ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1418
5 Νοεμβρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΛΟΪΖΟΣ ΚΩΣΤΑ ΛΟΪΖΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΙΑΚΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9560).
Γραμμάτιο συνήθους τύπου — Είναι εκ του νόμου τυπικό έγγραφο — Διέπεται από τα Άρθρα 78-81 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Ποίες οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ένα έγγραφο ως γραμμάτιο συνήθους τύπου — Ποίος ο εφαρμοστέος κανόνας αποδείξεώς του — Τι συνιστά επαρκή υπεράσπιση σε αγωγή δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου.
Οι απόψεις των διαδίκων αναφορικά με το επίδικο έγγραφο το οποίο έφερε την υπογραφή του εφεσίβλητου και της γυναίκας του διΐσταντο. Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι δάνεισε τον εφεσίβλητο διάφορα ποσά προ της ημερομηνίας του εγγράφου συμποσούμενα στις ΛΚ5.000 και ότι ο εφεσίβλητος 1 το υπέγραψε ως χρεώστης και η σύζυγός του εφεσίβλητη 2, ως εγγυήτρια ενώπιον δύο μαρτύρων. Ο εφεσίβλητος 1 αρνήθηκε ότι δανείστηκε ποτέ χρήματα από τον εφεσείοντα. Aντίθετα ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων του όφειλε χρήματα από την πώληση ενός διαμερίσματος. Αναφορικά με την υπογραφή του εγγράφου, ισχυρίστηκε ότι ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγός του δεν εννόησαν το επίδικο έγγραφο και ότι τούτο δυνατό να είχε υπογραφεί μαζί με άλλα έγγραφα δανείων τα οποία υπέγραψε στο κατάστημα της τράπεζας που εργαζόταν ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι το επίδικο έγγραφο είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και αποφάνθηκε ότι οι υπογραφές δεν τέθηκαν για σκοπούς δανείου αλλά υπό συνθήκες που ισοδυναμούσαν με δόλο ή απάτη ή υπό τέτοιες συνθήκες που ο εφεσίβλητος και η σύζυγός του δεν εννοούσαν ποτέ να υπογράψουν έγγραφο της φύσης του εγγράφου που υπέγραψαν.
Στην έφεση αποφασίστηκε ότι:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το επίδικο έγγραφο είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, αφορά προφανώς την εξωτερική όψη του εγγράφου εν όψει της τελικής του διαπίστωσης ότι η υπογραφή έγινε στην απουσία μαρτύρων και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται πιο πάνω.
2. Το γραμμάτιο συνήθους τύπου διέπεται από τα Άρθρα 78-81 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Για να θεωρηθεί ένα έγγραφο ως γραμμάτιο συνήθους τύπου πρέπει να ακολουθούνται και εφαρμόζονται με αυστηρότητα οι πρόνοιες του Άρθρου 78.
3. Σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 149 σε κάθε δικαστική διαδικασία το περιεχόμενο γραμματίου συνήθους τύπου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που περιέχει. Μαρτυρία η οποία στοχεύει να αντικρούσει την αλήθεια του περιεχομένου του δεν είναι αποδεκτή. Το Άρθρο 80 του Κεφ. 149 καθιερώνει αυστηρό κανόνα απόδειξής του. Ο κανόνας δεν είναι απόλυτος. Η επιφύλαξη του Άρθρου 80 καθιερώνει επαρκή υπεράσπιση αν η υπογραφή του οφειλέτη χρέους δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του ή η έκδοση του γραμματίου ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.
4. Πρώτιστο καθήκον του εφεσείοντα, στην παρούσα υπόθεση, ήταν να αποδείξει ότι το επίδικο έγγραφο καταρτίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 78 του Κεφ. 149. Απέτυχε όμως να το πράξει. Η παράλειψη αυτή από μόνη της συνιστά λόγο για την αποτυχία της υπόθεσής του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Papastratis v. Economou 1 C.L.R. 11,
Παύλου v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483,
Λάρκου και Άλλοι v. Παναγή (1996) 1 A.A.Δ. 80,
Keziban Raif v. Enver Dervish (1971) 1 C.L.R. 158.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 11.10.95 (Aρ. Aγωγής 9733/94), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για Λ.K.5.000 πλέον τόκους και έξοδα, δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου.
Α. Ενταφιανός, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Λοΐζου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα με την οποία ο εφεσείων απαιτούσε από τους εφεσίβλητους ΛΚ5000 πλέον τόκους και έξοδα δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου ημερ. 10.3.1982. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης.
Η υπεράσπιση που πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι είναι ότι η κατάρτιση (execution) του επίδικου εγγράφου έγινε κατόπιν δόλου ή ψευδών παραστάσεων και ότι κανένα ποσό χρημάτων ή άλλο αντάλλαγμα δόθηκε σ' αυτούς από τον εφεσείοντα. Πρόβαλαν επίσης τον ισχυρισμό ότι υπέγραψαν το επίδικο έγγραφο χωρίς να αντιληφθούν ότι επρόκειτο περί οφειλής προς τον εφεσείοντα και ότι δεν ήταν παρόντες οι μάρτυρες των οποίων η υπογραφή φαίνεται επί του επίδικου εγγράφου.
Για την καλύτερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων παραθέτουμε με συντομία τα γεγονότα που συνθέτουν την εκδοχή της κάθε πλευράς καθώς και τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι κατά διάφορες ημερομηνίες και σε χρόνους προγενέστερους της ημερομηνίας του επίδικου εγγράφου δάνεισε τον εφεσίβλητο 1 διάφορα χρηματικά ποσά συμποσούμενα στις ΛΚ5000. Για τα χρήματα που δάνειζε τον εφεσίβλητο 1 δεν έπαιρνε αποδείξεις επειδή τον εμπιστευόταν. Στις 10.3.1982 τυχαία συνάντησε τον εφεσίβλητο 1 στο κατάστημα κάποιου Αντωνίου στη Λευκωσία και εκεί του παρουσίασε για υπογραφή το επίδικο έγγραφο. Ο εφεσίβλητος 1 το υπέγραψε ως χρεώστης και ακολούθως το παρέλαβε για να υπογράψει σ' αυτό και η γυναίκα του, εφεσίβλητη 2, ως εγγυήτρια, πράγμα που έγινε. Η υπογραφή του επίδικου εγγράφου έγινε στην ταυτόχρονη παρουσία του εφεσείοντα, του Αντωνίου και κάποιου Μαραθοβουνιώτη, οι οποίοι υπέγραψαν επί του εγγράφου ως μάρτυρες.
Ο εφεσίβλητος 1 παραδέχτηκε ότι το επίδικο έγγραφο φέρει την υπογραφή του ως πρωτοφειλέτη και την υπογραφή της γυναίκας του ως εγγυήτριας πλην όμως αρνείται ότι δανείστηκε ποτέ χρήματα από τον εφεσείοντα. Τουναντίον η θέση που πρόβαλε ήταν πως αυτός είχε να παίρνει τότε χρήματα από τον εφεσείοντα από την πώληση ενός διαμερίσματος. Ο εφεσίβλητος 1 αρνήθηκε τα όσα ο εφεσείων κατέθεσε περί υπογραφής του επίδικου εγγράφου στο κατάστημα του Αντωνίου και η εξήγηση που πρόσφερε καθόσον αφορά την υπογραφή του και την υπογραφή της γυναίκας του στο επίδικο έγγραφο είναι ότι ποτέ δεν εννόησαν το επίδικο έγγραφο και ότι τούτο δυνατό να είχε υπογραφεί μαζί με άλλα έγγραφα στο κατάστημα της τράπεζας που εργαζόταν ο εφεσείων το οποίο επισκέπτονταν συχνά για υπογραφή εγγράφων σχετικών με δάνεια που έπαιρνε από την τράπεζα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι το επίδικο έγγραφο είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου εντός της εννοίας του νόμου αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:
"Χωρίς κανένα δισταγμό αποδέχομαι τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόταξε ο εναγόμενος 1 ο οποίος με ικανοποίησε ότι οι υπογραφές του ιδίου και της γυναίκας του υπό την ιδιότητα που μνημονεύεται στο τεκμήριο 1 ποτέ δεν τέθησαν για σκοπούς δανείου όπως ισχυρίστηκε ο ενάγοντας.
Αποδέχομαι ότι ο ενάγοντας ποτέ δεν δάνεισε τον εναγόμενο το ποσό του γραμματίου και ότι οι υπογραφές των εναγομένων είχαν τεθεί στο γραμμάτιο υπό συνθήκας που ισοδυναμούν με δόλο ή απάτη ή υπό τέτοιες συνθήκες που αυτοί δεν εννοούσαν ποτέ να υπογράψουν την φύση του εγγράφου που υπογράφουν."
Το γραμμάτιο συνήθους τύπου διέπεται από τα άρθρα 78-81 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Στην προκειμένη περίπτωση σημασία έχουν τα άρθρα 78 και 80.
Το "γραμμάτιο συνήθους τύπου" είναι εκ του νόμου έγγραφο τυπικό. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται αυστηρή εφαρμογή των προνοιών του νόμου καθόσον αφορά το λεκτικό του κειμένου και την κατάρτιση (execution) του εγγράφου. Στην υπόθεση Loukis Papastratis v. Economou 1 C.L.R. 11, αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 78 θα πρέπει να ακολουθούνται και εφαρμόζονται με αυστηρότητα προτού το έγγραφο θεωρηθεί ως γραμμάτιο συνήθους τύπου. Βλ. επίσης Βαρνάβας Παύλου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Έφεση 7432/22.6.90 και Νίκος Λάρκου v. Ελένης Παναγή, Πολ. Έφεση 8558/26.5.96.
Σύμφωνα με το άρθρο 80 του Νόμου Κεφ. 149 σε κάθε δικαστική διαδικασία το περιεχόμενο γραμματίου συνήθους τύπου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σ' αυτό. Μαρτυρία η οποία έχει ως στόχο να αντικρούσει την αλήθεια του περιεχομένου γραμματίου συνήθους τύπου δεν είναι αποδεκτή. Βλ. Keziban Raif v. Enver Dervish (1971) 1 C.L.R. 158. Καθίσταται πρόδηλο ότι το άρθρο 80 του νόμου Κεφ. 149 καθιερώνει αυστηρό κανόνα απόδειξης αναφορικά με το ιδιότυπο αυτό έγγραφο του κυπριακού δικαίου των συμβάσεων. Ο κανόνας δεν είναι απόλυτος. Η επιφύλαξη του άρθρου 80 εισάγει την εξαίρεση σύμφωνα με την οποία ".... αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπέγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπο περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη."
Στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι εφόσον αμφισβητούν τη νομική υπόσταση του επίδικου εγγράφου ως γραμματίου συνήθους τύπου επικαλούμενοι προς τούτο λόγους οι οποίοι άπτονται της σωστής κατάρτισης του εγγράφου το πρώτιστο καθήκον του εφεσείοντα ήταν να αποδείξει ότι η κατάρτιση του επίδικου εγγράφου έγινε σύμφωνα και κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 78 του νόμου Κεφ. 149. Ο εφεσείων παρέλειψε να εκπληρώσει αυτό το καθήκον. Για το κατά πόσο οι φερόμενοι ως μάρτυρες επί του εγγράφου ήταν πρόσωπα ικανά να συμβάλλονται όπως ρητά απαιτεί το άρθρο 78 του νόμου δεν υπάρχει μαρτυρία.
Η μετάθεση του βάρους απόδειξης από το διάδικο που επικαλείται γραμμάτιο συνήθους τύπου στο διάδικο που προβάλλει ως υπεράσπιση ένα ή και περισσότερους από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 80 του νόμου γίνεται αφού πρώτα αποδειχθεί ότι το λεκτικό του κειμένου και η κατάρτιση του εγγράφου συνάδουν προς τα οριζόμενα από το άρθρο 78 του νόμου στοιχεία και προϋποθέσεις. Η παράλειψη του εφεσείοντα να αποδείξει τη σωστή κατάρτιση του επίδικου εγγράφου αποτελεί από μόνη της λόγο για την αποτυχία της υπόθεσής του.
Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το επίδικο έγγραφο είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου αφορά προφανώς την εξωτερική όψη του εγγράφου. Η απόδοση οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας στο συγκεκριμένο εύρημα του δικαστηρίου θα ήταν λανθασμένη δοθέντος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφαίνεται στο τέλος ότι η υπογραφή του επίδικου εγγράφου έγινε από τους εφεσίβλητους στην απουσία μαρτύρων και υπό συνθήκας που ισοδυναμούν με δόλο ή απάτη ή υπό συνθήκες που οι εφεσίβλητοι ποτέ δεν εννοούσαν να υπογράψουν τη φύση του εγγράφου που υπέγραψαν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο αντίθετες εκδοχές. Κατόπιν εξέτασης της μαρτυρίας κατέληξε σε συγκεκριμένα ευρήματα και στο τέλος αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1. Προκύπτει από την υπό έφεση απόφαση ότι το δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματά του μετά από συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας. Δεν διαπιστώνουμε βάσιμο λόγο ο οποίος να δικαιολογεί επέμβαση επί των ευρημάτων του δικαστηρίου ως προς τα περιβάλλοντα την κατάρτιση του επίδικου εγγράφου γεγονότα τα οποία συνάπτονται και της αλήθειας του περιεχομένου του εγγράφου.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
H έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.