ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1436
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 8907.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
1. Μιχάλη Κυριάκου, από τη Λευκωσία,
1. PETSAS LIMITED, από τη Λευκωσία,
Εφεσείοντων-Εναγομέ νων,
- ν -
Νίκης Κανάρη, από την Αυδήμου,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
- - -
Ημερομηνία:
5 Νοεμβρίου 1997.Για τους εφεσείοντες: Χ. Κυριακίδης.
Για την εφεσίβλητη: Δ. Αριστείδου.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Τα επίδικα θέματα περιστρέφονται γύρω από τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και τις προεκτάσεις τους σε σχέση με την ευθύνη για τη σύγκρουση μεταξύ του αυτοκινήτου το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων 1, (ο εφεσείων), για τις πράξεις του οποίου οι εφεσείοντες 2 είναι εκ προστήσεως υπεύθυνοι, και το αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσίβλητη, η οποία επεσυνέβη σε καμπή του δρόμου Λεμεσού-Πάφου.Αφού αξιολόγησε τις εν μέρει διϊστάμενες εκδοχές των δύο οδηγών και τη μαρτυρία του αστυνομικού, ο οποίος διερεύνησε τις συνθήκες του δυστυχήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:
1. Το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, κατά το χρόνο της σύγκρουσης, ήταν ακινητοποιημένο στη μέση του δρόμου, σε σημείο που οι δεξιοί τροχοί εφάπτονταν των διαχωριστικών γραμμών, υποδηλώνοντας την πρόθεση της οδηγού να διασταυρώσει την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας για να εισέλθει στον
απέναντι χωματόδρομο.2. Η ορατότητα προς την κατεύθυνση απ΄ όπου ερχόταν ο εφεσείων εκτεινόταν σε 100 μέτρα. Η παρουσία του σταθμευμένου αυτοκινήτου ήταν ευχερώς ορατή και η προσπέρασή του εύκολη εφόσον μεταξύ του πίσω μέρους του και της άκρης της ασφάλτου υπήρχε απόσταση 7π. και πέραν του σημείου εκείνου υπήρχε ισόπεδος χωματένιος βραχίονας πλάτους 5π. Το πλάτος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα ήταν 6π.
3. Η ευθύνη για το δυστύχημα αποδόθηκε αποκλειστικά στον οδηγό του επερχόμενου αυτοκινήτου των εφεσείοντων. Αποσυναρτάται, όπως προκύπτει από την απόφαση, η μερική απόφραξη του δρόμου από την εφεσίβλητη από τα αίτια του δυστυχήματος.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι η απόφραξη του δρόμου συνιστούσε πράξη αδιαφορίας για τα δικαιώματα των άλλων που χρησιμοποιούσαν το δρόμο καθώς και πράξη αντικείμενη προς τους κανονισμούς της τροχαίας, οι οποίοι αποκλείουν τη διέλευση αυτοκινήτων στη αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, όπου ο δρόμος διαχωρίζεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, με διπλή άσπρη γραμμή. Οι παράγοντες αυτοί αγνοήθηκαν, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, στον καθορισμό της ευθύνης ή δεν αποδόθηκε σ΄ αυτούς ή πρέπουσα βαρύτητα.
Συμφωνούμε με τη θέση ότι η απόφραξη του δρόμου από οδηγό αυτοκινήτου υποδηλώνει γενικά παράλειψη εκπλήρωσης του καθήκοντος προς άλλα άτομα τα οποία χρησιμοποιούν το δρόμο. Οι οδοί και όλως ιδιαίτερα ο υπεραστικός δρόμος είναι μέσο διάβασης και όχι στάθμευσης. Το ότι η απόφραξη του δρόμου από οδηγό αυτοκινήτου συνιστά πράξη η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει αμέλεια αναγνωρίζεται ευθέως στην Αγγλική απόφαση
Rouse v. Squires and Others (1973)2 All E.R. 903.Η απόφραξη του δρόμου, αλόγιστη όσο και αν είναι, δεν προσδίδει αυτόματα ευθύνη στον οδηγό για οποιοδήποτε επακόλουθο δυστύχημα, ανεξάρτητο από τα αίτια του. Αυτό διευκρινίζεται στην
Rouse και όλως ιδιαίτερα στην απόφαση του Δικαστή Buckley, L.J., στην οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση εκείνη είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισης του θέματος.«But when there is ample visibility and ample opportunity for the driver of an oncoming vehicle to see and appreciate the nature and extent of an obstruction and to take evasive action, then the obstruction does not constitute a danger, and in such a case there is a break in the chain of causation between the prior negligent act which caused the obstruction and the immediate consequence of the latter negligent act of a driver on the highway who causes an accident.»
Ελληνική μετάφραση, (ελεύθερη).
«Αλλά όταν υπάρχει επαρκής ορατότης και παρέχεται η πρέπουσα ευχέρεια στον οδηγό επερχόμενου αυτοκινήτου να προσέξει και να εκτιμήσει τη φύση και έκταση του εμποδίου το οποίο παρεμβάλλεται στο δρόμο και να πάρει μέτρα αποφυγής του, τότε το εμπόδιο δεν δημιουργεί κίνδυνο, και σε τέτοια περίπτωση επέρχεται διακοπή στην άλυση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της προυγούμενης αμελούς πράξης η οποία προκάλεσε την απόφραξη και τις άμεσες συνέπειες της μεταγενέστερης πράξης οδηγού στον υπεραστικό δρόμο ο οποίος προκαλεί το δυστύχημα.»
Προκύπτει, ότι μόνο όπου η πράξη του οδηγού του σταθμευμένου αυτοκινήτου συνέχεται προς το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτίων που το προκάλεσαν δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης σ΄ αυτόν. Είναι προς αυτά τα αίτια που συδέεται η αμέλεια και ο καταμερισμός
της. Προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας αποτελεί η επενέργεια αμελούς πράξης στην πρόκληση του δυστυχήματος ως θέμα άμεσης αιτιώδους σχέσης μεταξύ της πράξης και του δυστυχήματος.Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει σαφή αντίληψη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της αμέλειας και η καθοδήγησή του επί του προκειμένου υπήρξε πλήρης. Γίνεται αναφορά στην απόφασή του στις υποθέσεις,
Charalambous v. Kassapis (1988)1 C.L.R. 25. Flourentzou v. Christodoulou (1988)1 C.L.R. 791.Η αμέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και όχι θεωρητικό. Εξετάζεται σε κάθε περίπτωση η γενεσιουργός αιτία και ότι πραγματικά επέδρασε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Η απόφραξη μέρους του δρόμου δεν προοιώνιζε σ΄ αυτή την περίπτωση τη σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων. Θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό αν η ορατότητα μεταξύ του σημείου που καθίστατο εμφανής η παρουσία του σταθμευμένου αυτοκινήτου και του χώρου στάθμευσης του ήταν μικρότερη και δεν παρεχόταν η ευκαιρία αποφυγής του. Σύμφωνα με το εύρημα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου η σύγκρουση οφειλόταν αποκλειστικά στην παρέλειψη του εφεσείοντα να σημειώσει έγκαιρα την παρουσία του σταθμευμένου αυτοκινήτου και να λάβει τα πρέποντα μέτρα για την παράκαμψή του, ευχέρεια, που του παρεχόταν ενόψει του ελεύθερου χώρου μεταξύ του σταθμευμένου αυτοκινήτου και της άκρης του δρόμου.
Καταλήγουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση με τα ευρήματα ή την ετυμηγορία του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ