ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1569
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8928.
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
διά την Δημοκρατία της Κύπρου,
Εφεσεί ων
ν.
G.T.P. ELECTRICAL PRODUCTS LTD.,
Εφεσιβ λήτων.
__________________
28 Νοεμβρίου, 1997
.Για τον Εφεσείοντα: Μ. Παμπαλλή (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
Για τους Εφεσίβλητους: Γ. Τριανταφυλλίδης.
__________________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οΔικαστής Π. Καλλής.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της Δ.35 θ.21 και 6(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και η έφεση απορρίφθηκε κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του θ.22 της Δ.35.Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί η αίτηση του εφεσείοντα για επαναφορά της έφεσης στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής μας ευχέρειας δυνάμει του πιο πάνω θ.22.
Παραθέτουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με την αίτηση:
Η έφεση καταχωρήθηκε στις 20.4.1993. Στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης με την οποία ο εφεσείων έχει διαταχθεί να πληρώσει στους εφεσίβλητους το ποσό των λιρών Αγγλίας £50.430. Το ποσό αυτό πληρώθηκε τον Ιούλιο του 1993 στους εφεσίβλητους και οι τελευταίοι έδωσαν τραπεζική εγγύηση στον εφεσείοντα για επιστροφή του ποσού σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.
Την 3.6.1993 ο Πρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέστειλε επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με την οποία τον πληροφορούσε ότι αν επιθυμούσε να οριστεί η έφεση του για ακρόαση όφειλε να συμμορφωνόταν με τις Διατάξεις της Δ.35, θ.6, 21 και 22 των πιο πάνω Διαδικαστικών Κανονισμών. Δεν υπήρξε εκ μέρους του εφεσείοντα συμμόρφωση με τις πιο πάνω πρόνοιες. Συγκεκριμένα δεν υποβλήθηκε αίτηση για ετοιμασία των πρακτικών με παράλληλη πληρωμή του σχετικού χρηματικού ποσού. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση η παράλειψη αυτή ήταν αποτέλεσμα της λανθασμένης πρακτικής που ακολουθείτο από χρόνια στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και η οποία προέκυψε από το γεγονός ότι η Νομική Υπηρεσία δεν έχει υποχρέωση καταβολής οιουδήποτε ποσού για ετοιμασία των πρακτικών για σκοπούς έφεσης. Λόγω ακριβώς αυτού του γεγονότος και επειδή από ανέκαθεν τα πρακτικά των εφέσεων ετοιμάζοντο και εστέλλοντο στη Νομική Υπηρεσία χωρίς τη σχετική αίτηση και χωρίς οι Δικηγόροι της Δημοκρατίας να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια πλην αυτής καθαυτής της καταχώρησης της ΄Εφεσης, επεκράτησε η λανθασμένη πρακτική της μη συμμόρφωσης με τις σχετικές πρόνοιες των θεσμών που απαιτούν από τον Εφεσείοντα να ζητά την ετοιμασία των πρακτικών.
Για τη Νομική Υπηρεσία προέκυψε για πρώτη φορά πρόβλημα σε σχέση με τη λανθασμένη αυτή πρακτική στις 10.6.1996 όταν πληροφορήθηκε ότι η Αναθεωρητική ΄Εφεση 2025, που είχε καταχωρηθεί από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον απόφασης Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της Προσφυγής 135/93, είχε απορριφθεί από τον Αρχιπρωτοκολλητή λόγω παράλειψης του Εφεσείοντα να προβεί στα διαβήματα που αναφέρονται στον πιο πάνω θεσμό 21 της Δ.35.
Αμέσως μετά που είχε προκύψει το πρόβλημα, στα πλαίσια της Αναθεωρητικής ΄Εφεσης 2025, ο εφεσείων με επιστολή που έστειλε στον Αρχιπρωτοκολλητή στις 12.6.96 ζήτησε όπως ορισθεί ημερομηνία ακρόασης της έφεσης.
Παρά την πιο πάνω παράλειψη του εφεσείοντα το Πρωτοκολλητείο προχώρησε και όρισε την έφεση για ακρόαση στις 21.10.1996. Την ημέρα εκείνη το Εφετείο αποφάσισε ότι η έφεση θεωρείται απορριφθείσα. Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε την 5.11.96.
Η ειδοποίηση της ημερομηνίας ορισμού της ακρόασης φέρει ημερ. 4.7.96. Με την ίδια ειδοποίηση οι διάδικοι πληροφορήθηκαν ότι τα πρακτικά ήταν έτοιμα και κλήθηκαν να πληρώσουν τα ανάλογα δικαιώματα εντός μιας εβδομάδας. Πληροφορήθηκαν, επίσης, ότι παράλειψη τους να το πράξουν δυνατόν να συνεπάγετο την απόρριψη και διαγραφή της έφεσης δυνάμει της Δ.35 θ.6.
Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα που σχετίζεται με την πρακτική που ακολουθείτο από τη Νομική Υπηρεσία δεν έχει αμφισβητηθεί από τους εφεσίβλητους. Η ένσταση τους επικεντρώθηκε πάνω στη θέση της νομολογίας η οποία - όπως το έθεσαν - είναι σαφής και κατηγορηματική εναντίον της επαναφοράς της έφεσης λόγω της μη συμμόρφωσης με τις πιο
πάνω πρόνοιες. Υποστήριξαν, επίσης, ότι ο εφεσείων έχει ενεργήσει με καθυστέρηση. Ενώ είχε διαπιστώσει ότι ακολουθούσε λανθασμένη πρακτική από τις 10.6.96 η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε σχεδόν πέντε μήνες μεταγενέστερα - την 5.11.96.Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα αναγνώρισε ότι το γενικό συμπέρασμα που εξάγεται από τη νομολογία είναι ότι η επαναφορά έφεσης αποτελεί ένα πολύ εξαιρετικό μέτρο. Υποστήριξε ωστόσο ότι ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης αυστηρή εφαρμογή των Κανονισμών θα οδηγήσει σε αδικία. Τόνισε, συναφώς, ότι ο εφεσείων έχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά επειδή έχει καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος και του έχει δοθεί τραπεζική εγγύηση διάρκειας ενός έτους η οποία δυνατόν να έπαυσε να ισχύει. Αναφορικά με την καθυστέρηση η ευπαίδευτη συνήγορος υποστήριξε ότι, παρά την πιο πάνω παράλειψη, η έφεση ορίσθηκε για ακρόαση και πήρε την κανονική της πορεία. Επομένως η παράλειψη δεν οδήγησε σε καθυστέρηση η οποία θα πρέπει να λειτουργήσει εναντίον του αιτήματος.
Το ζήτημα της επαναφοράς έφεσης έχει εξεταστεί σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων. Η νομολογία μας με σταθερότητα έχει διατυπώσει την αρχή ότι πρέπει να τηρούνται οι πρόνοιες των θεσμών που διέπουν τις προθεσμίες σε διαδικαστικά θέματα εκτός αν λόγοι δικαιοσύνης καθαρά υποδεικνύουν ότι πρέπει να χαλαρωθούν (Βλ. Kyriacou v. Georghiadou (1970) 1 C.L.R. 145, 147, Ibrahim v. Kasab (1972) 1 C.L.R. 16.17, Hji Panayi v. Hji Panayi (1974) 1 C.L.R. 60, Haraki v. Feghali (1979) 1 C. L.R. 293, Anastasiou v. Demetriou and Another (1980) 1 C.L.R. 573 και Δημοκρατία ν. Ναύτη κ.α., Α.Ε. 1558/31.3.97)
.Η χαλάρωση είναι δυνατή όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας υπέρ της επαναφοράς της έφεσης (Βλ. Anastassiou (πιο πάνω) και Σιακαλλής ν. Σεργίδη (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 361, 364)
.Πρέπει να τονισθεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι το ζήτημα της επαναφοράς είναι ζήτημα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. ΄Οπως έχει νομολογηθεί ο τρόπος άσκησης της δεν υπόκειται σε νομολογιακής φύσης προϋποθέσεις. Σε θέματα διακριτικής ευχέρειας καμιά υπόθεση δεν αποτελεί αυθεντία για την άλλη. Δέσμευση του Δικαστηρίου από προηγούμενη απόφαση ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας θα απέληγε στην ουσία σε κατάργηση της (Βλ. Panayiotis Geοrghiou (Catering) Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1516/19.7.96)
.Στην κρινόμενη περίπτωση έχουμε ικανοποιηθεί ότι η παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς ήταν αποτέλεσμα της λανθασμένης πρακτικής που ακολουθείτο από χρόνια τόσο από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας όσο και από το Πρωτοκολλητείο. ΄Ηταν όντως ιδιάζουσα κατάσταση. Αυτή η διαπίστωση σε συνάρτηση με τα λοιπά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση αποτελούν ικανούς λόγους για την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της έγκρισης του αιτήματος. Τα γεγονότα αυτά είναι: Η πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους, ο ορισμός της έφεσης για ακρόαση μετά την παράταση των σχετικών προθεσμιών και η καταχώριση της παρούσας αίτησης εντος 15 ημερών
από την απόρριψη της έφεσης. Η πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους καταδεικνύει ότι η άλλη πλευρά έχει απολαύσει σε μεγάλο βαθμό τους καρπούς της επιτυχίας της.
Η αίτηση εγκρίνεται. Τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε σχέση με την παρούσα αίτηση να πληρωθούν από τον εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.