ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1659

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 8592

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.

1. Ιωάννη Μαυρονικόλα, από τη Λευκωσία,

ως κατονομαζόμενου εκτελεστή της Διαθήκης της

Βασιλείας Γεωργίου Καθητζιώτη ή Θράκκα,

2. Σαββάκη Παπακώστα, από την Αμερική

Εφεσεί οντες

και

1. Κικής Φοινιώτη, από τη Λευκωσία,

2. Χρύση Δ. Φοινιώτη, από τη Λευκωσία,

3. Γιάννου Δ. Φοινιώτη, από τη Λευκωσία,

Εφεσιβ λήτων

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12.12.1997

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τους εφεσείοντες : Κ. Δημητριάδης.

Για τους εφεσίβλητους: Μιχ. Κυπριανού με Μεν. Κυπριανού.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το πρώτο ερώτημα το οποίο τίθεται και θα τύχει εξέτασης είναι εκείνο το οποίο πραγματεύεται η πλειοψηφία και απαντάται με την απόφασή της. Το ερώτημα όπως το κατανοώ είναι τούτο: Η προκύπτουσα αδυναμία παροχής της θεραπείας, η οποία επιζητείτο από τον εφεσείοντα, λόγω της μεταβολής των πραγματικών περιστατικών οφειλόμενη στο χρόνο ο οποίος διέρρευσε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της έφεσης, αποστερεί την έφεση του αντικειμένου της; Και τη θέτει εκ ποδών καθιστώντας την απορριπτέα; Το ζήτημα τέθηκε από τους εφεσίβλητους συνοδευόμενο από την εισήγηση ότι η έφεση απογυμνώθηκε του αντικειμένου της και συνεπώς η συνέχισή της καθίσταται σκανδαλώδης και ενοχλητική με την έννοια που αποδίδεται στους όρους αυτούς από το δικονομικό δίκαιο - frivolous and vexatious.

Αρχίζουμε με αναφορά στα γεγονότα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε απαγορευτικό διάταγμα το οποίο είχε νωρίτερα εκδώσει βάσει του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, με το οποίο είχε απαγορευθεί στους εφεσίβλητους 2 και 3 να μεταβιβάσουν, εκκρεμούσης της αγωγής, απαλλοτριωθέν κτήμα, του οποίου ήσαν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες, στην Απαλλοτριούσα Αρχή, τη Δημοκρατία. Κατά την ακρόαση της αίτησης, μετά την κοινοποίησή της στους καθ΄ων η αίτηση (εφεσίβλητους), το Δικαστήριο έκρινε την αίτηση ανυπόστατη για σειρά λόγων. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ότι ο ενάγων 1, ο εφεσείων, ο κατονομαζόμενος εκτελεστής της διαθήκης της Βασιλείας Γεωργίου Καθητζιώτου ή Θράκκα, και ο εναγόμενος 2, ο κληροδόχος του κτήματος βάσει της διαθήκης, δεν ενομιμοποιούντο, εκκρεμούσης της επικύρωσής της, να προβούν σε οποιαδήποτε διεκδίκηση βάσει του περιεχομένου της. Ο άλλος βασικός λόγος, για τον οποίο ακυρώθηκε το αρχικά εκδοθέν διάταγμα και απορρίφθηκε η αίτηση, ανάγεται στη διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν τον αμφισβητούμενο από τους εναγόμενους ισχυρισμό τους, ο οποίος είχε προβληθεί στην ένορκη ομολογία, συνοδευτική της αίτησης, ότι η παρεμπόδιση των εναγομένων (εφεσιβλήτων) από του να αποξενώσουν το κτήμα, θα παρενέβαλε εμπόδια στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ τους λόγω έλλειψης άλλων επαρκών μέσων.

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες επεδίωξαν την ακύρωση της μεταβίβασης του κτήματος από την εφεσίβλητη 1 (εναγομένη 1) στα δύο της παιδιά, τους εναγομένους 2 και 3 (εφεσίβλητους 2 και 3), λόγω κατάχρησης της εξουσίας την οποία είχε εναποθέσει σ΄ αυτή η αποβιώσασα (αδελφή της) για αντιπροσώπευσή της βάσει πληρεξουσίου εγγράφου. Οι ενάγοντες συνένωσαν στην αγωγή και την Κυπριακή Δημοκρατία εναντίον της οποίας εκδόθηκε κατ΄ αρχή απαγορευτικό διάταγμα προς παρεμπόδιση της να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση για το κτήμα στους εφεσίβλητους 2 και 3, ανερχόμενη σε £150.000. Κατά την ακρόαση, όταν το διάταγμα κατέστη επιστρεπτέο, το αίτημα εναντίον της Δημοκρατίας εγκαταλείφθηκε μετά την ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους της ότι το ποσό της αποζημίωσης "... δεν θα διατεθεί προς οιονδήποτε μέχρι της αναστολής και τελεσίδικης απόφασης αναφορικώς της παρούσας αίτησης και αναλόγως του αποτελέσματος θα ενεργήσει."

Όπως έχουμε αναφέρει, εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον ενάγοντα 1, τον κατονομαζόμενο εκτελεστή. Οι λόγοι για τους οποίους καθυστέρησε η ακρόαση της έφεσης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούν να διαπιστωθούν με βεβαιότητα. Φαίνεται, ότι αυτή δεν είναι άσχετη με την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην ετοιμασία των πρακτικών. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι όταν ορίστηκε η έφεση, κατέστη αναγκαία η αναβολή της διότι τα πρακτικά δεν ήταν έτοιμα. Άλλος λόγος που συνέτεινε στην καθυστέρηση ήταν η ατέλεια στη στοιχειοθέτηση της έφεσης την οποία ο εφεσείων επεδίωξε να θεραπεύσει με την τροποποίησή της. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι μετά την έκδοση της απόφασης, η οποία εφεσιβάλλεται, το κτήμα μεταβιβάστηκε από τους εφεσίβλητους στην απαλλοτριούσα αρχή η οποία τους κατέβαλε την καθορισθείσα αποζημίωση. Το άλλο γεγονός, το οποίο προέκυψε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της ακρόασης της έφεσης, ήταν η επικύρωση της διαθήκης της Θράκκα. (Βλ. Καθητζιώτη ν. Μαυρονικόλα, Π.Ε.9039, ημερ. 9.5.1995).

Με τη σκιαγράφηση του πραγματικού υπόβαθρου της έφεσης και τη διαπίστωση των γεγονότων τα οποία προέκυψαν στο χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης, η οποία εφεσιβάλλεται, και της ακρόασης της έφεσης έχουμε διαγράψει όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το ερώτημα το οποίο έχουμε θέσει στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης και πρέπει να απαντηθεί.

Το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, του 1960 (Ν.14/60) παρέχει δικαίωμα έφεσης εναντίον κάθε απόφασης Δικαστηρίου το οποίο ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. (Βλ. Π.Ε.9398, Γενικός Εισαγγελέας, ημερ. 17.4.1995) Με τον όρο "απόφαση" νοείται, όπως διασαφηνίζει η νομολογία, δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. (βλ. αποφάσεις Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη, Π.Ε. 7414, ημερ. 28.5.1990, Apak Agro v. Union des Cooperatives (Αρ.1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1166, Πάφος Στόουν Εστέϊτς κ.α. ν. Βαλαωρίτη κ.α., Π.Ε. 9263, ημερ. 25.2.1997).

Το δικαίωμα έφεσης δεν τελεί υπό την αίρεση οποιουδήποτε όρου ούτε η βιωσιμότητα της έφεσης συναρτάται προς οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός.

Αντικείμενο της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης η οποία εκκαλείται υπό το πρίσμα των λόγων της έφεσης. Με την έφεση καθιερώνεται δεύτερο στάδιο θεώρησης των επίδικων θεμάτων που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι΄ αυτό η έφεση έχει ως επίμετρο την επανεκδίκαση (Δ.35 θ.3 - Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση, Πολ. Έφεση 8099, ημερ. 30.9.1993). Το δικαίωμα έφεσης δεν συναρτάται με τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του. Όπως προσδιορίζεται από τον ίδιο το νόμο το δικαίωμα είναι απόλυτο. Ασκείται δικαιωματικά και διατηρεί τη ζωτικότητά του μέχρι τη διεκπεραίωση της έφεσης. Ο εξανεμισμός του αντικειμένου της θεραπείας την οποία επιζητούσε ο διάδικος, λόγω γεγονότων τα οποία μεσολάβησαν στο ενδιάμεσο, δεν αναιρεί το δικαίωμα έφεσης ούτε απαλλάττει το Δικαστήριο από την υποχρέωση να εξετάσει την έφεση παρά την εξασθένιση των ερεισμάτων για την παροχή της συγκεκριμένης θεραπείας.

Οι κατ΄ έφεση εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται από το ίδιο άρθρο του νόμου όπως και το δικαίωμα έφεσης, από το άρθρο 25(3) του Ν.14/60 επιπρόσθετα προς τις προβλεπόμενες από το σχετικό διαδικαστικό κανονισμό που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Δ.35 θ.8. Στην ουσία οι πρόνοιες του άρθρου 25(3) και εκείνες της Δ.35 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι επάλληλες. Και στις δύο περιπτώσεις παρέχεται εξουσία, μεταξύ άλλων, για την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής κρίνεται ως δίκαια και πρέπουσα υπό το φως των περιστατικών της υπόθεσης. Όπως αναγνωρίζει η Αγγλική νομολογία ερμηνευτική των νομοθετικών και θεσμικών (παλαιών θεσμών) της Αγγλίας που αντιστοιχούν προς το άρθρο 25(3) και Δ.35 θ.8, παρέχεται η ευχέρεια, όπου η μεταβολή των περιστάσεων που σημειώθηκε στο ενδιάμεσο το δικαιολογεί, έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης κρίνεται δικαία. (Βλέπε Attorney General v. Birmingham, Tame and Rea District Drainage Board (1912) A.C., σελ. 788, Halsbury's Laws of England, 4th Edition, vol. 37, para. 696).

Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Σημαντική στον τομέα αυτό είναι η απόφαση στην Trifonides v. Alpan (Takis Bros) (1988) 1 C.L.R. 224, (απόφαση πλειοψηφίας) στην οποία το Εφετείο, παρά τη διαπίστωση ότι η έκδοση της εκκαλούμενης διαταγής ειδικής εκτέλεσης συμφωνίας ενοικιάσεως από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δικαιολογημένη, δεν ενέκρινε την ενεργοποίηση της διαταγής, η οποία είχε ανασταλεί εκκρεμούσης της έφεσης, για το λόγο ότι η χρονική διάρκεια της ενοικίασης είχε εκπνεύσει. Το Εφετείο όμως δεν έκρινε την έφεση απορριπτέα λόγω αυτού του γεγονότος. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο διερευνά διαζευκτικούς τρόπους θεραπείας χάριν της άρτιας απονομής της δικαιοσύνης. Στην υπόθεση εκείνη διατάχθηκε η επανεκδίκαση της αγωγής προς το σκοπό καθορισμού της ζημιάς, η οποία προέκυψε από τη διάρρηξη της συμφωνίας, ως υποκατάστατο της θεραπείας της ειδικής εκτέλεσης. Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η μεταγενέστερη απόφαση στην Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου κ.α., Π.Ε. 8660, ημερ. 24.6.1996.

Και στην προκείμενη περίπτωση δεν νοείται, λόγω της μεταβολής των συνθηκών, η αποποίηση της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θεώρησης της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Παραμένουν, εν πάση περιπτώσει, ανεπίλυτα δύο ζητήματα άμεσης πρακτικής σημασίας για τον εφεσείοντα τα οποία συναρτώνται προς την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αυτά είναι, (α) η επιδίκαση εξόδων σε βάρος του εφεσείοντα ως επακόλουθο του αποτελέσματος και (β) η υποχρέωσή του για αποζημίωση λόγω της αρχικής έκδοσης του ζητήματος χωρίς ειδοποίηση στους εναγομένους σύμφωνα με την εγγύηση που έδωσε βάσει του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

Διαπιστώνω ότι η έφεση δεν απώλεσε την οντότητά της και συνεπώς παρίσταται ανάγκη να εξετάσω κατά πόσο η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων εστερείτο δικαιώματος αγωγής λόγω της μη επικύρωσης της διαθήκης είναι εσφαλμένη. Το δικαίωμα του εκτελεστή πηγάζει από τη διαθήκη, γεγονός που του παρέχει δικαίωμα για προάσπιση των συμφερόντων της περιουσίας του αποβιώσαντος νοουμένου, ότι η διαθήκη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικύρωσης. (Βλέπε Meyappa Chetty v. Supramanian Chetty (1916) 1 A.C. 603, 608, 609, Whitmore v. Lambert (1955) 2 All E.R. 147, 151, 152, Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, vol. 16, para 202).

Το άλλο μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου κρίθηκε ότι δεν θεμελιώθηκαν (από τον εφεσείοντα) οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας είναι ορθό. Τόσο το άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όσο και η επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, συναρτούν την έκδοση παρεμπίπτοντως απαγορευτικού διατάγματος με το δύσκολο ή το αδύνατο απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν, με την ένστασή τους στην αίτηση για απαγορευτικό διάταγμα, τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι αν δεν εκδιδόταν το διάταγμα θα καθίστατο δύσκολη ή αδύνατη η ικανοποίηση απόφασης η οποία θα μπορούσε να εκδοθεί υπέρ του εφεσείοντα. Πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι ήταν ιδιοκτήτες άλλης περιουσίας αξίας τέτοιας που θα μπορούσε ευχερώς να ικανοποιήσει οποιαδήποτε απόφαση ήθελε εκδοθεί υπέρ των εναγόντων. Ενόψει της αμφισβήτησης ήταν υποχρέωση των εναγόντων να αποδείξουν το βάσιμο των ισχυρισμών τους όπως προβλέπει η Δ.48 θ.4. (Krashias v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ.(Ε) 750, Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ και άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453). Αυτό δεν το έπραξαν, αφήνοντας ουσιώδες κενό στη θεμελίωση του αιτήματός τους, το οποίο καθιστούσε την αίτησή τους απορριπτέα.

Για διαφορετικούς λόγους καταλήγω στο ίδιο αποτέλεσμα όπως και η πλειοψηφία. Συναινώ επομένως στην έκδοση της ίδιας διαταγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο