ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 73

29 Ιανουαρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ SYN-HI-TEK ELECTRONICS LTD (ΑΡ. 1) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ CERTIORARI

v.

ΑΦΟΡΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΗΜΕΡΟΜ. 20.1.1997 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 16/97

(Αίτηση Αρ. 11/97).

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος certiorari, για ακύρωση συντηρητικού διατάγματος, που εξέδωσε Οικογενειακό Δικαστήριο, για αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου — Η γενικότητα με την οποία ήταν διατυπωμένο το συντηρητικό διάταγμα συνιστούσε παράβαση της καθιερωμένης νομικής αρχής υπέρ της ανάγκης για σαφήνεια συντηρητικών διαταγμάτων — Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, κρίθηκε δικαιολογημένη.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Συντηρητικά διατάγματα — Δεν πρέπει να παρεμποδίζουν νομικές διαδικασίες αόριστα (in abstracto), αλλά να είναι σαφή και συγκεκριμένα.

Δικαστικές αποφάσεις — Αποφάσεις in rem και in personam — Ανάλυση των δύο τύπων των δικαστικών αποφάσεων.

Η αιτήτρια εταιρεία πήρε απόφαση εναντίον του Μ. Βαλιαντή για ποσό ΛΚ108,612 πλέον τόκους, που σήμερα ανήλθε στο ποσό των ΛΚ141.500. Προς εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης, εκδόθηκε στις 17.6.96 ένταλμα πώλησης ενός ακινήτου, ιδιοκτησίας του εναγομένου διά δημοσίου πλειστηριασμού, στις 26.1.97. Η σύζυγος του εναγομένου εξασφάλισε στις 20.1.97, από το Οικογενειακό Δικαστήριο, εναντίον του συντηρητικό διάταγμα, με το οποίο του απαγορεύετο να πωλήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αποξενώσει ή διαθέσει το συγκεκριμένο ακίνητο. Το ίδιο διάταγμα περαιτέρω απαγόρευε την πώληση, μεταβίβαση ή αποξένωση του ακινήτου μέχρι της εκδίκασης της κύριας αίτησης, η οποία ορίστηκε για επίδοση στις 25.2.97 για να εμφανιστεί ο Βαλιαντής ενώπιον του δικαστηρίου και να δείξη λόγο γιατί το πιο πάνω διάταγμα να μην εξακολουθήσει να ισχύει.

Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι:

1. Το ενδιάμεσο διάταγμα είναι νομικά εσφαλμένο, γιατί κατά παράβαση του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6, ίσχυε για μεγαλύτερη περίοδο από την αναγκαία για επίδοσή του σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

2. Παραβιάσθηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης λόγω αποστέρησης του δικαιώματος ακρόασης και προστασίας των δικαιωμάτων της.

3. Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκαμε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η Σ. Βαλιαντή παρέμεινε αδρανής για 18 περίπου μήνες, αδράνεια που της αποστερεί κάθε δικαίωμα για έκδοση διατάγματος ex parte.

4. Το Οικογενειακό Δικαστήριο διέπραξε νομικό σφάλμα με την έκδοση συντηρητικού διατάγματος, που κατά το δέυτερο του σκέλος δεν είναι διαπροσωπικό αλλά εντελώς απρόσωπο.

Αποφασίστηκε ότι:

Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας εταιρείας που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 ανωτέρω, δεν ευσταθούν και δεν δικαιολογούν ως εκ τούτου την παροχή της αιτούμενης άδειας.

Ο ισχυρισμός στην παράγραφο 4 ανωτέρω είναι ορθός. Ένα συντηρητικό διάταγμα δεν μπορεί να είναι διατυπωμένο με ένα τέτοιο γενικό τρόπο αλλά πρέπει να είναι σαφές και συγκεκριμένο και να μη παρεμποδίζει νομικές διαδικασίες αόριστα (in abstracto).  Πρέπει να καθορίζεται σ' αυτό ποιος δεσμεύεται από αυτό ούτως ώστε να γίνεται φανερό και ποιος θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες σε περίπτωση παράβασής του. Η παράγραφος Β του επίδικου διατάγματος στρέφεται εναντίον πάντων, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν οποιαδήποτε υφιστάμενη νομική κατάσταση.

Εν όψει των ανωτέρω δικαιολογείται η παροχή άδειας για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος certiorari. Παρέχεται η σχετική άδεια και η αιτήτρια εταιρεία δικαιούται να καταχωρήσει σχετική αίτηση εντός 15 ημερών από σήμερα. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Xορηγήθηκε άδεια για την καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Minna Craig Steamship Co. v. Chartered Mercantile Bank of India, London and China [1897] 1 Q.B. 460,

Aίτηση.

Aίτηση για άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, αναφορικά με το ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε στις 20 Iανουαρίου, 1997 από το Oικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Hλ. Nικολάου, Πρόεδρος, Γ. Σεργίδης, Δ.), στην Aίτηση Aρ. 16/97.

Α. Χαβιαράς, για τους Αιτητές.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια εταιρεία αξιώνει άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari ούτως ώστε να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ακυρωθεί το ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση αρ. 16/97, στις 20.1.1997. Σύμφωνα με το ενώπιόν μου υλικό η αιτήτρια εταιρεία εξασφάλισε στις 11.7.1995 εναντίον του Μιχάλη Βαλιαντή απόφαση για ποσό £108.612 πλέον τόκους, ποσό που σήμερα ανήλθε στις £141.500. Προς εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης εκδόθηκε στις 17.6.1996 ένταλμα πώλησης ακινήτου και το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, ύστερα από σχετικές δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο, όρισε την πώληση ενός ακίνητου ιδιοκτησίας του εναγόμενου διά δημοσίου πλειστηριασμού, στις 26.1.1997. Η πώληση τελικά αναβλήθηκε γιατί η Σούλλα Βαλιαντή, σύζυγος του πιο πάνω εναγόμενου, με αίτησή της στο Οικογενειακό Δικαστήριο εξασφάλισε εναντίον του συντηρητικό διάταγμα ημερ. 20.1.1997 με το οποίο του απαγορεύεται να πωλήσει, υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, επιβαρύνει ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο αποξενώσει ή διαθέσει το συγκεκριμένο ακίνητο. Το ίδιο διάταγμα περαιτέρω απαγορεύει την πώληση, μεταβίβαση ή αποξένωση του ακίνητου μέχρι της εκδίκασης της κυρίας αίτησης. Η αίτηση ορίστηκε για επίδοση στις 25.2.1997, οπότε και ο Μιχάλης Βαλιαντής θα μπορεί να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου και να δείξει λόγο γιατί το πιο πάνω διάταγμα να μην εξακολουθήσει να ισχύει. Η αιτήτρια εταιρεία με αίτησή της ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 22.1.1997, ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία για να προστατεύσει τα συμφέροντά της.

Η αιτήτρια βασίζει τις αιτούμενες θεραπείες σε τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος που προβάλλεται είναι ότι το ενδιάμεσο διάταγμα είναι νομικά εσφαλμένο γιατί κατά παράβαση του άρθρου 9 (3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, ισχύει για μεγαλύτερη περίοδο από εκείνη που είναι αναγκαία για επίδοσή του σε όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Το ενδιάμεσο διάταγμα εκδόθηκε στις 20.1.1997 και ορίστηκε για επίδοση ένα περίπου μήνα αργότερα. Το άρθρο 9 (3) του Κεφ.6 πράγματι προβλέπει ότι κανένα συντηρητικό διάταγμα που έχει εκδοθεί χωρίς ειδοποίηση (ex parte) δεν θα παραμένει σε ισχύ για μεγαλύτερη περίοδο από ότι είναι αναγκαίο για επίδοση της ειδοποίησης σε όλα τα πρόσωπα που επηρεάζονται από το διάταγμα με σκοπό να τους διευκολύνει να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και να εγείρουν ένσταση, αλλά βέβαια το εύλογο της περιόδου δεν καθορίζεται από το χρόνο που στην πράξη απαιτείται για την επίδοση του συγκεκριμένου εγγράφου, αλλά λαμβάνοντας υπ' όψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, μια από τις οποίες είναι βέβαια και ο διαθέσιμος χρόνος του δικαστηρίου. Ο χρόνος του ενός μηνός που το Δικαστήριο όρισε, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη εύλογος, χωρίς αυτό να  σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια για τη συντομότερη κατά το δυνατό εκδίκαση υποθέσεων της φύσης αυτής. Δεν βρίσκω ότι κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις δικαιολογείται η έκδοση προνομιακού διατάγματος για το λόγο αυτό.

Η αιτήτρια εταιρεία προβάλλει επίσης ισχυρισμό για παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης γιατί της έχει αποστερηθεί το δικαίωμα ακρόασης και προστασίας των δικαιωμάτων της που παραβλάπτονται άμεσα από το συντηρητικό διάταγμα, εν όψει του γεγονότος ότι δεν είναι διάδικος και λόγω της απόκρυψης, κατά τον ισχυρισμό της, ουσιωδών γεγονότων. Oύτε και ο λόγος αυτός ευσταθεί. Δεν βρίσκω ότι υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ούτε η αιτήτρια έχει αποστερηθεί του δικαιώματος ακρόασης.  Αντίθετα, η αιτήτρια έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμά της για παρεμβολή και η σχετική αίτηση της ορίστηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου για ακρόαση. Το γεγονός ότι η αίτησή της δεν έγινε κατορθωτό να οριστεί πριν από την ημερομηνία που ορίστηκε ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αφού ο διαθέσιμος χρόνος μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης και της ημερομηνίας που είχε οριστεί για τον πλειστηριασμό ήταν πολύ σύντομος (τέσσερις μόνο μέρες).  Εξ άλλου στην αιτήτρια δεν στερήθηκε εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα ακρόασης των θέσεών της.

Η αιτήτρια προβάλλει επίσης ισχυρισμό για υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας γιατί το Οικογενειακό Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η Σούλλα Βαλιαντή παρέμεινε αδρανής για περίοδο δεκαοκτώ μηνών περίπου, αδράνεια που της αποστερεί κάθε δικαίωμα για έκδοση διατάγματος ex parte. Δεν συμφωνώ ούτε με τη θέση αυτή. Η αδράνεια από μόνη της έστω και για περίοδο δεκαοκτώ μηνών, δεν δημιουργεί το υπόβαθρο για ισχυρισμό υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αποφάσισε να εκδόσει το συντηρητικό διάταγμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει είναι ορισμένο για επίδοση και τόσο ο καθ' ου η αίτηση όσο και η αιτήτρια εταιρεία θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιαστούν και να εκφράσουν τους λόγους για τους οποίους ενίστανται σ' αυτό.  Δεν βλέπω πως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα για κατάχρηση εξουσίας.

Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα που συνίσταται στο ότι το συγκεκριμένο συντηρητικό διάταγμα στο δεύτερο του σκέλος δεν είναι διαπροσωπικό, αλλά αντίθετα εντελώς απρόσωπο.  Η σχετική παράγραφος του διατάγματος διατυπώθηκε ως εξής:

"(Β) Αναστέλλει ή/και παρεμποδίζει οιαδήποτε πώληση ή/και μεταβίβαση ή/και άλλως πως αποξένωση του ως άνω ακίνητου μέχρι εκδικάσεως της κυρίας αιτήσεως η οποία καταχωρήθηκε υπό της αιτήτριας στις 20.1.1997, μέχρι της πλήρους εκδίκασης και αποπεράτωσης της παρούσας αίτησης, εκτός εάν ο καθ' ου η αίτηση εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού στις 25.2.1997 και δείξει λόγο γιατί το παρόν Διάταγμα να μη εξακολουθήσει να ισχύει."

Η πιο πάνω διατύπωση, αντίθετα με τη διατύπωση της παραγράφου (Α) που απαγορεύει στον καθ' ου η αίτηση την αποξένωση της συγκεκριμένης περιουσίας, καταλήγει στην απρόσωπη αναστολή ή παρεμπόδιση οποιασδήποτε πώλησης ή μεταβίβασης του ακινήτου.

Διακρίνονται δύο χωριστοί και διακεκριμένοι τύποι δικαστικής απόφασης. Δεν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας να επεκταθώ σε ανάλυση των μεταξύ τους διαφορών. Αρκεί να λεχθεί ότι μια δικαστική απόφαση in rem είναι απόφαση που δηλώνει, καθορίζει ή άλλως αποφασίζει το νομικό καθεστώς ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου, δηλαδή τη νομική σχέση του προσώπου ή του αντικειμένου με τον κόσμο γενικά και γι' αυτό είναι δεσμευτική έναντι οποιουδήποτε, ενώ αντίθετα η πλέον συνήθης απόφαση γνωστή ως in personam ή inter partes σκοπό έχει τον καθορισμό της νομικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων και των μεταξύ τους προσωπικών δικαιωμάτων (inter se) (βλ. Minna Craig Steamship Co. v. Chartered Mercantile Bank of India, London and China [1897] 1 Q.B. 460, C.A. Βλ. επίσης Spencer Bower and Turner, The Doctrine of Res Judicata, 2η έκδοση, παραγρ. 224 και επ.)

Το υπό εξέταση συντηρητικό διάταγμα, άνκαι εκδόθηκε σε διαδικασία που σκοπό έχει τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των συγκεκριμένων διαδίκων, έχει διατυπωθεί με μια γενικότητα που του επιτρέπει να στρέφεται εναντίον πάντων. Είμαι της γνώμης ότι ένα συντηρητικό διάταγμα δεν μπορεί να είναι διατυπωμένο με ένα τέτοιο γενικό τρόπο. Αντίθετα πρέπει να είναι σαφές. Μπορεί να απαγορεύει στον εναγόμενο ή σε οιονδήποτε άλλο διάδικο συγκεκριμένες πράξεις, αλλά δεν είναι επιθυμητό να παρεμποδίζει νομικές διαδικασίες αόριστα (in abstracto). Το γεγονός ότι κάθε παράλειψη τήρησης συντηρητικού διατάγματος επισύρει σοβαρές συνέπειες συνιστά ένα επιπρόσθετο λόγο που συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για σαφήνεια. Είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να καθορίζεται ποιος δεσμεύεται από αυτό, ούτως ώστε να γίνεται φανερό και ποιος θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες σε περίπτωση παράβασής του.

Η παράγραφος (Α) του υπό εξέταση διατάγματος όπου απαγορεύεται στον καθ' ου η αίτηση να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες και σαφής είναι και εναντίον συγκεκριμένου προσώπου στρέφεται. Η παράγραφος (Β) όμως δεν στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου προσώπου, ή καλύτερα στρέφεται εναντίον πάντων, μη λαμβάνοντας υπ' όψη την οποιαδήποτε υφιστάμενη νομική κατάσταση. Χαρακτηριστικά φαίνεται ότι κατάφερε να σταματήσει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης και διερωτώμαι κατά πόσο το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει την εξουσία ή τη δικαιοδοσία να διατάξει κάτι τέτοιο. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το συντηρητικό διάταγμα δόθηκε όχι στην Αγωγή Αρ. 6155/95, νόμιμο διάβημα για αναστολή της διαδικασίας πώλησης του ακινήτου αν κάποιος είχε τη γνώμη ότι τα δικαιώματά του επηρεάζονται από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, αλλά σε άλλη διαδικασία και μάλιστα σε διαδικασία για λύση των διαφορών μεταξύ συζύγων.

Εν όψει των πιο πάνω βρίσκω ότι δικαιολογείται η παροχή άδειας για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari. Παρέχεται σχετική άδεια και η αιτήτρια εταιρεία δικαιούται να καταχωρήσει σχετική αίτηση μέσα σε δεκαπέντε  μέρες από σήμερα.  Η αξίωση για αναστολή της ισχύος του συντηρητικού διατάγματος αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια της επιχειρηματολογίας από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας και συνεπώς απορρίπτεται.

Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

Xορηγείται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο