal confinement, is that of habeas corpus ad subjiciendum, directed to the person detaining another, and commanding him to produce the body of the prisoner, with the day and cause of his caption and detention, ad faciendum, subjiciendum et recipiendum, to do, submit to and receive whatsoever the judge or court awarding such writ shall consider in that behalf ..... for the King is at all times entitled to have an account, when the liberty of any subjects is restrained, whenever that restraint may be inflicted."
(Blackstone's Commentaries 131)
Για τη φύση και προεκτάσεις του εντάλματος ο Durga Basu αναφέρει στο βιβλίο του
"Commentary on the Constitution of India", (5η Εκδοση, 3ος Τόμος, σελ. 438) τα πιο κάτω:"The writ of habeas corpus ad subjiciendum is a prerogative writ by which the cause and validity of detention (civil or criminal) of a subject are investigated by the High Court, at the instance of the prisoner or of somebody on his behalf. It is issued in the form of an order calling upon the person, who has detained another, whether in prison or in private custody, to "have the body" of that other before the Court, in order to let the Court know on what ground the latter has been confined, and thus to give the Court an opportunity of dealing with him as the law may require."
Θεωρητικά το ένταλμα μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές (Habeas Corpus testificandum: για τη μεταφορά καταδίκων για να καταθέτουν σαν μάρτυρες), Habeas Corpus ad respondendum: για τη μεταφορά καταδίκων για να απαντήσουν σε ποινικές κατηγορίες), (Habeas Corpus ad deliberandum and recepiendum: για τη μεταφορά καταδίκων από ένα μέρος κράτησης σε άλλο για σκοπούς εκδίκασης μιας υπόθεσης), Habeas Corpus ad satisfaciendum, Habeas Corpus ad prosequendum και Habeas Corpus ad faciendum et recipiendum, ανάλογα με τη θεραπεία που εζητείτο, αλλά σταδιακά παρέμειναν σε χρήση τα εντάλματα Αd subjiciendum, Τestificandum και Respon
dendum ενώ τα υπόλοιπα περιέπεσαν σε αχρησία.Αρχικά τα εντάλματα εκδίδονταν σύμφωνα με τις αρχές που είχαν καθιερωθεί με την εξέλιξη του Κοινοδικαίου, αλλά σταδιακά υπήρξαν διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης μεθόδων που μπορούσαν να καθυστερήσουν, ακόμα και να αποφύγουν την εφαρμογή της διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος, όπως π.χ. η μετακίνηση κρατουμένων από μια φυλακή σε άλλη ακόμα μέχρι και τη Σκωτία για να μην πραγματοποιηθεί η επίδοση του εντάλματος, ποιό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει μια αίτηση, κατά πόσο το ένταλμα μπορούσε να εκδοθεί ενώ τα Δικαστήρια ήταν κλειστά λόγω διακοπών και ο πιθανός επηρεασμός των Δικαστών από την Εκτελεστική εξουσία. (Ιδε
Habeas Corpus Act 1679 (για ποινικές υποθέσεις) και Habeas Corpus Act 1816 (για μη ποινικές υποθέσεις)). Ειδικότερα για τον τελευταίο λόγο, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Sir Thomas Darnel, όπως την περιγράφει ο Lord Denning στο βιβλίο του "Landmarks in the Law" σ. 213:"The law says that no man is to be imprisoned except by judgment of the King's courts or whilst awaiting trial by them. This freedom is safeguarded by the most famous writ in England, the writ of habeas corpus. Whenever any man in England is detained against his will, not by sentence of the King's courts, but by anyone else, then he or anyone on his behalf is entitled to apply to any of the judges of the High Court to determine whether his detention is lawful or not. The court will then, by this writ, command the gaoler or whoever is detaining him, to bring him before the court; and, unless the detention is shown to be lawful, the court will at once set him free.
This was always so. In 1627, when the Executive Government cast Sir Thomas Darnel and four other knights into prison because they would not subscribe money for the King, the Court of King's Bench, to its disgrace, held that if a man were committed by command of the King he was not to be delivered by habeas corpus. Those were the evil days when the judges took their orders from the executive. But the people of England overthrew the Government which so assailed their liberties, and passed statutes which gave the writ its present power. Never thereafter have the judges taken their orders from anyone."
Η απόφαση στην υπόθεση
Darnel οδήγησε το 1628 στην έγκριση του Petition of Right που καθιστούσε την πιο πάνω απόφαση άκυρη αφού ο Βασιλιάς δεν θα μπορούσε πλέον να φυλακίζει με ειδικό διάταγμα (per special mandatum) χωρίς να προβάλλει ικανοποιητικούς λόγους.(β) Διαδικασία έκδοσης του εντάλματος
Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση
In Re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302 η διαδικασία έκδοσης του εντάλματος διέπεται από τους Αγγλικούς Δικονομικούς Κανόνες που είναι η Διαταγή 54, θεσμός 1 των Rules of the Supreme Court in England. (Ιδε The Supreme Court Practice 1979 V.1 835 που αντιστοιχεί στη Διαταγή 59, θεσμό 14 των παλαιών Rules of the Supreme Court in England. (The Annual Practice 1956). Ιδε επίσης Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, r. 11, para 64). Το δικαίωμα καταχώρισης μιας αίτησης διασφαλίζεται με τις αρχές του Κοινοδικαίου άνκαι έχει επιβεβαιωθεί και νομοθετικά. Αρχικά καταχωρείται μια μονομερής αίτηση (ex parte application) που συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του αιτητή για να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να εξετάσει κατά πόσο υπάρχουν ικανοποιητικοί λόγοι που θα επιτρέψουν μια πλήρη ακρόαση. (R.S.C. O.59, r.14). Οπως τονίστηκε στην υπόθεση Greene v. Secretary of State ([1941] 3 All E.R. 368), το Δικαστήριο σε μια αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus θα πρέπει να εξετάσει δύο ερωτήματα:"The first question ... in any Habeas Corpus is whether a prima facie case is shown by the applicant that his freedom is unlawfully interfered with, and the next step is to determine if the return is good and sufficient."
Αν το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει ενώπιον του μια συζητήσιμη υπόθεση, τότε η αίτηση αναβάλλεται για να δοθεί η ευχέρεια στο πρόσωπο που κατακρατεί τον αιτητή ή στα πρόσωπα που έχουν συμβάλει στην κατακράτηση του αιτητή, να προβάλουν τις δικές τους θέσεις. Ομως πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να προβεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις στην άμεση έκδοση του διατάγματος χωρίς να δώσει οδηγίες για την επίδοση της αίτησης, αν το θεωρήσει ορθό όπως π.χ. στην περίπτωση κράτησης ενός ανηλίκου όταν υπάρχει κίνδυνος ότι ο καθ' ου η αίτηση θα εγκαταλείψει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για να αποστερήσει από τον αιτητή τη θεραπεία που ζητείται. (
Ex parte Witte 1853 13 C.B. 680). Η ένσταση που καταχωρείται από τον καθ'ου η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση που αναφέρει τα περιστατικά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κράτηση και το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της αίτησης για να αποφασίσει κατά πόσο ο κρατούμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος.(γ) Ποιός μπορεί να υποβάλει αίτηση
Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει φυλακιστεί ή έχει κρατηθεί παράνομα μπορεί να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από δικηγόρο εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα επιτρέψουν στον αιτητή να χειριστεί ο ίδιος προσωπικά την υπόθεση του. Οπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Humphreys στην υπόθεση R. ν. Greene
(1941) 57 T.L.R. 533,"We think that no applicant for a writ of habeas corpus should be heard in person unless some sufficient ground is shown for a departure from established practice: and the mere fact that an applicant prefers to act as his own advocate should not be regarded as good ground."
Δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ικανότητα του αιτητή όπως π.χ. η ηλικία ή πνευματική ασθένεια. Οπως έχει λεχθεί,
"As the writ issues in the King's name, the status of the petitioner is immaterial, and his detention may be inquired into even if legal disabilities would prevent his taking an action for the enforcement of civil rights." (Re A.B. 1905 9 C.C.C. 390)
Σε περίπτωση όπου ο κρατούμενος δεν μπορεί να επικοινωνήσει με ένα γνωστό του ή ένα δικηγόρο για να του δώσει σχετικές οδηγίες, η καταχώριση της αίτησης μπορεί να γίνει από ένα ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο χωρίς να έχει οδηγίες να ενεργήσει εκ μέρους του κρατουμένου ή χωρίς να ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κρατουμένου. Και τούτο γιατί το πρόσωπο που ελέγχει τις κινήσεις του κρατουμένου μπορεί να επιβάλλει ειδικούς περιορισμούς ή να μετακινεί τον κρατούμενο από ένα χώρο σε άλλο, έτσι που η επικοινωνία του κρατουμένου με τρίτα πρόσωπα να καθίσταται αδύνατη.
Οπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ" Σάββα (Π.Ε. 8804 της 20/2/92),
"Ο κρατούμενος, ή σε αδυναμία τούτου πρόσωπο άλλο για λογαριασμό του, μπορεί να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του εντάλματος αυτού."
Οταν όμως ο κρατούμενος φαίνεται ότι δίνει τη συγκατάθεση του για την ισχυριζόμενη κράτηση του, ένα τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να ζητήσει την απελευθέρωση του. (
R. v. Raynolds (1795) G.T.R. 497.) Ομως δεν θα επιτραπεί η επέμβαση ενός ξένου ή ενός προσώπου που ενεργεί αυτόβουλα, όπως π.χ. στην περίπτωση του Γραμματέα ενός Συνδέσμου που προασπίζει τα συμφέροντα προσώπων που πάσχουν πνευματικά που επιζητεί την έκδοση του εντάλματος προς όφελος ενός προσώπου που κρατείται επειδή κατ' ισχυρισμό είναι πνευματικά καθυστερημένος. (R. v. Clarke (1762) 3 Burr. 1362.)(δ) Υπαλλακτική θεραπεία
Η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας ως λόγος που εμποδίζει την καταχώριση αίτησης για την έκδοση ενός προνομιακού εντάλματος διαφέρει ανάλογα με τη φύση του εντάλματος. Στις περιπτώσεις Mandamus η ύπαρξη άλλης ικανοποιητικής και εξίσου πρακτικής θεραπείας αποτελεί απόλυτο κώλυμα στην καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Mandamus. (R. v. Inland Revenue Commissioners (1884) 12 Q.B.D. 461). Σε αιτήσεις Prohibition και Certiorari δεν θεωρείται κώλυμα και μπορεί να ληφθεί υπόψη εκτός από τις περιπτώσεις όπου προσφέρεται νομοθετικά μια αποκλειστική θεραπεία. Οπως έχει λεχθεί από τον Willes J.,
"Where a liability not existing at common law is created by a statute, which at the same time gives a special and particular remedy for enforcing it ..... the remedy provided by the statute must be followed and it is not competent to the party to pursue the course applicable to cases of the second class (i.e. to pursue the common law remedy)."
(Wolverhampton Water Works v. Hawkesford (1859) 6 C.B. (NS) 336.)
Το ένταλμα Habeas Corpus ad subjiciendum σε αντίθεση με άλλα εντάλματα, είναι ένα προνομιακό ένταλμα που έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας. Επειδή το ένταλμα εκδίδεται δικαιωματικά (as of right) όταν ο αιτητής αποδείξει το παράνομο της κράτησης του, η ύπαρξη μιας υπαλλακτικής θεραπείας μπορεί να λεχθεί ότι αποστερεί από τον αιτητή το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος. Οπως αναφέρεται στο
Annual Practice 1958 V.1 1735 και στο Supreme Court Practice 1979 V.1 835,"It is a writ of right and granted ex debito justitiae, but not as of course and may be refused where another remedy lies whereby the validity of the restraint can be effectively questioned."
(Ιδε
Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 11, para. 1455 και Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479).Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια τα Δικαστήρια αρνήθηκαν την έκδοση εντάλματος όταν μια διαδικασία έφεσης προσφερόταν ως μια καταλληλότερη θεραπεία, (
R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp., Ex Parte Ferguson (1917) 1 K.B. 176), και τούτο γιατί τα Δικαστήρια επιζητούν έντονα τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων. Ομως σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως π.χ. όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση, το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί. (Middlessex Sheriff's Case (1840) 11 A and E 273).(ε) Βάρος απόδειξης
Το βάρος απόδειξης ότι εκ πρώτης όψης μια κράτηση είναι παράνομη, το έχει ο αιτητής. Σαν θέμα τακτικής ο αιτητής πρέπει να αποδείξει μια εκ πρώτης όψης υπόθεση που δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη νομιμότητα της κράτησης του. Οταν η υπόθεση του βασίζεται πάνω σε γεγονότα έχει το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία που μπορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα ενός ευνοϊκού για τον ίδιο συμπεράσματος. Σε μια τέτοια περίπτωση το νομικό βάρος (legal burden) μεταφέρεται στους ώμους του καθ' ου η αίτηση που καλείται να δικαιολογήσει την κράτηση.
Οι πιο πάνω αρχές ακολουθήθηκαν στην υπόθεση Ahsan (1969) 2 Q.B. 222, που αφορούσε την κράτηση του αιτητή από ένα υπάλληλο του Τμήματος Μετανάστευσης. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η κράτηση του ήταν παράνομη. Η κράτηση θα ήταν δικαιολογημένη αν ελάμβανε χώρα μέσα σε 24 ώρες από την άφιξη του αιτητή στην Αγγλία. Αποφασίστηκε ότι σε περιπτώσεις όπου εγείρονται επίδικα θέματα γεγονότων, το νομικό βάρος ότι η κράτηση είναι δικαιολογημένη, μετατίθεται στους ώμους του προσώπου που είχε το φυσικό έλεγχο των κινήσεων του αιτητή. Στην παρούσα περίπτωση, άνκαι το Δικαστήριο είχε τις επιφυλάξεις του ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του αιτητή και το βάρος της απόδειξης της νομιμότητας της κράτησης το είχαν οι καθ'ων η αίτηση, εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφασίσει το θέμα υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, η απόφαση έπρεπε να ήταν υπέρ του αιτητή.
Η πιο πάνω απόφαση εξετάστηκε στην υπόθεση R. v. Secretary of State for Home Department, Ex Parte Mugal (1973) 3 W.L.R. 647), που αφορούσε την είσοδο στην Αγγλία ενός μετανάστη. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το βάρος απόδειξης ότι ο αιτητής μπορούσε να εισέλθει στη χώρα, βρισκόταν στους ώμους του αιτητή και εφόσον ο τελευταίος δεν παρουσίασε προς τούτο ικανοποιητική μαρτυρία, η σχετική αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus έπρεπε να απορριφθεί. Μια προσεκτική εξέταση των παρατηρήσεων των Δικαστών που εκδίκασαν την υπόθεση αυτή, ότι η αίτηση έπρεπε να επιζητεί την έκδοση εντάλματος Certiorari και όχι Habeas Corpus, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα της απόφασης Ahsan που πρέπει να θεωρείται ορθή.
(στ) Πότε μπορεί να εκδοθεί
Η δικαιοδοσία για την έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus ασκείται μόνο στην περίπτωση που στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. Το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί όχι μόνο εναντίον κρατικών τμημάτων, αλλά εναντίον και ενός ιδιώτη. Στην υπόθεση Somersett's Case (1772) 20 St. Tr. 1), o Αρχιδικαστής Mansfield διέταξε την απελευθέρωση ενός νέγρου που βρισκόταν αλυσοδεμένος σε ένα ιδιωτικό πλοίο στον Τάμεση προτού το πλοίο αποπλεύσει για την Ιαμαϊκή, αφού "ο αέρας της Αγγλίας δεν μπορούσε να ανεχθεί την κράτηση σκλάβων". Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην Κύπρο στην υπόθεση In Re Andreas Demosthenous (1967) 1 C.L.R. 186.
Αρχικά το ένταλμα μπορούσε να εκδοθεί σε ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων, όπως π.χ. σε περιπτώσεις κράτησης ξένων υπηκόων, κράτησης πολιτών σε σχέση με πολιτικά ή φορολογικά χρέη, καταφρόνησης του Κοινοβουλίου, υπέρβασης εξουσίας από Στρατοδικεία, απελάσεις, εκδόσεις φυγοδίκων και άλλες. Σταδιακά όμως η έκδοση περιορίστηκε στις ακόλουθες κυρίως περιπτώσεις:
(1) Σε κρατήσεις υποδίκων ή καταδίκων,
(2) Σε κρατήσεις προσώπων εναντίον των οποίων έχουν εκδοθεί διατάγματα απέλασης,
(3) Σε κρατήσεις μεταναστών που είχαν εισέλθει παράνομα στην επικράτεια,
(4) Σε κρατήσεις προσώπων που υποφέρουν από πνευματικές ασθένειες και,
(5) Στην εξάσκηση του νομικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας.
(η) Η έκδοση του εντάλματος στην Κύπρο
Στην Κύπρο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκδίδει προνομιακά εντάλματα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 154.4 του Συντάγματος. Οι αρχές και οι Δικονομικοί κανόνες που καθορίζουν την έκδοση ενός τέτοιου εντάλματος είναι οι ίδιες με τις καθιερωμένες αρχές και Δικονομικούς κανόνες του Αγγλικού δικαίου (
In Re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302). Οπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ" Σάββα (πιο πάνω) για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus,"Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, με βάση την παράγραφο 4 του Αρθρου 155 του Συντάγματος, αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, μεταξύ των οποίων της φύσης Habeas Corpus. ............................. Με το ένταλμα αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατουμένου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά με την αιτία της φυλακίσεως ή κρατήσεως του. Εάν δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την κράτηση, διατάσσεται η απόλυση του κρατουμένου.
(θ) Εκδοση του εντάλματος σε περιπτώσεις ανηλίκων
Η διαδικασία έκδοσης ενός διατάγματος Habeas Corpus μπορεί να είναι ποινικής ή αστικής μορφής. Στις περιπτώσεις που ζητείται η γονική μέριμνα ενός ανηλίκου, έχει αποφασιστεί ότι η διαδικασία είναι αστικής μορφής. (Barnardo v. Ford (1892) A.C. 326).
Το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του ανηλίκου, μπορεί να την επανακτήσει όταν ο ανήλικος κρατείται παράνομα από ένα τρίτο πρόσωπο ή Ιδρυμα, όπως π.χ. ένα Ορφανοτροφείο. Μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος, η παράνομη κράτηση του ανήλικου θεωρείται ως παράνομη φυλάκιση (
R. v. Clarke (1857) 7 E + B 186), έτσι που ο αιτητής ή η αιτήτρια να μην έχει την υποχρέωση να αποδείξει οποιοδήποτε περιορισμό ή εξάσκηση βίας πάνω στο ανήλικο από το πρόσωπο που ελέγχει τις κινήσεις του. (Ex parte McClellan (1831) 1 Dowt. 81).Ενας σοβαρός παράγων που πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο είναι και η ηλικία του ανηλίκου. Οπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Coleridge στην υπόθεση
R. v. Greenhill (4 Ad. and El. 313),"Α habeas corpus proceeds on the fact of an illegal restraint. When the writ is obeyed and the party brought up is capable of using discretion - the rule is simple - the individual who has been under restraint is
declared to be at liberty, but when the person is too young to have a choice, we must refer to legal principles to see who is entitled to the custody, because the law presumes that where the legal custody is no restraint exists: and where the child is in the hands of a third party, the presumption is in favour of the father."Οταν ο ανήλικος έχει φτάσει σε ηλικία που μπορεί να αποφασίζει, το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις επιθυμίες του ανηλίκου (
Re Agar-Ellis (1883) 24 Ch.D. 317). Από τη νομολογία φαίνεται ότι το κριτήριο για την ικανότητα της επιλογής εκ μέρους του ανηλίκου πρέπει κατά κανόνα να είναι η ηλικία και όχι το πνευματικό επίπεδο του ανηλίκου. Στις υποθέσεις R. v. Clarke (πιο πάνω) και R. v. Howes (3 El. & El. 332), αποφασίστηκε ότι η ηλικία που μπορεί να οδηγήσει έναν ανήλικο σε μια σωστή επιλογή είναι για τα αγόρια η ηλικία των 14 χρόνων και για τα κορίτσια η ηλικία των 16 χρόνων.Συμπληρωματικά, πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το δικαίωμα της γονικής μέριμνας του αιτητή, αλλά και τα ενδιαφέροντα και τις επιθυμίες του ανηλίκου. (
R. v. Barardo (1891) 1 Q.B. 194).Η συνεκτίμηση της γνώμης ανηλίκου μαζί με τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι δύο γονείς αναγνωρίστηκε αρχικά νομολογιακά και αργότερα πήρε και νομοθετική κάλυψη. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (αρ. 243/90),
"Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εγγυώνται στο παιδί που είναι ικανό για σχηματισμό δικής του γνώμης το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το ενδιαφέρει, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού σύμφωνα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητας του."
Στην Κύπρο το άρθρο 5 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου 216/90 καθορίζει ότι η γονική μέριμνα που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου ασκείται από κοινού από τους γονείς και στην περίπτωση θανάτου του ενός από τους δύο, η γονική μέριμνα ασκείται από τον άλλο. Oμως οι γονείς μπορεί να χάσουν το δικαίωμα της γονικής μέριμνας αν αποδειχθεί ότι ήταν ένοχοι ανήθικης συμπεριφοράς (
R. v. Greenhill, 4 Ad. & El. 624), ή έχουν απεμπολήσει τη γονική εξουσία. (In Re Agar-Ellis πιο πάνω).Το άρθρο 6(2)(α) του Νόμου 216/90 καθορίζει ότι το κύριο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο για την ανάθεση και φροντίδα του ανήλικου τέκνου είναι η ευημερία και το συμφέρον του παιδιού, η δε συνεκτίμηση της γνώμης του ανηλίκου είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του πιο πάνω Νόμου.
Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (1988) 1 C.L.R. 520 όπου η μητέρα ζητούσε διάταγμα κηδεμονίας για να πάρει τα παιδιά που βρίσκονταν στην Κύπρο με τον πατέρα και να τα πάρει στην Ελλάδα για να ζήσουν μαζί της. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι οι επιθυμίες και επιλογές των δύο ανήλικων κοριτσιών που ήταν ηλικίας 11 και 14 χρονών δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν. Τα κορίτσια δήλωσαν ότι δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους στην Αθήνα και αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης της μητέρας.
Οπως έχει θέσει το θέμα της συνεκτίμησης της γνώμης των ανηλίκων ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (Εφεση αρ. 21 της 17/3/93 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου),
"Η μαρτυρία των ανηλίκων αναφορικά με τις επιθυμίες τους ως προς την επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου τους αποτελεί πρωτογενές συστατικό στοιχείο για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας όπου καταρρέει ο γάμος. Αυτό συνάγεται ευθέως από τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του Νόμου 216/90 που επιτάσσει την αναζήτηση της γνώμης των ανηλίκων, εφόσον έχουν την ωριμότητα να διαμορφώσουν γνώμη, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με τη γονική τους μέριμνα. Η μαρτυρία ανηλίκων σε διαδικασία για γονική μέριμνα δεν στρέφεται εξ αντικειμένου εναντίον οποιουδήποτεΧ είναι δηλωτική της γνώμης τους για το συμφέρον και την ευημερία τους. Το δικαίωμα που τους αναγνωρίζεται αποτελεί απόρροια της αυθυπαρξίας του ατόμου τους .................... Η λήψη της γνώμης του παιδιού, εφόσον η ωριμότητα του καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση γνώμης, για την ανάθεση της επιμέλειας και μέριμνας του είναι υποχρεωτική, όπως προβλέπει το άρθρο 6(3) του Νόμου 216/90 και ενέχει βαρύνουσα
(Γ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω η δικαιοδοσία για την έκδοση ενός εντάλματος Habeas Corpus ασκείται μόνο στην περίπτωση που ο αιτητής τελεί υπό παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. Οπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ" Σάββα (πιο πάνω),
"Το Habeas Corpus ad Subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη."
Η παράνομη κράτηση ή φυλάκιση σηματοδοτεί την προϋπόθεση για την επίκληση της διαδικασίας του Habeas Corpus. Για να επιτύχει ο αιτητής την έκδοση του εντάλματος θα πρέπει να αποδείξει το παράνομο της κράτησης ή της φυλάκισης.
Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια είχε το βάρος να αποδείξει ότι τα παιδιά της κρατούνται παράνομα και παρά τη θέληση τους από τη γιαγιά τους. Η αιτήτρια εκτός από μερικούς αόριστους ισχυρισμούς ότι τα παιδιά ζουν κάτω από ένα συνεχή εκβιασμό και πλύση εγκεφάλου από τη γιαγιά σε βαθμό που δεν μπορούν να σχηματίσουν τη δική τους άποψη και προσωπική αντίληψη, δεν παρουσίασε οποιαδήποτε άλλη θετική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι τα παιδιά κατακρατούνται παρά τη θέληση τους. Η αιτήτρια δεν έπεισε το Δικαστήριο για το βάσιμο των ισχυρισμών της. Αντίθετα είναι η θέση των ίδιων των παιδιών της αιτήτριας (όσο τραγικό και αν φαίνεται) ότι δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους και ότι θέλουν να παραμείνουν με τη γιαγιά τους η οποία είχε αναλάβει τη φροντίδα τους τα τελευταία χρόνια. Το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί με σχετικές ερωτήσεις που έχει υποβάλει στα παιδιά ότι αυτά αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα του όρκου και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που έχουν υπογράψει (όταν ο Κωνσταντίνος ήταν 13½ χρονών και η Ελένη 12½ χρονών) και έχει διαπιστώσει την ικανότητα τους να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη για το συμφέρον και την ευημερία τους που οδήγησε στην απόφαση τους να ζητήσουν να παραμείνουν με τη γιαγιά. Το λογικό συμπέρασμα που εξάγεται από τη δήλωση τους είναι ότι δεν κατακρατούνται από τη γιαγιά αλλά ζουν μαζί της με τη δική τους συγκατάθεση και επιθυμούν να παραμείνουν μαζί της. Το ίδιο συμπέρασμα εξάγεται και από τις μαρτυρίες και των Κύπριων Κοινωνικών Λειτουργών Ελένης Δαγκλή και Μαρίας Μονογιού σύμφωνα με τις οποίες τα παιδιά νοιώθουν μια ασφάλεια κοντά στη γιαγιά τους και έχουν δημιουργήσει τα τελευταία πέντε χρόνια φιλικές και συναισθηματικές σχέσεις μέσα στο περιβάλλον που ζουν, όπως επίσης και από τη
μαρτυρία της Ελληνίδας Κοινωνικής Λειτουργού Κωνσταντινιάς Πέτρου που ανέφερε ότι τα παιδιά προτιμούν το περιβάλλον στο οποίο ζουν τώρα, αφού στο παρελθόν η μητέρα απουσίαζε για πολλές ώρες από το σπίτι και δεν ένοιωσε τα παιδιά ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρξε μια θετική ροή μηνυμάτων από τη γιαγιά προς τα παιδιά για τη μητέρα.Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκω ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει την απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, ότι τα παιδιά της κατακρατούνται παράνομα. Η αίτηση απορρίπτεται. Εχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν θα εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.
(Δ) ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
Η καθ'ης η αίτηση έχει προβάλει τρεις ενστάσεις που κατά την εισήγηση της, αν γίνονταν αποδεκτές δεν θα μπορούσαν να επιτρέψουν την προώθηση της παρούσας αίτησης. Ανεξάρτητα από την απόφαση μου να απορρίψω την αίτηση θα προχωρήσω να εξετάσω ξεχωριστά την κάθε μια από αυτές.
(α) Δεδικασμένο
Εχει υποβληθεί εκ μέρους της καθ'ης η αίτηση ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει αφού προβάλλεται ως κώλυμα το δεδικασμένο. Ειδικότερα η καθ'ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι η αίτηση 82/97 που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και η εκδοθείσα απόφαση που έχει εφεσιβληθεί χωρίς να έχει ακόμα εκδικαστεί, στοιχειοθετεί το κώλυμα του δεδικασμένου ( Res Judicata) σε βαθμό που να μην επιτρέπει τη συνέχιση της παρούσας διαδικασίας. Η θέση της αιτήτριας είναι ότι δεν υπάρχει ταύτιση διαδίκων, η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης είναι απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου και επιπρόσθετα το διάταγμα που εκδόθηκε στην πιο πάνω απόφαση είναι προσωρινό διάταγμα και όχι τελεσίδικη απόφαση.
Το Κώλυμα λόγω Δεδικασμένου (Res Judicata) εξυπακούει ότι ένας διάδικος εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως. (Ιδε Phipson on Evidence, 12 Edition, 912). Οπως παρουσιάζεται ο κανόνας,
"Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή από ημιδεδικασμένο (quasi-record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων".
(Ιδε επίσης Halsbury's Laws of England, 3rd
Η εφαρμογή του κωλύματος προϋποθέτει ότι
(1) Η απόφαση είναι τελεσίδικη,
(2) Υπάρχει ταύτιση διαδίκων,
(3) Υπάρχει ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και
(4) Υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.
(Ιδε
Murphy on Evidence, 5th Edition, p. 331).Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων των δύο διαδικασιών δείχνει ότι το κώλυμα του Δεδικασμένου θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή. Υπάρχει ταύτιση επίδικου θέματος (που είναι η επιστροφή των ανηλίκων στη μητέρα), υπάρχει ταύτιση διαδίκων (
Townsend v. Bishop (1939) 1 All E.R. 805) όπως επίσης και της ταυτότητας των διαδίκων (αφού στη διαδικασία της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ο Υπουργός Δικαιοσύνης ενεργεί κατόπιν εξουσιοδότησης της αιτήτριας), όπως επίσης και τελεσίδικη απόφαση (ανεξάρτητα αν εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εκκρεμεί έφεση. Ιδε Concha v. Concha (1886) 11 App. Cas. 541). Η εφαρμογή της αρχής του Δεδικασμένου δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η απόφαση βασίζεται σε άλλη απόφαση ξένου Δικαστηρίου. (Williams and Glyn's Bank Ltd. v. The Ship Maria, Υπόθεση Ναυτοδικείου 59/82 της 28/2/92).(β) Κατάχρηση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου
Είναι η θέση της καθ'ης η αίτηση ότι η παρούσα διαδικασία της έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus αποτελεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αφού για το ίδιο θέμα η αιτήτρια έχει ήδη καταχωρήσει την υπ' αριθμό 82/97 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου που απορρίφθηκε στις 31/7/97 και εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης η αιτήτρια έχει καταχωρήσει ήδη έφεση που εκκρεμεί. Η ταυτόχρονη επιδίωξη της ίδιας θεραπείας σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια αποτελεί σύμφωνα με την καθ'ης η αίτηση κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Οπως φαίνεται από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, η αιτήτρια κατεχώρησε την υπ' αριθμό 1349/97 αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εναντίον της καθ'ης η αίτηση ζητώντας την έκδοση διατάγματος γονικής μέριμνας. Η καθ'ης η αίτηση δεν κατεχώρησε εμφάνιση και στις 17/1/97 το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε διάταγμα για την "άμεση επιστροφή των ανηλίκων τέκνων της αιτούσας Κωνσταντίνου και Ελένης Λοΐζου του Ανδρέα, στο συνήθη τόπο διαμονής τους που είναι η Ελλάδα (Θεσσαλονίκη) και ειδικότερα στην αιτούσα, η οποία ως φυσική τους μητέρα ασκεί εκ του Νόμου τη γονική τους μέριμνα, και εξ αυτής την επιμέλεια τους". Για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του πιο πάνω διατάγματος αφού τα ανήλικα ζουν στην Κύπρο με τη γιαγιά τους, η αιτήτρια σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Περί Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αποφάσεων Αφορωσών εις Κηδεμονίαν Ανηλίκων και εις Αποκατάστασιν Κηδεμονίας Ανηλίκων (Κυρωτικός) Νόμος αρ. 36/86 κατεχώρησε, μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, την υπ' αριθμό 82/97 αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα για αναγνώριση και εκτέλεση του διατάγματος του Ελληνικού Δικαστηρίου της 17/1/97.
Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε για διαδικαστικούς λόγους (δεν είχε δοθεί η ορθή ειδοποίηση στην καθ'ης η αίτηση για τη δικαστική διαδικασία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(1)(γ) του Νόμου 36/86) όπως επίσης και για λόγους ουσίας (το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευημερία των ανηλίκων επέβαλλε την παραμονή τους μαζί με τη γιαγιά). Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε έφεση η οποία ακόμα δεν έχει εκδικαστεί.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και τούτο γιατί οι διάδικοι στην αίτηση που καταχωρήθηκε στη Θεσσαλονίκη είναι η αιτήτρια και η καθ'ης η αίτηση ενώ στην αίτηση που καταχωρήθηκε στην Κύπρο διάδικοι ήταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κύπρου και η καθ'ης η αίτηση.
Η λήψη μέτρων για κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας (abuse of the process of the Court) βασίζεται στην εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία σε μια προσπάθεια αποφυγής υιοθέτησης παράλληλων ή πολλαπλών ένδικων μέτρων. (Ιδε
Constantinides v. Vima (1983) 1 C.L.R. 348, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248). Και τούτο γιατί όπως παρατηρεί ο Δικαστής Νικήτας,"Αν το Δικαστήριο δεν ασκούσε τον έλεγχο αυτό θα κινδύνευε να παραμορφωθεί η δικαστική διαδικασία και να χάσει την αξιοπιστία και το κύρος της σαν το μέσο εφαρμογής του δικαίου." (Ιδε Αίτηση 128/95 της 11/9/95)
Η κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μια από αυτές είναι και η καταχώριση μιας αγωγής ή αίτησης που αποσκοπεί στην έκδοση απόφασης, για την οποία είχαν ήδη ληφθεί άλλα δικαστικά μέτρα από τους ίδιους διαδίκους. Οπως έχει θέσει το θέμα ο Lord Halsbury στην υπόθεση Reichel v. Magrath 14 App. Cas. 665,
"I think it would be a scandal to the administration of justice if, the same question having been disposed of by one case, the litigant were to be permitted by changing the form of the proceedings to set up the same case again."
Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση 82/97 που καταχωρήθηκε στην Κύπρο ήταν αποτέλεσμα εξουσιοδότησης της αιτήτριας που δόθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης όπως προβάλλεται και στον τίτλο της αίτησης όπου φαίνεται ότι ο Κύπριος Υπουργός έπαιρνε μέτρα ως η "Κεντρική Αρχή", σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 36/86, κατόπιν εξουσιοδότησης της αιτήτριας Ασπασίας Καλφοπούλου. Η αίτηση αποσκοπούσε στην εγγραφή δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί στην Ελλάδα μεταξύ των ίδιων διαδίκων και αποσκοπεί στην έκδοση διατάγματος παρόμοιου με εκείνο που ζητείται με την παρούσα διαδικασία. Δηλαδή την επιστροφή των δύο ανηλίκων στη μητέρα. Συνεπακόλουθα το Δικαστήριο βρίσκει ότι θα μπορούσε να υπάρξει στην ουσία κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο διαδικασιών μεταξύ των δύο διαδίκων που αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα.
(γ) Υπαλλακτική λύση
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ'ης η αίτηση υπέβαλε επίσης ότι η αιτήτρια κωλύεται στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας αφού μπορούσε να καταφύγει σε άλλη υπαλλακτική διαδικασία για την ικανοποίηση του αιτήματος της. Ειδικότερα είναι η θέση της καθ'ης η αίτηση ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου του Νόμου 60(1)/95 (που έχει τροποποιήσει το Νόμο 216/90) που προβλέπει τη ρύθμιση δικαιωμάτων γονέων και ανανεόντων συγγενών, η αιτήτρια θα μπορούσε να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ζητώντας την ίδια θεραπεία που επιζητεί με την αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Η ύπαρξη της εναλλακτικής αυτής διαδικασίας ενεργεί ανασταλτικά στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.
Αναφορικά με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας η αιτήτρια υπέβαλε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 216/90 μετά το θάνατο του πατέρα η γονική μέριμνα περιήλθε στη μητέρα και η καθ'ης η αίτηση δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα να κατακρατεί τα παιδιά. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο Νόμος 216/90 δεν μπορεί να προσφέρει οποιαδήποτε θεραπεία στην αιτήτρια αφού το ένδικο μέσο προσφέρεται μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας μεταξύ των γονέων
.Μια προσεκτική εξέταση του άρθρου 2 του Νόμου 216/90 (όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 60(1)/95) που προνοεί ότι σε περίπτωση θανάτου και των δύο γονέων ή σε περίπτωση αδυναμίας εξάσκησης της γονικής μέριμνας από ένα γονέα όταν ο άλλος είναι νεκρός, η γονική μέριμνα ασκείται από τους πλησιέστερους ανανεόντες, αποδεικνύει ότι η αιτήτρια δεν θα μπορούσε να ζητήσει τη γονική μέριμνα των παιδιών της. Συνεπακόλουθα η εισήγηση της καθ'ης η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
(α) Η θέση της αιτήτριας
(β) Η θέση της καθ'ης η αίτηση
(γ) Η μαρτυρία των Κοινωνικών Λειτουργών
(Β) Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
(α) Ιστορική προέλευση
(β) Διαδικασία έκδοσης του εντάλματος
(γ) Ποιός μπορεί να υποβάλει αίτηση
(δ) Υπαλλακτική θεραπεία
(ε) Βάρος Απόδειξης
(στ) Πότε μπορεί να εκδοθεί
(θ) Εκδοση εντάλματος σε περιπτώσεις ανηλίκων
(Γ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
(Δ) ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
(α) Δεδικασμένο
(β) Κατάχρηση δικαιοδοσίας Δικαστηρίου
(γ) Υπαλλακτική λύση
Το δραματικό ερώτημα κατά πόσο ο Κωνσταντίνος (ηλικίας 12½ χρονών) και η αδελφή του Ελένη (ηλικίας 11½ χρονών) θα παραμείνουν με τη γιαγιά τους (καθ'ης η αίτηση) Νίκη Λοΐζου στην Πάφο ή θα διαταχθεί όπως παραδοθούν στη μητέρα τους (αιτήτρια) Ασπασία Καλφοπούλου που διαμένει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, είναι το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας.
Προς υποστήριξη των θέσεων της αιτήτριας καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις από την αιτήτρια και τη Γεωργία Βασιλείου που συνόδευσε την αιτήτρια στις 12/9/97 σε μια επίσκεψη στο σπίτι που διέμεναν τα ανήλικα παιδιά της αιτήτριας στην Πάφο. Οι πιο πάνω αντεξετάστηκαν επί μακρόν πάνω στο περιεχόμενο των ενόρκων
δηλώσεων τους. Κατέθεσε επίσης και αντεξετάστηκε η Κωνσταντινιά Πέτρου, Κοινωνική Λειτουργός του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών Ελλάδας. Η καθ'ης η αίτηση αντεξετάστηκε πάνω στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της, όπως επίσης και η Ελένη Δαγκλή, Κοινωνική Λειτουργός στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Πάφου, που είχε προσωπικές επαφές με τα παιδιά από τις 26/6/97 μέχρι 10/7/97 και η Μαρία Μονογιού, Κοινωνική Λειτουργός στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Πάφου, που είχε προσωπικές επαφές με τα παιδιά από τις 25/8/97 μέχρι 12/11/97. Τα δύο παιδιά προέβηκαν σε δύο ένορκες δηλώσεις και για ευνόητους λόγους και πολύ ορθά κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αντεξετάστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των όσων αναφέρουν στις ένορκες δηλώσεις τους. Επιπρόσθετα καταχωρήθηκαν διάφορα έγγραφα και τεκμήρια που αναφέρονται σε σημαντικές λεπτομέρειες της παρούσας διαδικασίας.Αναφορικά με το πρόγραμμα που ετοίμασε το Γραφείο Ευημερίας για την παραμονή της αιτήτριας για τρεις μήνες στην Κύπρο (με την προσφορά ενός βοηθήματος £120 μηνιαίως, εξασφάλιση στέγης και παροχή υπηρεσιών από το Γραφείο Ευημερίας) σε μια προσπάθεια επανασύνδεσης της με τα παιδιά της, η αιτήτρια ανέφερε ότι το πιο πάνω πρόγραμμα ισοδυναμεί με την κοινωνική της ισοπέδωση, το ξερίζωμα από την πατρίδα της και την απώλεια της εργασίας της. Η αιτήτρια έχει μια εργασία στην Ελλάδα που αν τη χάσει δεν θα έχει τίποτε άλλο να κάμει, προσθέτοντας ότι δεν μπορεί να γίνει πειραματόζωο κανενός προγράμματος, καμιά υπηρεσίας, χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα με αμφίβολα αποτελέσματα.
Η αιτήτρια δήλωσε ότι έχει εξοφλήσει τα χρέη της και έχει δημιουργήσει μια περιουσία αξίας £100.000 στην Ελλάδα και ότι μπορεί να ζήσει άνετα με τα παιδιά της σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη.
Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της ότι η καθ'ης η αίτηση έφερνε εμπόδια στην επαφή της αιτήτριας με τα παιδιά της, η Γεωργία Βασιλείου κατέθεσε ότι στις 13/9/97 όταν μετέβηκε στην Πάφο μαζί με την αιτήτρια για να επισκεφθούν τα παιδιά στο σπίτι της γιαγιάς, η τελευταία άρχισε να φωνάζει και τελικά έβγαλε την αιτήτρια έξω από το σπίτι της.
Η αιτήτρια από τη μέρα που τα παιδιά ήλθαν στην Κύπρο δεν έδειξε κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρο γι' αυτά. Χαρακτηριστικά το καλοκαίρι του 1995 όταν η γιαγιά έστειλε τα παιδιά στην αιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία δεν τα κράτησε περισσότερο από ένα μήνα και τα έστειλε πίσω στην Κύπρο.
Οι σχέσεις της καθ'ης η αίτηση με την αιτήτρια δεν ήταν καλές αφού η τελευταία την τραβούσε στα Δικαστήρια και την έβριζε. Η ίδια δεν ανέφερε στα παιδιά ότι η μητέρα τους είναι καλή ή κακή. Τους είπε όμως πολλές φορές ότι μπορούσαν να την ακολουθήσουν αν ήθελαν με την ευχή της. Δεν θα δεχόταν μετά από τα όσα έχουν συμβεί την αιτήτρια να έλθει για να μείνει στο σπίτι της, όμως μπορεί να βρει σπίτι όπως της πρότεινε το Γραφείο Ευημερίας και να βλέπει τα παιδιά της.
Επειδή τα παιδιά όταν ήλθαν στην Κύπρο παρουσίαζαν αδυναμία στα μαθήματα, ο Κωνσταντίνος που είχε τελειώσει τη γ΄ Δημοτικού, παρέμεινε ξανά στη γ΄ τάξη μαζί με την αδελφή του. Αρχικά στα μαθήματα τους βοηθούσε ο πατέρας τους. Μετά το θάνατο του πατέρα τους τα παιδιά παρακολουθούν φροντιστήρια στα Αγγλικά και Μαθηματικά. Επιπρόσθετα στα Αγγλικά τους βοηθά η ίδια και στα Ελληνικά και Μαθηματικά η κόρη της που κατοικά κοντά τους.
Αναφορικά με την επίσκεψη της αιτήτριας και της Γεωργίας Βασιλείου στο σπίτι της στις 13/9/97 η καθ'ης η αίτηση ανέφερε ότι η αιτήτρια έφθασε στο σπίτι της έχοντας δύο σακούλες με τρόφιμα για τα παιδιά όπως επίσης και μια μεγάλη και μια μικρή βαλίτσα και της ανέφερε ότι πήγε εκεί για να μείνει μαζί τους. Η καθ'ης η αίτηση της είπε ότι δεν μπορεί να τη δεχθεί και τα πνεύματα οξύνθηκαν. Τελικά η διαμάχη που προέκυψε έληξε με την άφιξη της Αστυνομίας.
(γ) Η μαρτυρία των Κοινωνικών Λειτουργών
Αναφορικά με τη δυνατότητα επανασύνδεσης των παιδιών με τη μητέρα κατέθεσαν οι Κοινωνικοί Λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου Ελένη Δαγκλή και Μαρία Μονογιού, όπως επίσης και η Κωνσταντινιά Πέτρου, Επιμελήτρια Ανηλίκων στα Δικαστήρια Θεσσαλονίκης.
Η Ελένη Δαγκλή είχε γύρω στις 12 με 15 προσωπικές επαφές τόσο με τη γιαγιά όσο και με τα παιδιά από τις 26/6/97 μέχρι 10/7/97, κατόπιν οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για τους σκοπούς της υπ' αριθμό 82/97 αίτησης, όπως επίσης και δύο συναντήσεις και αρκετές τηλεφωνικές επικοινωνίες με τη μητέρα. Από την επανεξέταση στην οποία υποβλήθηκε κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την απάντηση που έδωσε σε ερώτημα που της τέθηκε ως προς το ποιά θα ήταν τα αποτελέσματα μιας άμεσης επανασύνδεσης της μητέρας με τα παιδιά.
"Από την πείρα μου και από τη δουλειά μου σαν Κοινωνική Λειτουργός, μπορεί να μην είμαι ψυχολόγος, αυτά τα παιδιά βρίσκονται στα πρόθυρα της εφηβείας και σίγουρα νοιώθουν ανασφάλεια κοντά στην κα Καλφοπούλου αυτή τη στιγμή. Συμμερίζομαι τον πόνο της σαν μάνα και το περιβάλλον της γιαγιάς τους προσφέρει ασφάλεια. Δεν είδα εχθρότητα στο περιβάλλον όπως είπε η κα Βραχίμη, απότομη δε αλλαγή περιβάλλοντος πιστεύω ότι θα έχει τραυματικές εμπειρίες και ήδη οι αγώνες που κάμνει η κα Καλφοπούλου μεγαλώνει έτσι το χάσμα μεταξύ των παιδιών της, με συγχωρείτε που το λέγω αλλά το έχω διαπιστώσει πολύ έντονα. Χάνει τα παιδιά της, δεν ξέρω. Θα έλεγα κάτι πιο απλό. Ο Θεός να τη βοηθήσει. Η μάνα να δώσει το μήνυμα να πάνε τα παιδιά κοντά της και όχι το Δικαστήριο."
Οταν η μάρτυς ρωτήθηκε αν η αιτήτρια ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με το Γραφείο Ευημερίας η μάρτυς απάντησε,
"Δεν ξέρω, νομίζω ότι κάπου ήταν συγχυσμένη η ίδια η κα Καλφοπούλου. Ζητούσε τη βοήθεια μας και από την άλλη δεν μας άκουγε. Δεν μιλούσαμε, σαν να μην επικοινωνούσαμε."
Η Μαρία Μονογιού παρακολουθούσε τα παιδιά από τις 25/8/97 μέχρι και τις 12/11/97 όταν ετοίμασε και την κοινωνική της έκθεση που έχει κατατεθεί ως τεκμήριο. Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να παραθέσω περιληπτικά τη μαρτυρία της Μαρίας Μονογιού αναφορικά με τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία.
Η Ασπασία Καλφοπούλου (αιτήτρια) που διαμένει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη πιστεύει ότι όταν τα παιδιά μετακινηθούν από τη γιαγιά και έλθουν κοντά της θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στενοί δεσμοί μεταξύ τους, αφού η γιαγιά την απορρίπτει και επηρεάζει τα παιδιά εναντίον της. Η μάρτυς μετά από παράκληση της αιτήτριας αφού τα παιδιά αρνούνταν να τη συναντήσουν, διευθέτησε και παρευρέθηκε σε τέσσερις συναντήσεις της μητέρας με τα παιδιά, τονίζοντας ότι τα παιδιά ζητούσαν από την Κοινωνική Λειτουργό να
βρίσκεται μαζί τους. Στις τρεις πρώτες συναντήσεις δημιουργήθηκε έντονο κλίμα και τα παιδιά έφυγαν θυμωμένα μετά από τις αναφορές της αιτήτριας στο ρόλο της γιαγιάς και της επικριτικής στάσης της αιτήτριας απέναντι της. Η τέταρτη συνάντηση έλαβε χώρα σε πιο ήπιο κλίμα χωρίς εκδηλώσεις συναισθημάτων εκ μέρους των παιδιών. Αντεξεταζόμενη η Μαρία Μονογιού ανέφερε ότι σε συνάντηση που είχε με την αιτήτρια, η τελευταία απέρριψε επανειλημμένα το πρόγραμμα του Γραφείου Ευημερίας για την παραμονή της στην Κύπρο για ένα χρονικό διάστημα σε μια προσπάθεια επανασύνδεσης της με τα παιδιά, χαρακτηρίζοντας το αναχρονιστικό και υποτιμητικό για την ίδια, αφού είχε σκοπό να την εγκλωβίσει στην Κύπρο, καταστρέφοντας την οικονομικά και εμποδίζοντας την να συνεχίσει το κοινωνικό της έργο στην Ελλάδα που σχετίζεται με την ανεύρεση παιδιών που έχουν υιοθετηθεί παράνομα.Ο Κωνσταντίνος Λοΐζου που φοιτά στη Β΄ τάξη του Γυμνασίου Αποστόλου Παύλου στην Πάφο με πολύ χαμηλή επίδοση παρουσιάζεται αδιάφορος στις σχολικές του υποχρεώσεις. Στο σχολείο προσέρχεται περιποιημένος, η συμπεριφορά του είναι η αναμενόμενη αφού δεν έχει υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα και χαρακτηρίζεται σαν κοινωνικός. Παρουσιάζεται στενά συνδεδεμένος με τη γιαγιά του, εκφράζει την αγάπη του γι' αυτή και δεν θέλει να φύγει από κοντά της αφού νοιώθει το σπίτι της σαν δικό του. Αναφορικά με τη μητέρα του έχει μια θετική προσέγγιση στην επικοινωνία μαζί της, δέχεται τα δώρα της αλλά αναφέρει ότι δεν νοσταλγεί ούτε και νοιώθει την έλλειψη της. Δηλώνει δε ότι δεν θέλει να ακολουθήσει τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη και ενοχλείται από τη συνεχιζόμενη δικαστική διαδικασία.
Η Ελένη Λοϊζου που φοιτά στη Β΄ τάξη του Γυμνασίου Αποστόλου Παύλου και άνκαι καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις. Στο σχολείο πηγαίνει περιποιημένη, δεν έχει αδικαιολόγητες απουσίες, δεν έχει υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα και παρουσιάζεται ευγενική και συνεσταλμένη. Αγαπά πολύ τη γιαγιά της και θεωρεί το σπίτι της γιαγιάς σαν οικογενειακό σπίτι, και δεν θέλει να φύγει από κοντά της. Αναφορικά με τη μητέρα της δηλώνει ότι δεν τη νοσταλγεί ούτε της λείπει, παρουσιάζεται αρνητική στο θέμα της επικοινωνίας μαζί της και είναι θυμωμένη από τη συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας και τη συμπεριφορά της μητέρας της απέναντι στη γιαγιά της.
Η Νίκη Λοΐζου, σύμφωνα με δικές της δηλώσεις, έχει διαθέσει τον εαυτό της για τη φροντίδα, προστασία και αγωγή των δύο παιδιών από το 1982 μέχρι σήμερα και είναι πρόθυμη να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της όσο καιρό ακόμα τη χρειαστούν. Προς τούτο έχει την έμπρακτη συμπαράσταση στενών συγγενών της, ιδιαίτερα της έγγαμης κόρης της που διαμένει σε γειτονικό σπίτι. Η γιαγιά έχει δεθεί στενά με τα παιδιά και παραδέχεται ότι οι δικές της προσωπικές σχέσεις με τη μητέρα είναι αρνητικές.
Η Κωνσταντινιά Πέτρου περιέγραψε το περιβάλλον της μητέρας στη Θεσσαλονίκη αναφέροντας ότι η μητέρα διαθέτει ένα ευρύχωρο ιδιόκτητο διαμέρισμα και έχει τις οικονομικές δυνατότητες από την εξάσκηση του επαγγέλματος της διακοσμήτριας και την είσπραξη ενοικίου από ένα κατάστημα της να φροντίσει κατάλληλα τα παιδιά. Η μάρτυς ήλθε στην Κύπρο για να καταθέσει στην ακρόαση της παρούσας αίτησης και είχε την ευκαιρία να συναντηθεί για 1½ ώρα με τα παιδιά στις 6/11/97 πριν από την ακρόαση της υπόθεσης, χωρίς να έχει επισκεφθεί το περιβάλλον της γιαγιάς και χωρίς να έχει συνάντηση μαζί της. Από τη συνάντηση με τα παιδιά η μάρτυς διαπίστωσε ότι αυτά θυμόντουσαν μόνο δυσάρεστες καταστάσεις από τη ζωή τους στη Θεσσαλονίκη όπως π.χ. ότι η μητέρα δεν τα φρόντιζε, ότι έλειπε η θαλπωρή αφού τα φρόντιζε μια Φιλιππινέζα, ότι δεν τους διάβαζε και ότι δεν είχαν ψυχαγωγικές δραστηριότητες μαζί της. Γενικά υπήρχε μια αρνητική εικόνα της ζωής στη Θεσσαλονίκη μέχρι της ηλικίας των 7 και 8 χρονών και η εικόνα αυτή ήταν συνδεδεμένη με το πρόσωπο της μητέρας. Η μάρτυς πρόσθεσε ότι η σημερινή κατάσταση οφείλεται από τη μια στο ότι η μητέρα δεν ένοιωσε τα παιδιά και απουσίαζε πολλές ώρες από το σπίτι και από την άλλη στο ότι δεν υπήρξε μια θετική ροή μηνυμάτων από τη γιαγιά προς τη μητέρα. Η επανασύνδεση με τη μητέρα είναι αναγκαία αλλά πρέπει να είναι ομαλή, αφού απότομη αποκοπή θα επιφέρει στενοχώρια, πόνο και θλίψη στα παιδιά.
Εχω εξετάσει πολύ προσεκτικά όλα τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί ενώπιον μου και έχω προβληματιστεί αρκετά ως προς το κατά πόσο η αιτήτρια δικαιούται στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.
Αρχικά θα ήθελα να αναφέρω ότι τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μέχρι την άφιξη των παιδιών στην Κύπρο είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητα. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τα κύρια πρόσωπα της διαδικασίας που ήταν η αιτήτρια, η καθ'ης η αίτηση, τα παιδιά και τις Κοινωνικές Λειτουργούς να καταθέτουν στο Δικαστήριο με όρκο και μετά από μια προσεκτική εξέταση όλου του φάσματος της μαρτυρίας έχω καταλήξει στο συμπέρασμα να αποδεχθώ τη μαρτυρία της καθ'ης η αίτηση, των Κοινωνικών Λειτουργών Ελένης Δαγκλή και Μαρίας Μονογιού
Για τα γεγονότα που ακολούθησαν την εγκατάσταση των παιδιών στην Κύπρο αποδέχομαι τη μαρτυρία της καθ'ης η αίτηση με την επιφύλαξη ότι δεν έλαβε συγκεκριμένα μέτρα προτροπής και/ή ενθάρρυνσης των παιδιών για να επιστρέψουν στη μητέρα τους.
Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι τα παιδιά στάληκαν από τους γονείς τους από τη Θεσσαλονίκη στην Κύπρο το 1992 όταν αυτά ήταν 8 και 9 χρονών. Στην Κύπρο τα παιδιά διέμεναν με τη γιαγιά και τον παππού στην Πάφο. Ενα μήνα αργότερα ήλθε και διέμεινε μαζί τους και ο πατέρας τους. Ο πατέρας βρήκε το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα το Δεκέμβριο του 1995 ενώ ο παππούς είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν, τον Ιούλιο του 1995. Μετά το θάνατο του πατέρα τους
παρέμειναν στο ιδιόκτητο σπίτι της γιαγιάς στην Πάφο. Το σπίτι βρίσκεται σε καλή κατάσταση με απλή και άνετη επίπλωση και το κάθε παιδί έχει το δικό του υπνοδωμάτιο. Το σπίτι έχει μια μεγάλη αυλή μέσα στην οποία η γιαγιά διατηρεί φυτώριο από το οποίο κερδίζει γύρω στις £250 μηνιαίως. Επιπρόσθετα η γιαγιά εισπράττει £128 μηνιαίως σύνταξη χηρείας και μια επιπρόσθετη σύνταξη χηρείας ανερχόμενη σε £20 μηνιαίως από την Αγγλία.Από το 1992 η μητέρα παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη όπου εργαζόταν ως διακοσμήτρια για να διασώσει την προσωπική επιχείρηση της και να αποφύγει την πώληση του ιδιόκτητου διαμερίσματος της από τη συσσώρευση των διάφορων χρεών της επιχείρησης. Η απουσία της μητέρας και η έλλειψη της μητρικής φροντίδας επέφεραν το δυσάρεστο αποτέλεσμα της συναισθηματικής αποσύνδεσης των παιδιών από τη μητέρα και της σύνδεσης τους με τη γιαγιά, σε βαθμό που όταν αυτά αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την αιτήτρια το 1995 στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία να προβεί στη λήψη δικαστικών μέτρων για να επαναφέρει τα παιδιά κοντά της
.Σύμφωνα με τη μαρτυρία των δύο Κυπρίων Κοινωνικών Λειτουργών που είχαν έλθει σε επαφή με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα διαδικασία, τις μαρτυρίες των οποίων αποδέχομαι στην ολότητα τους, τα παιδιά νοιώθουν ασφάλεια στην Κύπρο. Εχουν δημιουργήσει τα τελευταία πέντε χρόνια φιλικές και συναισθηματικές σχέσεις μέσα στο περιβάλλον που ζουν και με ένορκες δηλώσεις που έχουν καταχωρίσει δήλωσαν ότι θέλουν να συνεχίσουν να διαμένουν με τη γιαγιά τους που τους μεγάλωσε και τους φροντίζει όλα τα χρόνια προσθέτοντας ότι δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στη μητέρα. Η συνεκτίμηση της γνώμης του ανηλίκου ανάλογα με την ωριμότητα του και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6(3) του Νόμου 216/90. Το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί με σχετικές ερωτήσεις που έχουν υποβληθεί στα παιδιά ότι αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα του όρκου και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τις οποίες έχουν υπογράψει.
Αναφορικά με το επεισόδιο της 13/9/97 αποδέχομαι την εκδοχή της καθ'ης η αίτηση ότι η αιτήτρια είχε μεταβεί στο σπίτι της με σκοπό όχι μόνο να δει τα παιδιά της αλλά και για να παραμείνει στο σπίτι της καθ'ης η αίτηση, γεγονός που οδήγησε στα επεισόδια που επακολούθησαν.
Το δικαίωμα της μητέρας για γονική μέριμνα των παιδιών της σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90 δεν αμφισβητείται. Επιπρόσθετα δεν αμφισβητείται ότι τα παιδιά σε κάποιο χρονικό στάδιο θα πρέπει να επανενωθούν με τη μητέρα. Οι Κοινωνικοί Λειτουργοί συμφωνούν με την πιο πάνω άποψη. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι ο καθορισμός αυτής της στιγμής. Τόσο η Ελένη Δαγκλή όσο και η Μαρία Μονογιού, που είχαν διάφορες επαφές με τα παιδιά, τη μητέρα και τη γιαγιά πιστεύουν ότι μια απότομη αλλαγή της σημερινής κατάστασης μπορεί να επιφέρει τραυματικές εμπειρίες στα παιδιά που νοιώθουν τώρα ασφαλείς με τη γιαγιά και ανασφαλείς με τη μητέρα. Η επανασύνδεση πρέπει να είναι ομαλή και σταδιακή. Την ίδια άποψη τρέφει ακόμα και η Ελληνίδα Κοινωνική Λειτουργός Κωνσταντινιά Πέτρου που πιστεύει ότι η επανασύνδεση πρέπει να είναι ομαλή, αφού μια απότομη αποκοπή θα επιφέρει πόνο, θλίψη και στεναχώρια στα παιδιά.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον μου φαίνεται ότι το θέμα της επανασύνδεσης της αιτήτριας με τα παιδιά της απασχόλησε έντονα τις Κυπριακές Αρχές. Ετσι σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 19/8/97 (Τεκμήριο Ε της ένορκης δήλωσης της καθ'ης η αίτηση της 8/9/97) στην οποία πήραν μέρος Παιδοψυχίατρος, Κλινική Ψυχολόγος, Ανώτερη Νοσηλεύτρια των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου
Υγείας όπως επίσης και Λειτουργοί του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, εξετάστηκαν τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για να καταστεί δυνατή η επανένωση της αιτήτριας με τα παιδιά της. Αφού αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της αιτήτριας να αναλάβει τα παιδιά της αποφασίστηκε όπως βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς. Προς τούτο αποφασίστηκε όπως το Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας(1) Ζητήσει από την αιτήτρια να παραμείνει στην Κύπρο για όσο χρόνο χρειασθεί για να διευκολυνθούν οι επαφές της με τα παιδιά,
(2) Χορηγήσει δημόσιο βοήθημα που θα κάλυπτε τις βασικές και ειδικές της ανάγκες,
(3) Καταβάλλει όλο το ενοίκιο της για μια περίοδο 3 μηνών.
Η συνέχιση της παροχής των πιο πάνω διευκολύνσεων θα επανεξεταζόταν μετά την πάροδο των πρώτων τριών μηνών ανάλογα με την εξέλιξη της υπόθεσης. Επιπρόσθετα θα εζητείτο από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να αποφεύγουν τις δημόσιες δηλώσεις, την εξάσκηση πιέσεων κα/ή παρεμβάσεων προς τα αρμόδια κρατικά όργανα και την κατ' ευθείαν επαφή με τα παιδιά χωρίς την προηγούμενη συνεργασία με το Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Τα πιο πάνω μέτρα θα έδιναν την ευχέρεια στην αιτήτρια να έρχεται σε επαφή με τα παιδιά της για να ξανακερδίσει την αγάπη τους και την εμπιστοσύνη τους έτσι που αυτά δεν θα είχαν ενδοιασμούς να την ακολουθήσουν. Ομως η εισήγηση αυτή δεν υλοποιήθηκε. Από τη μαρτυρία που δόθηκε και πιο συγκεκριμένα από την αντεξέταση της Μαρίας Μονογιού, φαίνεται ότι η εισήγηση είχε απορριφθεί από τη μητέρα γιατί το σχέδιο αυτό ήταν αναχρονιστικό και υποτιμητικό για την ίδια χωρίς εγγυήσεις επιτυχίας, θα ισοδυναμούσε με ξερίζωμα από την πατρίδα της, θα επέφερε απώλεια της εργασίας της και θα την κατέστρεφε οικονομικά ενώ ταυτόχρονα θα την εμπόδιζε να συνεχίσει το κοινωνικό έργο της στην Ελλάδα που σχετίζεται με την ανεύρεση παράνομα υιοθετηθέντων παιδιών. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε τη θέση ότι η εισήγηση παρέμεινε μετέωρη αφού ο Γενικός Εισαγγελέας παρέλειψε να της δώσει τις κατάλληλες διευκρινίσεις που είχε ζητήσει με επιστολή της ημερομηνίας 27/8/97 (Τεκμήριο 1). Η σφαιρική εικόνα που προβάλλουν τα περιστατικά της υπόθεσης δείχνουν ότι η μητρική αγάπη και η έντονη επιθυμία της μητέρας να δει τα παιδιά της να επιστρέφουν κοντά της της επέφεραν μια φορτισμένη ψυχολογική κατάσταση με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της, αντί να επαναφέρει τα παιδιά κοντά της να τα σπρώχνει περισσότερο μακριά της. Και είναι εδώ που η αιτήτρια αντί να επιδείξει την κατάλληλη κατανόηση και με υπομονή να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την αγάπη και κατανόηση των παιδιών της, ανεξαρτήτως θυσιών, βιάστηκε να απαιτήσει με δικαστικές διαδικασίες την επιστροφή τους παραγνωρίζοντας τα δικά τους συναισθήματα προς τη γιαγιά, που στη συνεχή απουσία της αιτήτριας είχε αναλάβει η ίδια το ρόλο της μητέρας
.Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης μοιάζουν αρκετά με τα γεγονότα της υπόθεσης
Hokkanen v. Finland Α 299-Α (1994) στην οποία αποφασίστηκε ότι η ανάληψη της κηδεμονίας ανήλικης από τον παππού και γιαγιά δεν παραβίαζε το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιοκτησίας και οικογενειακής ζωής του πατέρα της ανήλικης, όπως αυτό διασφαλίζεται με το άρθρο 8(2) της Σύμβασης, λαμβανομένων υπόψη της επιθυμίας της ανήλικης και του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η ανήλικη παρέμεινε μαζί με τον παππού και τη γιαγιά της.Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης είναι αρκετά απλά. Ο πατέρας γεννήθηκε το 1953. Η σύζυγος του με την οποία απέκτησε μια κόρη απέθανε το 1985. Η μικρή που γεννήθηκε το Σεπτέμβριο του 1983 ήταν 18 περίπου μηνών όταν έχασε τη μητέρα της. Σύμφωνα με το Φιλλανδικό Νόμο μετά το θάνατο της μητέρας της η γονική μέριμνα περιήλθε στον πατέρα. Ο παππούς και η γιαγιά (γονείς της συζύγου) ανέλαβαν από τον Απρίλιο του 1985 με τη συγκατάθεση του πατέρα, την κηδεμονία της ανήλικης μέχρις ότου ο πατέρας διευθετήσει τα διάφορα περιουσιακά προβλήματα που προέκυψαν από το θάνατο της γυναίκας του, συμπεριλαμβανομένης και της αναδιοργάνωσης της κτηνοτροφικής του επιχείρησης. Ο πατέρας είχε δει μόνο μερικές φορές την κόρη του στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς μέχρι τον Ιανουάριο του 1987. Γύρω στα τέλη του 1985 ο παππούς και η γιαγιά γνωστοποίησαν στον πατέρα την πρόθεση τους να κρατήσουν τη μικρή. Αρχικά το Επαρχιακό Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση διέταξε ότι η ανήλικη θα έπρεπε να παραμείνει με τον παππού και τη γιαγιά. Αργότερα, μετά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης, το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ανήλικη θα έπρεπε να δοθεί στον πατέρα. Το Εφετείο και αργότερα το 1987 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσαν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η ανήλικη θα έπρεπε να δοθεί στον πατέρα. Προτού εκτελεστεί η πιο πάνω απόφαση ακολούθησε μια δεύτερη σειρά δικαστικών μέτρων όταν το 1990 το Γραφείο Ευημερίας, αφού έλαβε υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο όπως η γονική μέριμνα ανατεθεί στον παππού και τη γιαγιά. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Εφετείο που ανέθεσε τη γονική μέριμνα στον παππού και τη γιαγιά αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα για την ανάπτυξη μιας φυσιολογικής σχέσης. Οταν το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε στον πατέρα το δικαίωμα να ασκήσει έφεση ο τελευταίος προσέφυγε στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε κατά πλειοψηφία (έξι εναντίον τριών) ότι η μεταβίβαση της γονικής μέριμνας από τον πατέρα στον παππού και στη γιαγιά ήταν δικαιολογημένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 8(2) της Σύμβασης. Και τούτο ανεξάρτητα από την παράλειψη των κρατικών αρχών να εκτελέσουν διατάγματα που είχαν εκδοθεί για την επικοινωνία μεταξύ του πατέρα και της ανήλικης, όταν ο παππούς και η γιαγιά αρνούνταν να επιτρέψουν στον πατέρα να παραλάβει την ανήλικη και να την έχει μαζί του για ωρισμένες ώρες, μακριά από το σπίτι όπου διέμενε η μικρή. Η ευημερία και το συμφέρον της ανήλικης υπερίσχυε του δικαιώματος της γονικής μέριμνας και του συμφέροντος του πατέρα.
Εχω προβληματιστεί αρκετά ως προς το κατά πόσο θα μπορούσα να εκδώσω το αιτούμενο ένταλμα. Η λύση της αντιπαράθεσης μεταξύ του δικαιώματος της μητέρας για γονική μέριμνα και του συμφέροντος και ευημερίας των ανηλίκων δεν είναι εύκολη. Η αιτήτρια θα μπορούσε με τη βοήθεια που της προσφέρθηκε από τις αρμόδιες Κρατικές Υπηρεσίες να παραμείνει για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Κύπρο για να επανακερδίσει την αγάπη των παιδιών
της, η απώλεια της οποίας οφείλεται στη δική της συνεχή απουσία από κοντά τους. Αντί αυτού προτίμησε την απαίτηση της άμεσης επιστροφής τους με τη δικαστική οδό. Η αιτήτρια που έχει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(2) του Νόμου 216/90 τη γονική μέριμνα, είχε το βάρος να αποδείξει ότι το συμφέρον και η ευημερία των ανηλίκων επιβάλλει τη μετακίνηση τους από το περιβάλλον της γιαγιάς σε εκείνο της μητέρας στη Θεσσαλονίκη. Μετά από μια βασανιστική εξέταση όλων των πτυχών της υπόθεσης και ιδιαίτερα την έντονη συναισθηματική σύνδεση των παιδιών με τη γιαγιά και με το περιβάλλον μέσα στον οποίο ζουν τώρα και νοιώθουν ασφάλεια και τα ψυχολογικά επακόλουθα που μπορούν να προκύψουν από μια απότομη αποκοπή τους από το πιο πάνω περιβάλλον, χωρίς να παραγνωρίζω ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ακατάλληλη για να δεχθεί τα παιδιά κοντά της, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έκδοση του σχετικού εντάλματος δεν θα ήταν η ορθή απόφαση κάτω από τις παρούσες περιστάσεις και τούτο για τους λόγους που έχω παραθέσει πιο πάνω. Η αίτηση απορρίπτεται. Εχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν εκδίδεται οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο η Ασπασία Καλφοπούλου (μητέρα) ζητούσε όπως διαταχθεί η Νίκη Λοΐζου (γιαγιά) να παρουσιάσει τα δύο παιδιά της αιτήτριας Κωνσταντίνο (ηλικίας σήμερα 13 χρονών και 11 μηνών) και Ελένη (ηλικίας σήμερα 12 χρονών και 11 μηνών) στο Ανώτατο Δικαστήριο για να της παραδοθούν.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης τα δύο παιδιά που είχαν γεννηθεί και διέμεναν μαζί με τους γονείς τους στη Θεσσαλονίκη, στάληκαν το 1992 στην Κύπρο και διέμεναν μαζί με τη γιαγιά τους στο σπίτι της τελευταίας στην Πάφο. Ενα μήνα αργότερα ήλθε και ο πατέρας στην Κύπρο, ενώ η μητέρα παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη όπου εργαζόταν ως διακοσμήτρια. Ο πατέρας των παιδιών σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στις 10/12/95. Οταν η μητέρα ήλθε στην Κύπρο για την κηδεία του συζύγου της ζήτησε να πάρει μαζί της τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Οταν τα παιδιά αρνήθηκαν να την ακολουθήσουν η αιτήτρια καταχώρισε δύο αιτήσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ζητώντας την επιστροφή των παιδιών της. Η πρώτη αίτηση αποσύρθηκε από την αιτήτρια και απορρίφθηκε. Η δεύτερη αίτηση απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και εναντίον της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε έφεση, η ακρόαση της οποίας εκκρεμεί.
Στις 28/8/97 η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για να της παραδοθούν τα παιδιά. Στη σχετική απόφαση το Δικαστήριο ανέφερε ότι μια απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση του διατάγματος είναι η απόδειξη εκ μέρους του αιτητή του στοιχείου της παράνομης κράτησης. Στην υπό εκδίκαση περίπτωση το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη την ηλικία των δύο ανηλίκων που τους επιτρέπει να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη για το συμφέρον και την ευημερία τους και την ένορκη δήλωση τους ότι επιθυμούν να παραμείνουν με τη γιαγιά τους και δεν θέλουν να επιστρέψουν στη μητέρα τους, απέρριψε τη σχετική αίτηση αφού η μητέρα απέτυχε να αποδείξει ότι τα παιδιά κατακρατούνταν παράνομα από τη γιαγιά.