ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1689
16 Δεκεμβρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
NOZAKI & CO. LTD. ΚΑΙ ΑΛΛΗ,
Eφεσείουσες-Εναγόμενες,
v.
ΣΙΟΥΚΙΟΥΡΟΓΛΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ.,
Eφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9792).
Πολιτική Δικονομία — Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας — Εξασφάλιση άδειας — Αποκάλυψη αιτίας αγωγής απαραίτητη προϋπόθεση — Τέτοια αποκάλυψη βασίζεται αποκλειστικά στο αντικειμενικό συμπέρασμα επί των γεγονότων όπως αυτά εμφαίνονται στις ένορκες δηλώσεις και όχι στην αξιολόγηση της ουσιαστικής αξίας τους.
Δίκαιο των Συμβάσεων — Τερματισμός σύμβασης — Τόπος τερματισμού της — Αποδεικνύεται από το σύνολο των περιστάσεων και γεγονότων που συναρτώνται με το γεγονός του τερματισμού.
Οι εφεσείουσες εταιρείες είναι εγγεγραμμένες και λειτουργούν στο εξωτερικό. Η εφεσίβλητη ήταν η αποκλειστική αντιπρόσωπός των προϊόντων των εφεσειουσών στην Κύπρο, ίσως από το 1926. Το Νοέμβριο του 1992 υπεγράφη στο Λονδίνο σύμβαση διάρκειας ενός έτους με δικαίωμα ανανέωσής της για ακόμα ένα έτος, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε. Οι εφεσείουσες τερμάτισαν στις 29.12.94 την πιο πάνω συμφωνία με ισχύ δύο μέρες αργότερα, δηλαδή 31.12.94. Ο τερματισμός έγινε με αποστολή στην εφεσίβλητη επιστολής μέσω δικηγορικού γραφείου, που ενήργησε ως αντιπρόσωπος των εφεσειουσών.
Η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της συμφωνίας αντιπροσώπευσης των προιόντων των εφεσειουσών στην Κύπρο. Η αίτησή της για εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στις εφεσείουσες, σύμφωνα με τη Δ.6(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας έγινε αποδεκτή. Οι εφεσείουσες, ζητούν με την παρούσα έφεση την ακύρωση και παραμερισμό του πιο πάνω διατάγματος και κατ' ακολουθία της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος.
Ο δικηγόρος των εφεσειουσών εισηγήθηκε ότι η σχέση των διαδίκων ήταν μια συνήθης συμφωνία αντιπροσώπευσης ξένου οίκου από Κυπριακή εταιρεία, η οποία τερματίστηκε λόγω του ότι η εφεσίβλητη δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει κύκλο εργασιών όπως συμφωνήθηκε. Επίσης ότι ο τερματισμός αυτός έγινε στο εξωτερικό. Κατά συνέπεια τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν καμιά δικαιοδοσία στη διαφορά που προέκυψε.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε πως εφόσον δεν ανανεώθηκε η γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, η συνεργασία συνεχίστηκε πάνω στην προηγούμενη της βάση, καταλήγοντας ότι η ειδοποίηση για τερματισμό ήταν ανεπαρκής, σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα έναρξης της ισχύος της. Γι' αυτό και αξίωνε αποζημιώσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το θέμα που εξετάζεται στην επίδικη αίτηση δεν αφορά θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής και εσφαλμένα τέθηκε από το συνήγορο των εφεσειουσών σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Το ερώτημα που ανακύπτει στην υπό συζήτηση αίτηση είναι αν η εφεσίβλητη έχει δείξει εκ πρώτης όψεως (prima facie) καλή αιτία αγωγής και συνδρομή των προϋποθέσεων της Δ.6, θ.1 για να επιτραπεί η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου στο εξωτερικό.
2. Η αποκάλυψη αιτίας αγωγής βασίζεται αποκλειστικά στο αντικειμενικό συμπέρασμα επί των γεγονότων, όπως αυτά εμφαίνονται στις ένορκες δηλώσεις, και όχι στην αξιολόγηση της ουσιαστικής αξίας τους. Απλή επιβεβαίωση από τον ίδιο τον ενάγοντα, πως έχει καλή αιτία αγωγής, δεν είναι αφ' εαυτής αρκετή.
3. Ο τόπος τερματισμού μιας συμφωνίας, δεν αποδεικνύεται μόνο με την αναφορά στη χώρα όπου στάληκε η επιστολή τερματισμού, αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και γεγονότων που συναρτώνται με το γεγονός του τερματισμού. Ο συνήγορος της εφεσίβλητης, αναγνωρίζει το δικαίωμα των εφεσειουσών να τερματίσουν τη συνεργασία. Εκείνο όμως που αμφισβητεί είναι η μόλις δύο ημερών ειδοποίηση τερματισμού της, προτού ισχύσει. Θα έπρεπε κατά τη γνώμη του, να παρασχεθεί κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό αξιούσε αποζημιώσεις.
4. Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη έδειξε συζητήσιμη αιτία αγωγής και της έδωσε την επίδικη άδεια να αποστείλει ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος στις εφεσείουσες στο εξωτερικό, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα, τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Υπόθεση που αναφέρθηκε:
Sekavin S.A. v. Ship "Platon" Ch. (1987) 1 C.L.R. 297.
Έφεση.
Έφεση από τις εναγόμενες-αιτήτριες κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, Π.E.Δ. και Σταματίου, E.Δ.), που δόθηκε στις 16/9/96 (Aρ. Aγωγής 1136/95), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους, για ακύρωση και παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό, της ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος.
Π. Μιχαήλ, για τις Εφεσείουσες εταιρείες.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Εφεσίβλητη εταιρεία.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εναγομένων-εφεσειουσών εταιρειών στην οποία, μεταξύ άλλων, αξιώνει αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της συμφωνίας αντιπροσώπευσης των προϊόντων τους από την ίδια στην Κύπρο. Οι εφεσείουσες εταιρείες είναι εγγεγραμμένες και λειτουργούν στο εξωτερικό, πράγμα που επέβαλλε στην εφεσίβλητη να εξασφαλίσει άδεια του Δικαστηρίου για να επιδώσει ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος σ' αυτές, σύμφωνα με τη Δ.6(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο έδωσε αυτή την άδεια στις 9.5.95. Οι εφεσείουσες όμως με αίτησή τους ημερ. 21.7.95 ζήτησαν την ακύρωση και παραμερισμό του πιο πάνω διατάγματος και κατ' ακολουθία της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος.
Η επίδικη διαφορά προχώρησε στη συζήτηση και στις 16.9.96 το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αίτηση των εφεσειουσών. Παραμένει, ως εκ τούτου, εν ισχύι η απόφασή του για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας στις εφεσείουσες.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι μακροσκελής και εμπεριστατωμένη. Σ' αυτήν παρατίθενται σε έκταση οι εκατέρωθεν εισηγήσεις και συζητείται το νομικό υπόβαθρο, με αναφορά στη νομολογία και τα πραγματικά γεγονότα όπως αναφέρθηκαν ενώπιόν του στις ένορκες δηλώσεις. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Ενώπιον μας έχουν ουσιαστικά επαναληφθεί τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, τα οποία, κατά το πλείστον, αφορούν σε νομικά ζητήματα.
Στη δική μας απόφαση δεν θα επεκταθούμε πολύ. Θα περιοριστούμε στα κύρια σημεία, στη βάση των οποίων διαπιστώσαμε πως η υπό έφεση απόφαση είναι ορθή. Η αίτηση για επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος έγινε, στο δικονομικό της μέρος, σύμφωνα με τη Δ.6(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και στην ουσία της βασίζεται στις διατάξεις της παραγράφου (ε), που προβλέπει τα εξής: (σε μετάφραση από την αγγλική).
(ε) η αγωγή εγείρεται για να επιβάλει την εκτέλεση, καταργήσει, διαλύσει, ακυρώσει ή άλλως πως επηρεάσει σύμβαση ή για την αποκατάσταση ζημιών ή για άλλη θεραπεία για ή σε σχέση με παράβαση σύμβασης-
(ι) που έγινε στην Κύπρο, ή
(ιι) που έγινε υπό ή μέσω αντιπροσώπου, ο οποίος εμπορεύεται ή διαμένει στην Κύπρο για λογαριασμό αντιπροσωπευομένου, ο οποίος εμπορεύεται ή διαμένει εκτός Κύπρου,
ή είναι αγωγή που εγείρεται σε σχέση με παράβαση σύμβασης η οποία παράβαση διαπράχθηκε στην Κύπρο, οπουδήποτε και αν (η σύμβαση) καταρτίστηκε, και αν ακόμη η παράβαση αυτή είχε ως προηγούμενο ή συνοδεύεται από (άλλη) παράβαση, που έγινε εκτός Κύπρου, πράγμα το οποίο κατέστησε αδύνατη την εκτέλεση του μέρους της σύμβασης, το οποίο έπρεπε να είχε εκτελεστεί στην Κύπρο ή
.....................................................................................................»
Μας ενδιαφέρει κυρίως η τελευταία πρόνοια, που συνδέεται με τις προηγούμενες με το διαζευκτικό «ή». Η θέση του δικηγόρου των εφεσειουσών είναι πως οι πιο πάνω διατάξεις των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση γιατί τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να επιληφθούν της αγωγής. Εισηγείται πως οι εναγόμενες εταιρείες είναι εγγεγραμμένες και λειτουργούν στο εξωτερικό. Οι σχέσεις των διαδίκων διέπονται από γραπτή σύμβαση που συνήφθη μεταξύ τους στο Λονδίνο το Νιόβρη του 1992. Σύμφωνα μ' αυτήν η εφεσίβλητη θα ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος των προϊόντων των εφεσειουσών στην Κύπρο για ένα έτος, με δικαίωμα ανανέωσης για ακόμη ένα. Η εφεσίβλητη, λέγει ο συνήγορος, δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει κύκλο εργασιών, σε ότι αφορά την αξία πώλησης εμπορευμάτων, όπως συμφωνήθηκε, και ως εκ τούτου οι εφεσείουσες τερμάτισαν στις 29.12.94 την πιο πάνω συμφωνία, με ισχύ δυο ημέρες αργότερα, δηλαδή 31.12.94. Ο τερματισμός αυτός, διατείνεται ο συνήγορος, έγινε στο εξωτερικό και επομένως κανένα γεγονός της επίδικης διαφοράς δεν συνδέεται με την Κύπρο. Για να συνοψίσουμε τη θέση του συνήγορου, προτείνει πως η σχέση των διαδίκων ήταν μια συνήθης συμφωνία αντιπροσώπευσης ξένου οίκου από Κυπριακή εταιρεία, η οποία υπόκειτο σε τερματισμό, ο οποίος και έγινε. Συνεπώς, κατά τον συνήγορο, τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν καμιά δικαιοδοσία στη διαφορά που προέκυψε.
Η προσέγγιση του δικηγόρου της εφεσίβλητης είναι διαφορετική. Ισχυρίζεται, και τούτο δεν αμφισβητείται, πως η συνεργασία των διαδίκων δεν άρχισε τον Νοέμβριο του 1992, που υπεγράφη η συμφωνία, αλλά λειτουργεί, ίσως, από το 1926. Οι εφεσείουσες έστελλαν στην Κύπρο τα εμπορεύματά τους, γνωστά με την επωνυμία «Geisha», τα οποία πωλούνταν στην τοπική αγορά ή αποστέλλονταν απευθείας σε Κύπριους αγοραστές, και η εφεσείουσα έπαιρνε την προμήθειά της ή το κέρδος της από τις πωλήσεις. Ο τερματισμός της συνεργασίας έγινε με την αποστολή σ' αυτήν σχετικής επιστολής μέσω δικηγορικού γραφείου, που ενήργησε ως αντιπρόσωπος των εφεσειουσών. Επιπλέον η συνήγορος επισημαίνει πως η έγγραφη συμφωνία του 1992 περιείχε όρο για ανανέωση μετά τη λήξη της, με μια ορισμένη διαδικασία. Η διαδικασία αυτή δεν έγινε. Επομένως, δεν ανανεώθηκε η γραπτή συμφωνία και η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία συνεχίστηκε πάνω στην προηγούμενη βάση της. Κατέληξε, ως εκ τούτου, ότι η ειδοποίηση για τερματισμό ήταν εντελώς ανεπαρκής, σε ότι αφορά το χρονικό διάστημα έναρξης της ισχύος της.
Πολύς λόγος έγινε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και ενώπιόν μας αναφορικά με τον τόπο τερματισμού της σύμβασης, με αναφορά μόνο στη χώρα όπου συντάχθηκε η επιστολή. Ο μεν συνήγορος των εφεσειουσών εισηγήθηκε πως αυτή δεν στάληκε στην εφεσίβλητη στην Κύπρο, παρά μόνο είχε κοινοποιηθεί σ' αυτή το περιεχόμενό της μέσω των δικηγόρων των εφεσειουσών, ενώ ο συνήγορος της τελευταίας υποστήριξε πως ο τερματισμός της σύμβασης έλαβε χώρα στην Κύπρο, εφόσον αυτή στάληκε μέσω των δικηγόρων των εφεσειουσών, που ενεργούσαν ως αντιπρόσωποί τους.
Έχουμε πει προηγουμένως πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε λεπτομερή αναφορά στη νομολογία, σε ότι αφορά τη λειτουργία του Δικαστηρίου κατά την εφαρμογή της σχετικής διάταξης του Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας. Μεταξύ άλλων επισημάνθηκε και Κυπριακή απόφαση, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείου: Sekavin S.A. v. The Ship «Platon» Ch. (1987) 1 C.L.R. 297, όπου ο δικαστής Πικής, ως ήτο τότε, συζητά την Αγγλική νομολογία και υιοθετεί την αρχή πως η αποκάλυψη αιτίας αγωγής βασίζεται αποκλειστικά στο αντικειμενικό συμπέρασμα επί των γεγονότων, όπως αυτά εμφαίνονται στις ένορκες δηλώσεις, και όχι στην αξιολόγηση της ουσιαστικής αξίας τους. Απλή επιβεβαίωση από τον ίδιο τον ενάγοντα, πως έχει καλή αιτία αγωγής, δεν είναι αφ' εαυτής αρκετή.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως στον ίδιο το θ.4, της Δ.6, τίθεται ακριβώς το κριτήριο βάσει και του οποίου λειτουργεί το Δικαστήριο για να εκδώσει το διάταγμα επίδοσης ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος στο εξωτερικό, που ορίζεται ως εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής. Το λεκτικό του θεσμού έχει ως ακολούθως: (σε μετάφραση πάλιν από την αγγλική).
«Κάθε αίτηση για άδεια για επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή ειδοποίησης περί τούτου σε εναγόμενο εκτός Κύπρου πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση ή άλλη μαρτυρία, η οποία να ικανοποιεί το Δικαστήριο ή το Δικαστή ότι ο ενάγων έχει εκ πρώτης όψεως (prima facie) καλή αιτία αγωγής και η οποία να δείχνει σε ποιό τόπο ή χώρα βρίσκεται ή είναι πιθανό να βρεθεί ο εναγόμενος αυτός, και κατά πόσο (ένας) τέτοιος εναγόμενος είναι Βρεττανός υπήκοος, ή όχι, και τους λόγους για τους οποίους γίνεται η αίτηση και τέτοια άδεια δεν θα πρέπει να δίδεται, εκτός εάν φανεί επαρκώς στο Δικαστήριο ή το Δικαστή ότι η υπόθεση είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός Κύπρου σύμφωνα με αυτή τη Διαταγή».
Η εντύπωση που αποκομίσαμε από τις θέσεις που ανέπτυξε ο συνήγορος των εφεσειουσών στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ενώπιόν μας, είναι πως παρεξηγεί το στάδιο της διαδικασίας στο οποίο προβάλλει τους ισχυρισμούς του και προτείνει τις εισηγήσεις του. Συγκεκριμένα, ζητά ουσιαστικά από το Δικαστήριο, σ' αυτό το στάδιο, να κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής. Δεν είναι όμως τούτο το θέμα που εξετάζεται στην επίδικη αίτηση. Το ερώτημα που ανακύπτει στην υπό συζήτηση αίτηση είναι αν η εφεσίβλητη έχει δείξει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής, και συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων της Δ.6 θ.1, για να επιτραπεί η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου στο εξωτερικό.
Τα γεγονότα, όπως παρουσιάζονται τώρα είναι τα εξής: Οι διάδικοι είχαν προφορική συμφωνία, ίσως από το 1926, βάσει της οποίας η εφεσίβλητη ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος των προϊόντων των εφεσειόντων στην Κύπρο. Τα προϊόντα αποστέλλονταν C.I.F. στην Κύπρο, ή απ' ευθείας στους Κύπριους εισαγωγείς, αφού πληρωνόταν η προμήθεια στην εφεσίβλητη. Είναι επίσης γεγονός πως τον Νοέμβριο του 1992 υπεγράφη σύμβαση διάρκειας ενός έτους, με μηχανισμό ανανέωσής της για ακόμη ένα έτος, ο οποίος δεν χρησιμοποιήθηκε.
Σε σχέση με τον τόπο τερματισμού μιας συμφωνίας, τούτο δεν αποδεικνύεται μόνον με την αναφορά στη χώρα από όπου στάληκε η επιστολή τερματισμού, αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και γεγονότων που συναρτώνται με το γεγονός του τερματισμού. Στην προκείμενη περίπτωση αποτελούν συζητήσιμο θέμα οι περιστάσεις τερματισμού της σύμβασης αντιπροσώπευσης, με το δοσμένο μάλιστα στοιχείο πως οι εφεσείουσες δεν θα εξάγουν πλέον στην Κύπρο εμπορεύματα στην εφεσίβλητη. Ο συνήγορος της εφεσίβλητης αναγνωρίζει το δικαίωμα των εφεσειουσών να τερματίσουν την συνεργασία. Εκείνο όμως που αμφισβητεί είναι την περί αυτής ειδοποίηση των δυο μόλις ημερών, προτού ισχύσει. Κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να παρασχεθεί κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, και γι' αυτό η αξίωση για αποζημιώσεις.
Με βάση αυτά τα γεγονότα, πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως η εφεσίβλητη έδειξε συζητήσιμη αιτία αγωγής και της έδωσε άδεια να αποστείλει ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος στις εφεσείουσες στο εξωτερικό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, τα οποία θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα, τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.