ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1026

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ αρ. 5/97 και 7/97

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Χ"ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΔΔ.

Εκλογική Αίτηση αρ. 5/97

Μεταξύ:-

Γιαννάκη Κουλουντή, από τη Λεμεσό,

Αιτητή,

- ν -

1. Βουλής των Αντιπροσώπων, από τη Λευκωσία,

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών, από τη Λευκωσία,

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών της Βουλής

των Αντιπροσώπων, Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού,

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν, από τη Λευκωσία,

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού, (ΑΚΕΛ), από τη Λευκωσία.

Καθ΄ ων η αίτηση,

- - -

Εκλογική Αίτηση αρ. 7/97

Μεταξύ:-

Μιχάλη Παφιτανή, από τη Λεμεσό,

Αιτητή,

- ν -

1. Βουλής των Αντιπροσώπων, από τη Λευκωσία,

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών, από τη Λευκωσία,

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών της Βουλής

των Αντιπροσώπων, Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού,

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν, από τη Λευκωσία,

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού, (ΑΚΕΛ), από τη

Λευκωσία.

Καθ΄ ων η αίτηση,

- - -

Ημερομηνία: 17 Σεπτεμβρίου 1997.

Για τους Αιτητές: Χρ. Κληρίδης, με Χρ. Χριστοφή και Δ. Θεοδώρου.

Για τους Καθ' ων η Αίτηση 1 και 4: Π. Πολυβίου, προσωπικά και εκ μέρους

Γ. Κακογιάννη, με Γ. Χριστοφίδη.

Για τους Καθ' ων η Αίτηση 2 και 3: Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισ. Δημοκρ., με

Α. Παπασάββα, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και Γ. Φράγκου, Ανώτ. Δικηγόρο Δημοκρατίας.

Για τους Καθ' ων η Αίτηση 5: Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Παπασάββα.

- - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το πρώτο θέμα που θέτουν οι εκλογικές αιτήσεις και καλούμεθα να αποφασίσουμε είναι το κεφαλαιώδες ζήτημα της δυνατότητας τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Η Βουλή των Αντιπροσώπων διαπιστώνει στο προοίμιο του περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1996 (Ν. 115(Ι)/96), ότι της παρέχεται αυτή η ευχέρεια. Βασιζόμενη σ΄ αυτή την αντίληψη του δικαίου, η Βουλή προέβη στην τροποποίηση της παραγράφου 2 του Άρθρου 66 του Συντάγματος, καταργώντας το κείμενο της και αντικαθιστώντας το με το ακόλουθο:-

«2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ' ον τρόπον νόμος ορίζει.».

΄Ερεισμα για τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης αντλείται από την έκβαση της υπόθεσης Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, στην οποία οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση θεμελίωσαν, κατά κύριο λόγο, και την επιχειρηματολογία τους για το παραδεκτό της τροποποίησης.

Η απόφαση στη Νικολάου παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν διαιρεμένη ως προς το παραδεκτό της τροποποίησης του ΄Αρθρου 111 του Συντάγματος, η οποία επιτεύχθηκε με το Ν. 95/89. Πέντε από τα δέκα μέλη που μετείχαν στη Σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκριναν ότι δεν παρεχόταν η δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Τα άλλα πέντε μέλη, έκριναν ότι η τροποποίηση ήταν παραδεκτή βάσει του δικαίου της ανάγκης. Λόγω της ισοψηφίας, επενέργησε το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων, (βλ. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640), με αποτέλεσμα ο Νόμος, με τον οποίο έγινε η τροποποίηση του Συντάγματος, ο Ν. 95/89, να θεωρηθεί συνταγματικός.

Η απόφαση στη Νικολάου μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας. Το αποτέλεσμα, δεν απηχεί τη θέση της πλειοψηφίας των Δικαστών αλλά τις επιταγές του μαχητού τεκμηρίου της συνταγματικότητας των νόμων.

Το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος, πρόβλεπε τη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής μέσα σε τακτή προθεσμία, ως το μόνο μέσο για την πλήρωση βουλευτικής έδρας, η οποία κενούται στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ γενικών βουλευτικών εκλογών.

Στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. Αίτηση αρ. 1/95 - 26/3/96 (Ολομέλεια - απόφαση πλειοψηφίας), κρίθηκε ότι ο Εκλογικός Νόμος (Ν. 95/86), με τον οποίο καθιερώθηκε σύστημα διαδοχής για την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας με την ανάληψη του αξιώματος από τον επιλαχόντα βουλευτή του κόμματος στο οποίο ανήκε ο βουλευτής ο οποίος κατείχε την έδρα, αντίκειτο προς το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κηρύχθηκε αντισυνταγματικός.

Πρόδηλος σκοπός του Ν. 115(Ι)/96 είναι να παράσχει εξουσία στη Βουλή να ρυθμίζει τα της αναπληρωματικής εκλογής μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων με νομοθεσία, όπως και έπραξε, μετά την έκδοση του προαναφερθέντος νόμου, με την επιψήφιση του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2), Νόμου του 1996, (Ν. 118(Ι)/96). Με τον τελευταίο νόμο καθιερώνεται σύστημα αναπλήρωσης βουλευτή, του οποίου η έδρα κενούται, από τον επιλαχόντα υποψήφιο του κόμματος στο οποίο ανήκε, νοουμένου ότι αυτός συνεχίζει να ανήκει στο ίδιο κόμμα. ΄Ετσι, διανοίχθηκε το πεδίο για την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα του κ. Βενιαμίν, του επιλαχόντος υποψηφίου του κόμματος «Ακέλ Αριστερά Νέες Δυνάμεις», στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού προς αναπλήρωση του κ. Κοντίδη, ο οποίος παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, για να καταλάβει το αξίωμα του Δημάρχου Λεμεσού, στο οποίο είχε νωρίτερα εκλεγεί.

Ακολούθησε η πράξη του Υπουργού Εσωτερικών της 3ης Ιανουαρίου, 1997, με την οποία διορίστηκε ΄Εφορος Εκλογής για την πλήρωση της βουλευτικής έδρας, και στη συνέχεια, εκείνη του διορισθέντος Εφόρου Εκλογής της 7ης Ιανουαρίου, 1997, με την οποία ανακηρύχθηκε ο κ. Βενιαμίν Βουλευτής, αφού πρώτα διαπιστώθηκε ότι εξακολουθεί να ανήκει στο κόμμα «Ακέλ Αριστερά Νέες Δυνάμεις».

Οι αιτητές προσβάλλουν, για διαφορετικούς λόγους, τη συνταγματικότητα τόσο του Ν. 115(Ι)/96, όσο και του Ν. 118(Ι)/96, καθώς και την εγκυρότητα της διαδικασίας ανακήρυξης του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα.

Επιγραμματικά οι αιτητές υποστήριξαν ότι:-

(α) Δεν είναι παραδεκτή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Η απόφαση στη Νικολάου, είναι έκδηλα λανθασμένη και δεν πρέπει να ακολουθηθεί, ενώ ο Ν. 115(1)/96 πρέπει να θεωρηθεί αντισυνταγματικός. Αποδοχή της θέσης αυτής καταρρίπτει αυτομάτως και το συνταγματικό βάθρο του Ν. 118(1)/96, καθώς και της πράξης ανακήρυξης του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα. Αλλά και συνταγματικός να κριθεί ο Ν. 115(1)/96, ο Ν. 118(1)/96, πάσχει γιατί προσκρούει σε σειρά άλλων συνταγματικών διατάξεων.

(β) Οι πρόνοιες του Συντάγματος προς τις οποίες ο Ν. 118(1)/96, έρχεται σε αντίθεση είναι:-

(i) Το ΄Αρθρο 31, που εξασφαλίζει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να ψηφίζει σε κάθε εκλογή η οποία προβλέπεται από το Σύνταγμα,

(ii) Το ΄Αρθρο 64 του Συντάγματος το οποίο προσδιορίζει εξαντλητικά τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα. και

(iii) Το ΄Αρθρο 66.3, το οποίο εξυπακούει τη διενέργεια εκλογής, ως του μόνου μέσου για την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα.

Και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο Ν. 118(Ι)/96 δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα, η ανακήρυξη του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα πρέπει να ακυρωθεί, γιατί:-

(γ) Δεν ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες που προβλέπει ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος (Ν.72/79), όπως τροποποιήθηκε, λαμβανομένων υπόψη και των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε ο Ν. 118(Ι)/96.

Με την ίδια επιγραμματικότητα, οι θέσεις των καθ' ων η αίτηση μπορεί να εκτεθούν ως εξής:-

1. Το δίκαιο της ανάγκης επιτρέπει την τροποποίηση του Συντάγματος, όπως αναγνωρίστηκε στη Νικολάου, απόφαση η οποία έχει σηματοδοτήσει το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Κυπριακής Πολιτείας. Δεν υφίσταται βάσιμη δικαιολογία για απόκλιση από το λόγο της. Αντίθετα, η εφαρμογή του συνάδει με τη δημοκρατική αρχή, που, στην προκείμενη περίπτωση, δικαιολογεί την αποφυγή επαναληπτικής εκλογής, προς διασφάλιση της κομματικής ισορροπίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία διαμορφώνεται από τη βούληση του εκλογικού σώματος στις γενικές εκλογές. Το αναλογικό εκλογικό σύστημα δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα, όπως αποφασίστηκε στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. - Εκλογική Αίτηση 1/96 - 22.1.97. Με την τροποποίηση του Συντάγματος και την επακόλουθη νομοθεσία επιτυγχάνεται η επέκταση του αναλογικού συστήματος και στις αναπληρωματικές εκλογές.

2. Ο Ν. 118(Ι)/96 δεν προσκρούει σε καμιά από τις προβληθείσες συνταγματικές διατάξεις. Το δικαίωμα του ψηφίζειν, το οποίο κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 31 περιορίζεται σε εκλογές οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγμα. Μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 115(Ι)/96, η αναπληρωματική εκλογή έπαυσε να είναι αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης. Τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα, τα οποία προβλέπει το ΄Αρθρο 64, εξ άλλου, δεν αλλοιώνονται, ενώ η εμβέλεια του ΄Αρθρου 66.3, μετά την τροποποίηση, περιορίζεται σε περιπτώσεις που μπορεί να προκύψει ανάγκη για τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής, όταν δεν παρέχεται η δυνατότητα διαδοχής, γεγονός για το οποίο γίνεται πρόβλεψη στο εδάφιο (2) του ΄Αρθρου 2 του υπό κρίση νόμου.

3. Δεν υπήρξε παρέκκλιση από τη διαδικασία την οποία προβλέπει ο Εκλογικός Νόμος, όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 118(Ι)/96, στην ανακήρυξη του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα.

Θα επιληφθούμε των επιδίκων θεμάτων με τη σειρά που τίθενται πιο πάνω:-

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ:

Η απόφαση στη Νικολάου είναι η πρώτη και η μοναδική, αφότου δικαστικά κρίθηκε το 1964, ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις της χώρας καθιστούσαν παραδεκτή την επίκληση του δικαίου της ανάγκης για τη διάσωση της λειτουργίας του Κυπριακού Κράτους, στην οποία αποφασίστηκε ότι είναι παραδεκτή η τροποποίηση του Συντάγματος εξ ονόματος των αρχών του. Αποκλειστικό λόγο για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης αποτέλεσε η αδυναμία, εξ αιτίας της εξαιρετικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από τα γεγονότα του 1963-1964, λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και ειδικά, της αδυναμίας τροποποίησης του Συντάγματος προς αντιμετώπισή τους. Αυτή είναι η πεμπτουσία της θεμελιακής απόφασης στη The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195, στην οποία διαπιστώθηκε η ανάγκη για τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της κατάρρευσης της συνταγματικής τάξης. Το δίκαιο της ανάγκης παρείχε έρεισμα για παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές διατάξεις που διέπουν τη σύσταση και συγκρότηση των οργάνων της Πολιτείας, στα οποία παρέχεται η εξουσία και των οποίων η λειτουργία, της Δικαστικής εξουσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιήλθε σε αποτελμάτωση. Γενεσιουργό αιτία της ανάγκης, αποτέλεσαν τα γεγονότα που κατέστησαν αδύνατη τη λειτουργία του κράτους. Αναγνωρίστηκε, το δίκαιο της ανάγκης, ως κατά πάντα χρόνο ενυπάρχον στον πυρήνα του δικαίου, στην περίπτωση της Κύπρου, στο ΄Αρθρο 179, το οποίο καθιερώνει το Σύνταγμα ως τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας. Η ανάγκη, ως νομιμοποιητικό στοιχείο για πολιτειακή δράση, έχει βαθειές ρίζες. Κατοπτρίζεται στη ρήση των αρχαίων Ελλήνων, «ανάγκα και Θεοί πείθονται».

Στην απόφασή του στην Ibrahim, ο Δικαστής Βασιλειάδης, (όπως ήταν τότε), παραλληλίζει το δίκαιο της ανάγκης με την υπεράσπιση της ανάγκης που αναγνωρίζει το Ποινικό Δίκαιο - (΄Αρθρο 17, ΚΕΦ. 154). ΄Οπως η ανάγκη μπορεί να καταστήσει παραδεκτές, στο ατομικό επίπεδο, πράξεις που στην απουσία της θα ήταν έκνομες έτσι, και το δίκαιο της ανάγκης, στο πολιτειακό πεδίο, μπορεί να δικαιολογήσει παρεκκλίσεις από τη συνταγματική τάξη που υπαγορεύει η ανάγκη. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάγκη έχει ως αντικείμενο τη διαφύλαξη στην πρώτη περίπτωση του ατόμου και στη δεύτερη της πολιτείας.

Η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος προσδιορίζεται ως ο θεμέλιος λίθος για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Η θέση αυτή διατυπώνεται απερίφραστα στην απόφαση του Δικαστή Τριανταφυλλίδη, (όπως ήταν τότε). Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφασή του (σελ. 234):

"Even though the Constitution is deemed to be a supreme law limiting the sovereignty of the legislature, nevertheless, where the Constitution itself cannot measure up to a situation which has arisen, especially where such situation is contrary to its fundamental theme, or where an organ set up under the Constitution cannot function and where, furthermore, in view of the nature of the Constitution is not possible for the sovereign will of the people to manifest itself, through an amendment of the Constitution, in redressing the position, then, in my opinion according to the doctrine of necessity the legislative power, under Article 61, remains unhindered by Article 179, and not only it can, but it must, be exercised for the benefit of the people."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«Παρόλο που το Σύνταγμα θεωρείται ότι είναι ο υπέρτατος νόμος, περιορίζοντας την κυριαρχία της Νομοθετικής Εξουσίας, εντούτοις, όπου το ίδιο το Σύνταγμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε κατάσταση η οποία έχει εγερθεί, ιδιαίτερα όταν η κατάσταση αυτή αντίκειται προς το θεμελιακό της θέμα, ή όπου το όργανο το οποίο εγκαθιδρύθηκε βάσει του Συντάγματος δεν μπορεί να λειτουργήσει και περαιτέρω όπου, ενόψει της φύσης του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό για την κυρίαρχη θέληση του λαού να εκδηλωθεί μέσω μιας τροποποίησης του Συντάγματος, προς θεραπεία της κατάστασης, τότε, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με το δόγμα της ανάγκης, η νομοθετική εξουσία, βάσει του ΄Αρθρου 61, δεν εμποδίζεται από το ΄Αρθρο 179 και όχι μόνο μπορεί, αλλά και πρέπει να ασκηθεί προς όφελος του λαού.»

Εξίσου κατηγορηματικός επί του θέματος ήταν και ο Δικαστής Ιωσηφίδης, στην απόφαση του οποίου συνοψίζονται με ακρίβεια οι προϋποθέσεις και οι παράμετροι εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης. Αναφέρει στην απόφασή του:- (σελ. 264-265)

"In the light of the principles of the law of necessity as applied in other countries and having regard to the provisions of the constitution of the Republic of Cyprus (including the provisions of Articles 179, 182 and 183), I intepret our constitution to include the doctrine of necessity in exceptional circustances, which is an implied exception to particular provisions of the constitution; and this in order to ensure the very existence of the State. The following prerequisites must be satisfied before this doctrine may become applicable :

(a) an imperative and inevitable necessity or exceptional circumstances ;

(b) no other remedy to apply ;

(c) the measure taken must be proportionate to the necessity; and

(d) it must be of a temporary character limited to the duration of the exceptional circumstances."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«Υπό το φως των αρχών του δικαίου της ανάγκης, όπως εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες, και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Κυπριακού Συντάγματος, (περιλαμβανομένων και των διατάξεων των ΄Αρθρων 179, 182 και 183), ερμηνεύω το Σύνταγμά μας να περιλαμβάνει το δόγμα της ανάγκης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το οποίο συνιστά εξυπακουόμενη εξαίρεση στις συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος. και αυτό χάριν της διασφάλισης αυτής τούτης της ύπαρξης της Πολιτείας. Οι ακόλουθες προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιηθούν πριν το δόγμα καταστεί εφαρμοστέο :

(α) επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη ή εξαιρετικές συνθήκες.

(β) δεν προσφέρεται άλλη θεραπεία.

(γ) Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται πρέπει να είναι ανάλογα προς την ανάγκη. και

(δ) πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, περιοριζό-μενα κατά τη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.»

Κοινή υπήρξε η θέση και των τριών Δικαστών, ότι η ανάγκη πρέπει να είναι υπαρκτή, στη διαπίστωση της ύπαρξης της οποίας (στην Ιbrahim) αφιέρωσαν και το μεγαλύτερο μέρος της απόφασής τους. Αναγνωρίζοντας το δίκαιο της ανάγκης ως μέρος της πανοπλίας του δικαίου και οι τρεις Δικαστές τόνισαν, ότι βαδίζουν πεπατημένη οδό του δικαίου και ότι δεν καινοτομούν. Οι αρχές του (δικαίου της ανάγκης) αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν από το δίκαιο πολλών χωρών, όπως σημειώνουν, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι υπό το φως αυτών των αρχών που καθορίστηκε η συνισταμένη του δικαίου της ανάγκης στην Ibrahim και οριοθετήθηκε η λειτουργία της Κυπριακής Πολιτείας, βάσει των αρχών του.

Οι αρχές του δικαίου της ανάγκης καθορίστηκαν στη Ibrahim και εξειδικεύτηκαν σε μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην Andreas Ηadjigeorghiou ν. The Republic of Cyprus (1966) 3 C.L.R. 504 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ.,) διευκρινίζεται ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί στέγαστρο για την κάλυψη κάθε μέτρου το οποίο κρίνεται επιθυμητό κατά τη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης. Μόνο μέτρα που επιβάλλει η ανάγκη μπορεί να νομιμοποιηθούν από το δίκαιο της ανάγκης. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Hadjigeorghiou κατοπτρίζει την προσέγγιση του Δικαστηρίου:-

"The 'law of necessity' cannot, however, validate, by way of omnibus effect, all and any steps taken during the currency of a particular emergency; it has to be established that the prerequisites for its coming into play did exist in relation to the specific act, legislative or executive, which has been made in the context of an emergency and the validity of which it is sought to uphold by virtue of the 'law of necessity'."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

«Το 'δίκαιο της ανάγκης' δεν μπορεί, εντούτοις, να νομιμοποιήσει, υπό μορφή πανδέκτη, όλα και οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης έκτακτης κατάστασης. πρέπει να θεμελιωθεί ότι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του υφίσταντο σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη, νομοθετική ή εκτελεστική, η οποία εγένετο στο πλαίσιο της έκτακτης κατάστασης και η εγκυρότητα του οποίου υποστηρίζεται με αναφορά στις αρχές του δικαίου της ανάγκης.»

Τόσο στη Hadjigeorghiou όσο και στην Papapantelis and Others v. The Republic (1966) 3 C.LR. 515 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ.,) αποφασίστηκε ότι δεν είναι παραδεκτή, βάσει του δικαίου της ανάγκης, η λήψη ριζοσπαστικών μέτρων τα οποία υπερβαίνουν την ανάγκη και δεν σχετίζονται προς αυτή.

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Pavlides and Others v. C.B.C. (1986) 3 C.L.R. 1332 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ., όπως ήταν τότε), θέση η οποία συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

"A Law, which is contrary to the Constitution, cannot survive unless the party who supports its constitutionality satisfied the Court that the prerequisites laid down by judicial pronouncements exist and that the measures taken were necessary and they go no further than the necessity warrants ..."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«Νόμος, ο οποίος αντίκειται προς το Σύνταγμα, δεν μπορεί να επιβιώσει, εκτός εάν ο διάδικος, ο οποίος υποστηρίζει τη συνταγματικότητά του, ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι οι προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται από τις δικαστικές αποφάσεις υφίστανται και ότι τα μέτρα τα οποία λήφθηκαν ήταν αναγκαία και ότι δεν υπερβαίνουν ό,τι η ανάγκη επιβάλλει.»

Το δίκαιο της ανάγκης ταυτίζεται και με την εφεδρεία του δικαίου, η οποία μπορεί να στρατευθεί για τη διάσωση του αντικειμένου του δικαίου, της έννομης τάξης. (Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125.)

Aπαρέγκλιτα, πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των μέτρων που λαμβάνονται και της ανάγκης που τα επιβάλλει. Ο έλεγχος της αντιστοιχίας ανάγεται στη δικαστική εξουσία. Οι κίνδυνοι υπέρβασης της ανάγκης εξουδετερώνονται από το γεγονός ότι τα μέτρα που λαμβάνονται, εξ ονόματος της, υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζεται στην Apostolides & Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 928 (απόφαση Πική, Δ.,):-

"Like any other Judge, I am sensitive to the dangers inherent in the acknowledgment of reserve powers that may be allowed to override fundamental provisions of the Constitution and the law. I am comforted, however, by the fact that the arbiters of the existence of an emergency and its extent are the judiciary, functioning separately and independently of the Executive and Legislative branches of the State that may be trusted to guard against possible abuse. I would not draw equal comfort if any other body had responsibility for the ascertainment of an emergency situation and the extent of it. The reserve power to legislate in deviation from the Constitution cannot be invoked unless absolutely necessary for the protection of the primary aims of society, directly threatened by the emergency and then only to the extent strictly necessary."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«΄Οπως και κάθε άλλος Δικαστής, είμαι ευαίσθητος για τους κινδύνους οι οποίοι ενυπάρχουν στην αναγνώριση εφεδρικών εξουσιών, οι οποίες μπορεί να υπερακοντίσουν θεμελιώδεις πρόνοιες του Συντάγματος και του νόμου. Ανακουφίζομαι, όμως, από το γεγονός ότι ο κριτής της ύπαρξης έκτακτης κατάστασης και της έκτασής της είναι η Δικαστική Εξουσία, η οποία λειτουργεί ξεχωριστά και ανεξάρτητα από τον Εκτελεστικό και το Νομοθετικό Κλάδο της Πολιτείας, την οποία μπορεί να εμπιστευθούμε να περιφρουρήσει την εφαρμογή των αρχών του δικαίου της ανάγκης έναντι πιθανών καταχρήσεων. Δε θα ήμουν το ίδιο ήσυχος εάν οποιοδήποτε άλλο σώμα είχε την ευθύνη για τη διαπίστωση της ύπαρξης της έκτακτης κατάστασης και του μεγέθους της. Δεν είναι παραδεκτή η επίκληση της εφεδρικής εξουσίας προς θέσπιση νομοθεσίας κατά παρέκκλιση του Συντάγματος, εκτός εάν είναι απόλυτα αναγκαίο για την προστασία των πρωταρχικών σκοπών της κοινωνίας, οι οποίοι απειλούνται άμεσα από την έκτακτη κατάσταση και πάλιν μόνο στην έκταση που είναι απόλυτα αναγκαίο.»

Η ίδια αρχή διακηρύσσεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην Pastellopoullos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165 - (απόφαση πλειοψηφίας):-

"It is well settled that measures taken in circumstances allegedly justifying resort to the 'law of necessity' are subject to judicial scrutiny and control ..."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«Είναι θεμελιωμένο ότι μέτρα τα οποία λαμβάνονται κάτω από συνθήκες οι οποίες, κατ' ισχυρισμό, δικαιολογούν προσφυγή στο 'δίκαιο της ανάγκης' υπόκεινται σε εξονυχιστική έρευνα και έλεγχο ...»

΄Οπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην απόφασή μου στην Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55, η αρχή του κράτους δικαίου δεν ατονεί κατά τη διάρκεια της ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί την ανάγκη. Το δίκαιο υποθεμελιούμενο από τις αρχές του δικαίου της ανάγκης παραμένει, όπως και σε περιόδους ομαλότητας, η μόνη πηγή εξουσίας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:-

"The rule of law does not abate in an emergency subject to the qualification that necessity creates a valid juridical basis for legal action. Legislative measures are subject to juridical control. The Judiciary is charged to ensure that the measures taken are a genuine response to a necessity and, further, that they go no further than the necessity warrants. Judicial control is a hedge against arbitrary invocation of necessity as a justification for legal measures, as well as a hedge against abuse of necessity by taking measures uncalled for by the necessity. But so long as the measures taken are a genuine response to necessity and designed to cope with it, there will be no interference with legislative action. The legislators are the arbiters of the measures necessary to ease the emergency."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«Η αρχή του κράτους δικαίου δεν ατονεί κατά τη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης, υπό τον όρο της ακόλουθης επιφύλαξης, ότι η ανάγκη δημιουργεί έγκυρη δικαιϊκή βάση για τη λήψη νομικών μέτρων. Τα νομοθετικά μέτρα υπόκεινται σε δικαιϊκό έλεγχο. Η Δικαστική Εξουσία είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη να διασφαλίσει ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται αποτελούν γνήσια ανταπόκριση προς την ανάγκη και, περαιτέρω, δεν υπερβαίνουν ό,τι επιβάλλει η ανάγκη. Ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί φραγμό κατά της αυθαίρετης επίκλησης της ανάγκης για τη δικαιολόγηση νομικών μέτρων, καθώς και φραγμό κατά της κατάχρησης της ανάγκης με την υιοθέτηση μέτρων τα οποία δεν επιβάλλει η ανάγκη. Αλλά, ενόσο τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται αποτελούν γνήσια ανταπόκριση προς την ανάγκη και σκοπούν να την αντιμετωπίσουν, δε θα υπάρξει επέμβαση με νομοθετικές ρυθμίσεις. Ο νομοθέτης είναι ο κριτής των μέτρων τα οποία είναι αναγκαία για να απαμβλύνουν την έκτακτη κατάσταση.»

Η αναλογικότητα μεταξύ της ανάγκης και των μέτρων που λαμβάνονται εξ ονόματός της, αποτελεί κοινό λόγο των δικαστικών αποφάσεων. (Βλ. μεταξύ άλλων, Makrides and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677. Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245. Kritiotis v. M'ty of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322. Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533).

Το δίκαιο της ανάγκης, όπως ο όρος υποδηλώνει, η φύση του εξυπακούει και η νομολογία ορίζει, δεν αποβλέπει στην παράκαμψη της συνταγματικής τάξης αλλά στην υποστήλωσή της. ΄Ετσι, στη The Republic v. Nicolaos Sampson (1977) 2 C.L.R. 1, (απόφαση Ολομέλειας), αποφασίστηκε ότι η αμνηστεία που χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, μετά την επάνοδό του στην Κύπρο το Δεκέμβριο 1974, εστερείτο νομικού κύρους, επειδή αμνηστεία μπορούσε να χορηγηθεί μόνο με νόμο της Πολιτείας. Και εφόσο δεν υπήρχε κώλυμα στη θέσπιση τέτοιου νόμου, καμμιά ανάγκη δεν υφίστατο για τη λήψη μέτρων έξω από το συνταγματικό πλαίσιο. ΄Ετσι, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ειδική απάντηση στην κατηγορία, που προβλέπει το ΄Αρθρο 69(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.

Τη θεμελιώδη αυτή διάσταση του δικαίου της ανάγκης είχα την ευκαιρία να υπογραμμίσω στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985)3 C.L.R. 2224, 2230 (Aναφορά 12/85), στην οποία εξετάστηκε η συνταγματικότητα νόμου που μετέβαλλε το όριο της ηλικίας των ψηφοφόρων στις βουλευτικές εκλογές.

«Το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί μέσον παρακάμψεως των προνοιών του συντάγματος ούτε διέξοδο από τις περιοριστικές του διατάξεις. Προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης θα εδικαιολογείτο μόνο αν το εκλογικό σώμα θα αδρανούσε χωρίς τη συμμετοχή της νέας τάξεως των ψηφοφόρων.»

Σταθερή υπήρξε η αντιμετώπιση από το Δικαστήριο νομοθετικών ρυθμίσεων που είχαν σκοπό όχι την υποστύλωση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών, αλλά τη μεταβολή του συνταγματικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους.

Στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (ανωτέρω), απορρίφθηκε ως αντισυνταγματικός νόμος, ο οποίος απέβλεπε στην παροχή δικαιώματος ψήφου σε πολίτες κάτω από το προβλεπόμενο από το Σύνταγμα όριο ηλικίας των 21 ετών. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στη Pres. of Republic v. House of R/tives (1985) 3 C.L.R. 1466, το αντικείμενο της οποίας ήταν το παραδεκτό έκδοσης απόφασης της Βουλής, η οποία στάληκε προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αναφορικά με τους χειρισμούς του Κυπριακού προβλήματος και την προκήρυξη πρόωρων Προεδρικών Εκλογών. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα αποφάσισε ότι το ψήφισμα δεν μπορούσε να εκδοθεί. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας (Τριανταφυλλίδης, Π., και οι Δικαστές, Α. Λοίζου, Μαλαχτός, Δημητριάδης, Σαββίδης, Λώρης, και Στυλιανίδης,), επειδή το ψήφισμα ή απόφαση αφορούσε εξωσυνταγματικό ζήτημα και, κατά το σκεπτικό της μειοψηφίας (Πικής, Κούρρης, Δ/στές), επειδή αυτό αντίκειτο προς τις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν την περίοδο της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η θέση του κενούται.

Η δυνατότητα θεσμοθέτησης μέτρων αντικείμενων προς τις συνταγματικές διατάξεις, ως προς την περίοδο της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας, και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το αξίωμα παραμένει χωρίς φορέα εξετάστηκαν ευθέως στην President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2202 (Αναφορά 11/85). Το αντικείμενο της Αναφοράς ήταν η συνταγματικότητα του Κατ' Ανάγκην Προκήρυξης Πρόωρης Εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (Ειδικού) Νόμου 1985. Ο νόμος ομόφωνα κηρύχθηκε αντισυνταγματικός κυρίως γιατί οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις και ειδικά η πρόνοια για την προκήρυξη, από τον Πρόεδρο, πρόωρων Προεδρικών Εκλογών αντίκειντο προς τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 44 του Συντάγματος. Με όμοιο σκεπτικό κρίθηκε στην, President of Republic v. House of R'ntatives (1985) 3 C.L.R. 2801 αντισυνταγματικός νόμος ο οποίος καθόριζε τα Υπουργεία της Δημοκρατίας. Η εξουσία για τον προσδιορισμό των Υπουργείων άλλων, από τα τρία Υπουργεία τα οποία καθορίζονται στο Σύνταγμα και το Υπουργείο Παιδείας που συστήθηκε βάσει του δικαίου της ανάγκης, ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επομένως, κρίθηκε συνταγματικά απαράδεκτος ο εξετασθείς νόμος, ο οποίος προέβαινε σε ρυθμίσεις ασυμβίβαστες προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Το δίκαιο της ανάγκης, όπως καθιερώθηκε στην Ibrahim, κατέστησε δυνατή τη λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας και κατ΄ επέκταση του Κράτους, σ΄ όλους τους τομείς της δημόσιας λειτουργίας. Κοινός παρονομαστής των ρυθμίσεων, οι οποίες υιοθετήθηκαν, ήταν η παρέκκλιση από το Σύνταγμα, με την υιοθέτηση εξωσυνταγματικών μέτρων στο βαθμό και έκταση που η ανάγκη επέβαλλε, για να καταστεί δυνατή η λειτουργία της Πολιτείας βάσει των ουσιαστικών προνοιών του Συντάγματος. Σε καμμιά περίπτωση δεν επετράπη η λειτουργία των συνταγματικών φορέων εξουσίας, έξω από το συνταγματικό πλαίσιο.

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σ΄ ορισμένες σημαντικές αποφάσεις χαρακτηριστικές του πλαισίου εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης, σε διάφορους τομείς λειτουργίας του κράτους.

(α) Στη Christou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 365, (απόφαση Λ. Λοίζου, Δ.,), κρίθηκε ότι η σύσταση της Εθνικής Φρουράς (Ν. 20/64) εδικαιολογείτο, βάσει του δικαίου της ανάγκης, για την αντιμετώπιση της απειλής κατά της χώρας.

Όμως, δεν ήταν δυνατό οι θεσμοί που διέπουν τη λειτουργία της Εθνικής Φρουράς να ευρίσκονται έξω από τα συνταγματικά πλαίσια. ΄Ετσι, στην Pastellopoullos v. Republic (1985)2 C.L.R. 165, αποφασίστηκε ότι η σύσταση και λειτουργία του Στρατοδικείου, που προβλέπεται από τον περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμο (Ν.40/64), δεν μπορούσαν να είναι αντίθετες προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα, και τις συνταγματικές διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας. Κατά συνέπεια, οι πρόνοιες των ΄Αρθρων 103 και 104 του προειρημένου νόμου, οι οποίες πρόβλεπαν το διορισμό του Προέδρου του Στρατοδικείου από το Υπουργικό Συμβούλιο και των Μελών του από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

(β) Στην Πολύκαρπος Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 125, κρίθηκε ότι η αδυναμία διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, λόγω της ανώμαλης κατάστασης που επικράτησε μετά τα γεγονότα του 1963-1964, και η συναφής ανάγκη διασφάλισης της συνεχίσης της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας, δικαιολογούσαν την παράταση της θητείας της Βουλής. Η σπουδαιότητα της απόφασης αυτής έγκειται και στο γεγονός ότι θεωρήθηκαν παραδεκτές, βάσει του δικαίου της ανάγκης, και παρεκκλίσεις από θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΄Αρθρου 65, αναφορικά με την πενταετή θητεία της Βουλής. (Βλ. Άρθρο 182 και Παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος.)

(γ) Η αδυναμία μετάφρασης των νόμων από τα Αγγλικά στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, λόγω του μεγέθους του έργου, επίσης κρίθηκε ότι καθιστούσε αναγκαία τη διατήρηση σε ζωή της νομοθεσίας στο αγγλικό της κείμενο και τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας στα δικαστήρια προς διασφάλιση της λειτουργίας των δικαιϊκών και δικαστικών θεσμών. Μ΄ αυτό το πνεύμα, και εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης, θεωρήθηκε δικαιολογημένη στην Koumi v. Kortari (1983) 1 C.L.R. 856 (Ολομέλειας), η συνέχιση της διεξαγωγής της διαδικασίας και της έκδοσης αποφάσεων στα Αγγλικά, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του ΄Αρθρου 3.4 του Συντάγματος, (βλ. επίσης ΄Αρθρο 189 του Συντάγματος).

(δ) Η αποτελμάτωση της λειτουργίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, λόγω της αποχώρησης των Τούρκων, κρίθηκε ότι δικαιολογούσε τη δημιουργία υποκατάστατων σωμάτων - (Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας - Ν. 33/67, και τα Διοικητικά Συμβούλια των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου - Ν. 61/70), για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εναποθέτει το Σύνταγμα στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας - (βλ., μεταξύ άλλων, Makrides and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677. Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245. Kritiotis v. M'ty of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322. Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533. Yervant Bagdassarian v. The Electricity Authority (1968) 3 C.L.R. 736. Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 317. Hadjigeorghiou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 504. Papapantelis and Others v. Republic (1966) 3 C.L.R. 515. Messaritou v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1972) 3 C.L.R. 100. Anastassiades v. E.A.C. (1987) 3 C.L.R. 790. Pavlides v. C.B.C. (1986) 3 C.L.R. 1332. C.T.O. v. HadjiDemetriou (1987) 3 C.L.R. 780. Νικολάου και ΄Αλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 212/90 κ.ά - 17/5/91)).

(ε) Στη Chimonides v. Manglis, (ανωτέρω), αναγνωρίστηκε ότι οι ανώμαλες συνθήκες που επικράτησαν, ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1963 - 1964, δικαιολογούσαν, με έρεισμα την ανάγκη η οποία προέκυψε, εξαιρετικές ενοικιοστασιακές ρυθμίσεις κατά παρέκκλιση συνταγματικών διατάξεων.

Η ανάγκη για τη λήψη εξαιρετικών μέτρων, προς διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, πολλαπλασιάστηκε μετά την Τουρκική εισβολή η οποία έφερε την καταστροφή, προκάλεσε ρήγμα στον κοινωνικό ιστό και έπληξε τα θεμέλια του κράτους με την εκρίζωση χιλιάδων ανθρώπων από τα σπίτια και τον τόπο τους και την αποστέρηση των δικαιωμάτων τους. Η ανάγκη η οποία προέκυψε και το δικαιολογημένο των μέτρων που λήφθηκαν για την προσωρινή αποκατάσταση του ρήγματος εξετάστηκαν στην Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55. Επίδικο θέμα της ήταν η συνταγματικότητα του περί Ανακουφίσεων Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979, (Ν. 24/79). Κρίθηκε ότι στο βαθμό που οι πρόνοιες του νόμου αντίκειντο προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 6, 23, 24, 25, 26, 28 και 30 του Συντάγματος, η παρέκκλιση εδικαιολογείτο από το δίκαιο της ανάγκης. Κοινή υπήρξε η θέση του Δικαστηρίου ότι το μέγεθος της καταστροφής και η επελθούσα αποστέρηση των δικαιωμάτων μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της χώρας δικαιολογούσαν εξαιρετικές ρυθμίσεις, παρεκκλίνουσες, ακόμα και από άρθρα του Συντάγματος που εξασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. υπό την αίρεση πάντα ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται ελέγχονται δικαστικά ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτά δεν υπερβαίνουν την έκταση της ανάγκης. Ομόφωνα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχτηκε ότι η ανάγκη μπορούσε να δικαιολογήσει και παρεκκλίσεις από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Η προσέγγιση του θέματος δεν ήταν ταυτόσημη. Χαρακτηριστικά, των δύο προσεγγίσεων, είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις αποφάσεις του Τριανταφυλλίδη, Π., (την οποία υιοθέτησαν οι Δικαστές Μαλαχτός, Σαββίδης και Λώρης), και του Πική, Δ., (την οποία υιοθέτησε στην ουσία ο Χατζηαναστασίου, Δ.). Ο Λοΐζου Δ., εξάλλου συμφώνησε και με τις δύο αποφάσεις, γεγονός που υποδηλώνει τη συνάφεια μεταξύ των θέσεων που διατυπώθηκαν.

Απόσπασμα από την απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π.:- (σελ. 64)

"I am, however, of the view that, when the State is faced with a calamity which has surpassed the remedial scope of a Proclamation of Emergency under Article 183 of the Contitution, the State can resort to measures entailing the limitation or restriction or even deprivation of the fundamental rights and liberties guaranteed by Part II of the Contitution, even in a manner contrary to the aforesaid Article 33, and that it can do so by virtue of the 'law of necessity'; and, in such a case, whether one speaks of the 'law of necessity' or of 'reserve powers' it makes no material difference because both notions are two sides of one and the same juridical coin.

Of course, resort to any legislative measures, as aforesaid, is and would, always, be subject to judicial control so as to ensure that such measures are justified by the calamity in relation to which they have been enacted."

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη)-

«Εντούτοις, έχω την άποψη ότι, όταν η Πολιτεία αντιμετωπίζει μια συμφορά, η οποία υπερβαίνει το θεραπευτικό πεδίο που θα παρείχε η προκήρυξη έκτακτης κατάστασης κάτω από το ΄Αρθρο 183 του Συντάγματος, η Πολιτεία μπορεί να καταφύγει σε μέτρα συνεπαγόμενα την περιστολή ή περιορισμό ή ακόμα και τη στέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών τα οποία εγγυάται το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, ακόμα και κατά τρόπο αντικείμενο προς τις πρόνοιες του προειρημένου ΄Αρθρου 33, και ότι μπορεί να το πράξει βάσει του 'δικαίου της ανάγκης'. σε μια τέτοια περίπτωση, κατά πόσο ένας ομιλεί για το 'δίκαιο της ανάγκης' ή για τις 'εφεδρικές εξουσίες' δεν έχει σημασία, γιατί αμφότερες οι έννοιες συνιστούν τις δύο πλευρές ενός και του ιδίου δικαιϊκού νομίσματος.

Βέβαια, προσφυγή σε νομοθετικά μέτρα, ως ανωτέρω, υπόκειται, και πάντα θα υπόκειται, σε δικαστικό έλεγχο, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα μέτρα δικαιολογούνται από την καταστροφή σε σχέση με την οποία έχουν θεσπιστεί.»

Απόσπασμα από την απόφαση Πική, Δ., (σελ. 78):-

«The doctrine of necessity has its own legal dynamics. Like every legislative measure, it must have a legitimate origin and must emanate from the House of Representatives, while its content must be directly related to the emergency it aims to tidy over and be commensurate to it. The rule of law does not abate in an emergency subject to the qualification that necessity creates a valid juridical basis for legal action. Legislative measures are subject to juridical control. The Judiciary is charged to ensure that the measures taken are a genuine response to a necessity and, further, that they go no further than the necessity warrants.»

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

«Το δόγμα της ανάγκης, έχει τη δική του δικαιϊκή δυναμική. Όπως κάθε άλλο νομοθετικό μέτρο, ο νόμος πρέπει να έχει νόμιμη προέλευση και να εκπορεύεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ το περιεχόμενό του πρέπει να συσχετίζεται προς την έκτακτη κατάσταση, την οποία σκοπεί να αντιμετωπίσει και να είναι ίσης εμβέλειας προς αυτή. Η αρχή του κράτους δικαίου δεν ατονεί κατά τη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης, υπό τον όρο ότι η ανάγκη δημιουργεί δικαιϊκή βάση για νομοθετική δράση. Τα νομοθετικά μέτρα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Η Δικαστική Εξουσία είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη να διασφαλίζει ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται συνιστούν γνήσια ανταπόκριση στην ανάγκη και ότι δεν υπερβαίνουν εκείνο που επιβάλλει η ανάγκη.»

Το θεσμικό πλαίσιο επίκλησης και εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης διατυπώνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο στην Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπρ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 252. Επρόκειτο, για Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συνταγματικότητα του περί Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1990. Ο νόμος (τροποποιητικός του Ν. 57/75, με τον οποίο αποκηρύχθηκαν οι πράξεις της πραξικοπηματικής κυβέρνησης), σκοπούσε στη στέρηση, των μελών της πραξικοπηματικής κυβέρνησης, του δικαιώματος του «εκλέγειν» και «εκλέγεσθαι» στα αξιώματα του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Βουλευτή, και μέλους Δημοτικής και Κοινοτικής Αρχής. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ομόφωνα έκρινε το νόμο αντισυνταγματικό. αφενός, γιατί προσέκρουε στις διατάξεις των ΄Αρθρων 40 και 64 του Συντάγματος, που προσδιορίζουν εξαντλητικά τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες πολίτης της Δημοκρατίας μπορεί να στερηθεί των δικαιωμάτων αυτών, περιλαμβανόμενης και καταδίκης από αρμόδιο δικαστήριο και, αφετέρου, γιατί ήταν κατά πάντα χρόνο δυνατή η δίωξη των πραξικοπηματιών οπόταν, δεν υφίστατο ανάγκη για παρέκκλιση από το Σύνταγμα. Ούτε η καταδίκη του πραξικοπήματος, ούτε η διαπίστωση των ολέθριων συνεπειών του για την έννομη τάξη και τη τύχη της χώρας, μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο για παρέκκλιση από τα θέσμια της συνταγματικής τάξης. Ήταν και παρέμεινε εφικτή η δίωξη των πραξικοπηματιών. Καταδίκη για αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας επιφέρει την αποστέρηση, τόσο του δικαιώματος του εκλέγειν όσο και του εκλέγεσθαι. (Άρθρα 40(γ) και 64(γ) του Συντάγματος.) Το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου περιέχεται σε δύο συγκλίνουσες αποφάσεις, η πρώτη από το Λοίζου, Π., (η οποία υιοθετήθηκε από τους Δικαστές Δημητριάδη, Στυλιανίδη, Παπαδόπουλο, Χατζητσαγγάρη, Πογιατζή και Χρυσοστομή), και η δεύτερη από τα άλλα τρία μέλη του Δικαστηρίου, που εξέδωσαν κοινή απόφαση (Πικής, Νικήτας, Αρτεμίδης). Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι αποκαλυπτικά της θέσης του Δικαστηρίου:-

Απόφαση Λοίζου,Π:-

«Περαιτέρω ο κρινόμενος Νόμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το Δίκαιο της Ανάγκης το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία μας [Attorney-General of the Republic v. Ibrahim and Others, (1965) C.L.R. 195], αποτελεί στην Κύπρο πηγή συνταγματικού δικαίου και εφαρμόζεται όταν υπάρχει επιτακτική ανάγκη ή εξαιρετική περίσταση και δεν υπάρχει άλλη θεραπεία εκτός από τη θεραπεία της κατ' ανάγκη περέκκλισης από το Σύνταγμα του οποίου οι διατάξεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν.

Δεν μπορεί βάσιμα να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε άλλη θεραπεία παρά από την κατ' ανάγκη παρέκκλιση από το Σύνταγμα με την ψήφιση του επίδικου Νόμου. Η ποινική δίωξη των πραξικοπηματιών για συναφή ποινικά αδικήματα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, ήταν πάντοτε και ακόμη είναι ανοικτή, αρκεί να υπήρχε η πολιτική βούληση για το σκοπό αυτό. Δεν υπήρχε δε οποιοδήποτε άλλο νομικό κώλυμα.»

Απόσπασματα από την απόφαση των Δικαστών, Πική, Νικήτα, Αρτεμίδη.:-

«΄Οπως ο όρος 'ανάγκη' υποδηλώνει, και έχει νομολογιακά προσδιοριστεί (βλ. μεταξύ άλλων Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahiim and Others, 1964 C.L.R. 195 και Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55 η προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο άρρηκτα συνυφασμένο με τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών και την υποστύλωσή τους, όπου, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, η λειτουργία τους καθίσταται ανέφικτη.....»

«Εξάλλου, η απουσία οποιουδήποτε κωλύματος στη δίωξη των πραξικοπηματιών, βεβαιώνεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Νικολάου Σαμψών (1977) 2 C.L.R. 1. Δεν υπήρχε ούτε υπάρχει κώλυμα στη δίωξη των πραξικοπηματιών. (Βλ. Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, σχετικά με το πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 30.2).

Συμπερασματικά το δίκαιο της ανάγκης αποβλέπει στην υποστύλωση των συνταγματικών θεσμών και διατάξεων και όχι στην παράκαμψη ή παρέκκλιση από αυτούς.»

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ:-

Το παραδεκτό της τροποποίησης του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης ηγέρθη το πρώτο, και εξετάστηκε και πάλιν σε σχέση με την συγκεκριμένη διάταξη που τροποποιήθηκε με το Ν.115(Ι)/96, δηλαδή το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος - [Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439, (Αναφορά 1/86)]. Με το νόμο, που αποτέλεσε το αντικείμενο της Αναφοράς 1/86, είχε επιδιωχθεί τόσο η τροποποίηση του ΄Αρθρου 66.2 του Συντάγματος, κατά τρόπο όμοιο προς το Ν.115(1)/96, καθώς και του Άρθρου 66.3 με τη διαγραφή των λέξεων «ή δευτέραν», όσο και του Άρθρου 63, ώστε το 18ο να υποκαταστήσει το 21ο ως το όριο ηλικίας των ψηφοφόρων στις Βουλευτικές Εκλογές. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ομόφωνα την τροποποίηση του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης, απαράδεκτη και αποκήρυξε το νόμο ως αντισυνταγματικό. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου περιέχεται σε δύο αποφάσεις - εκείνης του Τριανταφυλλίδη, Π., η οποία υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας, (Α. Λοίζου, Δημητρίαδης, Σαββίδης, Λώρης, Στυλιανίδης), και της δικής μου, με την οποία συμφώνησε ο Κούρρης, Δ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας των Δικαστών:- (σελ. 1444)

«... οι λόγοι που προβάλλονται για τις τροποποιήσεις, με τον υπό κρίση Νόμο, των ΄Αρθρων 63 και 66 του Συντάγματος, όσον σοβαροί και αν είναι, δεν είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες στην Κύπρο, επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα εν λόγω ΄Αρθρα 63 και 66, οι πρόνοιες των οποίων αφορούν και τις δύο κοινότητες, χωρίς την συμμετοχή Βουλευτών και των δύο κοινοτήτων στην ψήφιση του υπό κρίση Νόμου, όπως απαιτείται από την παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος εν σχέσει με τροποποίηση μη θεμελιωδών ΄Αρθρων του Συντάγματος.»

Τί καθιστά τη μή τροποποίηση του Συντάγματος υπό τις παρούσες συνθήκες της Κύπρου υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη είναι προφανές. Κάθε τροποποίηση του Συντάγματος τείνει να απαγγιστρώσει τη λειτουργία του κράτους από το Σύνταγμα με όλους τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοια ενέργεια για την Κύπρο.

Η βάση του σκεπτικού της μειοψηφίας επί του ιδίου θέματος περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

«Το 'Δίκαιο της Ανάγκης', όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί στην Κύπρο, αλλά και γενικά αναγνωριστεί, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ολική ή μερική τροποποίηση του Συντάγματος. Το 'Δίκαιο της Ανάγκης' είναι μέτρο προσωρινό, άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη, που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος είναι μέτρο μόνιμο, που μεταβάλλει τους θεσμούς της πολιτείας.»

Και στο σκεπτικό της πλειοψηφίας γίνεται αναφορά στην υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη μή τροποποίησης του Συντάγματος:

«Είναι πεποίθησή μου ότι προσήλωση στο Σύνταγμα αποτελεί την πιο πειστική απάντηση στην επιβουλή κατά της ακεραιότητας του κυπριακού κράτους και κάθε απόπειρα για κατάλυσή του. Η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος αποτελεί το ισχυρότερο όπλο για προάσπιση της οντότητας της κυπριακής πολιτείας.»

Το βάσιμο των παρατηρήσεων της πλειοψηφίας, ως προς το ενδεχόμενο τροποποίησης μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 3/89 - Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου, 1989, με αναφορά στο παραδεκτό τέτοιου ενδεχομένου υπό το φως των διατάξεων της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος. (Αίτηση βάσει του Άρθρου 149(β) του Συντάγματος.) Η πεμπτουσία της απόφασης της Ολομέλειας εντοπίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα, (σελ. 5), καθοριστικό για την απόρριψη της αίτησης εφόσον οι παρατηρήσεις (dicta), του Δικαστηρίου, στην Αναφορά 1/86, δεν είχαν οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ερμηνεία του Άρθρου 182.3:-

«Στην Αναφορά 1/86 δεν ηγέρθη θέμα τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούσαν αποκλειστικά μια από τις δύο κοινότητες. Η αναφορά στο σκεπτικό της πλειοψηφίας στο θέμα αυτό συνιστά παρατήρηση (dictum), η οποία δεν ήταν απαραίτητη για την επίλυση του επίδικου θέματος. συνεπώς δεν είχε νομολογιακά οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ερμηνεία της παραγράφου 3 του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκ πρώτης όψεως θεώρηση του θέματος και συγκεκριμένα η θέση ότι η απόφαση στην Αναφορά 1/86 δημιούργησε οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του ΄Αρθρου 182.3 δεν ευσταθεί.»

Προς συμπλήρωση της εικόνας αναφορικά με τη δικαιϊκή υπόσταση των παρατηρήσεων του Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86, πρέπει να γίνει αναφορά και στην Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 1/89, που προηγήθηκε της Αίτησης 3/89, για την παροχή άδειας για την ερμηνεία των προνοιών του ΄Αρθρου 182.3. Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, (η απόφαση εκδόθηκε στις 29.8.89), έκρινε ότι εδημιουργείτο, εκ πρώτης όψεως, ερμηνευτικό ζήτημα, γι΄ αυτό χορήγησε την άδεια για την υποβολή της Αίτησης 3/89. όχι όμως ο Δικαστής Αρτεμίδης, ο οποίος σε ξεχωριστή απόφαση μειοψηφίας, διαπίστωσε ότι:

«Η φράση "οι πρόνοιες των οποίων αφορούν και τις δύο κοινότητες" που παρεισέδυσαν στη Γνωμάτευση του Ανώτατου Δικαστηρίου, και που υπογραμμίζω πιο πάνω, είναι OBITER DICTA, δηλαδή εκ περισσού και αχρείαστη για την απόφαση του επίδικου ζητήματος στην αναφορά και επομένως δεν αποτελεί μέρος της αιτιολόγησής της.»

Ως αποτέλεσμα της άδειας που χορηγήθηκε, ακολούθησε η Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 3/89 στο αποτέλεσμα της οποίας έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Η απόφαση της Ολομέλειας στην 3/89 ήταν καθοριστική για την υπόσταση του Ν.95/89 και τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Ο Ν.95/89 όπως αποκαλύπτεται στο προοίμιο του, θεμελιώνεται εξ ολοκλήρου στις παρατηρήσεις της πλειοψηφίας στην Αναφορά 1/86, για το ενδεχόμενο τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Άρθρου 182.3, ενδεχόμενο, το οποίο πιθανολογείται. Η διαπίστωση στην 3/89, ότι οι παρατηρήσεις της πλειοψηφίας στην 1/86, (α) δεν αποτελούσαν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης, και (β) ότι ήταν δικαιϊκά ανυπόστατες, αφαίρεσε κάθε έρεισμα για το παραδεκτό τροποποίησης οποιουδήποτε μέρους του Συντάγματος, περιλαμβανομένων και προνοιών που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, βάσει του δικαίου της ανάγκης.

Κοινή υπήρξε η αντίληψη ότι δεν είναι ούτε παραδεκτή ούτε εφικτή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Αυτή, υπήρξε και η θέση της Κυπριακής Κυβέρνησης, όπως διακηρύσσεται στο υπόμνημα που υπέβαλε στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Αγγλικού Κοινοβουλίου, στις 18 Μαρτίου, 1987, η οποία προέβη σε έρευνα κατά πόσο το Κυπριακό κράτος λειτουργεί βάσει του Συντάγματος. Το υπόμνημα παρατίθεται αυτούσιο στην απόφαση Νικολάου κ.ά ν. Νικολάου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1402-1405. Επαναπαρατίθεται γιατί απεικονίζει σωστά τις αρχές του δικαίου της ανάγκης, όπως προκύπτουν από τη νομολογία, και το αδύνατο τροποποίησης του Συντάγματος, εξ ονόματος τους:-

"1.8 Under the municipal Constitutional Law of the Republic, as elaborated in the Ibrahim Case - a judgment accepted by the Turkish Cypriot judges - the Government of the Republic functioned and could continue to function lawfully in terms of the doctrine of necessity. Always acting within the limits of this doctrine and the 1960 Constitution and operating in accordance with its laws, the Government's acts and decisions have had full constitutionality.

1.9 It should be added that the Supreme Court of Cyprus too ruled that the Constitution cannot be amended in terms of the law of necessity. In 1986 it ruled that a proposed constitutional amendment seeking to enfranchise 18-year-old and to amend the provision relating to by-elections contravened Articles 63, 66 and 82.3 of the Constitution and was inconsistent with Article 179 of the Constitution.

2. APPLICATION OF THE DOCTRINE OF NECESSITY IN REGARD TO THE 1960 CONSTITUTION OF THE REPUBLIC OF CYPRUS.

2.1 Because of the renunciation in late 1963 of public office by Turkish public representatives and public servants, combined with an attempt by them to set up alternative governmental institutions against the background of repeated threats of invasion by Turkey, it became necessary to make provision for the basic functions of the State to be discharged properly. The Executive, the Legislative and the Judicial organs could not come to a standstill because the Turkish Cypriots refused to participate.

2.2 Each measure has been - and must be - strictly proportioned to the exigencies of the situation in accordance with the doctrine of necessity, a legal doctrine impliedly part of the constitutions of civilised states and recognised inter alia by France, Greece, the United Kingdom, the United States of America, Nigeria, Pakistan and, most recently, Canada, and other jurisdictions where in extreme political crisis the express provisions of the Constitution, if literally applied, would have rendered the State impotent and have caused its destruction.

2.3 It should be stressed that in no case has the doctrine of necessity been applied to amend the Constitution which has remained intact. In fact, as already stated in paragraph 1.9 above, the Supreme Court has ruled that the Constitution cannot be amended in terms of the law of necessity."

Σε ελληνική μετάφραση:-

«1.8 Κάτω από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Ιμπραχήμ - απόφαση την οποία αποδέχθηκαν οι Τουρκοκύπριοι δικαστές - η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας λειτούργησε και μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί έννομα, σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης. Ενεργώντας πάντοτε μέσα στα πλαίσια του αξιώματος αυτού και του Συντάγματος του 1960 και λειτουργώντας σύμφωνα με τους νόμους, οι πράξεις και αποφάσεις της Κυβέρνησης ήσαν απόλυτα συνταγματικές.

1.9 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αποφάνθηκε ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης. Το 1986 (το Ανώτατο Δικαστήριο) γνωμάτευσε ότι η προτεινόμενη συνταγματική τροποποίηση, που αποσκοπούσε στο να δώσει δικαίωμα ψήφου σε πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να τροποποιήσει την πρόνοια που αφορά τις αναπληρωματικές εκλογές, βρισκόταν σε αντίθεση με τα ΄Αρθρα 63, 66 και 82.3 του Συντάγματος και ήταν ασύμφωνη με το άρθρο 179 του Συντάγματος.

2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960.

2.1 Λόγω της αποκήρυξης, κατά το τέλος του 1963, από τους Τούρκους βουλευτές και δημόσιους λειτουργούς, του δημοσίου λειτουργήματος τους σε συνάρτηση με την προσπάθεια τους να καθιδρύσουν εναλλακτικά κυβερνητικά όργανα, κάτω από επανειλημμένες απειλές για εισβολή από την Τουρκία, ήτο αναγκαία η θέσπιση προνοιών που να διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία των βασικών μηχανισμών του Κράτους. Τα Εκτελεστικά, Νομοθετικά και Δικαστικά όργανα δεν μπορούσαν να παραλύσουν λόγω της άρνησης των Τουρκοκυπρίων να συμμετάσχουν.

2.2 Κάθε μέτρο είναι - και πρέπει να είναι - αυστηρά ανάλογο με την ανάγκη της κάθε περίπτωσης που επιδιώκει να θεραπεύσει, σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης, νομικό αξίωμα το οποίο εξυπακούεται ως μέρος των συνταγμάτων των πολιτισμένων κρατών και το οποίο αναγνωρίστηκε μεταξύ άλλων από τη Γαλλία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Νιγηρία, Πακιστάν, και πολύ πρόσφατα, τον Καναδά, και άλλες δικαιοδοσίες όπου στις περιπτώσεις οξείας πολιτικής κρίσης, εάν οι ρητές πρόνοιες του Συντάγματος εφαρμόζοντο κατά γράμμα, θα καθιστούσαν το Κράτος ανίκανο να λειτουργήσει και θα επέφεραν την καταστροφή του.

2.3 Θα πρέπει να τονιστεί ότι σε καμμιά περίπτωση το δίκαιο της ανάγκης δεν εφαρμόστηκε για να τροποποιήσει το Σύνταγμα το οποίο παρέμεινε άθικτο. Κατ' ακρίβεια, όπως ήδη σημειώθηκε στην παράγραφο 1.9 ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί με προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης.»

Η κατάληξη της έρευνας αποτυπώνεται στην ακόλουθη δήλωση της τότε Αγγλίδας Υφυπουργού Εξωτερικών Βαρώνης Young:-

"We have not accepted that the Constitution is not still in force" («Δεν έχουμε αποδεχθεί ότι το Σύνταγμα δε συνεχίζει να ισχύει»)"

Έτσι, η προσπάθεια αμφισβήτησης του συνταγματικού βάθρου λειτουργίας του Κυπριακού κράτους έπεσε στο κενό.

Η Αρχή του Δεσμευτικού Προηγούμενου - Η απόφαση στη Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (Αρ. 2) (1992)1 Α.Α.Δ. 1338.

Η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος, όπως αποκαλύπτει η νομολογία αποτέλεσε το θεμέλιο λόγο για την προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης. Είναι αυτή τούτη η αδυναμία η οποία δικαιολογεί προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης, για τη διασφάλιση της λειτουργίας των ουσιαστικών συνταγματικών διατάξεων, καθιστώντας τοιουτοτρόπως δυνατή τη λειτουργία του κράτους βάσει του Συντάγματος.

Το αποτέλεσμα στη Νικολάου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου της ανάγκης, οι οποίες αναγνωρίστηκαν στην Ibrahim, και έκτοτε έτυχαν εφαρμογής. Η αρχή, η οποία προκύπτει από το αποτέλεσμα της Νικολάου, δεν ευρίσκει έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης. Αναφερόμεθα σκόπιμα στο αποτέλεσμα στη Νικολάου γιατί αυτό καθορίστηκε, όχι από τη θέση της πλειοψηφίας, αλλά, από την επενέργεια του τεκμηρίου της συνταγματικότητας, ενόψει της ισοψηφίας των Δικαστών ως προς το παραδεχτό της τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Ο λόγος των αποφάσεων των Δικαστών που τάχθηκαν υπέρ, και εκείνων που τάχθηκαν εναντίον της δυνατότητας τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης, είναι διαμετρικά αντίθετος. Οι πέντε από τους δέκα Δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου, οι Δικαστές Στυλιανίδης, Κούρρης, Παπαδόπουλος, Πογιατζής, Χρυσοστομής έκριναν ότι είναι παραδεχτή η τροποποίηση. Οι άλλοι πέντε, ο Πρόεδρος Α. Λοίζου, και οι Δικαστές Πικής, Νικήτας, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης έκριναν ότι δεν είναι παραδεχτή. Το αποτέλεσμα της υπόθεσης δεν εδραιώνεται στο λόγο της πλειοψηφίας, αλλά σε πλάσμα δικαίου, το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που χαρακτηρίσαμε την απόφαση στη Νικολάου ως απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας. Δεν εντοπίσαμε προηγούμενη δικαστική απόφαση η οποία να πραγματεύεται, ειδικά την ισχύ του λόγου και τη νομολογιακή δέσμευση που ενέχει, προηγούμενη δικαστική απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας.

Οι γενικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό του δικαστικού προηγούμενου συναρτούν το λόγο της δικαστικής απόφασης, (ratio decidendi), με το αποτέλεσμα και τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην απόφαση, με τις οποίες είναι συνυφασμένο (το αποτέλεσμα). Όπως εξηγείται στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. Υπ. αρ. 1/95 - 26.3.1996 (απόφαση πλειοψηφίας) η οποία πραγματεύεται σε έκταση το δικαστικό προηγούμενο:

«Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο [βλ. Chancery Lane Safe Deposit etc., v. I.R.C., (1966)1 All E.R. 1 (H.L.). Ελευθερίου-Κάγκα ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 949/87 - 13.2.1989).]

Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.»

Η δέσμευση η οποία γεννάται από δικαστική απόφαση δεν συναρτάται με την αριθμητική δύναμη του Δικαστηρίου, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου κ.ά. (1991)2 Α.Α.Δ. 150).

Το αποτέλεσμα της Νικολάου συναρτάται με το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων αφενός, και την απόφαση των πέντε Δικαστών που τάχθηκαν υπέρ της τροποποίησης, αφετέρου, το σκεπτικό της οποίας απαντάται στην κύρια απόφαση Δικαστή Στυλιανίδη, (συγκλίνουσα απόφαση δόθηκε από το Δικαστή Πογιατζή).

Και στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε το αποτέλεσμα στη Νικολάου, προσδιοριστικό του λόγου της απόφασης, ο οποίος συνοψίζεται στα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφαση του Δικαστή Στυλιανίδη:

«Το Δίκαιο της Ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της Αναθεωρητικής Εξουσίας της Βουλής, με βάση το Άρθρο 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα, εν όψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.»

Ο θεσμός της αναθεώρησης του Συντάγματος σύμφωνα με το σκεπτικό της ίδιας απόφασης:-

«...υπηρετεί την ομαλή προσαρμογή του Συντάγματος στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές και άλλες συνθήκες, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια του δικαίου».

Η μη άσκηση της Αναθεωρητικής Λειτουργίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, λόγω των ειδικών εξαιρετικών αυτών περιστάσεων, μετατρέπει μη θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος σε θεμελιώδη και εμποδίζει τη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως προδιαγράφεται στο Σύνταγμα. Εμποδίζει την εξέλιξη της Πολιτείας και αποτελεί προσβολή των Δημοκρατικών Θεσμών. Η ανάγκη εντοπίζεται στην άσκηση της Αναθεωρητικής Λειτουργίας της Βουλής. Η ανάγκη υφίσταται όσο χρόνο διαρκούν οι εξαιρετικές περιστάσεις.»

Οι λόγοι στους οποίους στοιχειοθετείται η θέση των άλλων πέντε Δικαστών, και ειδικά ως προς το δίκαιο της ανάγκης, περιέχονται στο σκεπτικό της απόφασης που είχα το προνόμιο να δώσω. (Η απόφαση του Δικαστή Νικήτα, συμπληρωματική της πρώτης απόφασης, πραγματεύεται το δικαιοδοτικό πλαίσιο εξέτασης της συνταγματικότητας των νόμων.)

Τα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφασή μου στοιχειοθετούν την προσέγγιση του δεύτερου ήμισυ του Δικαστηρίου ως προς το παραδεχτό της τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης:

«Όπως προκύπτει από την Ιbrahim και τη νομολογία που ακολούθησε, το δίκαιο της ανάγκης, έχει ως λόγο την υποστύλωση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και όχι τον υπερφαλαγγισμό του Συντάγματος. Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται βάσει του δικαίου της ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα, συνταυτίζονται με τη χρονική διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και έχουν ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού στη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών που δημιουργείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις. Έπεται ότι τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να επιβάλλονται από την προκύψασα ανάγκη, ν΄ αντιστοιχούν και να είναι ανάλογα μ΄ αυτή.

Σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να συσχετίζονται με την ανάγκη και να έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση της. (Βλ. Ioannis Iosif v. Cyprus Telecommunications Authority (1970)3 C.L.R. 225, Rita Messaritou v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1972)3 C.L.R., 100, και D. Theodorides & Others v. S. Ploussiou (1976)3 C.L.R., 319).

Τα μέτρα που λήφθηκαν είχαν εξωσυνταγματικό χαρακτήρα, προσωρινή διάρκεια, και όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, ήταν ανάλογα με την ανάγκη που απέβλεπαν να αντιμετωπίσουν. Συνάγεται από την Aloupas ότι το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο υποκείμενο σε δικαστικό έλεγχο προς το σκοπό διαπίστωσης της ύπαρξης της ανάγκης και της αντιστοιχίας των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της. Το δίκαιο της ανάγκης συνιστά μέτρο αυτοσυντήρησης του κράτους μέχρι την αποκατάσταση της ομαλότητας.»

Ευχέρεια για απόκλιση από προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου παρέχεται, όπως διαπιστώνεται απ΄ όλα τα μέλη του Δικαστηρίου στη Νικολάου, και διασαφηνίζεται στη Μαυρογένης, οποτεδήποτε προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου.

Προφανή οδηγό για τη διαπίστωση σφαλμάτων αποτελεί ο αντίλογος της απόφασης, δηλαδή η απόφαση της μειοψηφίας, ο οποίος αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν αντανακλά τη θέση του άλλου ήμισυ του Δικαστηρίου, όπως στη Νικολάου. Η αυθεντικότητα του λόγου της απόφασης, όπως προσδιορίζεται από το αποτέλεσμα, μετριάζεται από το γεγονός ότι δεν πηγάζει από τη θέση του Δικαστηρίου, το οποίο παραμένει διαιρεμένο ως προς την ισχύουσα αρχή δικαίου.

Η δυνατότητα παρέκκλισης από προηγούμενη απόφαση είναι μεγαλύτερη, όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995)3 Α.Α.Δ. 363 (απόφαση Ολομέλειας), οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή. Και πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να ανατραπεί, εφόσον περιέχει σοβαρό σφάλμα το οποίο τείνει να διαστρέψει το δίκαιο, όπως τονίστηκε στην R. v. Shivpuri (1986)2 All E.R. 334 (HL), και επαναλήφθηκε στη Μαυρογένης. Το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί, όπως έχουμε εξηγήσει, μέρος του πυρήνα του δικαίου ενσωματωμένο στο Άρθρο 179 του Συντάγματος.

Έχουμε κληθεί από τους δικηγόρους των αιτητών να αποστούμε από το λόγο της Νικολάου και να τον αποκηρύξουμε ως εσφαλμένο. Θέση τους είναι ότι οι αρχές, στις οποίες βασίζεται η απόφαση του ήμιση των Δικαστών, στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα, ειδικά ως προς το δίκαιο της ανάγκης, είναι πασιφανώς εσφαλμένες, συγκρούονται με όλη την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου γεγονός που καθιστά το σφάλμα ορατό στον καθένα. Αντίθετα, η απόφαση του άλλου ήμισυ του Δικαστηρίου είναι σύμφωνη με τη νομολογία και τις αρχές στις οποίες θεμελιώνεται το δίκαιο της ανάγκης.

Οι καθ΄ ων η αίτηση υπέβαλαν ότι δεν υφίσταται αποχρών λόγος για παρέκκλιση από τη Νικολάου. Για τους ίδιους λόγους που ο Ν.95/89 κρίθηκε συνταγματικός και ο Ν.115(1)/96 πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνος με το Σύνταγμα, ως απόρροια της αδυναμίας εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 182.3 και της ανάγκης που δημιουργείται για την άσκηση της εξουσίας της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Το ότι η απόφαση στη Νικολάου, βρίσκεται σε αντίθεση με τη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην President of Republic v. House of R'ntatives (1986)3 Α.Α.Δ. 1439, είναι αναμφίλεκτο. Όπως δεν χωρεί αμφιβολία ότι συγκρούεται με τις αρχές της Ibrahim, και όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που άπτονται του δικαίου της ανάγκης. H αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για την προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης. Εάν παρεχόταν αυτή η δυνατότητα θα εξέλειπε κάθε έρεισμα για τις εξωσυνταγματικές ρυθμίσεις που έγιναν μέχρι σήμερα για να καταστεί εφικτή η λειτουργία του Κυπριακού κράτους.

Στη Μοοdie v. IRC (1993)2 All E.R. 49, (HL), διατυπώνεται η θέση ότι όπου υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου ακολουθείται η τελευταία, κατά χρονολογική σειρά, η οποία σ' εκείνη την περίπτωση όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, έτεινε να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη μεταξύ του φορολογούμενου και του γενικού σώματος των φορολογουμένων.

Δεν διαγράφεται όμως η προηγούμενη νομολογία ούτε αυτό θα μπορούσε ποτέ να ισχύσει. Τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με την πρόσδοση νομοθετικής και όχι νομολογιακής ισχύος στις δικαστικές αποφάσεις. Όπως διαπιστώνεται στη Young v. Bristol Aeroplane Co. (1944)2 All E.R. 293 (C.A.), τη θεμελιακή απόφαση στην οποία αναγνωρίστηκε και καθορίστηκε η δέσμευση που ενέχουν προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου για το σώμα, το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ δύο προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων.

«...the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions.»

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

«..... το δικαστήριο έχει αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ δύο συγκρουόμενων αποφάσεων.»

Η ισχύς του λόγου της Young, και η σημασία της απόφασης εκείνης επαναβεβαιώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στις, Davis v. Johnson (1978)1 All E.R. 1132. A.G. of St. Christopher v. Reynolds (1979)3 All E.R. 129.

Η ευχέρεια επιλογής μεταξύ δύο η περισσότερων προηγούμενων αποφάσεων, που ενέχουν δέσμευση για το Δικαστήριο και οι οποίες συγκρούονται μεταξύ τους, πάντοτε υφίστατο. Η δυνατότητα αυτή επισημαίνεται από το Λόρδο Reid στην απόφαση του στην Scruttons v. Midland Silicones (1962)1 All E.R. 9, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο:

«I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself it out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision. The first two of these grounds appear to me to apply to the present case.»

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

«Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δεν θα παραγνώριζα και δεν θα απέκλινα εύκολα από το λόγο προηγούμενης απόφασης αυτού του Δικαστηρίου. Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρεις κατηγορίες υποθέσεων οι οποίες καθιστούν παραδεχτή την αμφισβήτηση ή τον περιορισμό του λόγου αυτού. Πρώτο, όπου αυτός είναι σκοτεινός, δεύτερο, όπου η απόφαση αφεαυτής ευρίσκεται έξω από τη νομολογιακή αρχή ή θεμελιωμένες αρχές δικαίου, και τρίτο, όπου η αρχή είναι ευρύτερη απ΄ ότι ήταν απαραίτητο για την απόφαση ώστε να εγείρεται ζήτημα διάκρισης της για το λόγο αυτό. Οι πρώτοι δύο από τους τρεις λόγους τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση.»

Όπως υποδείξαμε στη Νικολάου, νομιμοποιητικό έρεισμα για τη θέσπιση του Ν.95/89, αποτέλεσαν οι παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1986)3 C.L.R. 1439, (Aναφορά 1/86), αναφορικά με το ενδεχόμενο τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούν μόνο την Ελληνική κοινότητα. Ο λόγος της Νικολάου δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί απ' αυτό το πλαίσιο. Το επίδικο θέμα ήταν η τροποποίηση διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα. Προς αυτό συναρτάται ο λόγος της Νικολάου. Τα υπόλοιπα ανάγονται στη σφαίρα των παρατηρήσεων. Η μόνη απόφαση, η οποία άπτεται του επιδίκου θέματος αυτής της υπόθεσης, είναι η απόφαση στην Αναφορά 1/86. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ειδικά, άμεσα και καθοριστικά, ότι δεν χωρεί η τροποποίηση του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Άρθρου 182.3 του Συντάγματος. Η απόφαση στην Αναφορά 1/86, είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση αυτής της υπόθεσης. Το θέμα είναι λελυμένο από τη νομολογία.

Η απόφαση στην 3/89, αφαίρεσε κάθε νομολογιακό έρεισμα από τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην 1/86. Τις έκρινε νομικά ανυπόστατες καθιστώντας το λόγο (ratio) της ισχυρό, άνευ ετέρου. Το σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί βάσει του δικαίου της ανάγκης.

Το αποτέλεσμα της Νικολάου και ο λόγος ο οποίος στοιχειοθετείται από αυτό συγκρούεται ευθέως με την απόφαση στην Αναφορά 1/86, και ακόμα σημαντικότερα, αποτελεί αντίφαση προς το δίκαιο της ανάγκης όπως είναι καθολικά καθιερωμένο και αναγνωρισμένο στην Ibrahim και όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις.

Και αν υποθέσουμε ότι είναι παραδεκτή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης, δεν προβλήθηκε, ούτε διαπιστώθηκε οποιαδήποτε αντικειμενική αδυναμία εφαρμογής των διατάξεων του Άρθρου 66.2, ούτε προέκυψε οποιαδήποτε ανάγκη για την αντιμετώπιση κενού στη λειτουργία του κράτους.

H απόφαση στη Νικολάου, όπως διαμορφώνεται από το αποτέλεσμα της, αλλοιώνει το δίκαιο της ανάγκης σε βαθμό που να μή έχει σχέση με τις αρχές του. Προβάλλει το ερώτημα. Αν ήταν δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που επικράτησαν από το 1963-1964, και αναμφιβόλως μεγενθύνθηκαν μετά το 1974, ποία η δικαιϊκή υπόσταση των μέτρων που λήφθηκαν έξω από το Σύνταγμα για να καταστεί δυνατή η λειτουργία του Κράτους; Πρόδηλη είναι η απάντηση. Είναι επειδή ήταν αδύνατη η τροποποίηση του Συντάγματος που προέκυψε η ανάγκη για τη λήψη εξαιρετικών μέτρων για τη διασφάλιση της λειτουργίας του Κράτους βάσει των ουσιαστικών προνοιών του Συντάγματος. Τα μέτρα που λήφθηκαν εδικαιολογούντο από το δίκαιο της ανάγκης όπως έγινε δεκτό στην Ibrahim και σ΄ όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις.

Όπως ορίζει η νομολογία, είναι αυτή τούτη η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος που γεννά την πρώτη ανάγκη για εξαιρετικές ρυθμίσεις δυνάμενες να καταστήσουν λειτουργήσιμο το Σύνταγμα.

Μας έχει λεχθεί ότι δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τις εξελίξεις της ζωής και να μή καθηλώσουμε τη λειτουργία του Κυπριακού Κράτους σε παρωχημένα δεδομένα. Αντιπαραβάλλω τη δύναμη του δικαίου, του εξουσιαστή της έννομης τάξης, και παράλληλα διαπιστώνω ότι το δίκαιο της ανάγκης επέτρεψε στην Κυπριακή Πολιτεία να λειτουργήσει σύννομα κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες χωρίς να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανάπτυξη των κοινωνικών, πολιτειακών και πολιτικών θεσμών. Η προσήλωση στο Σύνταγμα και η διακυβέρνηση βάσει των προνοιών του, έχει στην περίπτωση της Κύπρου, σημασία τόση που είναι δύσκολο να υπερτονιστεί. Η τήρηση της συνταγματικής τάξης δεν αποτελεί μόνη επιταγή του δικαίου, αλλά και της υπέρτατης ανάγκης περιφρούρησης της Κυπριακής Πολιτείας έναντι όλων όσων επιβουλεύονται την ύπαρξη της. Επαναλαμβάνω ό,τι είπα στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985)3 C.L.R. 2202, 2212:

«Ο σεβασμός στο Σύνταγμα δεν επιβάλλεται μόνο από το άρθρο 179 που το καθιστά τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας αλλά και από τις τραγικές πραγματικότητες της Κύπρου και ιδιαίτερα τους κινδύνους που απειλούν την κρατική της υπόσταση. Η ανεξαρτησία της Κύπρου θεμελιώνεται στο Σύνταγμα. Κάθε παρέκκλιση από τις πρόνοιες του εξασθενίζει τη βάση του Κυπριακού κράτους.»

 

Καταλήγω, ότι: (α) Το ζήτημα της συνταγματικότητας του Ν.115(1)/96, αποφασίστηκε δεσμευτικά στην 1/86. (β) Το σκεπτικό των πέντε Δικαστών στο οποίο θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της Νικολάου είναι για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει άνευ ετέρου εσφαλμένο. Αποτελεί αντινομία προς το δίκαιο της ανάγκης, συνιστά αλλοίωση των αρχών του και συγκρούεται με όλες τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο Ν.115(1)/96, είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, ασύμφωνος με τις πρόνοιες του και δεν ευρίσκει κανένα έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης. Κρίνεται αντισυνταγματικός.

Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υιοθετεί τη θέση ότι ο νόμος είναι συνταγματικός. Επομένως, πρέπει να ασχοληθούμε και με τα επόμενα θέματα που τίθενται με τις δύο Εκλογικές Αιτήσεις. Αποτελεί αρμοδιότητα και ευθύνη του Δικαστηρίου η αντιμετώπιση κάθε επιδίκου θέματος, η επίλυση του οποίου είναι αναγκαία, για την έκβαση της υπόθεσης. (Σχετικές είναι οι παρατηρήσεις μου στην In re Georghiou (1983)2 C.L.R. 1, στη σελ. 15, ως προς τη δέσμευση που δημιουργεί η απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.)

Επομένως καθηκόντως, θα ασχοληθούμε με τη συνταγματικότητα του Ν.118(1)/96 με αναφορά στους λόγους, εκτός του δικαίου της ανάγκης που έχουν προβληθεί και έχουν εκτεθεί στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης και που κατ΄ ισχυρισμό, καθιστούν το νόμο αντισυνταγματικό.

Νόμος 118/96. Η Συνταγματικότητα του.

Τα άρθρα του Συντάγματος προς τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, αντίκειται είναι, όπως έχουμε εκθέσει, τα Άρθρα 31, 64 και 66.3. Θα αντιπαραβάλουμε τις πρόνοιες του Ν.118/96, προς τις διατάξεις του καθενός από τα τρία ΄Αρθρα του Συντάγματος που συνιστά την καθιερωμένη μέθοδο διαπίστωσης του συμβατού των προνοιών του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. (Βλ. μεταξύ άλλων Τhe Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967)1 C.L.R. 167.)

Άρθρο 31 και Άρθρο 66.3 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 31, καθιερώνει ως ατομικό δικαίωμα του κάθε πολίτη τη συμμετοχή του σε κάθε εκλογή που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος, καθιστά καθήκον της κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους, την εξασφάλιση, στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη, περιλαμβανομένου και του Άρθρου 31. Στην Μαυρογένης v. Boυλής των Αντιπροσώπων κ.ά. Υπ. αρ. 1/95 - 26.3.1996 (απόφαση πλειοψηφίας), αποφασίσαμε, (πριν την τροποποίηση του Άρθρου 66.2, που επέφερε ο Ν.115/96), ότι η κατάργηση αναπληρωματικής εκλογής συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 31. Για τους σκοπούς ελέγχου της συνταγματικότητας του Ν.118/96, θέματος παρεπόμενου εκείνου της κρίσης της συνταγματικότητας του Ν.115/96, θα πάρουμε ως δεδομένη την απόφαση της πλειοψηφίας και θα αρχίσουμε από το σημείο αυτό ως αφετηρία.

Με την τροποποίηση του Ν.115/96, τα της πλήρωσης κενούμενης βουλευτικής έδρας ρυθμίζονται με νόμο.

Το κρίσιμο ερώτημα για τους σκοπούς συσχετισμού του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 31 προς το Ν.118/96, είναι κατά πόσο η πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας γίνεται μέσω εκλογής προβλεπόμενης από το Σύνταγμα. Το κείμενο του άρθρου 66.2 (μετά την τροποποίηση του Ν.115/96), δεν προδιαγράφει την αναπλήρωση μέσω εκλογής. Η επόμενη όμως παράγραφος, του ιδίου άρθρου του Συντάγματος, η παράγραφος 3 του Άρθρου 66, εξυπακούει τη διενέργεια εκλογής για την ανάδειξη των βουλευτών, τόσο κατά τις γενικές και βουλευτικές εκλογές όσο και για την πλήρωση κενούμενης έδρας.

Το Άρθρο 66.3 προβλέπει:-

«Εάν η κατά την πρώτην ή δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διενεργηθή κατά την καθοριζομένην υπό του Συντάγματος ή συμφώνως τούτω καθορισθείσαν ημερομηνίαν ένεκα εξαιρετικών και απροβλέπτων περιστάσεων, ως σεισμού, πλημμύρας, γενικής επιδημίας και παρομοίων περιστάσεων, διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της επομένης εβδομάδος.»

Γίνεται ρητή αναφορά στη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των Βουλευτών, τόσο κατά τις γενικές όσο και αναπληρωματικές εκλογές. Καθορίζεται μάλιστα και ο χρόνος διεξαγωγής τους καθώς και οι περιστάσεις που μπορεί να δικαιολογήσουν την αναβολή τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν το πρώτο επιχειρήθηκε η κατάργηση της αναπληρωματικής εκλογής με το νόμο που αποτέλεσε το αντικείμενο της Αναφοράς 1/86, είχε επιδιωχθεί η τροποποίηση εκτός της παραγράφου 2 του Άρθρου 66, και της παραγράφου 3 του ιδίου Άρθρου, με τον περιορισμό της αναφοράς σε "εκλογή" στην πρώτη παράγραφο του Άρθρου 66, που διέπει τις γενικές βουλευτικές εκλογές.

Η διενέργεια εκλογής για την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας προκύπτει ευθέως από την παράγραφο 3 του Άρθρου 66. Κατά συνέπεια, ο Ν.118/96 εφόσον προβλέπει την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας, με τρόπο άλλο από τη διενέργεια εκλογής, προσκρούει και έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 66.3 καθώς και το Άρθρο 31, εφόσο στερεί εκλογέα, όπως οι αιτητές, του δικαιώματος του ψηφίζειν σε εκλογή προβλεπόμενη από το Σύνταγμα.

Άρθρο 64.

Ένα είναι το ερώτημα σε σχέση με το Άρθρο 64. Συνάδει ή όχι με τις διατάξεις του η πρόνοια του Άρθρου 118/96, που καθιστά το ανήκειν σε κόμμα, προσόν εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα; Ευθέως, το ερώτημα απαντάται αρνητικά.

Το Άρθρο 64, καθορίζει εξαντλητικά τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα. Αυτό προκύπτει από το κείμενο του Άρθρου 64 και βεβαιώνεται σταθερά από τη νομολογία.

Στην Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπρ. (1991)3 Α.Α.Δ. 252, αποφασίστηκε ότι τα προσόντα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι καθορίζονται εξαντλητικά από το Σύνταγμα. (Βλ. επίσης Αttorney-General v. Georghiou (1984)2 C.L.R. 251, ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 64(γ) του Συντάγματος αναφορικά με την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα.) Με το ίδιο πνεύμα αποφασίσαμε στην Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985)3 C.L.R. 2202, ότι οι συνθήκες κένωσης του αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας και προκήρυξης προεδρικής εκλογής, ορίζονται εξαντλητικά στο Σύνταγμα. Είναι καταφανές ότι η πρόνοια του Ν.118/96, που καθιστά την κομματική ταυτότητα του υποψηφίου, απαραίτητο προσόν για ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα, παραβιάζει και έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 64.

Η σχετική διάταξη του Ν.118/96, έχει και άλλες αρνητικές συνέπειες. Μεταθέτει εν μέρει έστω την εκλογή των αντιπροσώπων του λαού στη Βουλή, σε σώμα άλλο από το εκλογικό σώμα, το μόνο, που βάσει του Συντάγματος έχει λόγο στην ανάδειξη των αντιπροσώπων του. Και ως προς την επίλυση του δεύτερου επιδίκου θέματος ευρίσκομαι στη μειοψηφία. Η πλειοψηφία αποφαίνεται ότι ο Ν.118/96, δεν προσκρούει σε καμμιά αντισυνταγματική διάταξη. Επομένως πρέπει να απαντηθεί και το τρίτο επίδικο θέμα που αφορά την τήρηση των προβλεπόμενων από τον Εκλογικό Νόμο, διαδικασιών, για την αναπλήρωση βουλευτή του οποίου η έδρα κενούται.

Διαδικασία ανάδειξης του κ. Βενιαμίν, στο Βουλευτικό Αξίωμα.

Το τελευταίο ερώτημα απαντάται αρνητικά, για τους αιτητές. Με την τροποποίηση του εκλογικού νόμου, η οποία σκοπείται με το Ν.118/96, καθιερώνεται συνοπτικός μηχανισμός για την πλήρωση του κενού το οποίο δημιουργείται. Ο μηχανισμός αυτός κινήθηκε στα δύο στάδια που προβλέπονται, ορισμός Εφόρου Εκλογής και ανάδειξη από τον Έφορο, του επιλαχόντα υποψηφίου στις γενικές εκλογές που έχει τα προσόντα που καθορίζει ο Ν.118/96.

 

 

 

Γ. Μ. Πικής,

Π.

 

 

 

 

/ΜΠ-ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο