ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1696
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9250.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Κώστα Ξυπτερά,
Εφεσείοντα-Ενάγοντα
και
Χριστόδουλου Κυπριανού,
Εφεσίβλητου-Εν αγομένου.
________________
16 Δεκεμβρίου, 1997
.Για τον Εφεσείοντα: Π. Αγγελίδης με Λ. Αστραίου (κα.)
Για τον Εφεσίβλητο: Στ. Ερωτοκρίτου (κα.)
_________________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Ενώ ο εφεσείων-ενάγων ("ο εφεσείων") οδηγούσε το αυτοκίνητο του στο δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους προς τη Λευκωσία συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος ("ο εφεσίβλητος") προς την ίδια κατεύθυνση. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία έχει απορριφθεί η αγωγή του εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις.Οι συνθήκες της σύγκρουσης - Διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου:
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με συνεπιβάτες τη σύζυγο του και τα παιδιά του κατά μήκος του δρόμου Τροόδους-Λευκωσίας προς Λευκωσία. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, το οποίο βρισκόταν κοντά σε στροφή, ένα από τα παιδιά του ήθελε να ικανοποιήσει φυσική του ανάγκη. Σαν αποτέλεσμα, ο εφεσείων αποφάσισε, αντί να σταματήσει στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, να διασταυρώσει τον δρόμο, που στο σημείο εκείνο διαχωριζόταν με συνεχή άσπρη γραμμή και να οδηγήσει το όχημα του σε χώρο που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο εφεσείων δεν έστριψε απλά προς τα δεξιά για να μεταβεί στην απέναντι πλευρά. Κοίταξε δεξιά και διαπίστωσε
ότι δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έβαλε την πρώτη ταχύτητα και κάλυψε μια μικρή απόσταση περίπου μέχρι την άλλη πλευρά του δρόμου με αναμμένα τα φώτα κατεύθυνσης του οχήματος. Την ίδια στιγμή ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο του προς Λευκωσία. Ξαφνικά είδε στο μέσο περίπου του δρόμου σχεδόν σταματημένο αλλά να κινείται με πολύ μικρή ταχύτητα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. ΄Εκρινε σκόπιμο να οδηγήσει στη δεξιά πλευρά του δρόμου στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση. Σε εκείνη την προσπάθεια του κτύπησε το όχημα του εφεσείοντα στο μέσον περίπου μεταξύ των δύο θυρών. Η σύγκρουση έγινε νύκτα και η ταχύτητα του εφεσίβλητου ήταν 70 Χ.Α.Ω., δηλαδή μέσα στα επιτρεπόμενα όρια. Η πρώτη φορά που πρόσεξε το όχημα του εφεσείοντα ήταν όταν βρισκόταν 20-30 μέτρα πιο πίσω επί της στροφής. Η ορατότητα από το σημείο που άρχισε ο εφεσείων να διασταυρώνει μέχρι την καμπή του δρόμου από την οποία ερχόταν ο εφεσίβλητος ήταν μικρή.Συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου
.Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος είναι ένοχος αμέλειας επειδή την ώρα "που έγινε η σύγκρουση οδηγούσε το όχημα του στη δεξιά πλευρά του δρόμου". Απάντησε αρνητικά το ερώτημα. ΄Εκρινε, με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες ότι ένας οδηγός δεν είναι ένοχος αμέλειας "αν στην αγωνία της στιγμής δεν πάρει την καλύτερη δυνατή αποφευκτική ενέργεια νοουμένου ότι ακολουθεί μια λογική πορεία (Βλ. Αντωνίου ν. Ιορδάνους κ.α. (1976) 1 Α.Α.Δ. 341, Χατζηγεωργίου ν. Ροδίνης (1978) 1 Α.Α.Δ. 175, Καρικάτου ν. Σωτηρίου (1979) 1 Α.Α.Δ. 150, Γεωργιάδης ν. Χατζησάββα (1984) 1 Α.Α.Δ. 597, Παπαχριστοδούλου ν. Χατζηνεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426, 430 και Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751). ΄Εκρινε, περαιτέρω, πως η ενέργεια ενός οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επικείμενη σύγκρουση, δεν πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά αλλά με ευρύτητα ανάλογη με τα αγωνιώδη διλήμματα που αντιμετωπίζει και την έλλειψη ουσιαστικής ευκαιρίας για προγραμματισμό των πράξεων του. Αν δε η αντίδραση του οδηγού ήταν τέτοια που παρ΄ όλη την αγωνία της στιγμής ήταν ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις και αναμενόταν εύλογα από τον μέσο συνετό οδηγό, τότε ο οδηγός δεν μπορεί να κριθεί ένοχος αμέλειας (Βλ. Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642)
.Υπό το φως της πιο πάνω θέσης της νομολογίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι την ευθύνη για την σύγκρουση την φέρει αποκλειστικά ο εφεσείων. ΄Οπως το έθεσε στην απόφαση του:
"Η συμπεριφορά του εναγομένου δεν μπορεί να κριθεί σαν αμέλεια. Κρατούσε την αριστερή πλευρά του δρόμου και οδηγούσε το όχημα του με την ταχύτητα που επιτρεπόταν στο συγκεκριμένο σημείο. Εντελώς ξαφνικά και προερχόμενος από κάποια στροφή η οποία δεν του παρείχε προηγουμένως πεδίο ορατότητας, αντικρύζει μπροστά του ένα αυτοκίνητο που βρισκόταν κάθετα μέσα στο
Η έφεση
.Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι αδικαιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε το σχεδιάγραμμα της σκηνής της σύγκρουσης. Αυτός ο λόγος έφεσης είχε σαν έρεισμα παρατηρήσεις στις οποίες είχε προβεί το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του. Παρατήρησε ότι πέρα από την οπτική εικόνα που παρουσιάζει το τεκμήριο το "δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει σ΄ αυτό καμιά σημασία ούτε και να αντλήσει από αυτό βοήθεια", επειδή δεν ζητήθηκε από τον αστυνομικό που το κατάθεσε, "να επεξηγήσει το σχέδιο ή να εξηγήσει τις πληροφορίες που περιέχει ή ακόμα και να υιοθετήσει τα αναφερόμενα".
΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι ο αστυνομικός που κατέθεσε το σχεδιάγραμμα το είχε διευκρινίσει επαρκώς. Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, το έχει οδηγήσει σε λανθασμένη καθοδήγηση όπως προκύπτει από την απόφαση του "καθότι εξέλαβε (βλ. σελ. 11-12 της απόφασης) ότι ο εφεσείων εξήλθε από πλαγιόδρομο και γι΄ αυτό θεώρησε ότι έχει πλήρη ευθύνη αναφερόμενος σε σχετική νομολογία".
Αρχίζουμε από την τελευταία θέση του ευπαίδευτου συνήγορου. Παρατηρούμε ότι το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 11-12 της εκκαλούμενης απόφασης δεν αναφέρεται στην παρούσα υπόθεση. Πρόκειται σαφώς για γενική θέση που έχει προβάλει το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσπάθεια του να προσδιορίσει τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της οδικής αμέλειας. Δεν έχουμε, επομένως, εντοπίσει οποιαδήποτε λανθασμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου. ΄Εχουμε, επίσης, την άποψη ότι οι πιο πάνω παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχουν διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του. Η υπόθεση έχει κριθεί με βάση την προφορική μαρτυρία και την άποψη που έχει διαμορφώσει το πρωτόδικο δικαστήριο επί της προφορικής μαρτυρίας. Ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ενώπιον του είχε τεθεί το αποδεικτικό υλικό το οποίο ήταν απαραίτητο για την διαμόρφωση της τελικής κρίσης του και δεν έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο η θέση του ενάγοντα από τις πιο πάνω παρατηρήσεις. Ο πρώτος λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε περαιτέρω ότι "κακώς απεφασίσθει η παρούσα υπόθεση" για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Το δυστύχημα οφειλόταν στην υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου
επειδή δεν διατήρησε το όχημα του στην αριστερή πλευρά του δρόμου
και/ή επειδή δεν οδήγησε το όχημα του στο "παγκέτο" στην αριστερή
πλευρά του δρόμου.
(β) Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ενήργησε
αμελώς οδηγώντας το αυτοκίνητο του στη δεξιά πλευρά του δρόμου διότι
ενήργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής είναι λανθασμένο για το λόγο
ότι ούτε ο εφεσίβλητος "μαρτύρησε ότι 'ξαφνιάστηκε' αλλά ούτε υπάρχει
στην υπεράσπιση του εφεσίβλητου ισχυρισμός ότι ενήργησε κάτω από την
αγωνία της στιγμής".
(γ) Ο εφεσίβλητος προερχόταν από στροφή και λόγω υψηλής ταχύτητας δεν
είχε πεδίο ορατότητας "έτσι που με βάση την ταχύτητα του να μπορεί να
ελέγχει απόλυτα τον δρόμο μπροστά του".
Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε συμπέρασμα για αμέλεια (Βλ. Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175, Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου, Πολιτική ΄Εφεση 9479/23.9.97). Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος οδηγούσε εντός του ορίου της επιτρεπόμενης ταχύτητας. Δεν υπάρχει τίποτε ενώπιον μας που να υποδεικνύει ότι η ταχύτητα του εφεσίβλητου έχει αιτιώδη συνάφεια με το συμβάν.
Αναφορικά με τον λόγο έφεσης (β), πιο πάνω, ο εφεσίβλητος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι μόλις είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα "φοβήθηκε και πάτησε τα στόπερ". Το γεγονός ότι δεν έκαμε χρήση του όρου "αιφνιδιάστηκε" δεν θέτει την περίπτωση του εκτός του πλαισίου των υποθέσεων όπου το ζήτημα της αμέλειας εξετάζεται με βάση την αγωνία της σύγκρουσης.
Ο εφεσίβλητος έχει ισχυρισθεί στην υπεράσπιση του, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι ο εφεσείων απέκοψε την πορεία του, και ότι "εδημιούργησε κίνδυνο εντος του δρόμου".
Θεωρούμε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν αρκετοί για να καταστήσουν δυνατή την εξέταση της υπεράσπισης που διέπει ενέργειες που λαμβάνονται κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης.
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί στην κρινόμενη περίπτωση είναι κατά πόσο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος έχει ενεργήσει κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης - και επομένως δεν έφερε ευθύνη για το ατύχημα - ήταν ορθό. Σε πολύ πρόσφατη απόφαση μας (βλ. Κασιέρη κ.α. ν. Κυριάκου, Πολιτική ΄Εφεση 9049/29.9.97) έχουμε προβεί σε επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Πρέπει δε να τονιστεί ότι οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. ΄Οπως έχει πάγια νομολογηθεί ένα εσφαλμένο μέτρο που λαμβάνεται από ένα οδηγό κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη μέτρο αμέλειας. Επομένως έστω και αν υποθέσουμε ότι ο οδηγός του φορτηγού έχει λάβει ένα εσφαλμένο μέτρο δεν μπορεί και πάλιν να κριθεί ένοχος για αμέλεια εφόσον, λόγω της εγγύτητας του άλλου οχήματος, δεν είχε τον χρόνο ή την ευκαιρία να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει την σύγκρουση (Βλ. Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751, Georgiades v. HadjiSavva (1984) 1 C.L.R. 597, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Δημητρίου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6295/20.6.97, Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642 και Παπαχριστοδούλου ν. Χ" Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426
Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων βρισκόταν κάθετα μέσα στο δρόμο και ότι ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε την απόφραξη του δρόμου από απόσταση 20-30 μέτρων λόγω κάποιας στροφής η οποία δεν του παρείχε προηγουμένως πεδίο ορατότητας. ΄Εχει νομολογηθεί ότι μόνο όπου η απόφραξη του δρόμου συνδέεται ευθέως με το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτιών που το προκάλεσαν δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης (Βλ. Κυριάκου κ.α. ν. Κανάρη, Πολιτική ΄Εφεση 8907/5.11.97). Θεωρούμε ότι ήταν εύλογα προβλεπτό ότι η απόφραξη του δρόμου σε σημείο πολύ κοντά στη στροφή θα προκαλούσε δυστύχημα. Κατά την κρίση μας η μοναδική αιτία της σύγκρουσης ήταν ο επικίνδυνος ελιγμός του εφεσείοντα. Η μικρή απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα όταν ο εφεσείων παρεμβλήθηκε στην πορεία του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που εκμηδένιζε τις δυνατότητες του τελευταίου να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε ενεργήσει κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης και τον απάλλαξε από οποιαδήποτε ευθύνη για τη σύγκρουση
.Η υπόθεση Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256 διακρίνεται από την παρούσα επειδή σε εκείνη την υπόθεση ο ενεχόμενος οδηγός οδηγούσε καθ΄ υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας. ΄Ενας οδηγός ο οποίος βρίσκεται κοντά σε στροφή δεν έχει καθήκο να ελαττώσει την ταχύτητα του κάτω από το επιτρεπόμενο όριο για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κινδύνους που θα εμφανισθούν μετά τη στροφή λόγω της αμέλειας άλλων οδηγών.
΄Οπως το έχει θέσει η υπόθεση Νικολαϊδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422 και επανατονίστηκε στην Κυριάκου (πιο πάνω), στη σελ. 645:
"Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών."
Περαιτέρω δεν είναι εύλογα προβλεπτό ότι ένας οδηγός θα βρεθεί αντιμέτωπος με την απόφραξη του δρόμου ευθύς μετά τη στροφή. Βλ.
Fardon v. Harcourt-Rivington (1932) All E.R. 81, 83 η οποία έχει υιοθετηθεί στην Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 Α.Α.Δ. 215, 219:"... if the possibility of the danger emerging is reasonably apparent, then to take no precautions is negligence; but if the possibility of danger emerging is only a mere possibility which would never occur to the mind of a reasonable man, then there is no negligence in not having taken extraordinary precautions."
Σε ελληνική μετάφραση
:"... εάν η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου είναι εύλογα προβλεπτή, η μη λήψη προληπτκών μέτρων αποτελεί αμέλεια. Ωστόσο αν η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου είναι μόνο μια απλή δυνατότητα η οποία ποτέ δεν θα ερχόταν στο μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, τότε δεν υπάρχει αμέλεια επειδή δεν λήφθηκαν εξαιρετικά μέτρα."
΄Οπως υποδεικνύεται στην
Panayiotou (πιο πάνω) ένας συνετός οδηγός πρέπει να λαμβάνει προληπτικά μέτρα εναντίον της πιθανής αμέλειας των άλλων όταν η πείρα καταδεικνύει ότι τέτοια αμέλεια αποτελεί συχνό φαινόμενο. Η πείρα δεν καταδεικνύει ότι οι οδηγοί αποκόπτουν την πορεία των άλλων οχημάτων κοντά σε στροφές. Ακολουθεί πως ο εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον να ελαττώσει την ταχύτητα του κάτω από το επιτρεπόμενο όριο όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα.
Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.